Ἀπ’ τή στιγμή πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο», ἀπ’ τή Γέννηση ὡς τό Σταυρό, ἀπ’
τή Βηθλεέμ ὡς τό Γολγοθᾶ, ἀπ’ τά σπάργανα ὡς τήν Ἀνάσταση, ὁ Ἰησοῦς θά εἶναι τό
μεγάλο καί συγκλονιστικό ἐρωτηματικό: Ποιός εἶναι ἐπιτέλους, αὐτός ὁ Γαλιλαῖος;
Θαυμαστά αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει, ἀλλά ποῦ τά ᾽μαθε; «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος
υἱός; Καί ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ» (Ματθ. ΙΓ΄ 55, 57). Τόν παρακολουθοῦν μέ
δυσπιστία καί φθόνο, ἀλλά ταυτόχρονα ἀναγνωρίζουν τή σοφία τοῦ λόγου του, ἔστω
κι ἄν μέσα τους τό πρόβλημα παραμένει ἄλυτο. «Ἐξεπλήττοντο λέγοντες· πόθεν τούτῳ
ταῦτα; Καί τίς ἡ σοφία, ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καί δυνάμεις τοιαῦται διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ
γίνονται»; (Μάρκ. ΣΤ΄ 2). «Πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μή μεμαθηκώς»; ( Ἰω. Ζ΄ 15). Εἶναι ἀτέλειωτα
τά ἐρωτηματικά. Ὅλοι ρωτᾶνε καί ὅλοι ἀμφιβάλλουν.
Οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Κυρίου γιά
τούς περισσότερους εἶναι γρίφος. «Ἡ ἐμή διδαχή οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλά τοῦ
πέμψαντός με» ( Ἰω. Ζ΄ 16). Οἱ συζητήσεις γύρω άπό το πρόσωπο καί τή δράση τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ἀδιάκοπες. «Γογγυσμός πολύς περί αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μέν
ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον οὔ, ἀλλά πλανᾶ τόν ὄχλον» ( Ἰω. Ζ΄ 12).
Πολλά τά κρυφομιλήματα καί τά σχόλια. Ἄλλοι τόν ἀποδέχονται καί ἄλλοι τόν ἀπορρίπτουν.
«Ἀγαθόν» Τόν λένε οἱ μέν· οὔ, ἀλλά πλανᾶ τόν ὄχλον», ἀπαντοῦν οἱ δέ. Τά Εὐαγγέλια
σημειώνουν ὅλες τίς ἀντιρρήσεις καί ὅλους τοὺς ἀντιρρησίες. Καταγράφουν μέ ἀντικειμενικότητα
τις κρίσεις καί κατακρίσεις καί τις ἀντιρρήσεις καί διαφωνίες, ἀλλά καί τήν ἀγάπη,
τό θαυμασμό καί τήν ἀποδοχή τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν λόγων Του. Πρῶτος ἀντιρρησίας και
ἀρνητής τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἡρώδης, ὁ
μωροφιλόδοξος βασιλιάς, πού σκοτώνει τά βρέφη τῆς Βηθλεέμ. Ὅπως θά γράψει ὁ
Jovanni Papini: «Ἡ σφαγή τῶν νηπίων ὑπῆρξε τό ὕπατο ἀνοσιούργημα τοῦ βρωμεροῦ καί αἱμοβόρου
αὐτοῦ γέροντα. Ἡ ἐξόντωση τόσων ἀθώων πλασμάτων γύρω ἀπό τό λίκνο ἑνός Ἀθώου...
Ἀργότερα ἀπειράριθμοι ἀθῶοι θά θυσιάζονταν, ὕστερα ἀπό τό δικό Του θάνατο». Οἱ παγίδες «ἐν λόγῳ» πού Τοῦ στήνουν οἱ φαρισαῖοι, ἀλλά και
οἱ ἀπόπειρες δολοφονίας Του, εἶναι στό τακτικό πρόγραμμά τους. Γνωστή ἡ ἐρώτησή
τους: «Ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἤ οὔ»; Γνωστή καί τοῦ Κυρίου ἡ ἀπάντηση: «...Ἀπόδοτε
τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. ΚΒ΄ 21). Στό σημεῖο αὐτό ὁ G. Ricciotti παρατηρεῖ: «Τό συμπέρασμα πήγαζε, μέ μιά αὐστηρή λογική, ἀπό
τήν ἀπάντηση τῶν φαρισαίων. Ἦταν τοῦ Καίσαρος ἐκεῖνο τό νόμισμα; Πολύ καλά, ἄς
τό ἐπιστρέψουν στόν Καίσαρα, ἀφοῦ, μέ τό ἁπλούστατο γεγονός, ὅτι αὐτοί
παραδέχονταν ἐκεῖνο τό νόμισμα καί τό χρησιμοποιοῦσαν μ’ εὐχέρεια, ἔδειχναν ὅτι
παραδέχονταν τήν κυριαρχία ἐκείνου, πού τό εἶχε κόψει. Κι ἔτσι τό πολιτικό
ζήτημα λύθηκε χωρίς ὁ Ἰησοῦς νά εἰσέλθει στό πολιτικό πεδίο...». Καί σέ πολλές ἄλλες
περιπτώσεις οἱ φαρισαῖοι εἶχαν
ἐκδηλώσει τήν ὑποκρισία τους. Οἱ φαρισαῖοι ἦταν πάντα οἱ ἴδιοι. Δέ ξέφευγαν
ἀπ’ τήν καζουϊστική (σχολαστική) τακτική τους. Ἦσαν «οἱ διυλίζοντες τον κώνωπα
καί καταπίνοντες την κάμηλον». Ἡ ὑποκρισία τους παρέμεινε ἴσως, μοναδική στήν
παγκόσμια ἱστορία. Γιά παράδειγμα: τό Σάββατο κατά τους ραββίνους, μποροῦσε
νά παραβιαστεῖ μέ 39 διαφορετικές πράξεις. Μερικές τέτοιες πράξεις παράβασης τοῦ
Σαββάτου ἦταν τό λύσιμο ἤ τό σφίξιμο κάποιου σχοινιοῦ, τό σβήσιμο ἑνός λυχναριοῦ,
τό ράψιμο δυό ἀκριβῶς βελονιῶν (ὄχι περισσοτέρων), τό γράψιμο δυό γραμμάτων τοῦ
ἀλφαβήτου, ἡ μεταφορά ἑνός ἀντικειμένου σέ μια σχετική ἀπόσταση, ἀκόμα και ἑνός
μονάχα σύκου. Καί αὐτός ὁ περίπατος τοῦ Σαββάτου δεν ἔπρεπε νά ὑπερβαίνει τίς
2.000 πήχεις δηλαδή τά 900 μέτρα. Ἀπερίγραπτη ἦταν ἡ ὑποκρισία καί ἡ κακότητα τῶν
φαρισαίων, ὥστε ἀργότερα, ἡ λέξη ὑποκριτής, ἔγινε συνώνυμη τῆς λέξης φαρισαῖος!
Ἡ ὅλη συμπεριφορά τους ἦταν ἀποκρουστική, ἀλαζονική καί ὑπερήφανη. «Φιλοῦσι τήν
πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καί τάς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς και τούς
ἀσπασμούς ἐν ταῖς ἀγοραῖς». Γι᾽ αὐτό καί αὐστηρός ὁ ἔλεγχος καί ὁ ταλανισμός τοῦ Ἰησοῦ: «Οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί φαρισαῖοι ὑποκριταί»! Ἀντιρρησίες καί
περιφρονητές καί ἀρνητές οἱ φαρισαῖοι, ὑπερφρονοῦν καί περιφρονοῦν καί
παραφρονοῦν. Ὅταν ἐκβάλλει δαιμόνια, λένε ὅτι, «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει
τά δαιμόνια». Ὅταν ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, μετά τή θεραπεία του, διαφωνεῖ μαζί
τους καί λέει την ἀλήθεια, ἐκεῖνοι τόν εἰρωνεύονται, τόν βρίζουν καί τόν ἀφορίζουν.
Ἀλλ’ αὐτό συμβαίνει πάντα. Ὅποιος δέν ἔχει ἐπιχειρήματα, βλαστημᾶ καί βρίζει. Ὅποιος
δέν ἔχει τήν τόλμη νά ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια, τήν περιφρονεῖ καί τήν πολεμάει.
Καί καθώς παρατηρεῖ ὁ Παναγιώτης Τρεμ-
πέλας: «Ὅσοι συστηματικῶς καταπολεμοῦν τήν ἀλήθειαν και ἀποκρούουν
πεισμόνως τόν ἐξ αὐτῆς φωτισμόν, καθιστοῦν ἑαυτούς καταγελάστους». Οἱ ἀντιρρησίες
εἶναι γιά πάντα καί ἀρνητές καί ὑποκριτές καί ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ φθόνος τους
φτάνει τά ὅρια τοῦ παραληρήματος. Ζητοῦν —ἄν εἶναι δυνατό— τήν ἐξαφάνισή Του. Γι’
αὐτούς —ὅπως καί τότε για τούς φαρισαίους— ὁ Ἰησοῦς ἦταν persona non grata (ἀνεπιθύμητο πρόσωπο). Μ’ αὐτή τή φονική διάθεση δραστηριοποιοῦνται οἱ ἀντιρρησίες φαρισαῖοι ὅλων
τῶν ἐποχῶν. Ὡστόσο, καθώς σημειώνει ὁ Σεβ. Ἀχελώου Εὐθύμιος Στύλιος: «Ὁ Ἰησοῦς,
εἴτε ἀγαπώμενος, εἴτε μισούμενος, θά ἐξακολουθεῖ να εἶναι ὁΜΟΝΑΔΙΚΟΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου