Πηγή: http://xristianorthodoxipisti.blogspot.ca/
Ποία είναι τα άρρητα ρήματα όπου ήκουσεν ο Απόστολος Παύλος.
Και ποία είναι τα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε,
και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη.
Και ποία είναι η βασιλεία του Θεού και τι λογής ενεργείται εις ημάς.
Επειδή ο Δεσπότης των απάντων Χριστός κάθε ημέραν μας διδάσκει δια μέσου των ιερών Ευαγγελίων∙ και άλλα λέγει σκεπαστά, και σκοτεινά, δια να μη τα καταλαμβάνουν οι πολλοί, όταν ομιλή με παραβολαίς• και άλλα πάλιν εξηγεί κατ' ιδίαν εις μοναχούς τους μαθητάς του, λέγων. «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς». Και άλλοτε πάλιν τα λέγει παρρησία εις όλους μας φανερά, καθώς του είπαν οι Απόστολοι, «ίδε, φησί, παρρησία λαλείς,
και παροιμίαν ουδεμίαν λέγεις». Δια του χρεία είναι να ζήσωμεν, και να μάθωμεν, ποια είναι τα λόγια του Κυρίου όπου εδίδασκε παρρησία, και φανερά, και ποια είναι εκείνα όπου εδίδασκε σκοτεινά, και με παραβολαίς. Εκείνα όπου επαράγγελλε φανερά είναι αυτά. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών∙ καλώς ποιείτε τους μισούντας υμάς• μακάριοι οι κλαίοντες, και ούαι οι γελώντες• και μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. Και πάλιν• ο θέλων σώσαι την ψυχήν αυτού, απολέσει αυτήν, και ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, εις ζωήν αιώνιον ευρήσει αυτήν και ος τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω το σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι».
Και άλλα πολλά παρόμοια όπου είπεν ο Ιησούς Χριστός, όχι σκοτεινά, και με παραβολαίς, αλλά φανερά, και χωρίς να έχουν κανένα απόκρυφον νόημα∙ εκείνα δε πάλιν όπου είπε με παραβολαίς• είναι αυτά. «Η βασιλεία των ουρανών ομοία έστι κόκκω συνάπεως, ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον αυτού, και αυξηθέν, εγένετο εις δένδρον μέγα∙ και πάλιν ομοία έστιν η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω ζητούντι καλούς μαργαρίτας• και πάλιν ομοία έστιν η βασιλεία των ουρανών ζύμη, την λαβούσα γυνή, έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον».
Αυτά και άλλα περισσότερα από αυτά, τα λέγει τοιουτωτρόπως ο Κύριος, και παρομοιάζει με τέτοια την βασιλείαν των ουρανών, και τα ονομάζει παραβολάς• και επί αυτά στοχάσου, παρακαλώ, την μεγάλην σοφίαν του Θεού, πως με τέτοια αισθητά παραδείγματα όπου φαίνονται εις ημάς παραμικρά, μας εικονίζει, και ωσάν ένας ζωγράφος σχεδιάζει εις τον νουν μας τα ακατανόητα, και ακατάληπτα∙ και τούτο το κάμνει με σκοπόν τοιούτον, δια να μείνουν οι άπιστοι τυφλοί, και υστερημένοι από τα τοιαύτα απόρρητα αγαθά, επειδή έγιναν ανάξιοι των τοιούτων δια την απιστίαν τους∙ και οι πιστοί πάλιν όπου ακούουν, και δέχονται με πληροφορίαν τον λόγον των παραβολών, να ιδούν την αλήθειαν, και να γνωρίσουν φανερά εις τον εαυτόν τους αυτήν την έκβασιν των πραγμάτων επειδή η παραβολαίς είναι εικόνες των πραγμάτων όπου γίνονται∙ και πως η παραβολαίς είναι εικόνες των πραγμάτων, άκουε.
Ο κόκκος του συνάπεως είναι το Άγιον Πνεύμα, (το οποίον είναι και βασιλεία ουρανών) και άνθρωπος είναι ο κάθε πιστός χριστιανός όπου θέλει να λάβη τον κόκκον αυτόν δια μέσου της εργασίας των εντολών και κήπος είναι η καρδία του κάθε πιστού, μέσα, εις την οποίαν βάνομεν αυτόν τον ένα κόκκον, (ένα δε κόκκον είπε, και όχι πολλούς, επειδή εκείνο όπου είναι φυσικά άτμητον, και αδιαίρετον, δεν ημπορεί ποτέ να διαιρεθή εις πολλά, αμή είναι ένα) και όταν φυλάττωμεν τον εαυτόν μας με κάθε προσοχήν, και φύλαξιν, φυτρώνει ο κόκκος, και όταν φυτρώση φαίνεται, και άφ' ου αυξηθή, και μεγαλώση, γνωρίζεται από εκείνους, εις τους οποίους εφύτρωσε∙ και άφ' ου γένη ωσάν δένδρον, και κάμη κλάδους πολλούς προξενεί χαράν ανεκλάλητον εις εκείνον όπου τον απέκτησε. Λοιπόν καθώς ο κήπος χωρίς τον σπόρον, δεν βλαστάνει κανένα χρήσιμον χόρτον, πάρεξ άκανθας μόνον, και άγρια χόρτα∙ και ο σπόρος πάλιν αν δεν σπαρθή εις κήπον, δεν βλαστάνει, μήτε καρποφορεί, αμή μένει μοναχός, καθώς είναι.
Τοιουτωτρόπως βεβαιότατα και η ψυχαίς μας εάν δεν δεχθούν τον θείον σπόρον μένουν άκαρπαις, και γεμίζουν ακάνθια, ήγουν αμαρτίαις. Επειδή ο θείος σπόρος, προ του να βαλθή μέσα εις τας ψυχάς μας, μένει καθώς είναι όλος Θεός, και ούτε αύξησιν, ούτε ελάττωσιν επιδέχεται παντελώς, και ούτε φυτρώνει τελείως εις ημάς, ούτε αυξάνει. Διατί πως είναι δυνατόν εκείνος ο θείος σπόρος όπου δεν εσπάρθη εις την καρδίαν μας, μήτε ενώθη με ημάς, αμή είναι χωρισμένος από ημάς, καθώς είναι χωρισμένος από τον κήπον και ο σπόρος όπου δεν εσπάρθη εις αυτόν;
Πως είναι, λέγω δυνατόν να αυξήση εις ημάς; καθώς αυξάνει εις εκείνους όπου είναι σπαρμένος μέσα εις την καρδίαν τους, και ενωμένος με αυτούς; όχι δεν είναι δυνατόν καθώς ουδέ η φωτιά ανάπτει τα ξύλα, αν ίσως δεν εγγίση εις αυτά∙ ουδέ πάλιν τα ξύλα ανάπτονται, αν δεν ανταμωθούν με την φωτιάν πραγματικώς. Καθώς λοιπόν τα λόγια των ιερών Ευαγγελίων, άλλα λέγονται εις ημάς σκοτεινά, και με παραβολαίς, και άλλα πάλιν λέγονται παρρησία και φανερά, τοιουτωτρόπως και τα λόγια των Αποστόλων δεν λέγονται όλα εις ημάς φανερά, και χωρίς σκέπασμα∙ αμή μερικά από αυτά χρειάζονται πολλήν εξέτασιν, και εξήγησιν, επειδή έχουν βάθος απόκρυφον νοημάτων. Και αν σας φαίνεται εύλογον, ας φέρωμεν εις το μέσον ένα ρητόν του Αποστόλου δια να το θεωρήσωμεν, και θέλει ίδουμεν ποία είναι τα βάθη του Πνεύματος∙ επειδή κατά τον θείον λόγον, το Άγιον Πνεύμα τα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. Και ποίον είναι το ρητόν οπού έχομεν να θεωρήσωμεν; Τα άρρητα ρήματα όπου ήκουσεν ο θείος Παύλος, όταν αρπάχθη έως εις τον τρίτον ουρανόν.
Όμως εν πρώτοις πρέπει να μάθωμεν τι θέλει να ειπή ρήμα, δια να καταλάβωμεν ορθά, και το νόημα των Αποστολικών λόγων. Ρήμα λοιπόν θέλει να ειπή λόγος, καθώς πάλιν και ο λόγος καλείται ρήμα, καθώς και ο Εκατόνταρχος έλεγε του Κυρίου, ειπέ λόγον, και ιαθήσεται ο παις μου, και η γυνή του Ιώβ, είπε ρήμα τι προς Κύριον, και τελεύτα. Και άλλου, τα βήματα του στόματός μου• και τα ρήματα, και λόγια των ανθρώπων, λέγονται με ανθρώπινα στόματα, και ακούονται με αυτιά ανθρώπινα∙ αμή το ρήμα του Θεού, και ο λόγος όπου ευγαίνει δια του στόματος του, είναι τελείως ανεκλάλητος, και ανερμήνευτος από ανθρωπίνην γλώσσαν, και παντελώς αχώρητος εις ανθρωπίνην ακοήν και ουδέ είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να έλθη εις αίσθησιν ανθρωπίνην, διατί η αίσθησις δεν ημπορεί να αισθανθή εκείνα όπου είναι υπεράνω από αίσθησιν. Ρήμα λοιπόν, και λόγον κατά πρώτην θεωρίαν, εννοούμεν τον Υιόν του Θεού, και Πατρός, αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθή Θεόν και στόμα αυτού όπου λαλεί τα άρρητα ρήματα, εννοούμεν το Άγιον Πνεύμα. Καθώς και ο Προφήτης λέγει, «Το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα», ήγουν το Πνεύμα του Κυρίου.
Και διατί το Άγιον Πνεύμα λέγεται στόμα Θεού, και ο Υιός λέγεται ρήμα, και λόγος; επειδή καθώς ο λόγος ο εδικός μας όπου είναι μέσα εις την ψυχήν μας προφέρεται, και φανερώνεται εις τους άλλους δια μέσου του στόματός μας, και κατά άλλον τρόπο είναι αδύνατον, ή να τον προφέρωμεν, ή να τον φανερώσωμεν, πάρεξ δια μέσου της λαλιάς του στόματος. Τοιουτωτρόπως και ο Υιός του Θεού, και Λόγος, δεν δύναται να γνωρισθή, ή να ακουσθή, ανίσως και δεν αποκαλυφθή δια του Παναγίου Πνεύματος. Και τούτο όπου λέγομεν, δεν δύναται, το λέγομεν επί Θεού αντί του ουκ ενδέχεται, και δεν θέλει. Καθώς λέγεται και το, αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν. Και το, ουκ ηδύνατο πολλά σημεία ποιείν. Και καθώς το εδικόν μας στόμα, αν δεν το ανοίξωμεν, δεν είναι δυνατόν να εύγη έξω ο λόγος μας, έτζι και το στόμα του Θεού. (Αυτό λέγω το Άγιόν του Πνεύμα) αν δεν ανοιχθή δια της ελλάμψεως, και του φωτισμού του όπου γίνεται εις ημάς, (δεν λέγω να ανοιχθή το Πνεύμα, αμή ο νους μας όπου λάμπεται, και φωτίζεται από αυτό το Πνεύμα).
Ο Υιός και Λόγος του ΘΕΟΥ μήτε βλέπεται, μήτε φανερώνεται εις την αίσθησιν της οράσεως, και ακοής μας. Διατί τα ανεκλάλητα εκείνα ρήματα όπου ήκουσεν ο θειος Παύλος, καθώς λέγει, δεν είναι άλλο τι (κατά την εδικήν μου ασθενή γνώσιν) πάρεξ αι απόκρυφοι, και επ' αληθείας ανερμήνευτοι, και αθέατοι δια της ελλάμψεως του Αγίου Πνεύματος θεωρίαι, και αι μεγαλοπρεπείς, και αγνώριστοι γνώσεις της υπερφώτου, και υπεραγνώστου δόξης τε, και θεότητος του Υιού και Λόγου του Θεού αι οποίαι αποκαλυπτόμεναι δείχνονται εις εκείνους όπου είναι άξιοι φανερώτερα, και καθαρώτερα• αυτά λέγω τα ανήκουστα ακούσματα των ανεκλαλήτων ρημάτων ή με ακατανοησίαν κατανόησις των ακατανόητων πραγμάτων. Είδε και ο Απόστολος είπεν, ήκουσα ρήματα (δια της ακοής δηλαδή) και ημείς εξηγούντες αυτά τα ρήματα είπαμεν, πως είναι ο Υιός του Θεού και Πατρός, όπου λαλείται δια του Αγίου Πνεύματος, και άμα αποκαλύπτεται εις τους άξιους δια της ελλάμψεως αυτού, και την τοιαύτην έλλαμψιν, ήγουν αποκάλυψιν και φανέρωσιν, την είπαμεν πως γίνεται μάλιστα δια μέσου θεωρίας, και όχι δια μέσου ακοής, μη σου φανή παράξενον αυτό, και απίστευτον αμή άκουσε την λύσιν, και μάθε να είσαι πιστός, και όχι άπιστος• και η λύσις είναι αυτή, και πρόσεχε.
Ο Θεός όπου είναι η πρώτη αίτια όλων των πάντων, είναι ένας και αυτό το ένα είναι φως, και ζωή. Πνεύμα και λόγος• στόμα, και ρήμα• σοφία, και γνώσις∙ χαρά, και αγάπη• βασιλεία ουρανών, και παράδεισος• και ουρανώς ουρανών, καθώς είναι και ήλιος ηλίων, και Θεός θεών, και ημέρα ανέσπερος, και κάθε άλλο καλόν όπου ειπής από αυτά τα βλεπόμενα πράγματα, και αν ζήτησης υπεράνω από το παν θέλει εύρης αυτό το ένα όπου προ είπα, πως είναι ενυποστάτως, και λέγεται καθολικά, και κυρίως αγαθόν και δεν έχει παντάπασι καμμίαν ομοιότητα με τα ορατά, αλλά είναι ανώτερον από όλα τα ορώμενα καλά, ασυγκρίτως, και ανεκλαλήτως, ουδέ ευρίσκεται εκείνο το εν χωρισμένον, καθώς είναι τα ορατά χωρισμένα ένα από το άλλο, αλλά μένοντας πάντοτε ένα και το αυτό χωρίς καμμίαν αλλοίωσιν, είναι πανάγαθος, και ανώτερον από κάθε αγαθόν. Λοιπόν και ο άνθρωπος όπου επλάσθη κατ' εικόνα, και ομοίωσιν Θεού, τοιουτωτρόπως ετιμήθη και αυτός, και έχει μέσα εις μίαν ψυχήν, και νουν, και λόγον μίαν καθόλου αίσθησιν, αγκαλά και μοιράζεται εις πέντε δια τας φυσικάς ανάγκας του σώματος∙ η οποία εις μεν τα σωματικά διαιρείται αδιαιρέτως, δια μέσου των πέντε μερικών αισθήσεων οράσεως, λέγω, ακοής, οσφρήσεως, γεύσεως, και αφής. Και αλλοιουμένη αναλλοιώτως δείχνει την ενέργειαν, και βλέπει, και όχι αυτή η αίσθησις, αλλά η ψυχή δια μέσου αυτής.
Ομοίως και ακούει, και οσφραίνεται, και γεύεται, και διακρίνει με την αφήν. Εις δε τα Πνευματικά δεν αναγκάζεται αυτή η καθόλου αίσθησις να διαιρήται εις πέντε αισθήσεις, ωσάν εις πέντε θυρίδας• δεν χρειάζεται, λέγω, ούτε τα μάτια, να ανοιχθούν, δια να ιδή κανένα πράγμα, ούτε τα αυτία, δια να ακούση λόγον, ούτε την όσφρησιν ζητεί να καθαρίση δια να οσφραίνεται καλά, ούτε χείλη, η γλώσσαν χρειάζεται δια να γευθή, και να διακρίνη εν ταύτω, το γλυκύ από το πικρόν, ούτε χέρια θέλει δια να πιάση, και να διακρίνη το σκληρόν, και μαλακόν, και το βαρύ, και ελαφρόν αλλά ευγαίνει έξω από όλα αυτά όπου είπαμεν, και φυσικά ακολουθεί τον νουν, χωρίς να χωρίση από αυτόν, και φέρνεται όλη καθόλου μαζή με αυτόν, και είναι μία καθόλου αίσθησις, έχουσα μαζή της και τας πέντε αισθήσεις (ή να ειπώ ακριβέστερα και περισσότεραις), ωσάν όπου είναι όλαις ένα.
Και στοχάσου παρακαλώ, την ακριβή εξέτασιν του λόγου. Η ψυχή, και ο νους, και ο λόγος είναι ένα, καθώς προείπαμεν εις μιαν ουσίαν, και φύσιν του ανθρώπου και αυτό το ένα, αισθάνεται, συλλογίζεται ως λογικόν όπου είναι, νοεί επινοεί, ενθυμείται, βουλεύεται επιθυμεί, θέλει, δεν θέλει προαιρείται, δεν προαιρείται∙ αγαπά, μισεί και δια να μη μακρύνω τον λόγον, αυτό το ένα είναι ζων, και ακούει εν ταύτω, και βλέπει, και ευφραίνεται, και γεύεται, και ψηλαφά, και καταλαμβάνει, και γνωρίζει, και λαλεί. Άκουε προσεκτικά την δύναμιν των λεγομένων, δια να δυνηθής να καταλάβης ποία είναι τα άρρητα ρήματα, και πως τα ήκουσεν ο Παύλος∙ τα οποία και απεκαλύφθησαν εις αυτόν, και τα είδε διά του Αγίου Πνεύματος.
Ο Θεός ο των όλων Ποιητής είναι ένας, και αυτό το ένα, καθώς προείπαμεν, είναι παν αγαθόν. Η ψυχή πάλιν η λογική, και αθάνατος είναι μία• και αυτή η μία, είναι πάσα αίσθησις έχουσα μαζή της όλας τας αισθήσεις όσας και αν είναι. Λοιπόν όταν ένας των όλων Θεός φανή δι' αποκαλύψεως εις την μίαν, και λογική ψυχήν, τότε αποκαλύπτεται εις αυτήν παν αγαθόν, και εν ταυτώ θεωρείται δια μέσου όλων ομού των αισθήσεών της. Και τούτο το εν και παν αγαθόν βλέπεται από αυτήν, και ακούεται, και γλυκαίνει την γεύσιν, και ευωδιάζει την όσφρησιν πιάνεται γνωρίζεται, λαλεί, και λαλείται• γινώσκει, και επιγινώσκεται, και νοείται ότι γινώσκει. Επειδή εκείνος όπου γινώσκεται από τον Θεόν, το γνωρίζει πως γινώσκεται, και εκείνος όπου βλέπει τον Θεόν, ιξεύρει πως τον βλέπει ο Θεός.
Αμή όποιος δεν βλέπει τον Θεόν, δεν ιξεύρει πως τον βλέπει ο Θεός, ωσάν να μην τον βλέπη. Αγκαλά και βλέπει όλα τα πάντα, και δεν τον λανθάνει τίποτε. Λοιπόν εκείνοι όπου εκατηξιώθησαν να ιδούν εν ταύτω με όλας ομού τας αισθήσεις, ωσάν με μίαν αίσθησιν από τας πολλάς, το παν αγαθόν, (αγκαλλά και είναι ανώτερον από κάθε αγαθόν) το οποίον είναι ένα και πολλά, διατί είναι παν αγαθόν εκείνοι λέγω, επειδή εγνώρισαν, και κάθε ημέραν γνωρίζουν με διάφοραις αίσθησες της μιας τα διάφορα ομού αγαθά, ωσάν ένα, δεν γνωρίζουν εις τούτα όπου είπαμεν καμμίαν διαφοράν, αμή την θεωρίαν, την ονομάζουν γνώσιν, και την γνώσιν πάλιν την λέγουν θεωρίαν την ακοήν, όρασιν και την όρασιν, ακοήν.
Καθώς και ο Προφήτης Αββακούμ λέγει. «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου, και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου, και εξέστην». Και τάχα από ποίον άλλον ήκουσεν; εκείνος προφητεύωντας τον εκήρυττε, και πως λέγει, Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου; και τι θέλει να φανερώση με το διπλούν της ακοής όπου λέγει «ακήκοα την ακοήν σου»; τι άλλο πάρεξ ότι δια της ελλάμψεως του Αγίου Πνεύματος, ήτοι αποκαλύψεως εγνώρισε με βεβαιότητα τον Κύριον ημών τον Υιόν του Θεού, και πάλιν δια της απαγορεύσεως αυτού, δηλ. του Αγίου Πνεύματος εδιδάχθη έμαθεν όλην την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου, και τότε την περί του Κυρίου διδασκαλίαν όπου έμαθεν από το Άγιον Πνεύμα, την οικειοποιήθη τρόπον τινά ως εδικήν του, και ωσάν να έβλεπε τον Κύριον, καθώς και τον έβλεπε βεβαιότατα δια της ελλάμψεως του Αγίου Πνεύματος, έλεγεν εις αυτόν. «Εν μέσω δύω ζώων γνωσθήση, εν τω εγγίζειν τα έτη επιγνωσθήση, εν τω παρείναι τον καιρόν αναδειχθήση».
Ώστε την διδασκαλίαν ομού και γνώσιν όπου γίνεται με την θεωρίαν της δόξης του Πνεύματος, την λέγει ακοήν, την οποίαν ήκουσε δια την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου. Και με αυτό όπου είπε Κύριε, φανερώνει πως έβλεπεν αυτόν, και εσυνομιλούσε με αυτόν διατί ποίος άνθρωπος συνομιλεί με εκείνον όπου δεν βλέπει; άρα γε εκείνος όπου δεν βλέπει τον επίγειον βασιλέα, δύναται να του λέγη• ω βασιλεύ, ήκουσα τους ορισμούς της βασιλείας σου; όχι. Ο δε Προφήτης λέγει, όχι μόνον ακήκοα την ακοήν σου, αμή λέγει ακόμι, και γνωσθήση, και επιγνωσθήση, και αναδειχθήση. Ωσάν όπου έμαθε με κάθε πληροφορίαν την βουλήν του Κυρίου, και του λέγει τρόπον τινά, τάδε, και τάδε, θέλει κάμης Κύριε, καθώς απεφάσισεν η βασιλεία σου∙ και όλα τα προφητικά ρήματα ταις περισσότεραις φοραίς αυτό σημαίνουν.
Λοιπόν η Θεία γραφή συνειθίζει τοιουτωτρόπως να λέγη ακοήν την θεωρίαν του Θεού. Και πάλιν την ακοήν του Θεού, την λέγει θεωρίαν. Έτσι και ο θείος Παύλος τας ανεκδιήγητους θεωρίας, και ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος, και τας διδασκαλίας, και αποκαλύψεις όπου υπερβαίνουν το μέτρον της ανθρωπινής φύσεως, και δυνάμεως, πρεπόντως τας ωνόμασε ρήματα∙ και είπε, και έγραψεν, ότι ήκουσεν άρρητα ρήματα. Όθεν και έλεγεν. «Εν δε τη υπερβολή των αποκαλύψεων, εδόθη μοι σκώλωψ τη σαρκι, άγγελος σατάν.(1) Λοιπόν ανίσως ο θείος Παύλος είπε προτήτερα, πως ήκουσε, διατί ύστερον εκείνα όπου ήκουσε τα έλεγεν αποκαλύψεις; όπου η αποκάλυψις γίνεται δια θεωρίας, και όχι δια ακοής; καθώς λέγει και ο Δαβίδ∙ αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου, κτλ. διατί άλλο; πάρεξ διατί εννοεί, καθώς είπαμεν, την ακοήν αντί θεωρίαν, και την θεωρίαν, αντί ακοήν.
Και πάλιν ο Απόστολος Παύλος είπεν, ότι ηρπάγη έως τρίτου ουρανού∙ και πως ύστερα είπεν, ότι ήκουσε; πάρεξ με τον τρόπον όπου είπαμεν. Όθεν κατ' με την αρπαγήν εφανέρωσε πρώτον την θεωρίαν όπου είδε, έπειτα τα μυστήρια όπου ήσαν μέσα εις την θεωρίαν, και εκείνα όπου εφανέρωναν καθαρώτερα την δόξαν εκείνην, και θεότητα όπου έλαμπεν, είπε πως τα ήκουσεν, ωσάν οπού αυτά επροξενούσαν γνώσιν, και εδίδασκον εκείνον όπου τα έβλεπε, και του εφανέρωναν εκείνα οπού είναι εις όλους ανεκλάλητα, και ακατανόητα. Λοιπόν εις τα πνευματικά, καθώς είπαμεν, και η ακουστική, και η θεωρητική αίσθησις μία είναι∙ και δια τούτο από εκείνα όπου θεωρεί, ή ακούει τινάς, δεν δύναται ποτέ να ειπή κανένα τι λογής είναι, καθώς το θεωρεί, ή το ακούει∙ δια τούτο και ο Απόστολος είπεν, ότι είναι αδύνατον να τα λαλήση με ανθρωπίνην γλώσσαν.
Ημείς όμως πρέπει να αγωνισθούμεν δια να καθαρίσωμεν τον εαυτόν μας με την μετάνοιαν, και την ταπείνωσιν, και να ενώσωμεν με τον ένα Θεόν τον αγαθόν, και υπεράγαθον όλας μας τας αισθήσεις, ωσάν μίαν και τότε όλα αυτά όπου ημείς δεν δυνάμεθα να τα παραστήσωμεν, και να τα εξηγήσωμεν με πολλούς λόγους, όλα εν ταυτώ μαζή, θέλει τα διδαχθούμεν, και θέλει τα μάθομεν ακούοντες με την όρασιν, και βλέποντες με την ακοήν μανθάνοντες με την θεωρίαν, και πάλιν ακούοντες με την αποκάλυψιν, «Όμως είναι ακόμι και κάποια άλλη ακοή εις τα πλέον πνευματικωτέρα∙ και ποία είναι αυτή ; είναι λέγω η υπόσχεσις των αγαθών όπου μέλλουν να μας δοθούν διατί καθώς οι Προφήται όπου επροφήτευσαν την πρώτην παρουσίαν του Κυρίου, αγκαλά και να την εθεωρούσαν, και να την εγνώριζαν με ακρίβειαν, όμως με το να μην ήτον γενομένη ακόμι εις τας ημέρας τους, αμή έμελλε να γένη υστερώτερα, δια τούτο εκείνα όπου απεκαλύπτοντο, και εδείχνοντο εις αυτούς δια αυτήν, έλεγαν, ότι τα ακούουν, με το να έμελλε να γένουν υστερώτερα.
Έτζι και ο Παύλος με το να είδε τα αγαθά της ουρανίου βασιλείας, όπου μέλλουν να δοθούν εις τους δικαίους, και με το να εγνώρισε, και έμαθε με ακρίβειαν, ότι εκείνοι όπου αγαπούν τον Θεόν εξ όλης τους ψυχής, και φυλάττουν τας εντολάς του έχουν να λάβουν αυτά τα αγαθά ύστερα από την δευτέραν παρουσίαν του Κυρίου, καί ύστερα από την ανάστασιν των νεκρών, κατά την υπόσχεσιν του Κυρίου∙ δια τούτο είπεν, ήκουσα άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι. Αμή διατί τα είπε πρώτον αγαθά, και έπειτα τα λέγει ρήματα; επειδή εκείνα τα αγαθά είναι κατά αλήθειαν κάποια θαυμαστά, και παράδοξα λόγια, με τα οποία κάθε λογική φύσις εντρυφά την κατά αλήθειαν ακένωτον αδαπάνητον, και αείζωον αμάραντον τρυφήν, και ζωούται δέχεται ζωήν με θείον τρόπον, και ευφραίνεται∙ διότι επειδή ο Λόγος του Θεού και Πατρός, είναι Θεός, με δίκαιον τρόπον και αι ελλάμψεις, και αποκαλύψεις του Θεού Λόγου λέγονται ρήματα∙ διατί ο λόγος όπου εξαπλωθή εις πλάτος διηγήσεως, δεν λέγεται λόγος αλλά βήματα διηγήσεως. Καθώς το, τα βήματα μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου, πρόσχες τις φωνή της δεήσεώς μου.
Λόγος λοιπόν είναι ο Θεός, και ρήματα αυτού είναι, αι ακτίνες, και ελλάμψεις της θεότητος όπου εκλάμπουν από τον Θεόν, ωσάν από αστραπήν, και αποκαλύπτοντο εις ημάς καθαρώτερα∙ τα οποία ρήματα εγώ δεν δύναμαι παντελώς να τα φανερώσω, ή να τα ερμηνεύσω, αλλά ο ηγαπημένος του Χριστού μαθητής Ιωάννης ο θεολόγος, κατά την χάριν όπου του εδόθη από τον Θεόν είπε, και εφανέρωσεν ολίγον τι, από εκείνα όπου ήκουσεν ο Παύλος, λέγωντας τούτο. «Αδελφοί, νυν τέκνα Θεού εσμέν, άλλ' ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν δε, ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, και οψόμεθα αυτόν τελεώτερον και ο μεν Παύλος είπεν, ότι ήκουσα άρρητα βήματα, όπου δεν δύναται άνθρωπος να τα λαλήση, ο δε θεολόγος Ιωάννης είπεν, ιξεύρομεν, ότι εάν φανερωθή, θέλει γένωμεν όμοιοι με αυτόν, και θέλει τον θεωρούμεν τελεώτερον το οποίον το λέγει και ο Παύλος. «Νυν μεν γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην.»
Βλέπεις πως εις τα πνευματικά είναι ένα και το αυτό η γνώσις, και η ομοιότης; η θεωρία, και η επίγνωσις; διατί ο Χριστός γίνεται εις ημάς πάντα, ήγουν γνώσις, σοφία, λόγος, φως, έλλαμψις, ομοιότης, θεωρία, επίγνωσις• και δίδει εις εκείνους όπου τον αγαπούν, να απολαμβάνουν από τα αγαθά του και εις την παρούσαν ζωήν εκ μέρους, και να νοούν, και να ακούουν μυστικώς τα άρρητα ρήματα όπου είναι κρυμμένα εις τους πολλούς. Διατί ανίσως δεν γένη εις ημάς ο Χριστός πάντα ομού, ακολουθεί να είναι ελλειπής, και ατελής η βασιλεία των ουρανών, και η απόλαυσίς της. Ήγουν ανίσως ο Χριστός δεν γένη εις όλους τους δικαίους κοντά εις εκείνα όπου είπαμεν ανωτέρω, και στολή, και στέφανος, και υπόδημα, και χαρά, και γλυκύτης, τροφή, ποτόν, τράπεζα, κλίνη, ανάπαυσις, και ανεκδιήγητον κάλλος θεωρίας, και κάθε άλλο όπου να είναι επιτήδειον εις τρυφήν, ή δόξαν, και αγαλλίασιν, αμή ήθελε λείψη καμμίαν φοράν ένα μόνον καλόν, και εις ένα μοναχόν από εκείνους όπου κατοικούν εκεί, ευθύς η στέρησις εκείνου του καλού όπου λείπει, θέλει δώσει τόπον εις την λύπην, και ακολουθεί πλέον να έμβη η λύπη μέσα εις την ανεκλάλητον χαράν των ευφραινομένων, και τοιουτωτρόπως θέλει φανή πως ψεύδεται το ρητόν της γραφής «που λέγει, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη, και στεναγμός.
Όμως αυτό δεν θέλει γένη ποτέ, αμή θέλει είναι τα πάντα τοις πάσι, και κάθε αγαθόν έχει να υπερπερισσεύη πάντοτε με όλα τα αγαθά, και να χορταίνη υπέρμετρα όλας τας αισθήσεις εκείνων όπου είναι προσκαλεσμένοι, και κάθηνται εις τους γάμους του Βασιλέως Χριστου, και εκείνος ο ίδιος Χριστός ο ένας Θεός, να τρώγεται, και να πίνεται, ωσάν όπου είναι ο ίδιος κάθε είδος φαγητού, και γλυκύτητος, και πιοτού. Δια τούτο και ο ίδιος Χριστός έχει να βλέπεται από όλους, και να βλέπη, και αυτός όλας τας αναρίθμητους μυριάδας, και να κοιτάζη αμετασαλεύτως όλους πάντοτε, και κάθε ένας από αυτούς να του φαίνεται, πως εκείνον κοιτάζει, και απολαμβάνει την συνομολίαν του, και τον καταφιλεί, δια να μη λυπηθή κανένας από αυτούς πως ο Χριστός τον επαράβλεψε, και τον εκαταφρόνησε.
Και καθώς προείπαμεν ο ίδιος Χριστός έχει να είναι και στέφανος όπου να στεφανώνη όλων των άγιων τας κεφάλας∙ και χωρίς να τραπή, και να γένη αλλοιώτικος έχει να δείχνεται άλλος διαφορετικός εις τον ένα, και άλλος εις τον άλλον, και να διαιρή τον εαυτόν του εις κάθε ένα καθώς του πρέπει, και καθώς είναι ο καθ' ένας άξιος. Ο ίδιος Χριστός έχει να είναι εις όλους και φόρεμα, μα τέτοιον φόρεμα, ό,τι λογής ήθελε αγωνισθή κάθε ένας να τον ενδυθή, όταν ευρίσκεται ακόμι εις την παρούσαν ζωήν. Ωσάν οπού δεν είναι δυνατόν να έμβη τινάς μέσα εις εκείνον τον μυστικόν γάμον, ανίσως δεν φορή τούτο το υπέρλαμπρον φόρεμα. Είδε και τύχη τινάς να ανακατώση τον εαυτόν του με τους άξιους, και να έμβη κρυφά, (το οποίον είναι αδύνατον) αλλά θέλει αποδιωχθή διατί ο Δεσπότης Χριστός θέλωντας να μας δείξη, ότι δεν είναι δυνατόν να έμβη εις τους γάμους κανένας μαυροφόρος, μας το εφανέρωσε με την παραβολήν, και είπεν, «εταίρε πως εισήλθες ώδε, μη έχων ένδυμα γάμου; έπειτα είπε, δήσαντες αυτού χείρας, και πόδας εμβάλλεται αυτόν εις το σκότος το εξώτερον.» Και λογιάζω, πως το είπεν αυτό τοιουτωτρόπως ο Κύριος, όχι πως εκείνος ο μαυροφόρος εμβήκεν εις τους γάμους, διατί ελάθευσε τον αλάθευτον Θεόν, αλλά διατί δεν ήτον ακόμι καιρός να φανέρωση τα τοιαύτα μυστήρια• και δεν ήθελε να ειπή τότε φανερώτερα, ότι εκεί εις τους γάμους δεν είναι δυνατόν να έμβη τινάς, ανίσως δεν φορή το ένδυμα της θεότητός μου, και δια τούτο εσχημάτισε τον λόγον τοιουτωτρόπως.
Τούτο δε το έλεγε και ο Παύλος όπου το εδιδάχθη από τον Χριστόν τον εν αυτώ λαλούντα. «Καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου∙ και οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι.» Ποία είναι λοιπόν η εικών του επουρανίου; άκουσε αυτόν τον θείον Παύλον οπού το λέγει. «Ος ων απαύγασμα της δόξης, και χαρακτήρ της υποστάσεως, και εικών απαράλλακτος του Θεού και Πατρός.» Και λοιπόν εικών του Πατρός είναι ο Υιός, και εικών του Υιού, είναι το Πνεύμα το Άγιον. Και όποιος είδε τον Υιόν, είδε και τον Πατέρα∙ και όποιος είδε το Πνεύμα το Άγιον, είδε και τον Υιόν. Διατί λέγει ο Απόστολος, το Πνεύμα ο Κύριος έστι∙ και πάλιν, αυτό το Πνεύμα εντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις κράζον Αββά ο Πατήρ∙ λοιπόν πολλά καλά είπεν ο Παύλος, ότι το Πνεύμα ο Κύριος εστί, με το να κράζη Αββά ο Πατήρ, όχι ότι το Πνεύμα είναι Υιός. Άπαγε της βλασφημίας. Άλλ' ότι ο Υιός του Θεού βλέπεται, και θεωρείται εν τω Αγίω Πνεύματι• και μήτε ο Υιός αποκαλύπτεται ποτέ εις τινά, χωρίς το Πνεύμα, μήτε το Πνεύμα, χωρίς τον Υιόν αλλά μαζή με αυτό το Πνεύμα αποκαλύπτεται ο Υιός, και αυτός δια του Πνεύματος κράζει, Αββά ο Πατήρ. (2)
β'. Συ δε αγαπητέ εάν αυτά όπου λέγω δεν τα ιξεύρης, μην απελπισθής, και ειπής, εγώ αυτά όπου μου λέγεις, ούτε τα ιξεύρω, ούτε δύναμαι να τα μάθω, αλλά ούτε θέλει δυνηθώ ποτέ να φθάσω εις το ύφος αυτής της γνώσεως, και καθαρότητος∙ μηδέ πάλιν να ειπής, ότι ανίσως δεν είναι δυνατόν να έμβη εις την βασιλείαν του Θεού εκείνος όπου δεν γένη τοιούτος, ώστε από εδώ ακόμι από την παρούσαν ζωήν, να ενδυθή τον Χριστόν, ως Θεόν, και να τον θεωρήση όλον, και να τον αποκτήση εγκάτοικον μέσα του, τι το όφελος εις εμένα να αγωνίζωμαι καν τελείως, και κοντά εις τους αγώνας να υστερούμαι και την απόλαυσιν των παρόντων; Πρόσεχε να μην είπης τοιούτον λόγον, μήτε να τον συλλογισθής• αμή αν αγαπάς, και θέλης, άκουσε την συμβουλήν μου, και με την συνεργίαν του Αγίου Πνεύματος θέλει σου ερμηνεύσω την στράταν, και τον τρόπον της σωτηρίας σου. Λοιπόν πρώτα και αρχή πίστευσε εξ όλης σου της ψυχής, ότι όλα αυτά όπου σου είπα, είναι αληθινά, καθώς τα μαρτυρούν αι θείαι γραφαί, και ότι χρέος έχει κάθε ένας όπου πιστεύει εις τον Υιόν του Θεού να γένη τοιούτος, επειδή μας έδωκεν εξουσίαν να γένωμεν τέκνα Θεού, και αν θελήσωμεν, δεν είναι κανένα εμπόδιον και ότι δια αυτό έγινεν όλη η ένσαρκος οικονομία, και συγκατάβασις του Υιού του Θεού, ήγουν δια να μας κάμη κοινωνούς, και κληρονόμους της θεότητός του, και της βασιλείας του, με το μέσον της εις αυτόν πίστεως, και με την φύλαξιν των εντολών του.
Διατί ανίσως δεν πιστεύσης πως αυτά γίνονται αληθινά τοιουτωτρόπως, καθώς είπα ανωτέρω, βέβαια δεν θέλει τα ζητήσεις, και μη ζητώντας τα δεν θέλει τα λάβης∙ ότι λέγει ο Κύριος, ζητείτε, και λήψεσθε∙ αιτείτε, και δοθήσεται υμίν. Και τότε αφ' ου πιστεύσης, ακολούθει τας θείας γραφάς, και κάμε όσα σου λέγουν, και κάμνωντάς τα θέλει εύρης όλα αυτά, καθώς εγράφησαν, ανελλειπή∙ και όχι μόνον αυτά, αμή θέλει εύρης και άλλα πολλά περισσότερα από εκείνα όπου ευρίσκονται γεγραμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς∙ και ποία είναι αυτά; α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν άνθρωπου ουκ ανέβη• τα αγαθά, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν και αν τα πιστεύσης αναμφιβόλως, αυτά όπου είπα, βεβαιότατα θέλει τα ιδής και εσύ καθώς και ο Παύλος, και θέλει αρπαγής εις τον παράδεισον εκεί όπου εμβήκεν ο ληστής μαζή με τον Χριστόν, και θέλει ακούσεις άρρητα ρήματα, θέλεις δε να σου ειπώ και αλλέως ποία είναι τα αγαθά, όπου ούτε οφθαλμός τα είδεν, ούτε ακοή τα ήκουσεν ουδέ νους ανθρώπου τα εσυλλογίσθη ; καταλαμβάνω πως εξάπαντος επιθυμείς να ακούσης εκείνα όπου ουδέ αυτός ο Παύλος όπου τα είδε, τα είπε, ή τα εξήγησε∙ και διατί δεν τα είπε, καθώς λογιάζω, δια να μη τα ακούσουν οι άνθρωποι, και δεν τα πιστεύσουν. Ώστε ανίσως και εσύ μέλλης να μη πιστεύσης εκείνα όπου έχω να σου ειπώ, καλλίτερόν σου είναι να μη τα ακούσης, διατί αν τα ακούσης, και δεν τα πιστεύσης, αλλά παρακούσης τα λόγια μου, ή καλλίτερα να ειπώ τα λόγια του Θεού, αυτός ο λόγος θέλει σε κατακρίνει την ημέραν της κρίσεως, ότι τον ήκουσες, και δεν επίστευσες.
Όθεν άκουε χωρίς δισταγμόν τους λόγους μου, ή καθώς προείπα τους λόγους του Θεού• και μάνθανε την λύσιν, και εξήγησιν του ζητουμένου∙ τα άρρητα βήματα όπου ελαλήθησαν εις τον Παύλον μέσα εις τον παράδεισον, ήγουν αυτά τα αιώνια αγαθά, τα οποία μήτε οφθαλμός τα είδε, μήτε ακοή τα ήκουσε, μήτε νους ποτέ τα εννόησεν εκείνα όπου ο Θεός ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν, ούτε εις ύψος περιέχονται, ούτε εις τόπον περιορίζονται, ούτε εις κανένα βάθος κρύπτωνται, άλλ' ούτε εις τα άκρα της γης, ή της θαλάσσης ευρίσκονται, αμή είναι εμπρός εις τα μάτια σου∙ και ποια είναι αυτά;
Μαζή με τα αγαθά όπου είναι θησαυρισμένα εις τους ουρανούς, είναι αυτό το σώμα, και αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπου κάθε ημέραν τα βλέπομεν, και τα τρώγομεν, και τα πίνομεν αυτά είναι εκείνα τα αγαθά• και έξω από αυτά, αν απεράσης όλην την κτίσιν, πουθενά δεν θέλει δυνηθής να εύρης κανένα από εκείνα τα αγαθά όπου είπαμεν και αν αγαπάς να γνωρίσης, πως οι λόγοι μου είναι αληθινοί, γενού πρώτον Άγιος, με την εργασίαν των εντολών του Θεού, έπειτα μετάλαβε τα Άγια, ήγουν το πανάχραντον σώμα, και αίμα του Χριστού, και τότε θέλει γνωρίσεις ακριβώς την δύναμιν των λόγων μου• και δια να πιστωθής περισσότερον, άκουσε και τα ίδια λόγια του Κυρίου όπου έλεγαν εις τους Ιουδαίους, ακόμι και εις τους Μαθητάς του, «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου Μωσής δέδωκεν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού, άλλ' ο Πατήρ δίδωσιν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν ο γαρ άρτος του Θεού εστίν ο καταβαίνων εκ του ουρανού, και διδούς τω κόσμω ζωήν. Είπον ουν προς αυτόν. Κύριε πάντοτε δος υμίν τον άρτον τούτον είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς. Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής∙ ο ερχόμενος προς με, ου μη πεινάσει, και ο πιστεύων εις εμέ, ου μη διψάσει πώποτε. Εγόγγυζον ουν οι Ιουδαίοι περι αυτού, ότι είπεν, εγώ είμι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού∙ και έλεγον, ούχ ούτος έστιν ο Υιός του Ιωσήφ, ου ημείς είδομεν τον πατέρα, και την μητέρα; Πώς ούν λέγει ούτος, ότι εκ του ουρανού καταβέβηκα;»
Πρόσεχε λοιπόν και εσύ να μη τύχη και γογγύζης παρόμοια με τους Ιουδαίους, και λέγης, δεν είναι ο άρτος ούτος μέσα εις το δισκάριον, και ο οίνος μέσα εις το ποτήριον, τα οποία ημείς κάθε ημέραν και τα βλέπομεν, και τα τρώγομεν, και τα πίνομεν; και πως λοιπόν ούτος λέγει, ότι αυτός ο φαινόμενος άρτος, και οίνος είναι εκείνα τα αγαθά όπου, μήτε οφθαλμός τα είδε, μήτε ακοή τα ήκουσε, μήτε νους τα εστοχάσθη ποτέ; Αμή άκουε τι απεκρίθη ο Κύριος εις εκείνους όπου εγόγγυζαν, και έλεγαν τέτοια. «Μη γογγύζετε μετ' αλλήλων. Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν, καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα». Ωσάν να τους έλεγε, διατί άνθρωποι απιστείτε, και αμφιβάλλετε εις τούτο; κανένας δεν δύναται να γνωρίση την θεότητά μου, (διατί τούτο φανερώνει, το ελθείν προς με) ανίσως ο Πατήρ μου δεν τον ελκύση, δεν τον σύρη• και ο ελκυσμός εδώ δεν φανερώνει καμμίαν βίαν, ή ανάγκην, αμή κάλεσμα δια της αποκαλύψεως. Διότι όσους επρογνώρισε, και επροώρισε, τούτους και εκάλεσε δια της αποκαλύψεως του Υιού του, σύρνωντάς του, τρόπον τινά, δια μέσου της αγάπης του Υιού του, όπου απεκαλύφθη εις αυτούς. Και τούτο το φανερώνουν καλλίτερα και τα ακόλουθα όπου λέγει, ότι εστί γεγραμμένον εν τοις Προφήταις και έσονται πάντες διδακτοί Θεού. «Πας ουν ο ακούσας, παρά του Πατρός, και μαθών έρχεται προς με. Ουχ ότι τον Πατέρά τις εώρακεν, ειμή ο ων παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον Πατέρα».
Λοιπόν εκείνος οπού διδαχθή από τον Θεόν δύναται να πιστεύση εις τον Υιόν του Θεού, και τα λοιπά. Και πάλιν λέγει. «Αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής• οι πατέρες ημών, το μάννα έφαγον εν τη ερήμω, και απέθανον. Ούτος δε έστιν άρτος ο εκ του ουρανού καταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. Εγώ είμι ο άρτος ο ζων, εκ του ουρανού καταβαίνων εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα• και ο άρτος δε, ον εγώ δώσω, η σαρξ μου ες ιν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχοντο ουν οι ιουδαίοι προς αλλήλους, λέγοντες• πως δύναται ούτος δούναι ημίν την σάρκα αυτού φαγείν; Είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς• ο τρώγων μου την σάρκα, και πίνων μου το αίμα, έχει ζωήν αιώνιον καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα, η γαρ σαρξ μου, αληθής έστι βρώσις, και το αίμα μου, αληθής έστι πόσις.»
Άκουσες πως η κοινωνία των θείων και αχράντων μυστηρίων είναι ζωή αιώνιος; και ότι εκείνους όπου έχουν την αιώνιον ζωήν θέλει τους αναστήσει ο Κύριος εις την τελευταίαν ημέραν;
Όχι πως οι άλλοι απομένουν μέσα εις τα μνήματα, άλλ' ότι εκείνοι όπου έχουν την ζωήν, ανασταίνονται από την ζωήν δια να ζουν την αιώνιον ζωήν, οι δε λοιποί ανασταίνονται, δια να κολάζωνται αιωνίως. Και δια να καταλάβης πως αυτό είναι αληθινόν, άκουσε και τα ακόλουθα. «Ο τρώγων μου την σάρκα, και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. Καθώς απέστειλε με ο ζων Πατήρ, καγώ ζω δια τον Πατέρα∙ και ο τρώγων με, κακείνος ζήσεται δι' εμέ.» Βλέπεις τι λέγει; ακούεις πως φανερά φωνάζει ο Υιός του Θεού, πως τέτοιας λογής ένωσιν, και ζωήν έχομεν ημείς με τον Χριστόν, δια της μεταλήψεως των αχράντων μυστηρίων, ό,τι λογής ένωσιν, και ζωήν έχει εκείνος με τον Πατέρα; Διατί καθώς εκείνος είναι ενωμένος φυσικά με τον ίδιον Θεόν, και Πατέρα του, τοιουτωτρόπως λέγει, πως θέλει ενωθούμεν με αυτόν κατά χάριν, και θέλει ζήσομεν και ημείς, όταν τρώγωμεν την σάρκα του, και πίνωμεν το αίμα του.
Και δια να μη λογιάζωμεν πάλιν, ότι όλον αυτό, το κατορθώνει ο φαινόμενος άρτος, δια τούτο πολλάκις είπεν, εγώ ειμί ο άρτος, ο εκ του ουρανού καταβαίνων και δεν είπεν ο καταβάς, (επειδή τούτο φανερώνει πως μίαν φοράν κατέβη) αμή τι λέγει; ο καταβαίνων εκ του ουρανού, ήγουν όπου καταβαίνω, και έρχομαι πάντοτε εις εκείνους όπου μεταλαμβάνουν αξίως∙ και προς τούτοις θέλωντας ο Χριστός να αποχωρίση τον νουν μας από τα ορατά, ή να ειπώ καλλίτερα, θέλωντας να μας ανεβάση δια μέσου των ορατών εις την αόρατον δόξαν της ενυποστάτου θεότητός του, έλεγεν. «Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής∙ και πάλιν, ο Πατήρ μου δίδωσιν υμίν τον άρτον, όχι εκ της γης, άλλ' εκ του ουρανού, τον αληθινόν.» Και λέγωντας τον αληθινόν εκ του ουρανού, εφανέρωσε με τούτο, ότι ο άρτος όπου είναι από την γην, είναι ψευδής, ωσάν όπου δεν ωφελεί παντελώς∙ και δια να το φανερώση καλλίτερα, λέγει. «Ο άρτος του Θεού εστίν ο καταβαίνων εκ του ουρανού, και ζωήν διδούς τω Κόσμω.» Πάλιν λέγει ο καταβαίνων, και πάλιν ο διδούς ζωήν. Διατί; δια να μην υποπτευθής εσύ, πως λέγει κανένα σωματικόν, μήτε να εννοήσης κανένα γήϊνον, αμή και αυτόν τον μικρόν άρτον, ήγουν την ολίγην μερίδα όπου μεταλαμβάνεις, τον μαργαρίτην, να τον βλέπης με τα νοερά μάτια της ψυχής σου, πως εθεοποιήθη, και έγινεν όλος όμοιος με τον άρτον όπου καταβαίνει από τον ουρανόν, ο οποίος είναι Θεός αληθινός, και άρτος, και πόμα αθανάτου ζωής.
Δια να μην απόμεινες με την απιστίαν, και με μοναχόν τον άρτον όπου βλέπεις με όλας σου τας αισθήσεις, και έτζι φάγης άρτον όχι τον ουράνιον, αλλά μοναχόν τον επίγειον, και υστερηθής την ζωήν, ωσάν οπού δεν έφαγες πνευματικά τον ουράνιον, άρτον, καθώς λέγει αυτός ο Χριστός. «Το Πνεύμα έστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν.» Και ποίους άραγε δεν ωφελεί; εκείνους (λέγει) όπου λέγουν, πως είναι άνθρωπος μόνον ψιλός, και όχι Θεός. Και συ ο πιστός ανίσως μεταλαμβάνης άρτον μοναχά, και όχι σώμα τεθεωμένον, και αν δεν πιστεύης, πως δέχεσαι αυτόν τον ίδιον Χριστόν όλον, πως ελπίζεις, ότι θέλει λάβης ζωήν από αυτόν, και θέλει τον έχεις μέσα σου με αίσθησιν της ψυχής σου ακούωντάς τον όπου λέγει. «Ο τρώγων με, ήγουν τον εκ του ουρανού καταβαίνοντα άρτον, ζήσεται εις τον αιώνα. Και πάλιν η σαρξ ουκ ωφελεί, το Πνεύμα έστι το ζωοποιούν.»
Και βεβαιότατα το Πνεύμα είναι η αληθινή βρώσις, και πόσις∙ το Πνεύμα είναι όπου μεταβάλλει τον άρτον εις το σώμα του Κυρίου. Αληθινά το Πνεύμα είναι όπου μας καθαρίζει, και μας κάμνει άξιους να μεταλαμβάνωμεν το σώμα του Κυρίου∙ διατί εκείνοι όπου μεταλαμβάνουν αναξίως, καθώς λέγει ο Απόστολος, «κρίμα εαυτοίς εσθίουσι, και πίνουσι, μη διακρίνοντες το σώμα του Κυρίου.» Λοιπόν όσοι είσθε πιστοί∙ όσοι εγνωρίσατε την δύναμιν των μυστηρίων όπου είπαμεν, και λέγομεν όσοι εφάγετε τον ουράνιον άρτον όσοι με αυτήν την αληθινήν ζωήν αποκτήσατε την αιώνιον ζωήν, όπου δίδεται από αυτόν τον ουράνιον άρτον, δηλαδή τον Υιόν του Θεού, και είναι μέσα εις αυτόν, και μαζή με αυτόν.
Ελλάτε και ας αρπαχθώμεν και ημείς πνευματικώς, και νοερώς εως εις τον τρίτον ουρανόν, και να ειπώ καλλίτερα εις αυτόν τον ουρανόν της Αγίας Τριάδος, δια να ίδουμεν, και να ακούσωμεν όλα εκείνα όπου ελαλήθησαν, και εκείνα όπου έμειναν ανεκλάλητα∙ και να τα γευθούμεν, και να τα οσφρανθούμεν, και να τα ψηλαφήσωμεν καλά με τα χέρια της ψυχής μας, δηλ. να τα γνωρίσωμεν εν αληθεία με νοεράν αίσθησιν, και ακολοθύθως να ευχαριστήσωμεν, και να δοξάσωμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν λέγοντες• Δεδοξασμένος να είσαι Κύριε όπου επεφάνης, και εκαταδέχθης να αποκαλυφθής, και να φανής εις ημάς∙ και ας είπουμεν και εις όλους κοινώς τους αδελφούς μας• ω πατέρες, ω αδελφοί, μοναχοί ομού, και κοσμικοί∙ πλούσιοι, και πένητες• δούλοι και ελεύθεροι• νέοι, και γέροντες• και κάθε ηλικία, και γένος, ακούσατε. Ο Θεός δεν είναι ψεύστης, μήτε αδύνατος, όπου να μη δύναται να κάμη εκείνα όπου υπεσχέθη∙ μήτε αργοπορεί να επισκευφθή όλα τα έθνη• μήτε θέλει δυνηθή τινάς, ή να κρυφθή από τους οφθαλμούς του, ή να υποφέρη την αποκάλυψιν της δόξης του εν τη ημέρα της κρίσεως.
Διατί «όταν οι ουρανοί ροιζηδόν λύονται, και τα στοιχεία καυσούμενα απολούνται,» καθώς λέγει ο Απόστολος Πέτρος, τότε δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να υποφέρη την ημέραν της παρουσίας του απροσίτου Θεού, όπου κατοικεί μέσα εις απρόσιτον φως, ο οποίος ώντας μέσα εις αυτό, και μαζή με αυτό ερχόμενος εις τον κόσμον μέλλει να φανή εις κάθε άνθρωπον, και τότε θέλει πιάσει τους αμαρτωλούς αληθινά μεγάλος φόβος, και τρόμος, και δεν θέλει είναι καμμία άλλη θλίψις, και πόνος, και λύπη, και τιμωρία όπου να παρομοιάζη με εκείνην όπου θέλει δοκιμάσουν τότε οι αμαρτωλοί, αλλά όσοι τα πιστεύετε αυτά, και επιθυμείτε την σωτηρίαν σας, ακούσατε τι λέγει το Πνεύμα το Άγιον. «Κάθε ένας από εσάς ας στρέψη οπίσω από την κακήν στράταν όπου περιπατεί, ήγουν ας αφήση τας αμαρτίας όπου κάμνει∙ μάθετε να κάμνετε το καλόν ελευθερώσατε τον αδικούμενον∙ ζητήσατε επιμόνως τον Κύριον, και θέλει ζήσει η ψυχή σας∙ αναχωρήσατε από το κακόν, και κάμετε το αγαθόν. Οι Βασιλείς αγαπήσατε να φορήτε περισσότερον την σωφροσύνην, την δικαιοσύνην, την αλήθειαν, και την ευσεβή πίστιν, παρά τον στέφανον, και το βασιλικόν φόρεμα.
Oι Πατριάρχαι, αν δεν είσθε φίλοι του θεού, και υιοί, και θεοί, παρόμοιοι με τον φύσει Θεόν κατά την χάριν όπου σας εδόθη άνωθεν, αναχωρήσατε από τους θρόνους, και υπάγετε να νουθετήσετε πρώτον τον εαυτόν σας από τας θείας γραφάς• και αφ ου γενήτε απεικόνισμα του θεού, και ομοιάσετε με αυτόν, τότε με πολήν φόβον και τρόμον πλησιάσατε, και ψηλαφήσατε τα θεία• είδε μη, οπόταν αποκαλυφθη ο Θεός, τότε θέλει γνωρίσετε, ότι είναι πυρ όπου κατακαίει, όχι εκείνους όπου τον ηγάπησαν, αλλά εκείνους όπου δεν τον εδέχθησαν, όταν ήλθεν ως φως.
Οι εξουσιασταί υποταχθήτε, ταπεινωθήτε, και oι πλούσιοι γενήτε πτωχοί καλλίτερα, ότι δύσκολα θέλει έμβη ο πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών και αν ο πλούσιος δύσκολα εμβαίνη, αμή ο εξουσιαστής πως είναι δυνατόν παντελώς να εμβή; Όχι, δεν είναι δυνατόν. Επειδή λέγει ο Κύριος εις τους Μαθητάς του, «οι άρχοντες των εθνών κατεξουσιάζουσιν αυτών, ούχ ούτω δε έσται εν υμίν άλλ' ο θέλων είναι πρώτος εν υμίν, έστω πάντων έσχατος, πάντων δούλος, και πάντων διάκονος.» Και άρχοντα η γραφή λέγει εκείνον όπου ζητεί την εδικήν του τιμήν, και δόξαν, και δια μέσου της εξουσίας όπου έχει πληρώνει το εδικόν του θέλημα. Και ανίσως ο Κύριος ημών και Θεός, όταν ήλθε κάτω εις την γην δια την σωτηρίαν μας, και μας έδωκε παράδειγμα σωτηρίας, έλεγεν, «Εγώ ήλθον, ούχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός.» Ποίος άλλος από εκείνους όπου πιστεύουν εις αυτόν, θέλει δυνηθή ποτέ να σωθή ανίσως δεν κάμνη το θέλημα του θεού, αμή το εδικόν του; αληθινά κανένας δεν είναι δυνατόν να σωθή. Και τι λέγω να σωθή; όπου δεν είναι δυνατόν ο τοιούτος να είναι ουδέ πιστός, ή τέλειος χριστιανός ; και τούτο το φανερώνει ο ίδιος Χριστός, και Θεός εκεί όπου λέγει «πως δύνασθε πιστεύειν εις εμέ, δόξαν παρ' αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου θεού ου ζητούντες;»
Κάθε ένας λοιπόν όπου ζητεί την δόξαν του θεού, και αγωνίζεται με κάθε τρόπον, και εις κάθε πράγμα να κάμνη το θέλημα του Κυρίου, δεν ήθελε φαντασθή ποτέ του να εξουσιάζη άλλον τινά, ή να είναι ανώτερος από κανένα άλλον, ή μικρόν, ή μεγάλον, αμή όσον του δώσουν περισσοτέραν, και μεγαλητέραν επιστασίαν, και οικονομίαν πολλών, τόσον περισσότερον θέλει έχει τον εαυτόν του με πληροφορίαν ψυχής κατώτερον, και μικρότερον, και δούλον εκείνου του λαού όπου έχει εις την εξουσίαν του. Αμή εκείνοι όπου δεν έχουν τοιαύτην γνώμην, αλλά ζητούν, ή επιθυμούν παντελώς την ανθρωπίνην δόξαν, και ορέγονται πλούτον, και τρυφήν, αυτοί (συστέλλομαι κατά αλήθειαν να το ειπώ) είναι εθνικοί, και όχι αληθινοί χριστιανοί, καθώς λέγει η θεία φωνή του Ιησού και Θεού. «Ταύτα δε, τα έθνη» του κόσμου επιζητεί∙ υμείς δε, φησί, ζητείτε. «πρώτον την βασιλείαν του θεού, και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.»
γ'. Μα άραγε ιξεύρετε ποίαν βασιλείαν λέγει να ζητούμεν; άρα γε εκείνην όπου είναι εις το ύψος του ουρανού, όπου μέλλει να είναι ύστερα από την ανάστασιν όλων των νεκρών; και πόσω τάχα να λέγη πως είναι μακράν από ημάς, και μας προστάζει να ζητούμεν; άκουσον προσεκτικά, δια να μάθης ποίαν βασιλείαν μας προστάζει να ζητούμεν.
Επειδή ο Θεός είναι κτίστης, και δημιουργός των απάντων, πάντοτε βασιλεύει εις όλα τα πάντα, και επουράνια, και επίγεια, και καταχθόνια∙ και προς τούτοις βασιλεύει και εις εκείνα όπου δεν έγιναν ακόμι, ωσάν όπου είναι γενόμενα κοντά εις αυτόν, ότι από αυτόν μέλλουν να γένουν και εκείνα, και ό,τι άλλο μέλλει να γένη ύστερα από εκείνα. Βασιλεύει δε μάλιστα και εις κάθε ένα από ημάς με δικαιοσύνην, και γνώσιν, και αλήθειαν λοιπόν αυτήν την βασιλείαν λέγει να ζητούμεν δια να βασιλεύση και εις ημάς ο Θεός, καθώς εβασίλευσεν επί τα έθνη, κατά τον Δαβίδ, επειδή ημείς είμεσθε από τα έθνη. Και πως να βασιλεύση εις ημάς ; να κάθηται επάνω εις ημάς ωσάν εις άμαξαν, και να κρατή με τα χέρια του τα θελήματα των ψυχών μας, ωσάν χαλινάρια, και ευρίσκωντάς μας υπηκόους, να μας φέρη εις εκείνα όπου θέλει, και να μεταχειρισθή τα θελήματά μας, ωσάν ίππους, εις το εδικόν του θέλημα, όπου να υποτασσώμεθα προθύμως εις τας εντολάς, και νομοθεσίας του. Με τέτοιον τρόπον βασιλεύει ο Θεός, εις εκείνους όπου ποτέ δεν εβασίλευσεν, όταν καθαρίζωνται δια μέσου των δακρύων, και της μετανοίας, και γίνωνται τέλειοι δια της πνευματικής σοφίας, και γνώσεως. Τοιουτωτρόπως οι άνθρωποι γίνονται εις τούτον τον κόσμον και ωσάν τα Χερουβίμ, και έχουν επάνω εις τους ώμους των ψυχών τους τον Θεόν.
Ποίος λοιπόν είναι τόσον άγνωστος, και αναίσθητος, οπού να μη ποθήση, και αγωνισθή δια να ιδή, και να πάθη αυτήν την θείαν δόξαν, αλλά να επιθυμήση καλλίτερα να απόκτηση πλούτον, ή δόξαν, ή άξίαν κοσμικήν; ή να ειπώ καλλίτερα, ποίος είναι τόσον άθλιος, και έξω φρενών, όπου να στοχασθή πως έξω από την βασιλείαν, και δόξαν του Θεού είναι άλλο τι μεγαλήτερον, ή δόξα, ή βασιλεία, ή πλούτος, ή τιμή, ή εξουσία, ή τρυφή, ή άλλο τι από εκείνα όπου λέγονται, και νομίζονται καλά εις την γην, ή εις τον ούρανόν, δια να διάλεξη καλλίτερα να έχη εκείνα, παρά αυτήν; αληθινά εις εκείνους όπου έχουν γνώσιν, δεν είναι κανένα άλλο αγαθόν, έξω από αυτήν.
Δια τούτο ας μην αποδιώξη τινάς ανοήτως τον Χριστόν όπου περιέρχεται και ζητεί να βασιλεύση εις όλους μας. Κανένας, παρακαλώ, ας μην υστερήση τον εαυτόν του από τούτο το μεγάλον, και ποθεινόν χάρισμα∙ κανένας ας μη ξεπέση από αυτήν την αληθινήν δόξαν κανένας ας μην αφήση τον πλουτοδότην Θεόν, και Ποιητήν του παντός, δια πρόσκαιρον πλούτον κανένας ας μην αρνηθή τον Δεσπότην των απάντων, δια προσπάθειαν, και αγάπην των γονέων, και φίλων, και συγγενών κανένας ας μην υστερηθή από την γλυκύτητα της αληθινής ζωής δια επιθυμίαν σαρκός∙ κανένας ας μην αποξενωθή από την αιώνιον, και ατελεύτητον δόξαν, δια δόξαν προσωρινήν. Αμή ελλάτε, και ας συναχθώμεν επί το αυτό όλοι, αν είναι δυνατόν, και ας ποθήσωμεν, και ζητήσωμεν να έλθη, και να βασιλεύση εις κάθε ένα από ημάς, εκείνος όπου είναι ανώτερος από κάθε αρχήν, και εξουσίαν, και από κάθε όνομα ονομαζόμενον, δια να τον λάβη μαζή του κάθε ένας μας.
Όλον αυτόν, και να τον έχη αχώριστον νύκτα, και ημέραν, δια να τον φωτίζη με το απρόσιτον, και υπέρλαμπρον εκείνο φως, (το οποίον έχει να κατακαίη τότε τους εναντίους του Θεού, όταν έχη να έλθη δια εκείνους όπου δεν τον πιστεύουν, ουδέ τον δέχωνται τώρα, ουδέ τον θέλουν να βασιλεύση εις αυτούς∙) και να έρχεται μαζή του μέσα εις την κατοικίαν, του και να αναπαύεται επάνω εις το κρεββάτι του μαζή, και να τον αγκαλιάζη με το υπέρλαμπρον εκείνο φως, και να τον καταφιλή ανεκδιηγήτως. Να του παρήγορη τας αρρώστιας∙ να του διώχνη την λύπην, και τας θλίψεις∙ να εξορίζη τους δαίμονας∙ να του δίδη κάθε ώραν χαράν, και δάκρυα γλυκύτερα υπέρ μέλι, και κηρίον. Να του θεραπεύη τα ψυχικά, και σωματικά πάθη∙ να αφανίζη τον θάνατον να αναβλύζη ανεκλαλήτως ζωήν και ύστερον από τον θάνατον να ανεβάζη κάθε ένα από ημάς εις τους ουρανούς των ουρανών και κάθε ένας μας να έχη τον Χριστόν καθήμενον επάνω εις τους ώμους μας, και αναβαινοντα εις τον Θεόν, και Πατέρα του, από τον οποίον δεν εχωρίσθη ποτέ.
Αυτά πρέπει, αγαπητέ, να τα μάθης, και να τα πάθης (3) δοκιμάζωντάς τα με όλην την αίσθηση της ψυχής σου, δια να έχης τον Θεόν όπου να σε ανεβάζη εις τον ουρανόν μαζή του τώρα εις ταύτην την ζωήν χωρίς το σώμα, και ύστερον εις την άλλην ζωήν να σου αναστήση και το σώμα τούτο, και να κάμη όλον πνευματικόν ο οποίος έχει να βασιλεύη και εις εσένα εις τους ατελεύτητους αιώνας, και να σε βαστάζη πάντοτε εις τον αέρα, και πάλιν να βαστάζεται από εσένα πάντοτε ο επί πάντων Θεός, εις τον οποίον πρέπει κάθε ευχαριστία, και τιμή και προσκύνησις, μαζή με τον άναρχόν του Πατέρα, και με το πανάγιον, και αγαθόν, και ζωοποιόν αυτού Πνεύμα, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.
--------------------------------------
1) Σκώλωπα της σαρκός λέγει, τα εμπόδια τον κηρύγματος, τους τυράννους, και τους λοιπούς διώκτας, και αντιπίπτοντας• διότι ο αντικείμενος λέγεται εις την Εβραϊκήν γλώσσαν Σατάν.
2) Τούτο όπου λέγει εδώ ο Άγιος το εξέλαβεν από το ρητόν του θείου Παύλου όπου λέγει εις την προς Γαλατάς επιστολήν. «Ότι δε έστε Υιοί εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας ημών κράζον, Αββά ο Πατήρ επειδή όμως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους β'. Επιστολήν, ο δε Κύριος (δηλονότι ο Υιός του Θεού) το Πνεύμα εστί, και φανερώνει με τούτο, όχι πως Υιός του Θεού το εν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είναι το Πνεύμα το Άγιον, ήγουν το άλλο πρόσωπον, διατί τούτο είναι μεγάλη βλασφημία, επειδή άλλο πρόσωπον είναι ο Υιός, και άλλο το Πνεύμα το Άγιον, αλλά φανερώνει, πως ο Υιός του Θεού, και το Άγιον Πνεύμα είναι αχώριστα, και όπου ο Υιός, εκεί και το Πνεύμα, και όπου το Πνεύμα, εκεί και ο Υιός, δια τούτο και ο θειος ούτος Πατήρ εξηγώντας το Αποστολικόν ρητόν λέγει, ότι ο Θεός και Πατήρ απεκάλυψεν εις τας καρδίας ημών τον Υιόν μαζή με το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον συνάγω και από το ακόλουθον όπου λέγει κράζον Αββά ο Πατήρ• άκουσον την ερμηνείαν όπου κάνουν οι εξηγηταί του Αποστόλου• ημείς δηλαδή όπου ελάβαμεν την υιοθεσίαν δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος καλούμεν τον Θεόν Πατέρα μας, ως Υιοί Θεού• και αντί δια ημάς λέγει ο θείος Παύλος, τον Υιόν όπου ενοικεί εις ημάς, ο οποίος οικειοποιείται τα ημέτερα. Το δε εξαπέστειλε δηλοί, ότι ο Θεός και πατήρ ηυδόκησε να έλθη ο Υιός, την γαρ αποστολήν του Πατρός, ευδοκίαν είναι νόμιζε, λέγει ο θεολόγος Γρηγόριος.
3) Τούτο είναι λόγος του Αποστόλου Παύλου «έμαθεν αφ' ων έπαθε την υπακοήν, διότι, καθώς λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια του Αγίου Διονυσίου. Εκείνος όπου πάθη τι, το μανθάνει με την δοκιμήν, και το ιξεύρει καλλίτερα από εκείνον όπου το άκουσε με τον λόγον μόνον. Οίον εκείνος όπου γευθή μέλι, μανθάνει την γλυκύτητα του μέλιτος με την δοκιμήν, και την εξεύρει καλλίτερα από εκείνον όπου την ήκουσε με τον λόγον. Ωσαύτως και εκείνος όπου μάθη τα θεία με θείαν έλλαμψιν όπου να αποκαλυφθη εις τον νουν του, και να γνωρίση τα θεια με την δοκιμήν, τα ιξεύρει καλλίτερα από εκείνον όπου τα έμαθε με τον λόγον των θείων γραφών μόνον. Δια τούτο λέγει και ο θείος Πατήρ να μάθης και να πάθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου