Ο Ουράνιος Πατήρ, προνοώντας γι’ αυτόν, όπως
για τα πετεινά τ’ ουρανού, τον έτρεφε μ’ αυτό το θαυμαστό τρόπο: Καθε βράδυ,
ύστερα από τη δύσι του ηλίου, έβρισκε ένα ζεστό ψωμί, που έλεγες πως μόλις είχε
βγη από το φούρνο, στην είσοδο της σπηλιάς του. Χρόνια γινότανε αυτό! Μια μέρα
όμως, πήγε να ιδή τον Ερημίτη ένας συνασκητής του και καθώς συνωμιλούσαν, του
υπέδειξε πως δεν ήταν σωστό να κάθεται αργός. Τον βοήθησε να κόψη καλάμια από
το έλος και τον έμαθε να πλέκη πανέρια. Σαν βράδυασε, κουρασμένος από τη
δουλειά και πεινασμένος ο Γεροντας, πήγε στη σπηλιά του να πάρη το ψωμί του. Με
πόση ανακούφισι θα το έτρωγε! Δε βρήκε όμως τίποτε. Έτσι κοιμήθηκε νηστικός.
Την άλλη μέρα ασχολήθηκε πάλι με ζήλο στο εργόχειρο, αλλά δε βρήκε πάλι στη
θέσι του το βράδυ το ευλογημένο ψωμάκι, με το οποίο τόσα χρόνια τον έτρεφε ο
Θεός. Στενοχωρημένος τότε προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριον να του
φανερώση σε τι είχε σφάλλει, ώστε να πάψη να φροντίζη πια γι’ αυτόν. Άκουσε
τότε θεία φωνή να του λέγη: - Όταν ήσουν απασχολημένος μόνο με μένα, σε έτρεφα.
Τώρα που έμαθες εργόχειρο, δίκαιο είναι να σε τρέφη αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου