Σίμων ο Όσιος
Πατήρ ημών πατρίδα ή γονείς ή αδελφούς επί γης ποίους είχε δεν γνωρίζομεν. Εις
ουρανούς δε πάντως πατρίδα μεν έχει την πόλιν του Θεού, την χώραν των Αγγέλων,
την άνω Ιερουσαλήμ, Πατέρα τον Θεόν, μητέρα δε την Αγίαν Εκκλησίαν, πρότερον
μεν την Αγωνιζομένην (την επί γης), εις ην και ανεγεννήθη, νυν δε την εν ουρανώ
Θριαμβεύουσαν, την υπό του Αποστόλου καλουμένην «των Πρωτοτόκων» (Εβρ. ιβ: 23),
της οποίας υιός γενόμενος έχει επομένως και αδελφούς όλους τους Αγγέλους και
Μάρτυρας και Οσίους. Είχε δε και παιδαγωγόν και τέκνα, παιδαγωγόν μεν την
Κυρίαν Θεοτόκον,
τέκνα δε τους μαθητάς του, οίτινες καλώς τα θεία του ίχνη
ηκολούθησαν και κατά πάντα τον άξιον τούτον Πατέρα των και διδάσκαλον
εμιμήθησαν. Με όλον δε ότι ούτε η περιφάνεια της πατρίδος ούτε η των προγόνων
ευγένεια έχει να ωφελήση ημάς τίποτε εις την σωτηρίαν της ψυχής μας, εν τούτοις
φαίνεται ότι και η επίγειος του Οσίου τούτου πατρίς και οι χοϊκοί του γονείς τε
και συγγενείς λαμπροί τινες και έντιμοι υπήρξαν, επειδή, καθώς λέγει ο Θεολόγος
Γρηγόριος, «των μεγάλων ανθρώπων πόρρωθεν προκαταβάλλονται αι αρχαί». Όθεν
στοχαστικώς λέγομεν ότι ούτος ο Άγιος, δια να αναδειχθή ούτω θερμός και
πρόθυμος εις την αρετήν παιδιόθεν, έπρεπε και γονείς να είχε τω όντι ευγενείς
οδηγούντας αυτόν εις τούτο και με εκπαίδευσιν ικανήν και δια παραδειγμάτων,
ήτοι δια βίου θεαρέστου και Χριστιανικού, να εξεπαίδευσαν αυτόν. Τούτου λοιπόν
του ιερού Σίμωνος, είτε ευγενείς επλούτησε τους γονείς, είτε μη, το οποίον
μάλιστα και αυξάνει τον ιδικόν του έπαινον, προβλέπων ο παντεπόπτης Θεός την
μέλλουσαν προκοπήν, τον προσκαλεί εις τους πνευματικούς αγώνας, τον εξάγει από
την πατρίδα του και από τους συγγενείς του ως άλλον Αβράάμ, τον φέρει εις τον
ιερόν Άθωνα, το Άγιον Όρος, όπου ερχόμενος, δεν εφρόντισεν άλλο, ει μη να εύρη
πνευματικόν Γέροντα δια να υποταχθή, διότι ήξευρε την συμβουλήν εκείνου του
θείου Πατρός την λέγουσαν, ότι χωρίς υπακοής αδύνατον είναι να σωθή τις. Αυτόν
δε τον Γέροντα, τον οποίον εζήτει, τον ήθελε και ενάρετον μεν δια να γνωρίζη να
οδηγή, αλλά και αυστηρόν δια να μη συγκαταβαίνη εις το φρόνημα της σαρκός.
Ζητεί λοιπόν, εξετάζει, περιέρχεται όλα τα πνευματικά σχολεία του Άθωνος ως η
διψώσα έλαφος να επιτύχη πηγήν ύδατος ζώντος· επισκέπτεται τους ευδοκιμωτέρους
και αγιωτέρους του Όρους και αποκαλύπτει εις αυτούς τον ένθεον σκοπόν του,
στοχάζεται εκάστου τας αρετάς και τα προτερήματα· εκλέγει καθώς η σοφή μέλισσα
τον κηρόν και το μέλι από τα λογικά και μυρίπνοα άνθη του επιγείου τούτου
Παραδείσου και ευρίσκει τέλος πάντων τον ποθούμενον. Ευρίσκει, λέγω, άνθρωπον,
εις μεν την ηλικίαν και την άλλην των ηθών του κατάστασιν γέροντα, εις δε την
ανδρείαν και τον τόνον της ψυχής ακμάζοντα. Εις τούτον λοιπόν βαλών μετάνοιαν
υπετάχθη ο θαυμάσιος. Αλλά πως και πόσον στοχάζεσθε; Τόσον αφιέρωσεν εαυτόν εις
εκείνον, ώστε εις ό,τι τον επρόσταζε χωρίς τινος περιεργείας ανυπερθέτως ετέλει
το πρόσταγμά του, ως να τον είχε προστάξη ο ίδιος ο Θεός. Και επειδή ήτο πολύ
αυστηρός ο Γέρων, πολλάκις όχι μόνον ύβριζεν, αλλά και έτυπτε τον Σίμωνα. Αυτός
δε ο μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμενε.
Μάλιστα δε και ζημίαν του ενόμιζε το πράγμα, όταν τοιαύτα δεν έπασχε και όχι
μόνον δεν ωργίζετο μνησικακών, αλλά μάλλον τόσην αγάπην εδείκνυεν εις εκείνον,
όσην ουδέ οι παίδες εις τους ιδίους αυτών γονείς. Και ίδετε, αδελφοί, σημείον
ψυχής απλουστάτης και αξίας Χριστού. Ποτέ μεν κοιμωμένου του Γέροντος εφίλει
τους πόδας εκείνου, ποτέ δε λείποντος τον κράββατον όπου εκοιμάτο κατεφίλει ή
τον τόπον όπου έστεκε. Και έλεγεν ο αοίδιμος, ότι τον μεν Θεόν πρέπει να τον
αγαπώμεν, διότι μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, τον δε Γέροντά μας,
διότι μας ανέπλασε τρόπον τινά και ανεκαίνισε το κατ΄ εικόνα της ψυχής,
συντετριμμένον υπάρχον από των πολλών μας αμαρτιών. Ω ψυχής όντως θείας! Ω
συνέσεως μακαρίας! Ω ταπεινώσεως αμιμήτου και ουρανοβάμονος! Από τοιαύτην
γνώμην και τοιαύτα προτερήματα εις όλον το Άγιον Όρος έγινε περιβόητος εν ολίγω
ο Σίμων και ήτο αγαπητός μεν εις τους ομηλίκους του, σεβάσμιος δε και εις
αυτούς τους γεροντοτέρους. Όθεν ήθελες ίδει γεροντικήν φρόνησιν εις νεανικήν
ηλικίαν, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, σωφροσύνης τελειότητα εις τον
βίον, κοσμιότητα και άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα,
σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχίαν εις
τους πειρασμούς, ελευθεριότητα εις την γνώμην, θαυμαστήν διάκρισιν εις όλα του
τα επιχειρήματα και επί πάσι την μακαρίαν αγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών
των αρετών εις όλους εξ ίσου. Αυτά θεωρούντες όσοι τον έβλεπον εθαύμαζον
λέγοντες· Ω μακαρία υποταγή, οποίους κάμνεις τους εργάτας σου! Διότι λέγουσιν
οι θείοι Πατέρες, ότι η μεν υψοποιός και καθαρωτάτη ταπείνωσις γεννάται από την
μακαρίαν και χριστομίμητον υπακοήν, η δε πάνσοφος και θεόσοφος διάκρισις
γεννάται από την μακαρίαν ταπείνωσιν. Αυτά τα θεία χαρίσματα και ο τίμιος αυτού
Γέρων βλέπων ότι επλούτησεν ο Σίμων από την άδολον και άκραν υπακοήν του,
μετέβαλε την αυστηρότητα όλην εις ημερότητα και από τότε και εις το εξής ούτε
τον ύβριζεν, ούτε τον επρόσταζεν, αλλ’ ούτε τον εδίδασκε πλέον ως υποτακτικόν
του, τον ετίμα δε μάλιστα και τον συνεβουλεύετο ως αδελφόν και διδάσκαλον. Τι το
εντεύθεν; Στοχάζεται ταύτα ο ταπεινόφρων Σίμων και δεν ευχαριστείται εις την
τοιαύτην τιμήν, μάλιστα τον ελύπει και τον έθλιβεν η τιμή και η δόξα, την
οποίαν απέδιδεν ο Γέρων εις αυτόν, ως δήθεν παρ’ αξίαν και μη ανήκουσαν εις
αυτόν. Όθεν με πόνον πολύν ψυχής και θερμήν παράκλησιν ζητεί δι΄ αυτό και μόνον
να αναχωρήση από τον Γέροντά του. Και δίδει την άδειαν ο Γέρων εις τον
υποτακτικόν, αλλά και αυτός κλαίων ωδύρετο την στέρησιν όχι πλέον του μαθητού
αλλά του συναγωνιστού του. Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Άγιος ςζήτει τόπον
έρημον προς ησυχίαν και άγνωστον προς άλλον τινά. Μετά πολλήν δε έρευναν
ευρίσκει θεία νεύσει εν σπήλαιον, εις το οποίον εισελθών οπλίζεται ο καλός του
Χριστού στρατιώτης, ίνα πολεμήση τους αοράτους εχθρούς, λαμβάνων ως όπλον μεν
και δόρυ φοβερόν τον Σταυρόν του Σωτήρος, περικεφαλαίαν δε την προσευχήν,
θώρακα την πίστιν, ασπίδα δε την υπομονήν, σπάθην την νηστείαν, τόξα δε και
βέλη τους ψαλμούς. Αλλά τις να διηγηθή τους μακαρίους αγώνας και τα παλαίσματα
τους οποίους ηγωνίσθη ο Όσιος εκείσε παλαίων προς τον πολυμήχανον εχθρόν
διάβολον; Εκ των πολλών ένα μόνον να διηγηθώμεν πειρασμόν, τον οποίον υπέμεινε,
και αρκετόν είναι εις τον καθένα να εννοήση και τους άλλους. Προσευχομένου του
Αγίου νύκτα τινά, μετεμορφώθη ο μιαρός δαίμων εις φοβερόν και μέγιστον
δράκοντα. Και ήνοιγε μεν το αχανές εκείνο στόμα δια να τον καταπίη· μη έχων
όμως εξουσίαν παρά Θεού, έτυπτε τον Όσιον εις τα νώτα δια της ουράς ως δια
τινος μεγάλης δοκού· από των πολλών δε πληγών και κτυπημέτων, τα οποία υπέστη
υπό του φαινομένου δράκοντος ο Άγιος, έπεσε κάτω ημιθανής και κατά μεν το σώμα
έκειτο κατά γης, κατά δε την ψυχήν ανέβαινεν εις τους ουρανούς ψάλλων. Και
εκείνος μεν ο φοβερός δράκων και ότε έκειτο ο Άγιος κατά γης τον έτυπτεν ακόμη
δια της ουράς, σκοπόν έχων, εάν ήθελε δυνηθή, και να τον θανατώση τελείως, ει
δε μη να τον φοβίση τουλάχιστον να φύγη από το σπήλαιον. Ο δε Άγιος ήρχισε να
επιτιμά τον δράκοντα με το υπέρτατον όνομα του Θεού και της Παναχράντου Μητρός
αυτού και λέγει· «Επιτιμά σοι Κύριος Σαβαώθ· ύπαγε οπίσω μου σατανά. Επιτιμά
σοι η Κυρία του Άθωνος τούτου· απόστηθι απ’ εμού». Δεν είχε τελειώσει τους
θείους τούτους χρησμούς ο Άγιος και ο φαινόμενος δράκων έγινεν άφαντος. Και
μετά τούτο βλέπει ο Όσιος βοήθειαν εξ Άγίου, αστράπτει με μεγάλην φωτοχυσίαν το
σπήλαιον, γίνεται άρρητος ευωδία, γεμίζει η καρδία του από ευφροσύνην και
ακούει θείας φωνής λεγούσης· «Ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του
Υιού μου». Πριν δε έτι ανατείλη η ημέρα, ευρέθη όλος υγιής. Έμεινε λοιπόν εις
το σπήλαιον ο Όσιος αγωνιζόμενος χρόνους πολλούς, πάσαν κακοπάθειαν
υφιστάμενος, ότε και πολλοί εκ πολλών του Όρους μερών ήρχοντο προς αυτόν ψυχής
τε και σώματος ωφέλειαν λαμβάνοντες, διότι και διακρίσεως χάρισμα επλούτει και
τας θείας Γραφάς εξήγει καλώς. Πλην αυτός εις αυτά παντελώς δεν ηρέσκετο, την
εξ ανθρώπων τιμήν και την ενόχλησιν της ησυχίας του μισών και αποστρεφόμενος,
διο και εις ερημικώτερον τόπον διελογίζετο να αναχωρήση. Αλλ’ ο Θεός, την των
ανθρώπων κοινήν ωφέλειαν προνοούμενος, εμποδίζει αυτόν του προκειμένου τούτου
σκοπού, δια της Παναχράντου αυτού Μητρός. Επειδή εν μια των νυκτών,
προσευχόμενος ο Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτον από φωτοχυσίαν θείαν
πολλήν και αισθάνεται ευωδίαν και ευφροσύνην πνευματικήν, θείας δε φωνής ακούει
λεγούσης ούτω· «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρα του Υιού μου, μη αναχωρήσης
των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα και μέλλω δοξάσαι τον τόπον τούτον τω
ονόματί σου». Ο δε ταπεινότατος Σίμων δεν πιστεύει εις την οπτασίαν, υποπτεύει
φάντασμα το πράγμα και τέχνην και παγίδα του πονηρού ή τάχα και δοκιμασίαν τινά
θεϊκήν, διότι πολύ εφοβείτο τον λόγον του Αποστόλου, ότι «Ο αρχέκακος
μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός» (Β’ Κορ. ια: 14). Δια την αιτίαν ταύτην
επέμενεν εις την αυτήν ιδέαν και εσκέπτετο πάλιν που να υπάγη να ησυχάση.
Επλησίαζε δε τότε και η εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος. Και μίαν των νυκτών
εξελθών του σπηλαίου βλέπει θέαμα φοβερόν. Του εφάνη ως να εξεκόπη εις αστήρ
από των ουρανών και έστη επάνω εις την πέτραν, όπου είναι εκτισμένη η ιερά και
σεβασμία αυτού Μονή. Αυτήν δε την οπτασίαν έβλεπε συνεχώς επί πολλάς νύκτας ο
Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι πλάνη τις του εχθρού. Ως τόσον
ήλθε και η κυρία νυξ των Γενεθλίων του Χριστού και τότε βλέπει όχι μόνον τον
αστέρα, ότι κατέβη άνωθεν και εστάθη αντικρύ επάνω ταύτης της πέτρας, αλλά και
θείαν ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εδώ πρέπει να θεμελιώσης, ω Σίμων, το
Κοινόβιόν σου και να σώσης ψυχάς, πρόσεχε δε καλώς μη απιστήσης ως και
πρότερον, εγώ δε θέλω είμαι βοηθός σου. Πρόσεχε λοιπόν καλώς και μη αμφίβαλλε,
ίνα μη πάθης κακόν». Ακούει δε την θείαν ταύτην φωνήν τρις λέγουσαν τα αυτά.
Όθεν έγινεν έντρομος και ενθουσιών. Εφάνη δε εις αυτόν (καθώς ο ίδιος έλεγεν
ύστερον εις τους μαθητάς του) ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και
ήτο μετά των Ποιμένων των εις την Γέννησιν του Σωτήρος ευρεθέντων εκεί και την
Αγγελικήν ήκουσε μελωδίαν, ψαλλόντων το θεοχαρίτωτον εκείνο· «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β:14) «Μη φοβείσθε· ιδού
ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (αυτόθι 10). Τότε,
έλεγεν ο Όσιος, ήρχισε να μου φεύγη ο φόβος και η έκστασις και ηυφραινόμην
πνευματικώς, ως να έβλεπον παρούσαν την Δέσποιναν Θεοτόκον και τον δίκαιον
Ιωσήφ μετά των υιών του και τον Κύριον ημών, νήπιον εσπαργανωμένον κείμενον εν
τη φάτνη. Δεν παρήλθον ημέραι πολλαί μετά την των Χριστουγέννων εορτήν και ιδού
έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί αυτάδελφοι και πλούσιοι, επειδή η
φήμη του έφθασε και εις την Μακεδονίαν και εις την Θεσσαλίαν. Και
εξαγορεύσαντες τους λογισμούς αυτών εις τον Άγιον, προσέπεσον εις τους πόδας
του και τον παρεκάλουν να τους δεχθή εις την υποταγήν του. Ο δε Όσιος καθ’
εαυτόν μεν έλεγεν· «Ίσως να είναι αυτοί οι συνεργοί μου να κτισθή το Κοινόβιον
κατά την οπτασίαν, την οποίαν είδον». Με όλον τούτο δεν συγκαταβαίνει ευθύς εις
το να τους δεχθή, αλλά διαφοροτρόπως προσεπάθει να τους διώξη εκείθεν. Εκείνοι
όμως, εκ Θεού φωτισθέντες και αποσταλέντες, δεν έφευγον, αλλ’ έλεγον προς
αυτόν· «Δέξαι ημάς ολίγας ημέρας δι’ αγάπην Χριστού και εάν δεν ευχαριστηθής,
απόβαλε ημάς». Με τοιαύτας υποσχέσεις μόλις και μετά βίας κατεπείσθη ο Άγιος
και τους εκράτησεν εις την υπακοήν του Χριστού. Μετά δε την κανονικήν
δοκιμασίαν, τους ενέδυσε το Αγγελικόν Σχήμα και κοινωνήσας αυτούς των αχράντων
Μυστηρίων, μετά το δείπνον εφανέρωσεν εις αυτούς τον ιδικόν του λογισμόν, ως
προς τέκνα του εις το εξής γνήσια. Διηγήθη λοιπόν εις αυτούς κατά πλάτος την
θείαν εκείνην οπτασίαν, ώρκισε δε αυτούς να μη είπωσι τούτο εις άλλον τινά, εν
όσω ο ίδιος ζη. Είτα λέγει προς αυτούς· «Φανερόν είναι, ω τέκνα εμά, ότι ο
προνοητής Θεός σάς έστειλεν ενταύθα όχι μόνον την ιδικήν σας ψυχήν να σώσητε,
λλά και αυτόν τον επίγειον υμών πλούτον να φέρητε, δια να κατασταθή το
Κοινόβιον κατά την θείαν αυτού ευδοκίαν και θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν, εύρετε
οικοδόμους και φέρετε αυτούς δια την οικοδομήν». Επήγαν λοιπόν εκείνοι, τους
εύρον και ήλθον ομού· ο δε Άγιος έδειξεν εις τους οικοδόμους τον τόπον εις τον
οποίον πρωτίστως ήθελε να θεμελιώση την Εκκλησίαν, είτα και την άλλην
οικοδομήν. Βλέποντες οι οικοδόμοι εκείνοι το απόκρημνον και κινδυνώδες του
τόπου απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Αββά; Αστεία λέγεις ή σοβαρώς ομιλείς; Αδύνατον
είναι να επιχειρισθώμεν την οικοδομήν εις αυτό το σημείον, επειδή βλέπομεν ότι
όχι μόνον η ιδική μας ζωή μέλλει να κινδυνεύση, αλλά και εκείνων όσοι ήθελον
μετά ταύτα καθίσει εις τον επικίνδυνον αυτόν τόπον». Ο δε Άγιος βλέπων ότι δια
λόγων δεν δέχονται να επιχειρήσωσι την οικοδομήν, διέταξε τους μαθητάς του να
ετοιμάσωσι τράπεζαν δια να γευματίσωσιν. Εις δε των μαθητών του Οσίου, κιρνών
τον οίνον, φθόνω του πονηρού ή και θεία Προνοία, ήτις πανσόφως και δια των
εναντίων οικονομεί τα καλά, δεν γνωρίζω πως ανισορροπήσας το σώμα, κατέπεσεν
από του ύψους της κορυφής της πέτρας εις το άπειρον χάσμα του κάτωθι
καταρρέοντος χειμάρρου, κρατών εις μεν την μίαν χείρα το οινοδόχον αγγείον, εις
δε την άλλην το ποτήριον. Τοιούτον ελεεινόν θέαμα ιδόντες οι οικοδόμοι ήνοιξαν
αχαλίνωτον το στόμα αυτών χλευάζοντες τον Όσιον μετά θυμού και επεμβαίνοντες
εις το θεοπειθές αυτού έργον της οικοδομής έλεγον· «Διατί επιχειρείς τοιαύτα
πράγματα και έγινες τοιούτου φόνου αιτία; Αλλά και εις το εξής, εάν ήθελες
εύρει ημάς συμφώνους προς την βουλήν σου, πόσοι άλλοι έμελλον τοιουτοτρόπως να
φονευθώσι»; Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι και άλλα περισσότερα εξ αγνοίας
φλυαρήματα. Ο δε Άγιος προσηύχετο σιωπών, την Κυρίαν Θεοτόκον εκ βάθους ψυχής
επικαλούμενος, ίνα μη καταισχύνη βουλήν πτωχού τω πνεύματι. Και, ω των
ανεκφράστων θαυμασίων σου Δέσποινα! Τις δύναται να υμνήση τα μεγαλεία σου; Δεν
παρήλθεν ημίσεια ώρα και ιδού εκ του άλλου μέρους εφάνη αναβαίνων ο κρημνισθείς
Μοναχός σώος και υγιής τη βοηθεία της Παναμώμου Παρθένου κρατών ανά χείρας το
οινοδόχον αγγείον και το ποτήριον, όχι μόνον άνευ βλάβης ή συντρίμματος τινος,
αλλά και χωρίς ο οίνος τελείως να χυθή. Τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οι πρώην
προπετείς και αυθάδεις οικοδόμοι φρίττουσι, τρομάζουσι και πεσόντες εις τους
πόδας του Αγίου εζήτουν συγχώρησιν λέγοντες· «Τώρα εγνωρίσαμεν, Πάτερ, ότι
είσαι άνθρωπος του Θεού». Και δεν εστάθησαν μέχρι τούτου, αλλά και τον εβίασαν
και τους εκούρευσεν όλους Μοναχούς. Εποίησαν λοιπόν αρχήν οι καλοί ούτοι
οικοδόμοι και έκτιζον προθυμότατα την Μονήν του Οσίου. Επειδή δε δια τα θεμέλια
και δια τας γωνίας εχρειάζοντο πολλαί και μεγάλαι πέτραι, προσέταξεν ο Άγιος να
σηκώσωσιν ένα υπερμεγέθη λίθον, όστις έκειτο εκεί που πλησίον ακατέργαστος και
να τον θέσωσιν εις την γωνίαν του θεμελίου. Εκείνοι δε αστοχήσαντες την πρώτην
θαυματουργίαν του Οσίου, εκρυφογέλων ο εις τον άλλον ατενίζοντες κι νομίζοντες
ότι αστειεύεται ο Όσιος, επειδή έβλεπον ότι ο λίθος εκείνος ήτο αδύνατον να
σαλευθή δια το βάρος και τον όγκον του. Ο δε Άγιος, ιδών ότι δεν υπακούουσιν
εις τον λόγον του, επήγε μόνος του και σφραγίσας τον λίθον με το σημείον του
Σταυρού, τον εσήκωσεν ο ίδιος εις τους ώμους του χωρίς να τον βοηθήση άλλος τις
και τον απέθεσεν απ΄ ευθείας εκεί όπου έπρεπε, στερεώσας αυτόν καταλλήλως εις
την γωνίν του. Εις το θαύμα τούτο δεν ηξεύρωτι να θαυμάσω πρώτον, τι ύστερον.
Του ζωηφόρου Σταυρού την δύναμιν ή την πίστιν του Αγίου, όστις κατά αλήθειαν δι
του έργου έδειξεν εις ημάς εκείνο το οποίον ο Κύριος ημών είπεν εις τους
Αποστόλους δια του λόγου· «Αμήν γαρ λέγω υμίν· εάν έχητε πίστιν ως κόκκον
σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετ΄βηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και
ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ: 20). Άνθρωπος κατεξηραμμένος υπό της
σκληραγωγίας και μόνον ότι το δέρμα συνεκράτει τα οστά, να σηκώση τόσον βάρος,
το οποίον τόσοι άνθρωποι ούτε να το σαλεύσουν ηδύναντο, δεν είναι ολοφάνερον
ότι ο Σίμων είχε καταστήσει εαυτόν όργνον της δεξιάς του Υψίστου και ενήργει
δι΄ αυτού ο Θεός τα παράδοξα; Αλλ’ ας έλθωμεν και εις άλλο θαύμα του αοιδίμου
Σίμωνος, το οποίον εποίησεν εις τους Σαρακηνούς. Παρακαλώ δε την αγάπην σας να
μη αμελήτε και νυστάζετε, αλλά να προσέχετε εις τα κατορθώματα του γίου δια να
λάβητε πλουσίαν χάριν παρ’ αυτού. Τελειώσας την οικοδομήν του Μοναστηρίου του ο
Άγιος επί της θαυμαστής ταύτης πέτρας εις τιμήν και δόξαν των Γενεθλίων του
Σωτήρος Χριστού, επωνόμασεν αυτό Νέαν Βηθλεέμ. Όθεν έτρεχον από πολλά μέρη και
υπετάσσοντο εις αυτόν. Αλλ’ επειδή και το ταλαίπωρον βασίλειον ημών των Ελλήνων
κατήντησεν εις αθλίαν κατάστασιν, ήρχοντο οι Σαρακηνοί αφόβως με τα πειρατικά
πλοία των και εις αυτό το Άγιον Όρος και αρπάζοντες παν το προστυχόν,
ηχμαλώτιζον και πολλούς Μοναχούς. Ήλθον δε και εις τον λιμένα της Μονής. Ο δε
Άγιος φοβηθείς μήπως αναβαίνοντες επάνω κατακαύσουν την Μονήν, προλαβών κατέβη
μετά τινων μαθητών του εις τον λιμένα ίνα προϋπαντήση τους βαρβάρους, φέρων και
τινα δώρα προς αυτούς. Εκείνοι δε και τα δώρα λβόντες, πάλιν εζήτουν και άλλα
λέγοντες· «Που έχετε τους θησαυρούς σας»; Νομίζοντες ότι είχον να κερδήσωσι
πλούτον και λάφυρα πολλά. Μη αναγνωρίζοντες δε και τον Άγιον ως προεστώτα, δια
το ευτελές του σχήματος, τον εβίαζον να δείξη εις αυτούς τον Ηγούμενον. Ο δε
Άγιος πραεία τη φωνή είπε προς αυτούς· «Εγώ είμαι ο ταπεινός. Πλην άλλο τίποτε
δεν έχομεν εκτός αυτών τα οποία φορούμεν». Εκείνοι δε νομίζοντες ότι ψεύδεται,
ώρμησαν κατ’ υτού ωσάν θηρία άγρια. Εις δε εξ αυτών, ο πλέον φονικώτερος,
εγύμνωσε την σπάθην και ώρνησε να κόψη την ιεράν εκείνην κεφαλήν. Ο δε Θεός
εξαπέστειλεν τον Άγγελον αυτού και ερρύσατο τον Όσιον αυτού· διότι η μεν χειρ
του αυθάδους εκείνου έμεινε κρεμαμένη και ξηρά, οι δε λοιποί επατάχθησαν
αορασία και ετυφλώθησαν όλοι. Τότε δη, τότε ήρχισαν να αλαλάζουν την Συριακήν
φωνήν αυτών. Αλλάχ! Αλλάχ! Και φοβηθέντες, μετήλλαξαν την θηριωδίαν αυτών εις
θρηνωδίαν και την αγριότητα εις ταπεινότητα και κλαίοντες πικρώς παρεκάλουν τον
Άγιον θερμώς λέγοντες: «Ελέησον ημάς, Αββά, και να γίνωμεν όλοι Χριστιανοί». Ο
δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου Χριστού, ως μιμητής του
ανεξικάκου Διδασκάλου αυτού, στέλλει ευθύς ένα μαθητή αυτού και φέρει έλαιον
από την κανδήλαν του Δεσπότου Χριστού, με το οποίον αλείψας ο Άγιος τα όμματα
όλων σταυροειδώς, ομοίως και την ξηράν χείρα του τολμητίου, ηυχήθη επ΄ αυτών
και ευθύς, ω παραδόξου τερατουργήματος! Ιατρεύθησαν οι άνθρωποι. Όθεν όχι μόνον
εβαπτίσθησαν, αλλά και εκουρεύθησαν μετά ταύτα εις την αυτήν Μονήν του Αγίου
δόκιμοι Μοναχοί γενόμενοι. Αλλ’ επειδή ο αοίδιμος έφθασεν εις βαθύτατον γήρας
και έμελλε να εκδημήση προς τον ποθούμενον Χριστόν, προείδε την ώραν της οσίας
αυτού εκδημίας προς Κύριον. Όθεν καλέσας τους ιερούς μαθητάς του τους κατήχησε
την τελευταίαν αυτού κατήχησιν και διδασκαλίαν και λέγει προς αυτούς. «Ιδού,
αδελφοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, εγώ μέλλω να χωρισθώ αφ’ ημών. Υμείς
δε, ως φρόνιμοι, δεν πρέπει να λυπήσθε δια τούτο, αφ’ ενός μεν διότι ολίγος
παρέρχεται καιρός και πάλιν συναντώμεθα, εξ άλλου δε διότι, αν λάβω παρρησίαν
τινά προς τον Θεόν, θέλω σάς επισκέπτομαι πάντοτε και θα σας φυλάττω από τους
ορατούς και αοράτους πειρασμούς. Πλην αν και σεις φυλάσσητε την παράδοσιν της
κοινοβιακής ζωής και πολιτείας, την οποίαν είδετε και εδιδάχθητε και την
ευταξίαν της Εκκλησίας και όλα όσα εδίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω
έχει και εγώ την ιδικήν σας φροντίδα. Μη αγαπάτε πλούτον πρόσκαιρον, φεύγετε
την κενοδοξίαν, μη απατάσθε εις την χορτασίαν της κοιλίας, διότι αναφέρεται εις
το βιβλίον του Ιώβ, ότι η δύναμις του σατανά συνίσταται «επ’ ομφαλού γαστρός»
(Ιώβ μ: 11)· μη φέρετε εδώ εις το Κοινόβιον αγένεια πρόσωπα, διότι είδετε τι
έκαμεν ο μέγας Ευθύμιος εις τον Άγιον Σάββαν, τον οποίον μ’ όλον ότι εγνώριζεν,
ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, δεν τον εκράτησεν εις το Κοινόβιόν του.
Γράφεται δε και εις το Γεροντικόν, ότι τον παλαιόν καιρόν τέσσαρες Λαύραι
ηρημώθησαν εξ αιτίας των αγενείων (των νέων δηλαδή που δεν έχει ακόμη φυτρώσει
το γένειον εις το πρόσωπον)· όθεν και ο θεοφόρος Πατήρ ημών Αθανάσιος ο κτίτωρ
της Μεγίστης Λαύρας κατηράσατο και ανεθεμάτισε τους προεστώτας εκείνους,
οίτινες ήθελον δεχθή αγενείους, έστω και αν ήσαν υιοί βασιλέων. Να είσθε
ειρηνικοί, να είσθε φιλόξενοι, να επιμελείσθε τας εορτάς πνευματικώς και όχι
κοσμικώς, δηλαδή να μη καταγίνησθε αυτάς τας ημέρας εις αργολογίας και γέλωτας
και αστεία, επειδή η εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, όστις
γεννάται από την σιωπήν και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων. Εις τας
Ακολουθίας της Εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβειαν και όχι με
ατάκτους φωνάς. Να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά να
φυλάττητε και μετά τον θάνατόν μου καθώς και ζώντος εμού εφυλάττετε και εγώ θα
είμαι νοερώς πάντοτε μαζί σας· ει δε μη, να απολογήσθε σεις εις εκείνο το
φοβερόν και πάνδημον Κριτήριον». Ταύτα ειπών ο Όσιος ύψωσε τας αγίας του χείρας
εις τους ουρανούς και μετά κατανύξεως προσηύξατο εις την Παναγίαν Τριάδα, μετά
δε την ευχήν εσιώπησεν. Οι δε αδελφοί και μαθηταί τού Οσίου, πάντες ομού
περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιον απαρηγόρητα, λυπούμενοι ότι έμελλον να
στερηθώσι τοιούτον Πατέρα και ιατρόν και σωτήρα. Ο δε Άγιος την νύκτα εκείνην
παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, το δε πρωϊ είδον το πανόσιον
πρόσωπόν του λάμψαν υπέρ τον ήλιον και ούτω μετά ψαλμωδιών και ύμνων
ενεταφίασαν εκείνο το πολύαθλον σώμα. Αλλ’ ω της ζημίας! Εις τους χαλεπούς
τούτους καιρούς ημών δεν στερούμεθα μόνον αυτό το άγιον Λείψανον του Οσίου,
αλλά και αυτόν τον ιερόν τάφον του, τα οποία εσκέπασεν από ημάς ο Θεός,
κρίμασιν οις αυτός μόνος γνωρίζει, καθώς εσκέπασε και πολλών άλλων Αγίων και τα
Λείψανα και τους τάφους. Έχομεν δε ομολογούμενον εκ παραδόσεως ότι εκείνο το
θείον Λείψανον του Αγίου Σίμωνος ανέβλυζε μύρον καθώς εις τον Βίον του Αγίου
Μαξίμου του Καυσοκαλύβη αναφέρονται τα εξής επί λέξει· «εισί δε και άλλα πολλά
θαύματα αδόμενα υπό πολλών και από του κυρ Γρηγορίου και εκ της πέτρας του
Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου». Αλλά και ο ευσεβής βασιλεύς της Σερβίας Ιωάννης
Ούγγλεσις, έχων μονογενή θυγατέρα διαμονιζομένην και πολλά καμών και εξοδεύσας
δια θεραπείαν της, επειδή δεν ηδυνήθη να επιτύχη του ποθουμένου, κούων και του
Αγίου τούτου τα θαύματα και το ιαματικόν αυτού μύρον, μόνον ότι επεκαλέσθη τον
Άγιον εκ καρδίας, ευθύς ιατρεύθη το κοράσιόν του, δια την ευεργεσίαν δε ταύτην
απέστειλε τον πνευματικόν του πατέρα Ευθύμιον με πλείστα όσα αφιερώματα και πλούτον
πολύν και ωκοδόμησε την Ιεράν Μονήν. Έφερε δε ο Ευθύμιος και χρυσόβουλλον
τούτου του βασιλέως δια την ιεράν ταύτην Μονήν, το οποίον σώζεται μέχρι
σήμερον, αναφέρει δε το εν λόγω χρυσόβουλλον συν τοις άλλοις και δια την
ανάβλυσιν του μύρου από τον Άγιον και δια το θαύμα του αστέρος, τον οποίον
έβλεπεν ο Άγιος επό της πέτρας και ότι Νέα Βηθλεέμ ωνομάσθη η ιερά αύτη Μονή.
Ήκμαζε δε ούτος ο βασιλεύς της Σερβίας εν έτει χιλιοστώ διακοσιοστώ εξηκοστώ
τετάρτω (1264) από Χριστού, καθώς χρονολογεί το χρυσόβουλλόν του, ότε βασιλεύς
του Βυζαντίου ήτο Μιχαήλ Η΄ ο αζυμίτης και λατινόφρων ο και πρώτος των
Παλαιολόγων. Ας είπωμεν τώρα και εν εκ των θαυμάτων του Αγίου, τα οποία ετέλεσε
μετά τον θάνατόν του και έπειτα να κάμωμεν τέλος εις τον λόγον μας. Εώρταζον κατ΄
έτος οι Πατέρες της Μονής την μνήμην του Οσίου εν τη Μονή. Αλλ’ επειδή τα
ζιζάνια δεν λείπουν από τον σίτον, εις μεταξύ των Πατέρων της Μονής δεν ήθελε
να συνεορτάση μετά των άλλων αδελφών την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Αλλά
καταλιπών έφευγεν από την Εκκλησίαν και από την ιεράν εκείνην Ακολουθίαν, την
οποίαν έψαλλον οι Πατέρες ολονύκτιον αγρυπνούντες και εκοιμάτο εις το κελλίον
του. Ουχί δε μόνον τούτο εποίει καταφρονών την θείαν δόξαν και αγιότητα του
Αγίου, αλλά και λόγια βλάσφημα και σιχαμερά εξέμει από την δυσώδη κοιλίαν του
κατά του Οσίου ο ανόσιος, κολασμένον και πλάνων αποκαλών αυτόν. Όθεν φαίνεται ο
Άγιος εις τον ύπνον του κατ’ αυτήν την νύκτα της εορτής, ότε οι Πατέρες όλοι
ηγρύπνουν εις την Εκκλησίαν, εφάνη δε όλος αστραπηφόρος και με δεδοξασμένον το
πρόσωπον, έχων μεθ’ εαυτού και δύο εκ των πρώτων εκείνων ηγιασμένων μαθητών
του. Και πλήρης θυμού και αγανακτήσεως κατά του βλασφήμου λέγει προς αυτόν·
«Δεν σοι αρέσει, ω μιαρέ; Δεδόξασται το δεδοξασμένον». Και νεύων προς τους
μαθητάς του ο Όσιος λέγει· «Βάλετε κάτω αυτόν τον βλάσφημον». Βάλλοντες δε υτόν
κάτω, εφάνη εις αυτόν ότι έδειρεν αυτόν ο Άγιος δια της ράβδου, την οποίαν
εκράτει, εις τους πόδας, από δε των πόνων και τον άμετρον φόβον εξυπνήσας
ησθάνετο πονών τους πόδας. Τότε όλος έντρομος τρέχει εις την Εκκλησίαν και
πίπτων κατά γης βάλλει μετάνοιαν εις τον Ηγούμενον όλος ηλλοιωμένος και
κραυγάζων· «Συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες και αδελφοί· τώρα είδον με τα όμματα της
ψυχής μου ότι όντως ο Θεός μεγάλως εδόξασε τον Όσιον Πατέρα ημών Σίμωνα. Τώρα
και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ως ισάξιον και ομότιμον με τους παλαιούς
μεγάλους Αγίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς. Ευχαριστώ σοι,
Άγιε του Θεού, ότι με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, τον ταλαίπωρον».
Ταύτα δε βοών μετά δακρύων διηγήθη εν μέσω της Εκκλησίας την φοβεράν εκείνην
δόξαν του Αγίου και τα υπόλοιπα κατά πλάτος και πάντες εδόξαζον τον Θεόν και
τον αυτού θεράποντα Όσιον Σίμωνα, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και
ημείς της ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου