Ὑπόµνηµα διὰ τὴν ἀπόρριψιν τοῦ συνοδικοῦ κειµένου «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον» Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁµότιµος Καθηγητής Α.Π.Θ.

3ον
7. Ἀποκρύπτουν τὶς δυσµενεῖς ἐξελίξεις στὸν χῶρο τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ µεθοδεύουν τὴν πανορθόδοξη ἀποδοχή του 

Οἱ κατευθύνοντες καὶ διευθύνοντες τὰ τῆς Συνόδου πράττουν τὰ ἴδια καὶ µὲ τὸ λεγόµενο «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ. Ὅπως ἀφήρεσαν τὰ περὶ ∆ιαλόγων ἀπὸ τὸ κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον», ἔτσι ἀφήρεσαν τὸν τίτλο καὶ τὶς µισὲς παραγράφους ἀπὸ τὸ κείµενο τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ.
 Ἀπὸ τὰ δώδεκα ἄρθρα τοῦ κειµένου κράτησαν µόνον τὰ ἕξι. Αὐτὰ ποὺ κράτησαν τὰ ἄλλαξαν, πρόσθεσαν δὲ καὶ ἄλλα ἄρθρα, ἐκκωφαντικῶς ἀπαράδεκτα γιὰ τὴν ἀσάφεια καὶ τὴν σύγχυση, µόνο καὶ µόνο γιὰ νὰ θεµελιώσουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσµατός των, καὶ νὰ τροµοκρατήσουν µὲ ἀπειλὲς ὅσους κατὰ καθῆκον, ἀπολύτως κανονικό, θὰ κρίνουν καὶ θὰ ἀξιολογήσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὁ παλαιὸς τίτλος τοῦ κειµένου «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις» ἀπορρίφθηκε καὶ ἐξαφανίσθηκε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἐξαφανίσθηκαν στὸ ἄλλο κείµενο οἱ Θεολογικοὶ ∆ιάλογοι. Γιὰ νὰ µὴ προσεχθεῖ δηλαδὴ τὸ κείµενο, ὡς ἀσχολούµενο µὲ τὸν Οἰκουµενισµό, καὶ προσελκύσει τὴν προσοχὴ καὶ τῶν ἱεραρχῶν καὶ τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν θεµάτων δὲν προκύπτει τώρα σαφῶς ὅτι ἡ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθεῖ µὲ τὸν Οἰκουµενισµό, τοῦ ὁποίου τὴν καταδίκη περιµένουν οἱ περισσότεροι.
Ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς µία ὁµάδα ἐπαγγελµατιῶν Οἰκουµενιστῶν, ποὺ κατευθύνουν τὰ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰώνα καὶ ἀποτελοῦν ἐλάχιστη µειοψηφία στὸ σύνολο τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ περισσότεροι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότερες τοπικὲς ἐκκλησίες συµµετέχουν µὲ ἐπιφυλάξεις καὶ ἐνδοιασµοὺς στὸ λεγόµενο «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», πολλὲς ἔχουν ἀποχωρήσει ὅπως ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύµων, ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, καὶ οἱ Ἐκκλησίες Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας, ἐδῶ καὶ µία εἰκοσαετία καὶ ἐµµένουν στὴν ἀποχώρηση, παρὰ τὶς πανταχόθεν πιέσεις ποὺ ὑφίστανται, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας µὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1997 εἶχε ἀποφασίσει τὴν ἀποχώρηση, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας· ἀµφότερες προκάλεσαν τὴν «∆ιορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεοσσαλονίκης» τοῦ 1998, µετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία µὲ βαριὰ καρδιά, γιὰ νὰ µὴ διασπάσουν τὴν πανορθόδοξη ἑνότητα, ἀποφάσισαν νὰ παραµείνουν. Εἶναι µάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία ἐζήτησε ἐνωρίτερα τὴν γνώµη τοῦ Γέροντος τότε καὶ καθηγητοῦ τῆς ∆ογµατικῆς, τώρα δὲ Ἁγίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας π. Ἰουστίνου Πόποβιτς γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ συµµετέχουν σὲ οἰκουµενιστικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες. Καὶ ὁ εὐλογηµένος Ἅγιος στὴν σχετικὴ γνωµάτευσή του τὸν Νοέµβριο τοῦ 1974 µεταξὺ ἄλλων, ἔγραψε καὶ τὰ ἑξῆς: «Πανιερώτατε καὶ Ἅγιοι Συνοδικοὶ Πατέρες, ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωµεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν µας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς µας ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ τοῦ λεγοµένου Οἰκουµενικοῦ Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐντροπὴ καταλαµβάνει πάντα εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον, ἀνατραφέντα ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ἀναγιγνώσκῃ, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι σύνεδροι τῆς 5ης Πανορθοδόξου διασκέψεως τῆς Γενεύης (8-16 Ἰουνίου 1968), σχετικῶς πρὸς τὴν συµµετοχὴν ὀρθοδόξων εἰς τὸ ἔργον τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἔλαβον τότε τὴν ἀπόφασιν «ὅπως ἐκφρασθῇ ἡ κοινὴ ἐπίγνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι αὕτη ἀποτελεῖ ὀργανικὸν µέλος τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Βλ. Glasnik S. D. Crkve, Βελιγράδιον, ἀρ. 8/1968, σ. 168). Αὐτὴ ἡ ἀπόφασις εἶναι κατὰ τὴν ἀνορθοδοξίαν καὶ ἀντιορθοδοξίαν της ἀποκαλυπτικῶς φρικαλέα. Ἦτο ἆραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντο Θεανθρώπινον σῶµα καὶ ὀργανισµὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθῇ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόµη καὶ ἱεράρχαι, µεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ Σέρβοι, νὰ ἐπιζητοῦν τήν «ὀργανικήν» µετοχὴν καὶ συµπερίληψιν εἰς τὸ Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισµός”, µία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας αἱ Ὀρθόδοξοι καὶ µὴ ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν µόνον “µέλη” (“ὀργανικῶς” µεταξύ των συνδεδεµένα!); Ἀλλοίµονον, ἀνήκουστος προδοσία!»10. Τὸ Ἅγιον Ὄρος µὲ πολλαπλᾶ ἔγγραφα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος διαµαρτυρήθηκε πρὸς τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς οἰκουµενιστικὲς ἐνέργειες καὶ διακηρύξεις τῶν τριῶν τελευταίων πατριαρχῶν (Ἀθηναγόρου, ∆ηµητρίου, Βαρθολοµαίου), προέβη δὲ ἐπὶ τρία ἔτη (1969-1972) στὴν διακοπὴ τοῦ µνηµοσύνου τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου, συµφωνοῦντος καὶ παρακινοῦντος καὶ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὴ ἡ χαριτωµένη κριτικὴ γιὰ τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τοὺς φιλενωτικοὺς σὲ γράµµα ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν Γέροντα Χαράλαµπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ καὶ ὑπεύθυνο τότε τῆς ἐφηµερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἡ ὁποία ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια πρωτοστατεῖ στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὀρθῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ «ναυαρχίδα τοῦ ἀντιοικουµενιστικοῦ κινήµατος». ∆εύτερος Ἅγιος τῶν καιρῶν µας ἀντίθετος µὲ τὸν Οἰκουµενισµό, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὑπάρχει δὲ καὶ τρίτος ἀντιοικουµενιστής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης, ὁ Ρουµάνος, ὁ προσφάτως ἁγιοκαταταγεὶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύµων. Ἔχουν οἱ οἰκουµενισταὶ νὰ µᾶς ὑποδείξουν κάποιον Ἅγιο, παλαιὸ ἢ νέο, ὑποστηρικτὴ τῶν παλαιῶν αἱρέσε- ων καὶ τῆς νέας παναιρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ; Γράφει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Φαντάζοµαι ὅτι θὰ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τὰ γραφόµενά µου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας βαθύς µου πόνος διὰ τὴν γραµµὴν καὶ κοσµικὴν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα µας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε µιὰν ἄλλην γυναίκα µοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα µας δὲν τοῦ κάµνει καµµίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεµνή. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ποὺ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σὲ πολλὰ παιδιά του, ποὺ τὴν ζοῦν εἰς τὰς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦµα τῆς ἐποχῆς µας: ἡ οἰκογένεια νὰ χάση τὸ ἱερὸ νόηµά της ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἀγάπες, ποὺ ὡς σκοπὸν ἔχουν τὴν διάλυσιν καὶ ὄχι τὴν ἕνωσιν. Μὲ µία τέτοια περίπου κοσµικὴ ἀγάπη καὶ ὁ Πατριάρχης µας φθάνει στὴ Ρώµη. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ δείξῃ ἀγάπη πρῶτα σὲ µᾶς τὰ παιδιά του καὶ στὴ µητέρα µας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τὴν ἀγάπη του πολὺ µακριά. Τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ ἀναπαύσῃ µὲν ὅλα τὰ κοσµικὰ παιδιά, ποὺ ἀγαποῦν τὸν κόσµο καὶ ἔχουν τὴν κοσµικὴν αὐτὴν ἀγάπην, νὰ κατασκανδαλίσῃ, ὅµως, ὅλους ἐµᾶς, τὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, µικρὰ καὶ µεγάλα, ποὺ ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετὰ λύπης µου, ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευµατικὴ οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅµως, νὰ ὁµιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἑνωµένοι µὲ τὸν Θεόν, διότι δὲν Τὸν ἔχουν ἀγαπήσει»11. Ἐκτὸς τῶν πολλῶν ἱεροκοινοτικῶν ἐγγράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐναντίον τῶν οἰκουµενιστικῶν ἐνεργειῶν καὶ δηλώσεων κορυφαία ἐνέργεια γιὰ τὴν ἐπιστηµοσύνη, τὴν ὁµολογιακὴ ἀκρίβεια καὶ τὴν ὀρθοφροσύνη εἶναι τό «Ὑπόµνηµα περὶ τῆς συµµετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ὑπογραφόµενο ἀπὸ τὰ µέλη τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, τὸν ἀείµνηστο Καθηγούµενο τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου Γέροντα Γρηγόριο (Καψάνη), τὸν Καθηγούµενο τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Γέροντα Ἐφραὶµ καὶ τὸν Γέροντα Μοναχὸ Λουκᾶ τῆς Ἱ. Μ. Φιλοθέου. Πρόκειται οὐσιαστικῶς γιὰ ἐκτενῆ πραγµατεία, ὅπου παρουσιάζονται ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἡ ἵδρυση καὶ ἡ πορεία τοῦ «Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν» καὶ ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις καὶ οἱ προβληµατισµοὶ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀπὸ τὰ συµπεράσµατα καὶ τὶς προτάσεις ἐπιλέγουµε τρεῖς παραγράφους: «Ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν µὲ τὸ Π.Σ.Ε. ἦταν ἕνα µόνιµο ἐρώτηµα ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι ἐπίκαιρο, ὅσο οἱ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες - µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν φαίνεται νὰ ἀφίστανται τῶν ἐκκλησιολογικῶν τους προϋποθέσεων. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες µὲ τὴν συµµετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πρᾶξι ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ οἱ Ρωµαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., εἶναι συνεπέστεροι στὴν ἐκκλησιολογία τους ἀπὸ ὅ,τι εἴµαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν δική µας. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κερδίζουµε τίποτε ἀπὸ τὴν συµµετοχή µας στὸ Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκοµίζουµε ζηµία καὶ φθορά. Ἡ ἀποστολή µας, νὰ κηρύξουµε τὸ µήνυµα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν ε ὐ ο δ ώ ν ε τ α ι , ἐπειδὴ οἱ Προτεστάντες στὸ Π.Σ.Ε. δὲν προσανατολίζονται πρὸς ἀποδοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ πρὸς συνύπαρξι µαζί της στὸ ἐπιδιωκόµενο µόρφωµα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζοµένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισµός τους αὐτὸς εἶναι σύµφωνος µὲ τὴν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅµως µποροῦµε νὰ συµµετέχουµε σὲ ἕνα Ὀργανισµό (τὸ Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δοµὴ καὶ λειτουργία βασίζονται στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, χωρὶς ἡ συµµετοχή µας νὰ σηµαίνῃ παραίτησι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία µας; Ἡ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποβαίνει πρὸς ὄφελος οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε τῶν ἑτεροδόξων, ἀλλὰ οὔτε καὶ λυσιτελὴς εἶναι γιὰ τὴν ποθουµένη ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν στὴν ἀληθινὴ ἀποστολικὴ Πίστι καὶ τὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Μήπως ἐπέστη ὁ καιρὸς οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ διακόψουν τὶς σχέσεις τους µὲ τὸ Π.Σ.Ε.;12 8. Σηµαντικοὶ σταθµοὶ τοῦ ἀντιοικουµενιστικοῦ ἀγῶνος τῶν τελευταίων ἐτῶν Ἂν θέλουµε νὰ παρουσιάσουµε ὅλες τὶς ἐναντίον τοῦ Οἰκουµενισµοῦ δηλώσεις ἱεραρχῶν, θεολόγων, σωµατείων θὰ γεµίζαµε τόµους. Καὶ εἶναι στ᾽ ἀλήθεια νὰ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς µία ἐλάχιστη µειοψηφία Οἰκουµενιστῶν ἱεραρχῶν ὠθεῖ τὴν προσυνοδικὴ διαδικασία καὶ τὰ σχετικὰ κείµενα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, γιὰ νὰ κάνει τὸ χατήρι τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν παρασυναγωγῶν καὶ γνωστῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν ἑταιρειῶν, καὶ δὲν νοιάζεται γιὰ τὸ ὅτι σκανδαλίζει πλῆθος δικῶν της παιδιῶν, µὲ τὴν διαφαινόµενη βεβαιότητα ὅτι θὰ σχίσει καὶ θὰ διαιρέσει πάλι τὸ σῶµα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔπραξε µὲ τὴν ἐσπευσµένη καὶ µονοµερῆ ἡµερολογιακὴ µεταρρύθµιση, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, τὸ 1924. Θὰ µνηµονεύσουµε µόνον κάποιους σπουδαίους σταθµοὺς τοῦ ἀντιοικουµενιστικοῦ ἀγῶνος καὶ κατόπιν, ἐπιλεκτικὰ πάλι καὶ ἐνδεικτικά, θὰ παρουσιάσουµε µερικὲς φρικώδεις ὄντως καὶ ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ λεγοµένου Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπέγραψαν δυστυχῶς καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι, τὶς ὁποῖες φρικώδεις καὶ παναιρετικὲς ἀποφάσεις θὰ καλύψει καὶ θὰ νοµιµοποιήσει τώρα ἡ µέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρῶτος σηµαντικὸς σταθµὸς τοῦ ἀντιοικουµενικοῦ ἀγῶνος κατὰ τὴν προηγούµενη δεκαετία εἶναι τὸ πενθήµερο µεγάλο ∆ιορθόδοξο Ἐπιστηµονικὸ συνέδριο ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπὸ 20-24 Σεπτεµβρίου τοῦ 2004, στὴν µεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστηµίου, τὸ Τµῆµα Ποιµαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καὶ ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν. Τὸ θέµα τοῦ Συνεδρίου ἦταν: «Οἰκουµενι- σµός: Γένεση – Προσδοκίες - ∆ιαψεύσεις». Οἱ πενήντα (50) εἰσηγητὲς ἀπὸ πολλὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς βαθµίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πανεπιστηµιακῆς ἱεραρχίας ἐκάλυψαν τὸ θέµα σὲ τέσσερις θεµατικὲς ἑνότητες: α) Γένεση καὶ ἀνατοµία τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, β) Ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, γ) Οἱ Θεολογικοὶ ∆ιάλογοι καὶ τὸ πρόβληµα τῆς Οὐνίας καὶ δ) Θεολογικά, ποιµαντικὰ καὶ λειτουργικὰ προβλήµατα. Ἐπρόκειτο πράγµατι γιὰ µία µοναδικὴ καὶ ἐξονυχιστικὴ ἀνατοµία τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ποὺ ἐσήµαινε συγχρόνως καὶ µία ἀντικειµενικὴ καὶ ἀµερόληπτη παρουσίαση τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοῦ φαινοµένου στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκαλεῖ ἤδη διαιρέσεις καὶ σχίσµατα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδεινωθοῦν, ἂν ἡ προσεχὴς Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προχωρήσει στὴν ἐκκλησιολογική του νοµιµοποίηση. Ὀρθῶς παρατηρήθηκε ὅτι τὸ Συνέδριο προέβη σὲ ἀποµύθευση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ. Ὁ γράφων εἶναι βέβαιος ὅτι πολλοὶ ἀρχιερεῖς δὲν εἶναι ἐπαρκῶς ἐνηµερωµένοι γιὰ τὸν µεγάλο αὐτὸ κίνδυνο ποὺ διαβρώνει ἐκ τῶν ἔσω, ἰδιαίτερα τοὺς κληρικοὺς καὶ θεολόγους, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶµα τῶν πιστῶν, καὶ θὰ ἄλλαζε ἡ στάση τους, ἂν ἔστω ἀγρυπνώντας καὶ ξενυχτώντας διάβαζαν τά «Πρακτικά» αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐκδοθῆ σὲ δύο ὀγκώδεις τόµους στὶς ἐκδόσεις «Θεοδροµία» τὸ 2008, καὶ ὑπάρχει ἀκόµη µικρὸς ἀριθµὸς ἀντιτύπων. Θὰ τὰ ἀποστείλουµε δωρεὰν σὲ ὅσους ἀρχιερεῖς µᾶς τὰ ζητήσουν. 1. Ἐπειδὴ εἶναι πανθοµολογούµενο πλέον, µετὰ ἀπὸ ἑκατὸ ἔτη, τὸ ἀνώφελο καὶ ἐπιζήµιο τῆς συµµετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, µὲ ὅρους διοµολογιακῆς καὶ διαθρησκειακῆς ἰσότητος καὶ ἰσοπεδώσεως, στό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», στοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, προτείνεται νὰ προχωρήσουν καὶ οἱ λοιπὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες σὲ ἀποχώρηση ἀπὸ τό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ σὲ διακοπὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν διαλόγων. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν ἀπαιτεῖται πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ καὶ ἡ συµµετοχὴ ἀποφασίσθηκε µεµονωµένως. Ὁ µόνος διάλογος ποὺ δικαιολογεῖται βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτηµα τῶν προσερχοµένων αὐτοπροαιρέτως νὰ σωθοῦν ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων: «Τί µε δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;» ἤ «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονοµήσω;». 2. Νὰ ἀναθεωρήσουν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ προπαντὸς ἡ προηγουµένη τῇ τιµῇ καὶ ταῖς πρωτοβουλίαις Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τὶς σχέσεις τους πρὸς τὸν Παπισµό, τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο, µέσῳ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, Μάρκου Εὐγενικοῦ, Κολλυβάδων Ἁγίων, µέχρι καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς, θεωροῦν ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία». 3. Νὰ τηρηθοῦν οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν συµπροσευχὴ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους γενικῶς, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ ὄχι µόνο τὴν εὐχαριστιακὴ συµπροσευχή, ὅπως προβάλλεται ἐσχάτως. Ἡ τήρηση τῶν κανόνων ἐπιβάλλεται κυρίως σὲ θέµατα πίστεως καὶ ὄχι µόνον σὲ θέµατα διοικήσεως καὶ δικαιοδοσιῶν»13.



Σηµειώσεις: 10. Βλ. ὅλη τὴ γνωμάτευση εἰς Θεοδρομία 14 (2012) 425- 432. 11. Ὁλόκληρη τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἐστάλη τὸ 1969 βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. 12. Ὁλόκληρο τὸ Ὑπόμνημα βλ. εἰς Θεοδρομία 10 (2008) 207-272. 13. Οἰκουμενισμός. Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις. Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημο νικοῦ Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσσαλονίκης, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδόσεις Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, τόμ. 2ος, σελ. 1027-1028.

Δεν υπάρχουν σχόλια: