Ιουλιανός ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους Διοκλητιανού εν έτει τ΄
(300) εις την πόλιν των Γαλατών γεννηθείς και ανατραφείς· όταν δε ο Αντωνίνος
έγινεν ηγεμών ταύτης της Γαλατίας, ήκουσεν, ότι ο Άγιος ούτος Ιουλιανός είναι
κεκρυμμένος με άλλους τεσσαράκοντα μέσα εις σπήλαιον και ακολουθεί την
θρησκείαν των Χριστιανών. Όθεν ευθύς στέλλει ανθρώπους δια να αρπάσουν αυτόν
και να τον φέρουν εις το κριτήριον· οι δε απεσταλμένοι τούτον μόνον ευρόντες,
εβίαζον αυτόν δια να δείξη που και οι άλλοι ευρίσκονται· ο δε Άγιος δεν
κατεπείσθη, αλλά εφώναξε με μεγάλην φωνήν προς τους συνασκητάς του ταύτα· «Ιδού
εγώ συλληφθείς υπάγω να μαρτυρήσω δια τον Χριστόν, χωρίς να προδώσω σάς εις τους
στρατιώτας που με εβίαζον· λοιπόν σπουδάσατε και σεις να έλθητε να με φθάσητε».
Όταν λοιπόν παρεστάθη εις το βήμα, λέγει ο Αντωνίνος προς τον Μάρτυρα· «Σκέψου
το συμφέρον σου και ελθέ να θυσιάσης εις τους θεούς». Τότε ο του Χριστού
Αθλητής απεκρίθη· «Άριστος σύμβουλος έγινες εις εμέ, ω ηγεμών, και χωρίς να
θέλης· διότι εγώ, προσέχων εις το ιδικόν μου συμφέρον, άλλο τι δεν ευρίσκω να
είναι τούτο ή το να αποθάνω δια την ευσέβειαν, με την οποίαν ανετράφην από
βρέφους». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών δεν ηθέλησε να τον ερωτήση άλλο τι
περισσότερον, αλλά προστάζει να αναφθή μία σιδηρά κλίνη έως ου να πυρακτωθή όλη
και επάνω εις αυτήν να απλωθή ύπτιος ο του Χριστού Αθλητής. Ο δε Μάρτυς ποιήσας
το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το σώμα του, ανέβη επάνω εις την κλίνην και ω
του θαύματος!
Άγγελος Κυρίου δροσίσας την πεπυρακτωμένην κλίνην, αβλαβή τον
Μάρτυρα διεφύλαξεν. Ο δε Αντωνίνος ιδών το τοιούτον θαύμα εξεπλάγη υπερβολικώς
και ήρχισε να ερωτά τον Άγιον με τοιαύτας ερωτήσεις· «Ποίος είσαι συ, όστις και
το πυρ τόσον ευκόλως ενίκησας»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Λειτουργός είμαι του Κυρίου,
Ιουλιανός ονομαζόμενος». Ο Αντωνίνος ερωτά· «Ποίοι δε οι γονείς σου»; Ο δ’
Άγιος είπεν· «Ο μεν πατήρ μου απήλθε προς Κύριον, η δε μήτηρ μου είναι γραία».
Ευθύς τότε προστάζει ο τύραννος να φέρουν την μητέρα του Αγίου εις το βήμα· την
οποίαν ιδών με άγριον βλέμμα ο Αντωνίνος είπεν εις αυτήν· «Κατάπεισον, ω γύναι,
τούτον τον κάκιστον υιόν σου να θυμιάση τους θεούς με θυμιατόν· ει δε μη,
μέλλεις να παραδοθής εις ασελγείς στρατιώτας, και θα υβρίσουν ασέμνως το σώμα
σου». Η δε ανδρεία εκείνη γυνή απήντησε· «Και ποίαν καταδίκην έχει να λάβη η
ψυχή μου, εάν, χωρίς να θέλω, ατιμασθή το σώμα μου; Βέβαια ουδεμίαν. Πλην και
κατ’ άλλον τρόπον εγώ θαρρώ όλη εις τον Θεόν μου, ότι δεν θα με παραβλέψη, ουδέ
θα παραχωρήση να πάθω τούτο ποτέ». Από τα λόγια ταύτα αισχυνθείς ο Αντωνίνος
εκείνην μεν απέλυσε, τον δε υιόν αυτής και γενναίον Αθλητήν Ιουλιανόν προστάζει
να θανατώσωσι με το ξίφος. Αναβάς λοιπόν εις το σύνηθες όρος μαζί με τους δημίους
ο της ευσεβείας αγωνιστής και ζητήσας από αυτούς ώραν ολίγην δια να προσευχηθή,
είπε ταύτα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι μέχρι θανάτου με εφύλαξας ακαταίσχυντον
εν τη ομολογία της πίστεως· λοιπόν παρακαλώ σε, χάρισαι εις τους Χριστιανούς,
όσοι θα λαμβάνουν χώμα από τον τάφον μου, συγχώρησιν αμαρτιών και παθών αποτροπήν·
και ας μη επέλθουν εις τούτους τους αγρούς πετεινά αφανιστικά ή ακρίδες ή εξ
άλλων ζωϋφίων βλάβη». Τελευταίον δε είπε· «Δέξαι εν ειρήνη το πνεύμα μου, Κύριε».
Όθεν ευθύς ελθούσα φωνή από τον ουρανόν έλεγε· «Τας πύλας σοι ήνοιξεν ο
αγωνοθέτης Θεός· και λοιπόν ως νομίμως αγωνισάμενος, είσελθε». Ταύτην την φωνήν
ακούσαντες οι άλλοι τεσσαράκοντα Χριστιανοί, οι κεκρυμμένοι όντες, έφθασαν εις
την υπώρειαν του βουνού και εύρον τετελειωμένον τον του Χριστού Μάρτυρα. Όθεν και
αυτοί ομολογήσαντες τον Χριστόν έμπροσθεν εις τους δημίους, συνελήφθησαν από αυτούς
και εδέθησαν· κατά προσταγήν δε του Αντωνίνου εφυλακίσθησαν δια δευτέραν
εξέτασιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου