Με το Ποντιακό στοιχείο δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις. Μεγαλωμένος στην Αθήνα και σε γειτονιά (στο Περιστέρι) που υπήρχαν πολλοί Πόντιοι, δεν είχα την ευκαιρία να τους δω από κοντά. Και πώς να τους δω άλλωστε αφού τότε, στα γυμνασιακά χρόνια, τα ενδιαφέροντά μας ήταν αυστηρώς αποσαφηνισμένα…
Άκουγα από το ραδιόφωνο για ένα σωματείο, με το περίεργο για μένα όνομα «Αργοναύται-Κομνηνοί», χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς δουλειά έκανε και ποιος ήταν ο σκοπός της υπάρξεώς του, ενώ ήξερα πολύ καλά ποιος ήταν ο σκοπός των σφαιριστηρίων της γειτονιάς ή ποια ήταν η μορφωτική επίδραση που ασκούσε επάνω μας το «Ψυράκι». Το «Ψυράκι», ήταν ένας εμβληματικός κινηματογράφος κατωτάτης υποστάθμης, που ακόμη και το περίφημο «Ροζικλαίρ» φάνταζε ως Μετροπόλιταν Όπερα μπροστά του. Το «Ψυράκι» λοιπόν προσέφερε στο φιλοθεάμον γυμνασιακό κοινό 2 έργα (το ένα καουμπόϊκο, γουέστερν δηλαδή και το άλλο γκανγκστερικό) με εισιτήριο μόλις 3,5 δραχμές, ποσό το οποίο ήταν ιδιαιτέρως προσιτό στο φτωχότατο βαλάντιό μας.
Όταν αποφοίτησα από την Σχολή Ευελπίδων και πήγα στην Μακεδονία, τότε ήρθα πολύ κοντά στους Ποντίους, αφού σε όλες τις εκδηλώσεις του Στρατού, ήταν μαζί μας. Τότε άρχισα να μαθαίνω τι είναι το Τικ και τι το Κότσαρι. Και βέβαια τι ήταν ο χορός Σέρρα, που χορευόταν κυρίως κοντά στον ομώνυμο ποταμό της Τραπεζούντας και δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά παραλλαγή του αρχαίου Ελληνικού πολεμικού χορού, του Πυρρίχιου.
Έτσι διεπίστωσα, ότι αυτοί οι σύλλογοι – και είναι πάρα πολλοί σε όλη την Ελλάδα, στην δε Αθήνα, σχεδόν κάθε συνοικία και προάστειο έχει τον δικό της – επιτελούν ένα τεράστιο Εθνικό έργο, διατηρώντας ζωντανή την παράδοση και την μνήμη των Αλησμόνητων (ΠΟΤΕ χαμένων) Πατρίδων.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις, ήταν το γεγονός ότι αυτές τις ημέρες, έγινε στην Καλλιθέα από τον «Παμποντιακό Σύλλογο η Αργώ», το 31ο Ποντιακό Τριήμερο. Στο «Τριήμερο», έλαβαν μέρος πολλά ποντιακά σωματεία από όλη την Ελλάδα. Στο ενημερωτικό φυλλάδιο των εκδηλώσεων αναφερόταν: «Έρεισμά μας η μοναδική ιστορία μας, η πολύτιμη παράδοσή μας, ο πολιτισμός χιλιετιών, οι αγώνες και θυσίες του Λαού μας, η Χριστιανική Ορθοδοξία, τα ήθη, τα έθιμα….Σιμώνουμε, δυναμώνουμε με λόγο, με γνώσεις, με πράξεις». Αναρωτιέμαι αν χρειάζεται κάτι άλλο για να οριοθετηθεί το έργο που επιτελούν τα σωματεία αυτά.
Και αυτά μεν ήταν τα γραπτά και τα θεωρητικά. Ας έλθουμε τώρα στην πράξη.
Η σύνθεση των χορευτικών συγκροτημάτων περιελάμβανε ηλικίες από 15 έως 80 χρονών. Ναι, καλά διαβάσατε 80 ετών! Όμως το αξιοσημείωτο δεν ήταν αυτό. Ή μάλλον δεν ήταν μόνο αυτό. Το ενθαρρυντικό ήταν πως όση ώρα χόρευαν τα συγκροτήματα στη σκηνή, από κάτω κοριτσάκια και αγοράκια, θάταν δε θάταν 8 χρονών, χόρευαν με απίστευτη χάρη και ακρίβεια.
Ακόμη, πανέμορφες κοπελίτσες και νεαροί, που αν τους έβλεπες έξω θα έλεγες ότι ξημεροβραδιάζονται στα μπαράκια, ντυμένα με μαύρες μπλούζες που έφεραν τυπωμένο το λογότυπο της «Αργούς», συμμετείχαν πρόθυμα βοηθώντας στην εκδήλωση και κάπου κάπου, πίσω στα παρασκήνια, χόρευαν και τον ποντιακό χορό, που εκείνη την ώρα παρουσιαζόταν στην σκηνή.
Αλήθεια πόση πίστη και αγάπη για τον Πόντο πρέπει να τους είχαν εμφυσήσει οι γονείς τους και οι υπεύθυνοι των Συλλόγων σχετικώς με την ποντιακή ιστορία και πολιτισμό.
Το «Ποντιακό Τριήμερο» της Καλλιθέας, ήταν μία ένεση ηθικού και πατριωτισμού, μέσα στον ζόφο των ημερών πού τα εθνομηδενιστικά μηνύματα εκπορευόμενα από ύποπτα κέντρα προσπαθούν να διαλύσουν ό,τι θυμίζει Ελλάδα και Ελληνισμό.
Αυτά ήταν τα θετικά της βραδιάς.
Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά. Ποια είναι αυτά; Χρειάζεται ίσως να τα πούμε; Φεύγοντας, θεώρησα χρέος μου να δω τον Αντιδήμαρχο Καλλιθέας κ. Σοφιανίδη Χρήστο, που ήταν η ψυχή της εκδηλώσεως. Του εξέφρασα τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια και του ευχήθηκα καλή δύναμη, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την προσπάθεια αυτή. Ο άνθρωπος με ευχαρίστησε και μου είπε:
Και να ξέρετε ότι όλα αυτά γίνονται από εθελοντές χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά, με χαρακτηριστική την απουσία του επισήμου κράτους, το οποίο όχι μόνον δεν βοηθάει, αλλά πολλές φορές μας αντιμετωπίζει και εχθρικά.
Δεν περίμενα βέβαια το (κάθε) Ελληνικό κράτος και πολύ περισσότερο το σημερινό, να συμπεριφέρεται διαφορετικά σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Να ήταν κανένα φεστιβάλ με τον Ζαν Φαμπρ (πώς είπατε; Τον ξεχάσατε κιόλας αυτόν, που κρέμαγε τις γάτες ανάποδα και μας τον έφερε ο Μπαλτάς για να μας μάθει αρχαία τραγωδία;) μάλιστα. Αλλά για τον Πόντο;
Τι να σου πω κύριε Αντιδήμαρχε του λέω. Να τρώτε γεμιστά…
Καθώς έφευγα, μέσα μου έκλαιγε ο κεμετζές: «Την Πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα…»
Χρήστος Μπολώσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου