Ζωτικός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του μεγάλου
Κωνσταντίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τστ΄- τλζ΄ (306-337), καταγόμενος
από την παλαιάν Ρώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν και παιδευθείς
με πάσαν σοφίαν εκ νεαράς ηλικίας του. Επειδή δε ήτο αγχίνους και φρόνιμος,
κληθείς υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου του βασιλέως ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν
και ετιμήθη παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Κατά την εποχήν εκείνην
ομού με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν ήλθον από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν
και άλλοι τινές άρχοντες κληθέντες υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταξύ δε
τούτων ήσαν ο λεγόμενος
μαγιστριανός των αρμάτων, Παυλίνος ο τούτου ανεψιός,
Ολύμβριος, Βήρος, Σεβήρος, Μαριανός, Άνθιμος, Ουρβίκιος, Σαμψών και Στούδιος,
των οποίων τα ονόματα φέρονται έως της σήμερον εις τους ευαγείς οίκους, τους
οποίους αυτοί οι ίδιοι έκτισαν εις Κωνσταντινούπολιν. Λέγεται λοιπόν ότι κατά
τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Κωνσταντινούπολιν η λεγομένη ιερά νόσος,
ήτοι η λώβη (λέπρα), επειδή δε αύτη είναι μεταδοτική, έκαμε νόμον ο βασιλεύς, ότι,
όστις προσβληθή από την τοιαύτην ασθένειαν, να ρίπτεται εις την θάλασσαν ίνα μη
μεταδώση ταύτην και εις τους άλλους. Τούτον τον νόμον δεν υπέφερεν όχι μόνον να
φυλάξη, αλλ΄ ούτε καν να ακούση ο συμπαθής και φιλάδελφος Ζωτικός· όθεν από τον
θείον και αδελφικόν ζήλον πυρποληθείς, επήγεν εις τον βασιλέα και του είπεν·
«Ας δώση ο βασιλεύς εις εμέ τον δούλον του χρυσίον πολύ, ίνα με αυτό αγοράσω
μαργαρίτας και πολυτίμους λίθους, εις δόξαν και τιμήν του κράτους αυτού, επειδή
εγώ έχω πολλήν εμπειρίαν εις τα τοιαύτα». Ο βασιλεύς νομίσας ότι πράγματι περί
πολυτίμων μετάλλων ομιλεί, προσέταξε να του δοθή όσον χρυσίον ήθελε. Λαβών
λοιπόν το χρυσίον ο θεοφιλής και φιλάδελφος και των του Θεού εντολών εργάτης
δοκιμώτατος Ζωτικός εξήλθεν από το παλάτιον με χαράν της καρδίας του, και τι
μεταχειρίζεται; Ευρίσκων τους δημίους, οίτινες ελάμβανον τους λωβούς με την
άδειαν του επάρχου της πόλεως και τους έρριπτον εις την θάλασσαν, έδιδεν εις
αυτούς αρκετόν χρυσίον, και ούτω λυτρώνων τους λωβούς από τον πνιγμόν της
θαλάσσης, τους παρελάμβανε και τους μετέφερε πέραν του Βυζαντίου εις εν όρος
ονομαζόμενον κατά το καιρόν εκείνον Ελαιών, και εκεί κατασκευάσας σκηνάς και
καλύβας ανέπαυεν εις αυτάς τους λωβούς. Αύτη η θεοκερδής πραγματεία, την οποίαν
μετεχειρίζετο ο Άγιος, δεν ηδυνήθη να κρυβή από τους πολλούς, επειδή οι λωβοί
ήσαν πολλοί και τα παρά του βασιλέως διδόμενα καθ’ εκάστην ημέραν χρήματα ήσαν
πολλότατα. Όθεν εκ των πολλών αυτών εξόδων ενόμιζον οι πολλοί, ότι μέλλει να
ακολουθήση πείνα εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφού δε μετέστη προς τον Θεόν ο
Μέγας Κωνσταντίνος, εν έτει τλζ΄ (337), έλαβεν την βασιλείαν ο υιός του
Κωνστάντιος, όστις δεν επολιτεύετο ευσεβώς και ορθοδόξως, επειδή είχε την
αίρεσιν του Αρείου· όθεν και πολλούς Ορθοδόξους ετιμώρησε, διότι δεν εδέχοντο
την τοιαύτην κακοδοξίαν. Ούτος δε ο Κωνστάντιος απεστρέφετο και τον μακάριον
Ζωτικόν, ως Ορθόδοξον όντα, αν και τον ηυλαβείτο δια την αγάπην την οποίαν
εδείκνυε προς αυτόν ο πατήρ του Μέγας Κωνσταντίνος. Λαβών όμως ευλογοφανή
αφορμήν εκ της ενεργείας ταύτης του Ζωτικού, εφύλαττεν οργήν και έχθραν κατ’
αυτού, νομίζων ότι δι’ αυτού θα μεταδοθή δήθεν εις όλην την πόλιν η ασθένεια
της λώβης. Συνέβη δε να προσβληθή υπό της λώβης και η θυγάτηρ του βασιλέως, η
οποία παρεδόθη υπό του ιδίου πατρός της εις τον έπαρχον της πόλεως δια να ρίψη
αυτήν εις την θάλασσαν, αλλ’ ο Άγιος Ζωτικός, δους την συνειθισμένην πληρωμήν
εις τους δημίους, εξηγόρασε την θυγατέρα του βασιλέως και την συνηρίθμησε με
τους λοιπούς λωβούς. Επειδή δε ηκολούθησε κατά συγχώρησιν Θεού να γίνη εις την
Κωνσταντινούπολιν η αναμενομένη πείνα και η Πόλις υστερήθη τας προς το ζην
αναγκαίας τροφάς, ο βασιλεύς εζήτησε να μάθη από ποίαν αιτίαν ηκολούθησεν η
τοιαύτη πείνα· οι δε συκοφάνται και της αληθείας εχθροί, ευρόντες ευκαιρίαν,
διέβαλον εις τον βασιλέα τον μακάριον Ζωτικόν και εβεβαίουν ότι αυτός είναι ο
αίτιος της πείνης, επειδή διαμοιράζει εις τοτουςωβούς, οίτινες ήσαν πλήθος
αναρίθμητον, πλουσίας και αφθονοπαρόχους τροφάς και λοιπάς σωματικάς ανάγκας. Ταύτα
ακούσας ο βασιλεύς, εφυλάχθη μεν προς ολίγον και δεν εθυμώθη, διότι ηυλαβείτο
ολίγον τον Όσιον και συνεστέλλετο, ως ανωτέρω είπομεν, και επειδή ακόμη δεν
είχεν απολαύσει τους μαργαρίτας και τους πολυτίμους λίθους τους οποίους είχεν
υποσχεθή να του αγοράση. Πεισθείς όμως από κακοπροαιρέτους ανθρώπους, προσέταξε
να τον συλλάβωσι. Μαθών τούτο ο Άγιος επήγε κρυφίως με προθυμίαν εις το
βασιλικόν παλάτιον, και εισελθών παρρησιάζεται εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς
λέγει ειρωνικώς προς αυτόν· «Ήλθεν, ω μαγιστριανέ, το πλοίον το οποίον έφερε
τους μαργαρίτας και τους πολυτίμους λίθους»; Ο Όσιος απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύ,
ήλθεν· όθεν, αν είναι ορισμός σου, ελθέ μετά του δούλου σου δια να ίδης αυτά».
Ευθύς τότε ο βασιλεύς, χωρίς να αργοπορήση, ηκολούθησε τον Όσιον εις την οδόν.
Ο δε μακάριος Ζωτικός επήγεν έμπροσθεν και είπεν εις τους λωβούς αδελφούς να
εξέλθωσιν από τας καλύβας των ομού με την θυγατέρα του βασιλέως, βαστάζοντες
λαμπάδας ανημμένας εις τας χείρας των, δια να προϋπαντήσωσι τον βασιλέα. Ο δε
βασιλεύς φθάσας εις τον τόπον εκείνον του Ελαιώνος και βλέπων τους λωβούς
λαμπαδηφορούντας, εθαύμασε δια το πολύ πλήθος αυτών και είπε· «Ποίοι είναι
ούτοι»; Τότε ο Ζωτικός δεικνύων τους λωβούς με τον δάκτυλόν του απεκρίθη·
«Ούτοι, ω βασιλεύ, είναι οι υπέρτιμοι λίθοι και οι λαμπροί μαργαρίται, τους
οποίους εγώ με πολύν κόπον ηγόρασα». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς και νομίσας ότι
έκαμε το πράγμα τούτο δια να τον εμπαίξη, ήναψεν από τον θυμόν, και ευθύς
προστάσσει να δέσωσιν ανελεημόνως τον Όσιον οπίσω αγρίων ημιόνων, έπειτα δε να
διώκωσιν αυτάς ούτως ώστε να κατακοπώσι τα μέλη του σώματός του και να χωρισθή
βιαίως από την παρούσαν ζωήν. Αι ημίονοι λοιπόν δερόμεναι και με κέντρα
κεντούμεναι, βλέποντος και του βασιλέως, κατεκρήμνισαν, φευ! με τον βίιον και
ορμητικόν δρόμον των τον Άγιον από το βουνόν εις τον κατήφορον· όθεν τα μέλη
του αοιδίμου Ζωτικού διεσκορπίσθησαν εδώ και εκεί, και οι οφθαλμοί του
διεφθάρησαν. Εις τον τόπον όμως όπου εγίνοντο ταύτα, ανέβλυσε βρύσις καθαρού
και πολυτιμοτάτου ύδατος, η οποία θεραπεύει πάσαν νόσον (ήτοι ασθένειαν
πολυχρόνιον) και πάσαν μαλακίαν (ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον), εις δόξαν του
φιλοικτίρμονος Θεού, και εις έπαινον του θεράποντος αυτού Ζωτικού. Ότε δε ο
Άγιος συρόμενος παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, τότε ευθύς και οι
ημίονοι εστάθησαν και έμειναν ακίνητοι, αν και εδέροντο δυνατά από τους
στρατιώτας. Όχι δε μόνον τούτο, αλλ’ ω του παραδόξου θαύματος! και με
ανθρωπίνην φωνήν εφώναξαν αι ημίονοι εις επήκοον πάντων, θριαμβεύουσαι μεν την
ασπλαγχνίν και αλογίαν του βασιλέως και ονομάζουσαι αυτόν τυφλόν και
αναίσθητον, φανερώνουσαι δε ότι εις εκείνον τον ίδιον τόπον πρέπει να
ενταφιάσωσι το Λείψανον του Αγίου. Ταύτα βλέπων και ακούων ο βασιλεύς εγέμισεν
από θάμβος και έκτασιν· όθεν με στεναγμούς και συντετριμμένην καρδίαν και με
πικρά δάκρυα παρεκάλει τον Κύριον, ίνα γίνη ίλεως εις αυτόν, φωνάζων ότι εξ
αγνοίας έγιναν τα παρ’ αυτού πραχθέντα. Παρευθύς τότε προστάσσει να ενταφιασθή
το σώμα του Μάρτυρος με πολλήν επιμέλειαν και με τιμήν υπερβάλλουσαν, να κτισθή
δε με σπουδήν προθυμοτάτην δι’ εξόδων βασιλικών οικία και νοσοκομείον
μεγαλώτατον δια την ανάπαυσιν των λωβών και να αφιερωθώσιν εις αυτό πολλά
κτήματα και σιτηρέσια. Το τίμιον λοιπόν Λείψανον του Αγίου Ζωτικού από τότε και
έως του παρόντος δεν παύει να θαυματουργή άπειρα θαύματα με την Χάριν του
φιλανθρώπου Θεού· τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον ποστολικόν Ναόν του Αγίου
Παύλου, όστις ευρίσκεται εις το Ορφανοτροφείον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου