ΕΝΑ ἀπὸ τὰ πολλὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ἡ κάλυψη
τῶν ἐφημεριακῶν κενῶν. Νὰ βρεῖ τοὺς κατάλληλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πρόθυμα θὰ
δεχτοῦν τὴν ἱερωσύνη καὶ θὰ ἐργαστοῦν μὲ ζῆλο γιὰ τὸν πιστὸ λαό. Ἡ δυσκολία εἶναι
μεγαλύτερη στὴν ἐπαρχία, ὅπου πολλὰ χωριὰ μένουν ἀλειτούργητα. Ἐκεῖ λείπει ὁ μόνιμος
ἐφημέριος καὶ κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα ἐμφανίζεται κάποιος ἱερέας ἀπὸ ἄλλη
περιοχὴ γιὰ νὰ λειτουργήσει ἢ νὰ τελέσει κάποιο ἄλλο μυστήριο. Στὴν ἐποχὴ μας οἱ
ὑποψήφιοι εἶναι ἀπρόθυμοι νὰ ὑπηρετήσουν σὲ ἀπομακρυσμένα χωριά. Ὅλοι τους βλέπουν
τὶς πόλεις, τὶς μεγάλες ἐνορίες μὲ τὰ τυχερὰ καὶ τὸν πολὺ κόσμο. Ἐκεῖ ἔχουν τὴν
εὐκαιρία νὰ ζοῦν μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ ἀποφεύγουν τὶς πρόσθετες δυσκολίες τῶν ἀκριτικῶν
καὶ ἀπομονωμένων ἐνοριῶν.
Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ σχεδὸν ἐπιβάλλει νὰ ὑπηρετοῦν τὸ
ἱερὸ θυσιαστήριο κληρικοί, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα πέντε χρόνια, δηλαδὴ εἶναι
ἱερεῖς ἐπὶ μισὸ αἰώνα! Προσπαθοῦν οἱ εὐλογημένοι αὐτοὶ κληρικοὶ νὰ ἀνταποκριθοῦν
στὰ καθήκοντά τους μὲ τὶς μειωμένες σωματικὲς τους δυνάμεις. Τὰ καλοκαίρια μάλιστα
κοπιάζουν ὑπερβολικά, γιατὶ οἱ ἀπαιτήσεις εἶναι αὐξημένες. Ὅλοι ζητοῦν νὰ βροῦν
ἱερέα γιὰ νὰ λειτουργήσει στοὺς κεντρικοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ἀλλὰ καὶ στὰ πολλὰ ἐξωκκλήσια.
Κι ἐνῶ δύσκολα καλύπτονται τὰ ἐφημεριακὰ κενά, οἱ Μητροπολίτες
παραμένουν ἰσοβίως στοὺς θρόνους τους! Δὲν θέλουν νὰ τοὺς ἀποχωριστοῦν οὔτε ὅταν
οἱ ἀσθένειες τοὺς ἔχουν ἐξαντλήσει ἢ ὅταν τὸ γῆρας εἶναι βαθύτατο καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρέπει
οὔτε στὰ στοιχειώδη τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς νὰ ἀνταποκριθοῦν. Ἐπιμένουν νὰ «διοικοῦν»
καὶ νὰ «ποιμαίνουν». Μὲ τὴν ἐπιμονή τους αὐτὴ ἐμποδίζουν τὸ ἔργο τῶν Μητροπόλεων,
ξεχνώντας ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ὑποψήφιοι διάδοχοί τους. Οἱ Μητροπολίτες αὐτοὶ ἐπικαλοῦνται
τοὺς ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι δὲν προβλέπουν τὴν ἀποχώρησή τους λόγῳ γήρατος. Ὑποστηρίζουν
ἀκόμα ὅτι ἔχουν «νυμφευθεῖ» τὴν ἐπισκοπὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν. Στὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ ὑπάρχει
σοβαρὸς ἀντίλογος. Ἐνδεικτικὰ σημειώνω τὰ ὅσα διατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς
καὶ Μεγαρίδος Νικόδημος, τὰ ὁποῖα θεωρῶ διαφωτιστικὰ καὶ πειστικά: «Καὶ τὰ δύο αὐτὰ
ἐπιχειρήματα δὲν ἀντέχουν στὸ θεολογικὸ ἔλεγχο. Τὸ γεγονός, ὅτι δὲν ἀναφέρουν
οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀποχώρηση ἐξ αἰτίας τοῦ ὁρίου τῆς ἡλικίας, δὲ σημαίνει, ὅτι ἀποκλείουν
τὴν ἀποχώρηση. Ἁπλούστατα, τὴν ἐποχή, ποὺ ἡ Ἐκκλησία θεσμοθετοῦσε τοὺς Κανόνες τῆς
ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ εὐταξίας, γιὰ καμμιὰ τάξη δημοσίων
λειτουργῶν δὲν ὑπῆρχε ὅριο ἡλικίας. Οὔτε ὑπῆρχε πρόβλεψη γιὰ παροχὴ σύνταξης. Ἡ
ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ὑπηρεσία, ἦταν διαδικασία ἄγνωστη. Καὶ εἶναι πολὺ
φυσικό, τὸ ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀσχολήθηκε μὲ μιὰ παρόμοια ρύθμιση. Ἡ σχέση τοῦ
ἐπισκόπου μὲ τὸ ποίμνιό του καὶ εἰδικὰ μὲ τὴ συγκεκριμένη ἐπισκοπή, εἶναι ἱερὴ καὶ
ἀπαραβίαστη. Ὅμως, ἴσαμε τὸ χρονικὸ ὅριο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀσκήσει τὰ καθήκοντά του.
Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες προβλέπουν τὸ ἐνδεχόμενο νὰ παραιτεῖται καὶ νὰ ἀποχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος,
ὅταν ἡ κλονισμένη ὑγεία του δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀποστολή του.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι λιγότερο δεσμευτικὸ γιὰ ἕνα ἐπίσκοπο τὸ γῆρας, ἀπὸ ὅσο εἶναι μιὰ
σοβαρὴ ἀρρώστια. Ὁ ἡλικιωμένος ἄνθρωπος εἶναι καὶ αὐτὸς ἀνίκανος
πρὸς ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του, ὅπως εἶναι καὶ ὁ βαρειὰ ἄρρωστος. Καὶ ἀφοῦ δὲν ἐμποδίζει ἡ ἐκκλησιολογικὴ θέση τοῦ
ἐπισκόπου τὸ ἀποτράβηγμά του γιὰ τὸ λόγο τῆς κλονισμένης ὑγείας, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐμποδίσει καὶ ὅταν ὁ ποιμένας ἔχει
ὑποστεῖ τὶς συνέπειες τοῦ γηρασμοῦ καὶ δὲ διαθέτει τὶς ἀπαραίτητες δυνάμεις, γιὰ
νὰ κατευθύνει τὴ λογικὴ ποίμνη.
Ὅσο γιὰ τὸ δεύτερο ἰσχυρισμὸ —ἀπόλυτα σωστό— ὅτι ὁ ἐπίσκοπος
τελεῖ πνευματικὸ γάμο, ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἐπικαλέσθηκαν, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ἀπόψεις
τους, τὸν ἀναιροῦσαν μὲ τὴν πρακτική τους. Ἂν ὁ πνευματικὸς γάμος δένει τὸν ἐπίσκοπο
μὲ τὴν ἐπισκοπή του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποσυρθεῖ, ὅταν τὰ γηρατειὰ τὸν καθιστοῦν
ἀνίκανο καὶ νὰ παραχωρήσει τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα σὲ κάποιο νεώτερο καὶ ἱκανότερο,
πῶς δὲν τὸν δεσμεύει καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ ζητάει μετάθεση; Ἡ μετάθεση δὲν εἶναι
διάλυση τοῦ γάμου; Καὶ μάλιστα ὅταν ἡ διάλυση κινεῖται ἀπὸ τὴν ἔνοχη σκοπιμότητα
νὰ συναφθεῖ ἕνας δεύτερος γάμος;» («ΜνησθείηΚύριος ὁ Θεός…», Ἀθήνα 1997, σελ.
48 – 50). Θὰ πρέπει νὰ σημειώσω καὶ κάτι ἀκόμα σχετικό. Στὴν ἐποχὴ μας
ἡ ἐκλογὴ ἑνὸς νέου ἐπισκόπου δὲν ἐνθουσιάζει πολύ, γιατὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ἔχει
ἐπηρεάσει καὶ τοὺς κληρικοὺς καὶ δὲν ὑπάρχει ἡ γνησιότητα στὸ ἦθος. Ὅλα εἶναι πιὰ
ρευστὰ καὶ διαρκῶς μεταβαλλόμενα. Λίγοι εἶναι οἱ κληρικοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση
καὶ ὑπηρετοῦν τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ συνεχῶς αὐξανόμενο ἱεραποστολικὸ ζῆλο.
Δυστυχῶς, οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ δὲν ἐκλέγονται ἐπίσκοποι. Ἡ Ἱεραρχία τοὺς ἀγαπᾶ, τοὺς
ἐκτιμᾶ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ ἔργο τους, δὲν θέλει ὅμως νὰ γίνουν Μητροπολίτες. Προτιμᾶ
τοὺς φιλόδοξους ἀρχιμανδρίτες, ποὺ διαθέτουν εὐλύγιστη σπονδυλικὴ στήλη. Ἔτσι εἶναι
βέβαιη ἡ ἀπογοήτευση τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ὡστόσο, χρειάζεται νὰ ὑπάρχει τὸ ὅραμα νὰ
ἐκλέγονται οἱ ὄντως ἄξιοι κληρικοὶ στὸ βαθμὸ τῆς ἀρχιερωσύνης. Θὰ ἀργήσουμε
νὰ τὸ δοῦμε νὰ γίνεται πράξη, ἀλλὰ δὲν ἀπογοητευόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου