Δέ χρειάζεται μεγάλη ἀνιχνευτική προσπάθεια, γιά να διαπιστώσει κανείς τήν ἠθική καθίζηση καί τήν παρακμή τῆς ἐποχῆς μας. Στόν κάθε βηματισμό, καί μιά
δύσοσμη χωματερή. Σέ κάθε ματιά κι ἕνα γοητευτικό εἴδωλο τῆς Ἀφροδίτης. Κάθε ἄκουσμα
καί μιά ἑλκυστική μελωδία τοῦ ὑπόκοσμου. Μιά πρωτόφαντη ἠθική δυσοσμία ἁπλώνεται
σ’ ὅλο τον κόσμο. Κάθε πόλη καί μιά Βαβυλώνα, μιά Ρώμη, μιά Πομπηΐα. Ἡ κακία σ’
ὅλες της τις μορφές. Ἡ ἁμαρτία στήν πιο μεγάλη της ἔξαρση καί ἔκταση. Ἡ ἀνομία
καί ἡ παρανομία, τά εὔσημα τοῦ «προοδευτικοῦ» τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ ἀμοραλισμός καί
ὁ μηδενισμός, τό ἀφιόνι τοῦ πολιτισμοῦ και τῶν ἰδανικῶν. Ὁ πανσεξουαλισμός, ἡ
κορύφωση καί ὁ ἀποπνιγμός τῆς ψυχῆς. Σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο ἡμιλιπόθυμο, καί
σχεδόν, νεκρό, ὁ μόνος ζωντανός ἀνάμεσα στούς νεκρούς, εἶναι μονάχα ὁ χριστιανός,
ὁ ἀληθινός χριστιανός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς. Ὁ ἅγιος.
Ὁ ὀρειβάτης πού ἀνεβαίνει
πάντα ψηλά κι ὅλο ψηλότερα. Ὁ ταπεινός. Ὁ ἁγνός καί καθαρός. Ὁ δυνατός καί
γενναῖος. Ὁ φωτεινός καί φωτοδότης. «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις», διακηρύττει ὁ τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος, ὁ Παῦλος (Β΄Κορ. Β΄ 15).
Δηλαδή, ἐμεῖς πού ἀνήκουμε στο Χριστό, εἴμαστε σάν μιά θυσιαστική εὐωδία,
τόσο εὐχάριστη στό Θεό. Καί τούτη ἡ εὐωδία γίνεται αἰσθητή καί σ’ ἐκείνους
πού σώζονται, ἀλλά καί καί σ’ ἐκείνους πού χάνουν τή σωτηρία,
διότι «τό εὐαγγέλιον εὐῶδές ἐστι, κἄν ἀπολλύ ωνταί τινες ἀπιστοῦντες», ἑρμηνεύει
ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Κι αὐτό, δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσει, «ἐπεί
πολλάκις λέγεται τό μύρον πνίγειν τούς χοίρους, καί τούς ἀσθενεῖς τῶν ὀφθαλμῶν
τό φῶς σκοτίζει». Ὅπως, δηλαδή, συμβαίνει να πνίγονται οἱ χοῖροι
ἀπό τό μύρο καί νά ὑποφέρουν τ’ ἀρρωστημένα μάτια ἀπό τό φῶς, ἔτσι καί ἡ
εὐωδία τῆς ἀρετῆς, δέ χάνει τή δύναμή της, ἔστω κι ἄν μερικοί τήν
ἀρνοῦνται. Πόση ὀμορφιά κρύβει ἡ ἀρετή! Πόσο μεγαλεῖο! Πόση ἀπεραντοσύνη
αἰσθημάτων! Πόση γοητεία! Πόσους ὕμνους στήν ἀρετή ἔχουν συνθέσει ποιητές καί σοφοί! «Ἀρετήν ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καί συμπληρώνει: «Πέφυκεν ἀρετή καταιδεῖν τε καί καταπλήττειν, καί τούς ἄγαν
δυσμενεστάτους». Δηλαδή, ἀπό τή φύση της, ἡ ἀρετή προκαλεῖ τόν
σεβασμό καί τή θαυμάζουν κι οἱ πιό ἀχρεῖοι καί ἀνάγωγοι ἄνθρωποι.
Ὁ Εὐριπίδης ἔλεγε πώς, «ἡ ἀρετή μέγιστον τῶν ἐν ἀνθρώποις καλόν». Ἀνάμεσα
σ’ ὅλα τά καλά τῶν ἀνθρώπων, τό πιό μεγάλο καί θαυμαστό εἶναι ἡ ἀρετή. Στίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ
Πηλουσιώτη, ἔχω διαβάσει ἕναν ἀπ’ τους ὡραιότερους ὕμνους στήν ἀρετή. Καί συγκεκριμένα,
ἡ ἐπιστολή ΣΠΣ΄ «Φιλοξένῳ Μαγίστρῳ», ἀποτελεῖ ἕνα ὑπέροχο ἐγκώμιο
στήν ἀρετή. «Οὔτε χαλκῆ εἰκών χρυσῶ ἀπαστράπτουσα, οὔτε χρωμάτων λάμπουσα, οὐκ Ὀλυμπικός στέφανος, οὐ πλοῦτος, οὐ κάλλος, οὐ ρώμη, οὐκ ἀρχή, οὐ βασιλεία, οὐκ ἄλλο οὐδέν
τῶν δοκούντων εἶναι μεγάλων, μέγα ἐστί καί σπουδῆς ἄξιον. Τῷ χρόνῳ γάρ εἰκεῖ,
καί μαραίνεται, καί ἔργον λήθης γίνεται. Μόνη δ’ ἀρετή ἀοίδιμον και ἀθάνατον ἔχει
τό κλέος, οὔτε χρόνω εἴκουσα, οὔτε λήθη παραχωροῦσα, οὔτε μαρασμόν ἐπισταμένη, ἀλλά
νεαράν και ἀκμάζουσαν καί βοῶσαν την ἀξίαν ἔχουσα ἥν παντί σθένει τούς εὖ φρονοῦντας δίκαιον κτήσασθαι». Καί τά ὡραιότερα καί πολυτιμότερα θησαυρίσματα τοῦ κόσμου
τούτου, εἶναι ὑποδεέστερα καί ἀνάξια λόγου, μπροστά στόν ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς
ἀρετῆς. Ἡ ἀρετή στήν πιο τέλεια καί ἰδανική χριστιανική της
μορφή, ἀποκαλεῖται ἁγιότητα. Ὁ ἅγιος εἶναι ἀντίγραφο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ
χριστοποιημένος καί θεωμένος ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ μιμητής τοῦ Κυρίου, καί ὄχι
ὁ ἀνθρώπινα καί τυπικά «καλός». Μ’ αὐτή λοιπόν τήν ἔννοια, θά
λέγαμε πώς ὁ χριστιανός, εἶναι ὁ ἐνάρετος τῶν ἐναρέτων. Ἔτσι, ἡ ἀρετή
ἀκτινοβολεῖ μέ τή μορφή τῆς ταπείνωσης, τῆς ἁπλότητας, τῆς καθαρότητας,
και προπάντων, τῆς ἁγνότητας. Μονάχα ποιητής τῆς ἁγιότητας καί τῆς
ἀρετῆς, ὅπως ὁ Βερίτης, θά μποροῦσε νά χαράξει τούς παρακάτω στίχους:
«Ὦ λουλούδια
μυρίπνοα,
κόσμοι ἐσεῖς
τῶν ὀνείρων,
πού μιά
πλάση εὐωδιάζετε
μέ τό θεῖο
σας μύρο.
........
Ὦ, σεῖς κρῖνοι
π’ ἀνθίζετε
καί πού σβῆτε
στά μύρα
κάτι μέσ’ ἀπό
τ’ ἄνθισμα
κι ἀπ’ τή
ζήση σας πῆρα».
Κάθε κρῖνο καί κάθε λουλούδι, τήν ἀρετή τῆς ἁγνότητας μᾶς θυμίζει, καί τήν ἁγνότητα
τῆς ἀρετῆς. Σάν τό μοσχομύριστο λουλούδι, φαντάζει ἡ ἀρετή. Κι ὅπως ἡ γῆ χωρίς
λουλούδια μοιάζει σάν την κατάξερη ἐρημιά, ἔτσι κι ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων
δίχως ἀρετή καί ψυχική ὀμορφιά, μοιάζει μέ ζούγκλα ἄγριων θηρίων. Μέσα στό «κατ’
εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν», βρίσκεται ὅλο τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
καί ἡ δυνατότητα τῆς προοδευτικῆς ἀρετῆς, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες....εἰς μέτρον ἡλικίας
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. Δ΄ 13). Τότε φτάνουμε στό ὕψος τῆς
ἀρετῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου