...Ο πρώτος
λοιπόν δαίμων του βωμού εκείνου, θέλων να κάμη κακόν εις τον Ναόν του Αγίου,
μετεμορφώθη εις σχήμα γυναικός πτωχής και γραίας, ήτις εβάστα ελαιοδοχείον
πλήρες ελαίου και κατά την ώραν κατά την οποίαν συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί δια
να εισέλθουν εις το πλοίον ενεφανίσθη και αυτός και λέγει προς αυτούς· «Που
πηγαίνετε, αδελφοί μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Εις τα Μύρα της Λυκίας δια να
προσκυνήσωμεν το ιερόν λείψανον του Αγίου Νικολάου». Λέγει η κατά το φαινόμενον
πτωχή εκείνη γραία· «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, λάβετε τούτο το ελαιοδοχείον με
το έλαιον και να το υπάγητε εις την Εκκλησίαν του Αγίου να ανάψητε την κανδήλαν
να καή δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, διότι δεν δύναμαι να έλθω μαζί σας, επειδή
φοβούμαι την θάλασσαν η οποία πολύ με ζαλίζει· όθεν, σας παρακαλώ, υπάγετε σεις
και θα είναι και ιδικόν σας και ιδικόν μου το καλόν». Και ο μεν δαίμων
παρεκάλει τους ναύτας ταύτα λέγων· εκείνοι δε αγνοούντες την τέχνην του
δαίμονος έλαβον το ελαιοδοχείον και έπλεον αμέριμνοι καθ΄ όλην εκείνην την
ημέραν. Περί δε το μεσονύκτιον φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και λέγει προς
αυτόν· «Το ελαιοδοχείον, το οποίον σας έδωκεν η πτωχή εκείνη, όταν εξημερώση να
το ρίψητε εις την θάλασσαν, διότι είναι τέχνη του διαβόλου να καή η Εκκλησία
μου και εάν ίδητε φοβερόν τι και παράδοξον εις την θάλασσαν, μη φοβηθήτε· διότι
εγώ θα σας βοηθήσω να μη πάθητε τίποτε».
Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον.
Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου