ΣΤΟ ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπό τήν «Πρός Γαλάτας» ἐπιστολή τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου ἐπισημαίνεται ὅτι, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, ἔστειλε ὁ Θεός
στή γῆ τόν Υἱόν Του, πού γεννήθηκε ἀπό γυναῖκα, τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, καί ἔζησε
μέσα στίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, γιά νά ἐξαγοράσει ὅσους βρίσκονταν ὑπό
τήν δουλεία τοῦ Νόμου καί γιά νά πάρουμε τήν θεία υἱοθεσία: «῞Οτε δέ
ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ
γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»1.
1. ῾Η παιδαγωγία ᾿Ιουδαίων καί ᾿Εθνικῶν
Στή συνάφεια τοῦ κειμένου ἡ ἔλευση
τοῦ χρόνου τῆς ἐνανθρωπήσεως σχετίζεται μέ τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ παιδαγωγίας διά τοῦ
Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος ἐλειτούργησε
ὡς κηδεμών, ὡς ἐπίτροπος, ὡς νηπιαγωγός τῶν εἰς νηπιακή πνευματική κατάσταση εὑρισκομένων ᾿Ιουδαίων. Δέν ἦσαν
ἀκόμη ὥριμοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι γιά νά μετάσχουν ὡς κληρονόμοι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
ἦσαν νήπιοι· γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τούς
ἔθεσε χρόνο, προθεσμία
διαπαιδαγωγήσεως, μέχρις ὅτου ἔλθει
ὁ χρόνος νά λάβουν τήν κληρονομία: «᾿Εφ᾿
ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδέν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν,
ἀλλά ὑπό ἐπιτρόπους ἐστί καί οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός»2. ῾Η παιδαγωγία αὐτή τοῦ Θεοῦ δέν
περιορίσθηκε στούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλά περιέλαβε ὅλους τούς ἀνθρώπους, «πάντα τά ἔθνη», ὅπως αὐτό συνάγεται ἀπό πλῆθος χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά ἀκόμη καί ἀπό τήν διδασκαλία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῎Αλλωστε
ἡ ἐπιλογή ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἑνός λαοῦ,
τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ, ὡς φορέως τῆς ἐπαγγελίας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔγινε ὄχι
γιά νά περιορισθεῖ εἰς αὐτόν μόνον τόν λαό ἡ εὐλογία καί ἡ σωτηρία, ὅπως μέχρι
σήμερα ἀποκλειστικά καί ἐγωϊστικά πιστεύουν οἱ ῾Εβραῖοι, ἀλλά μέσῳ αὐτοῦ τοῦ
λαοῦ, ὡς ἀπαραιτήτου ἐν τῇ ἱστορίᾳ ὀργάνου, νά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς.
Θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ ὁποιοσδήποτε
λαός· γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ὁ Θεός ἐσήκωσε, ἐπῆρε τήν εὐλογία ἀπό τόν παλαιό ᾿Ισραήλ
καί τήν ἔδωσε στόν νέο ᾿Ισραήλ τῆς Χάριτος, στούς Χριστιανούς, ἀπό τήν ξηρανθεῖσα
καί ἄκαρπη Συναγωγή στήν πολύκαρπη καί καλλίκαρπη ᾿Εκκλησία, ὅπου «οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος
οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν
καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ»3. ᾿Ιουδαῖοι καί ᾿Εθνικοί κατά διαφορετικό τρόπο, οἱ πρῶτοι
ἄμεσα μέσῳ Θεοφανειῶν καί ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ εἰς ἐπιλεγμένα πρόσωπα, οἱ δεύτεροι
ἔμμεσα μέσῳ τῆς κτίσεως, τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ κόσμου, τοῦ σπερματικοῦ Λόγου τῶν
φιλοσόφων καί ἄλλων τρόπων, ἐπαιδαγωγοῦντο ὑπό τοῦ Θεοῦ.
2. ῾Ο εὐτελισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ὑποδούλωση
στή σάρκα καί στά εἴδωλα
Δυστυχῶς μετά τήν πτώση καί προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ ἁμαρτία ἀπέκτησε γερά
θεμέλια, βαθιές ρίζες, καί ὁ Διάβολος μέσῳ αὐτῆς κυριαρχοῦσε πάνω στόν ταλαίπωρο
ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔξω ἀπό τό κλῖμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ῾Οποῖο ἀπομακρύνθηκε
αὐτοβούλως, ἀποδεικνυόταν ἀνίσχυρος καί ἀδύναμος νά
προχωρή σει πνευματικά. ῎Εγινε παίγνιο στά χέρια τοῦ κακοῦ καί τοῦ Διαβόλου.
῾Η ψυχή του ἔχασε τήν κυριαρχία της πάνω στή σάρκα, καί ὁ ἄνθρωπος σαρκοποιήθηκε,
ἔγινε ὅλος σάρκα, παραδομέ νος στίς σαρκικές ἀπολαύσεις καί ἡδονές, σέ πάθη ἀτιμίας.
᾿Αναφερόμενος στούς ἀν θρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε ὁ
῞Αγιος ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει: «Αὐτοί
δέ ὡς σάρκα μόνον περικείμενοι, οὕτω τῆς κατά ψυχήν ἀρετῆς ἀμελοῦντες, ὅλοι τῆς
σαρκός λοιπόν γεγόνασιν»4.
῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού ὡς κύριο στόχο ἔχει τήν εὕρεση τῆς ἀληθείας, ἀντί
νά στραφεῖ πρός τήν αὐτοαλήθεια, τήν κατ᾿ ἐξοχήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Θεός,
χρησιμοποιήθηκε ἐγωϊστικά γιά τήν ἀπόκτηση πλούτου καί κοσμικῆς ἐξουσίας, γιά οἰκοδόμηση
λαμπρῶν πόλεων καί οἰκοδομῶν, πού ἐκφράζουν τήν ἀπόνοια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν λήθη
τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἰδιαίτερα φαίνεται στήν οἰκοδόμηση τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, καί
σήμερα στούς οὐρανοξύστες τῆς Ν. ῾Υόρκης καί ἄλλων πόλεων καί κρατῶν. Τά δῶρα τῆς
κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώ που, τό λογικό καί ἡ ἐλευθερία, δέν
χρησιμοποιήθηκαν θεοφιλῶς, ἀλλά ἐγωϊστικῶς καί σαρκικῶς. ῾Η ἐγωϊστική χρήση τοῦ
λογικοῦ καί ἡ ἀπόρριψη τῆς θεϊκῆς παιδαγωγίας συνετέλεσαν στό νά περιπλανηθοῦν
οἱ σοφοί, σάν σέ ἀσέληνη νύκτα, μέσα στό
σκοτάδι τῶν λογισμῶν τους, μέ συνέ πεια ὄχι μόνο νά μή κατορθώσουν ὑψηλότερα
καί σπουδαιότερα, ἀλλά νά κατεβοῦν πιό κάτω. Κατέληξαν τελικά νά ἐξετευλίσουν τόν
ἄνθρωπο· ἀντί νά ὁδηγηθοῦν στήν ἀληθινή θεογνωσία καί στήν ἀναγνώριση τῆς ἐν τῷ
σύμπαντι παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἔπλασαν εἴδωλα καί ὑπέταξαν τόν κυρίαρχο τοῦ σύμπαντος
ἄνθρωπο σέ ἑρπετά, σέ ζῶα, σέ φυτά, στά ὑλικά ἀγαθά, στήν
σάρκα καί στίς κοσμικές δυνάμεις καί νομοτέλειες, δοῦλο τῆς σάρκας καί τοῦ
κόσμου. ῾Η οἰκολογική ὑστερία πού ἔχει καταλάβει πολλούς σήμερα γιά τήν διάσωση
τῆς δημιουργίας, καθ᾿ ὅν χρόνον μάλιστα καταστρέφονται οἱ ψυχές τῶν
ἀνθρώπων καί διώκονται τό Εὐαγγέλιο καί ἡ ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖ νέο εἶδος εἰδωλολατρείας
καί δουλείας στόν κόσμο. Εὑρίσκονται βαθιά νυκτωμένοι ὅσοι αὐτονομημένα καί ἐγωϊστικά,
χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νομίζουν πώς θά σώσουν τή δημιουργία. ῾Απλῶς πλάθουν
νέα εἴδωλα καί νέες λατρεῖες, τήν γεωλατρεία καί τήν κοσμολατρεία, ἐνισχύοντας
τόν θρησκευτικό συγκρητισμό τῆς Νέας ᾿Εποχῆς, καί ξεχνοῦν ἀνοήτως τόν δημιουργό
καί προνοητή τοῦ παντός. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος, ἰδιαί τερα στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς
Πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολῆς, περιγράφει μέ δραματικό τρόπο τήν οἰκτρή κατάσταση τοῦ
πεπτωκότος, τοῦ πρό Χριστοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τοῦ σημερινοῦ ἐκτός Χριστοῦ, ἐκτός
᾿Εκκλησίας, ἀνθρώπου, τήν ἀδιέξοδη αἰχμαλωσία του στίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού
αὐτή πρέπει νά ἀνησυχεῖ τούς οἰκολογοῦν τες, γιά νά δείξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν
μπορεῖ μόνος του, χωρίς νά εἶναι ντυμένος καί ἐξοπλισμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ,
νά νικήσει τό κακό, καί ἑπομένως ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπηση
τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, ὅπως λέγει ὁ κλασσικός ἑρμηνευτής τοῦ Παύλου χρυσορρήμων
πατήρ· «ἵνα δείξας πώς καί τότε
τό γένος διέκειτο τό ἡμέτερον... ἀποφήνῃ
τῆς Χάριτος
ἀναγκαίαν οὖσαν τήν παρουσίαν»5.
3. ῞Οταν κορυφώθηκε τό κακό καί ἀποδείχθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἦλθε ὁ Θεός στή γῆ ὡς ἄνθρωπος
Τά
ποικίλα παιδαγωγικά μέτρα, μερικές φορές σκληρά
καί ἐπώδυνα,
πού ἀπό
ἀγάπη ἔλαβε
ὁ Θεός
γιά νά
καταπολεμηθεῖ ἡ
ἁμαρτία, ἀκόμη
καί οἰκολογικά δεινά, ὅπως
ὁ κατακλυσμός,
οἱ σεισμοί καί οἱ
καύσωνες, προσέκρουαν στόν σκοτισμό τοῦ νοῦ
καί στήν
ἐξασθενημένη βούληση τοῦ ἀνθρώπου,
πού δέν
τοῦ ἐπέτρεπαν ἐλεύθερα νά
στραφεῖ πρός
τόν Θεό,
νά ἐπανακτήσει τήν ἀρχαία
εὐπρέπεια καί
κυριαρχία. ῾Η
πεῖρα τῆς
ἀνθρωπότητος ἀπό
τήν τυραννία τοῦ κακοῦ
εἶχε ὡριμάσει.
Φαινόταν ὁλοφάνερα,
κατά τόν
αὐτόν ῞Αγιο
Πατέρα, ὅτι
χρειαζόταν θεϊκή
δύναμη καί
συμμαχία, ὅτι
«θείας ἔχρηζε τό πρᾶγμα δυνάμεως»6.
Εἶχε τόσο
προχωρήσει τό
κακό, ὥστε
«καί διά τῶν ἰατρικῶν φαρμάκων χεῖρον ἐγένετο καί διά τῶν κωλυόντων ηὔξετο»7.
῞Οταν λοιπόν
ἐξαντλήθηκαν ὅλα
τά θεραπευτικά μέσα, ὅταν
«πᾶς ἰατρείας ἐξηλέγχθη τρόπος»8,
τότε ἦλθε
τό πλήρωμα τοῦ χρόνου,
γιά νά
κατεβεῖ ὁ
Θεός στήν
γῆ ὡς
ἄνθρωπος καί
νά ἀναλάβει ἐκ μέρους
τοῦ ἀνθρώπου νά νική
σει τά
δύο κακά,
τόν θάνατο
καί τήν
ἁμαρτία, δείχνοντας μέ τό
προσωπικό Του
παράδειγμα καί
μέ τήν
θεϊκή Του
διδασκαλία τόν
δρόμο τῆς
σωτηρίας, ἀλλά
καί παρέχοντας ξανά μέσα
στήν ᾿Εκκλησία τήν Χάρη
τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος, πού
εἶχε ἀποδημήσει μετά τήν
ἁμαρτία καί
ἄφησε τόν
ἄνθρωπο γυμνό,
νά ἀγωνίζεται μόνος, ὥστε
νά ἀντιληφθεῖ ἐκ πείρας
τήν μακράν
τοῦ Θεοῦ
ἀνεπάρκεια καί
ἀδυναμία του.
Εἶναι συγκλονιστικός ὁ
«Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος» λόγος τοῦ
῾Αγίου Γρηγορίου
τοῦ
Θεολόγου, ὁ
ὁποῖος ἐπηρέασε ἀποφασιστικά καί
τήν Θεολογία καί τήν
ὑμνογραφία στήν
ἐξήγηση τοῦ
μυστηρίου τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Θεοῦ. ᾿Εκεῖ
λοιπόν ἐκτυλίγοντας ἐμπνευσμένα τό
σωτηριῶδες γιά
τόν ἄνθρωπο σχέδιο τοῦ
Θεοῦ, λέγει
ὅτι, ἀπέναντι στά πολλά
ἁμαρτήματα πού
βλάστησε ἡ
ρίζα τῆς
κακίας
ἀπό
διάφορες αἰτίες
καί σέ
διάφορες ἐποχές,
ὁ Θεός
χρησιμοποίησε πολλούς παιδαγωγικούς τρόπους,
τήν διδασκαλία μέ τόν
λόγο, τό
νόμο, τούς
προφῆτες, τίς
εὐεργεσίες,
τίς ἀπειλές,
τίς πληγές,
τά νερά
τοῦ κατακλυσμοῦ,
φωτιές, πολέμους,
νίκες, ἧττες,
σημάδια ἀπό
τόν οὐρανό,
τόν ἀέρα,
τήν γῆ,
τήν θάλασσα,
μεταβολές ἡγετῶν,
πόλεων, ἀνακατατάξεις ἐθνῶν,
τῶν ὁποίων
στόχος ἦταν
ἡ ἐξαφάνιση,
ἡ καταστροφή τῆς κακίας· «ὑφ᾿ ὧν ἐκτριβῆναι τήν κακίαν τό σπουδαζόμενον ἦν».
Χρειάσθηκε ὅμως
ἰσχυρότερο φάρμακο,
γιατί ἀκολούθησαν δεινότερα ἀρρωστήματα,
ἐμφύλιοι πόλεμοι,
μοιχεῖες, ἐπιορκίες,
ἀρρενομανίες, τό
χειρότερο καί
πρῶτο ἀπ᾿
ὅλα τά
κακά, καί
ἡ εἰδωλολατρεία,
πού μεταθέτει τήν προσκύνηση ἀπό τόν
κτίστη στά
κτίσματα. ᾿Επειδή γι᾿ αὐτά
χρειαζόταν μεγαλύτερη βοήθεια ὁ
ἄνθρωπος, τήν
ἔλαβε στό
πρόσωπο καί
στό ἔργο
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ
καί Λόγου
τοῦ Θεοῦ.
῎Ετσι ὁ
«Λόγος ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ, καί σάρκα φορεῖ διά τήν σάρκα, καί ψυχῇ νοερᾷ διά τήν ἐμήν ψυχήν μίγνυται τῷ ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἀνακαθαίρων... ἕν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκός καί Πνεύματος, ὧν τό μέν ἐθέωσε τό δέ ἐθεώθη».
Δέν μπορεῖ
νά κρύψει
τόν θαυμασμό καί τό
δέος πρό
τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως ὁ
μεγάλος θεολόγος,
ρήτωρ καί
ποιητής: «῎Ω τῆς καινῆς μίξεως! ῎Ω τῆς παραδόξου κράσεως! ῾Ο ὤν γίνεται, καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται,
καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται... καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γάρ τήν ἐμήν σάρκα, ἵν᾿ ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ θεότητα.
Καί ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται
γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν,
ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκεί νου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τό περί ἐμέ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος, καί οὐκ ἐφύλαξα·
μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί
τήν εἰκόνα σώσῃ, καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ.
Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν,
πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· ὅσῳ
τότε μέν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δέ
μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν
ὑψηλότερον»9.
᾿Ενδιαφέροντα γιά τόν χρόνο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπίσης ὅσα λέγονται
σέ ἀποδιδόμενη στόν ῞Αγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁμιλία «Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ
Χριστοῦ». ᾿Απαντᾶ ὁ συγγραφεύς στήν ἀπορία, γιατί δέν ἦλθε ὁ Χρι στός ἐνωρίτερα,
στούς πρώτους χρόνους μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλά ἀργότερα, στούς ἐσχάτους
χρόνους. Αὐτό ἔγινε, ἐπειδή σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως ἦταν ἡ καθαίρεση τοῦ συνόλου
τῆς κακίας· ἔπρεπε λοιπόν νά βλαστήσει, νά ἐκδηλωθεῖ σέ ὅλες της τίς μορφές ἡ ἁμαρτία
πού εἶχε φυτεύσει ὁ Διάβολος, καί κατόπιν νά ἔλθει ἡ ἀξίνα καί νά τήν ξεριζώσει,
ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτό οὔτε στόν καιρό τοῦ Νῶε γίνεται ἡ ἐνανθρώπηση,
διότι δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμη ἡ Σοδομιτική ἁμαρτία, ἡ
ὁμοφυλοφιλία, οὔτε κατά τήν ἐποχή τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων, διότι κρύπτονταν
ἀκόμη πολλά κακά μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση, πού ἔπρεπε ὡς νοσηρές καταστάσεις νά
ἐκδηλωθοῦν, ὥστε νά γιατρευθοῦν καί αὐτές. ῎Επρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὁ θεομάχος
Φαραώ, γιά νά ἔλθει ὁ «διορθωτής τοῦ βίου». Νά ἀποκαλυφθεῖ ἀκόμη καί τῶν ᾿Ισραηλιτῶν
ἡ παρανομία καί σκληροκαρδία, τῶν ᾿Ασσυρίων καί τοῦ Ναβουχοδονόσορος τά κακά, ἡ
λύσσα τῶν ᾿Ιουδαίων ἐναντίον τῶν ῾Αγίων τοῦ Θεοῦ, τούς ὁποίους ἐφόνευαν καί
λιθοβολοῦσαν, ἀκόμα καί ἡ παιδοφονία τοῦ ῾Ηρώδη. ῞Οταν λοιπόν ἀπό τήν ρίζα τῆς
κακίας βλάστησαν ὅλες οἱ παραφυάδες της καί τό σκοτάδι αὐξήθηκε στό ἀκρότατο ὅριο,
τότε ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ: «᾿Επεί
οὖν πᾶσα τῆς κακίας ἡ δύναμις ἐκ
τῆς πονηρᾶς ρίζης ἀνεδείχθη καί
ηὔξησε πολυειδῶς ἐν ταῖς προαιρέσεσι τῶν καθ᾿ ἑκάστην
γενεάν τῇ κακίᾳ γνωρίμων ὑλομανήσασα, τότε, καθώς φησι πρός ᾿Αθηναίους ὁ Παῦλος,
τούς χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός,
ἐπί τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν παραγίνεται, ὅτε οὐκ ἦν ὁ συνιών καί ἐκζητῶν τόν Θεόν· ὅτε
πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· ὅτε συνεκλείσθη τά πάντα εἰς ἁμαρτίαν· ὅτε ἐπλεόνασεν
ἡ ἀνομία· ὅτε πρός τό ἀκρότατον μέτρον ὁ τῆς κακίας ζόφος ηὔξησε· τότε ἐπεφάνη ἡ
Χάρις, τότε ἡ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἀκτίς ἐπανέτειλε. Τότε ἐπέφανε τῆς δικαιοσύ
νης ὁ ἥλιος τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις»10. Κατάλληλος λοιπόν καί ἐπιτήδειος
καιρός γιά τήν Γέννηση τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὅπως παρατηρεῖ καί
ὁ Θεοφύλακτος, ἑρμηνεύων τήν παραβολήν τοῦ Μεγάλου Δείπνου ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ῾Αγίου Εὐαγ-
γελίου (Λουκᾶ 14, 16-24), ἦταν ἡ ἀποκορύφωση τῆς ἀνθρώπινης κακίας· «Οὐδέ γάρ ἄλλος καιρός ἦν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐπιτηδειότερος ἤ ἐκεῖνος... ὅτε
κορυφωθεῖσαν τήν κακίαν ἔδει καθαιρεθῆναι»11.
Στίς ὄντως θεοκίνητες καί πειστικές αὐτές ἑρμηνεῖες τῶν ῾Αγίων Πατέρων θά
μποροῦσε κανείς νά προσθέσει ὅτι ὁ ρυθμιστής τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, ὁ κύριος
τῆς ἱστορίας Θεός προετοίμασε καί ἄλλες εὐνοϊκές συνθῆκες γιά τήν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου
καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ
στόν κόσμο. Μνημονεύουμε τήν ἑνοποίηση τοῦ κόσμου κάτω ἀπό τήν ρωμαϊκή διοίκηση,
τήν Pax Romana, ὅπως καί τήν οἰκουμενική ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τοῦ πιό
ταιριαστοῦ καί τελείου ἐκφραστικοῦ ὀργάνου γιά
νά διατυπωθεῖ καί κηρυχθεῖ ὁ τέλειος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τήν οἰκουμενική αὐτή ἑνότητα
τῆς ἀνθρωπότητος κατά τόν χρόνο τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού διευκόλυνε
τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου μέ τίς ἀνά τόν κόσμο περιοδεῖες τῶν
᾿Αποστόλων, ἐπισημαίνει τό θαυμάσιο δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων,
ποίημα τῆς ὁσίας Κασσιανῆς: «Αὐγούστου
μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς, ἡ
πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐ παύσατο· σοῦ δέ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ῾Αγνῆς ἡ πολυθεΐα
τῶν εἰδώλων κατήργηται. ῾Υπό μίαν
βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται·
καί εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τά ἔθνη ἐπίστευσαν. ᾿Απεγράφησαν οἱ λαοί τῷ δόγματι τοῦ καίσαρος· ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι
Θεότητος, σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν. Μέγα σου τό ἔλεος, δόξα σοι».
1. Γαλ. 4, 4 – 5.
2. Αὐτόθι, 4, 1 – 2.
3. Αὐτόθι 3, 28.
4. PG 53, 201ἑ.
5. Εἰς Ρωμ. ῾Ομ. 13, 1, PG 60, 508.
6. Εἰς ᾿Εφ. ῾Ομ. 3, 2, PG 62, 25.
7. Εἰς Ρωμ. ῾Ομ. 12, 7, PG 60, 503.
8. Αὐτόθι ῾Ομ. 7, 3, PG 60, 445.
9. Λόγος εἰς τά Θεοφάνεια 38, 13, PG 36, 325.
10. PG 46, 1129-1132.
11. Βλ. Π. Τρεμπελα, ῾Υπόμνημα εἰς τό κατά
Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ᾿Αθῆναι 1952, σελ. 431.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου