Την σημερινή μου
ομιλία προς την αγάπη σας την υποκινεί ένας πόθος κι ένα χρέος, όχι μόνο επειδή
θα εισάγω λόγο σωτήριο στη φιλόθεο ακοή σας και θα θρέψω ακολούθως τις ψυχές
σας – άλλωστε κάτι τέτοιο και το θέλω, εξ αιτίας της αγάπης μου σε σας, και μου
αρμόζει κατά τους ιερούς θεσμούς, αλλά και επειδή το θεωρώ χρέος μου και πόθο
από ό,τιδήποτε άλλο να διηγηθώ και να εξυμνήσω μέσα στην Εκκλησία τα μεγαλεία
της Αειπαρθένου και Θεομήτορος. Μα ο πόθος είναι διπλάσιος, και με ανεβάζει, με
παρηγορεί, με προτρέπει. Αλλά το απαραίτητο του χρέους με βιάζει, ενώ ο λόγος
δεν μπορεί να κάνει πρόσβαση στα υπέρλογα, όπως το μάτι δεν μπορεί ν΄
αντικρύσει ατενώς τον ήλιο.
Επειδή, όμως, είναι αδύνατο ν΄ αφηγηθούμε τα υπέρλογα, μα είναι δυνατό να τα υπομνήσουμε λόγω της φιλανθρωπίας αυτών, που υμνούνται, μπορούμε να μη αγγίξουμε καθόλου τα ανέγγιχτα και να αποδώσουμε συγχρόνως την οφειλή με τους λόγους και να προσφέρουμε πάλι με τους κατά δύναμιν ύμνους τον πόθο προς τη Θεομήτορα. Αν λοιπόν είναι τίμιος ο θάνατος των οσίων και «μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων», πόσο μάλλον μας ταιριάζει να εξυμνήσουμε με τα μεγαλύτερα εγκώμια τη μνήμη της των αγίων αγίας, δια της οποίας προήλθε όλος ο αγιασμός στους αγίους; Εννοώ ασφαλώς τη μνήμη της Αειπαρθένου και Θεομήτορος. Αυτό λοιπόν κάνουμε στη σημερινή εορτή και τιμάμε την αγία της κοίμηση ή μεταβίωση, που έγινε σήμερα, κατά την οποία η Παναγία, «βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένη», υπερήλθε ασυγκρίτως και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις πάνω απ΄ αυτούς με την εγγύτητα προς τον επί πάντων Θεό και με τα θαύματα, που γράφτηκαν προαιωνίως και τελέσθηκαν σ΄ αυτήν. Διότι για χάρη της έγιναν θαυματουργίες, που προφανέρωναν το μελλοντικό μέγα θαύμα της οικουμένης, δηλαδή την ίδια την Αειπάρθενο Θεομήτορα. Για χάρη της έγιναν μεταβολές γενεών και πραγμάτων, που προετοίμαζαν το τέλος του δικού της καινούργιου μυστηρίου. Για χάρη της ετέθησαν θεσμοί Πνεύματος, που προδιατυπώνουν πολυτρόπως τη μέλλουσα αλήθεια. Και τέλος των πραγμάτων, ή μάλλον αρχή και ρίζα των επέκεινα θαυμάτων είναι η τελεσφόρος επαγγελία του Θεού προςτον Ιωακείμ και την Άννα, δηλαδή προς τους τότε τελείους στην αρετή, ότι θα γεννήσουν σε βαθειά γεράματα, θα αναζωογονηθούν οι άγονοι, και ότι θα γεννήσουν αυτήν, που θα γεννήσει ασπόρως εκείνον, που γεννήθηκε προαιωνίως απ΄ το Θεό Πατέρα αχρόνως. Ακολουθεί πάλι μια ευχή από τους παραδόξως γεννήτορες ότι θα ανταποδώσουν το ίδιο το δεδομένο τέκνο παραδοξότερα στον δοτήρα. Μ΄ αυτή την επάξια ευχή πραγματώνεται εξαίσια μετοίκηση της Θεομήτορος από βρέφος ακόμα απ΄ τον οίκο του πατέρα στον οίκο του Θεού, παράδοξη διαμονή για πολλά χρόνια στα ίδια τα άγια των αγίων, κι εκεί χορηγία τροφής απορρήτου δια της επιστασίας του αγγέλου, την οποία τροφή ούτε ο Αδάμ δεν έφτασε να γευτεί. Επειδή δεν θα ξέπεφτε απ΄ τη ζωή, όπως δεν ξέπεσε αυτή η Πάναγνος, μολονότι βέβαια, για χάρη του και για να αποδειχθεί πως ήταν απόγονός του, υπέκυψε για λίγο στο νόμο του θανάτου, όπως ο υιός της. Μα τώρα αυτή μετέβη απ΄ τη γη στον ουρανό. Μετά από την απόρρητη εκείνη τροφή, γίνεται μυστικωτάτη μνηστεία οικονομίας σε αυτή την Παρθένο και παράδοξος χαιρετισμός υπέρλογος από αρχάγγελο, που κατέβηκε από άνω και Θεού μηνύματα και προσφωνήσεις αντίστροφα της καταδίκης της Εύας και του Αδάμ, και θεραπευτικά της δικής τους κατάρας, που τη μεταστρέφουν σ΄ αυτή την ευλογία. Διότι επεθύμησε το μυστικό κάλλος της Αειπαρθένου αυτής ο του παντός βασιλεύς, καθώς ο Δαβίδ προσεφώνησε και «κλίνας τους ουρανούς κατέβη» και την επεσκίασε και ακόμα περισσότερο κατοίκησε μέσα της η ενυπόστατη Δύναμη του Υψίστου. Μα δεν έδειξε την παρουσία του δια γνόφου και πυρός, όπως στο θεόπτη Μωϋσή, ούτε δια λαίλαπος και νεφέλης, όπως στον προφήτη Ηλία, αλλά άμεσα, χωρίς κανένα παραπέτασμα, η του Υψίστου Δύναμη επισκιάζει την πανυπέραγνω και παρθενική κοιλία, χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσα, ούτε αέρας, ούτε αιθέρας, μήτε κάτι αισθητό ή υπεραισθητό. Αυτό πλέον δεν είναι επισκίαση, αλλά απεναντίας ένωση. Κι επειδή συμβαίνει πάντα αυτό, που σκιάζει να αποτυπώνει τη μορφή και τον τύπο του στο επισκιαζόμενο, δεν έγινε μόνο ένωση, αλλά και μόρφωση στη κοιλία. Και αυτό που μορφοποιήθηκε από τα δύο, απ΄ τη δύναμη του Υψίστου κι απ΄ την Παναγία εκείνη παρθενική κοιλία, ήταν Λόγος Θεού σαρκωμένος. Έτσι εσκήνωσε μέσα της απορρήτως και προήλθε απ΄ αυτήν σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού και «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», θεοποιώντας τη φύση μας και χαρίζοντάς μας, κατά τον θείο Απόστολο, όλα εκείνα, «εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι». Και αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπερένδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, την οποία αδυνατεί να κατανοήσει κάθε νους και λόγος, έστω κι αν είναι αγγελικός. Αλλά ποιος λόγος θα μπορέσει πάλι να διηγηθεί τα μετά τον απόρρητο τοκετό; Συνεργούσε και συνέπασχε με την δι΄ αυτής υψοποιό κένωση του Λόγου του Θεού, συνδοξαζόταν, συνυψωνόταν δικαίως μαζί του, συμμετέχοντας πάντα στις υπερφυείς προσθήκες των μεγαλείων. Αλλά και μετά την άνοδο του εξ αυτής σαρκωθέντος στους ουρανούς, ανταποκρινόταν με καρτερικές και ποικιλόμορφες ασκήσεις σε όσα υπέρνοα και υπέρλογα μεγαλεία επιτέλεσε σε αυτήν ο υιός της. Αυτή μόνο ήταν στήριγμα όλων και συνάμα παρηγορία, με τα λόγια, με την όψη, με την πολύμορφη διακονία στο Ευαγγελικό κήρυγμα, με τις προσευχές και τις φροντίδες για όλο τον κόσμο και με τις προτροπές και νουθεσίες της προς τους θεοκήρυκες σε όλα τα πέρατα της γης. Έτσι ασκούσε βίο υπέρμετρα αγωνιστικό, και πολιτεία πέρα απ΄ το νου και λόγο. Γι΄ αυτό λοιπόν κι ο θάνατός της ήταν ζωηφόρος, που την μεταβίβασε σε ουράνια κι αθάνατη ζωή και η μνήμη του είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, όχι μόνο ανανεώνοντας τη μνήμη των θαυμάτων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτοντας την κοινή και καινή συνδρομή των ιερών Αποστόλων απ΄ όλα τα έθνη στην ιερωτάτη κηδεία της, τους θεοφαντορικούς ύμνους των θεολήπτων εκείνων για χάρη της, τις αγγελικές επιστασίες και περί αυτήν χοροστασίες και λειτουργίες, με αγγέλους, που προέπεμπαν, ακολουθούσαν, συνέπρατταν, ανταπέδιδαν, βοηθούσαν, βοηθούντο και συνεργούσαν μεν και συνέψαλλαν με όλη τη δύναμή τους με όσους ποικιλοτρόπως τιμούσαν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του δικού μας γένους, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως, ενώ πολεμούσαν και αντιτάσσονταν με αόρατα χέρια εναντίον των Ιουδαίων, που επενέβαιναν και αντιτίθεντο με θεομάχα χέρια και γνώμες. Ο ίδιος ο Κύριος Σαββαώθ και υιός αυτής της αειπαρθένου ήταν αοράτως παρών, και απέδιδε την εξόδιο τιμή στην Μητέρα, η οποία εναπέθετε το θεοφόρο πνεύμα της στα χέρια του. Μετά από λίγο, το σύζυγο εκείνο σώμα της με το πνεύμα της θα το μετέθετε σε αείζωο και ουράνιο χώρο, εκεί όπου μέχρι τώρα βρίσκεται και ο Κύριος εύλογα και κατάλληλα ως απαρχή. Πολλοί βέβαια άνθρωποι ανά τους αιώνες απόλαυσαν θεία ευμένεια, δόξα και δύναμη, ώστε και ο Δαβίδ να λέει: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών. Εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Πολλοί απέκτησαν πλούτο, κατά τον Σολομώντα και «πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν». Αυτή, όμως, υπέρκειται και υπερέβη όλους κι όλες τόσο πολύ, ώστε είναι αδύνατον να περιγράψουμε. Διότι αυτή μόνο στάθηκε μεταξύ Θεού και όλου του ανθρωπίνου γένους. Και έκανε τον μεν Θεό υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού, ουρανοποιώντας τη γη και θεώνοντας το γένος. Μόνο αυτή αναδείχθηκε μητέρα εκ φύσεως Θεού εντελώς υπερφυσικά και υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος με τον άφραστο τοκετό της. Κι έτσι ανύψωσε με τον εαυτό της όλους τους κατωτέρους της και ανέδειξε τους επιγείους υπηκόους ουρανίους αντί επιγείων, ενώ η ίδια μετέσχε ανωτέρας αξίας και υπερτέρας δυνάμεως. Και δια της χειροτονίας του αγίου Πνεύματος εκ των ουρανών, κατέστη υψηλών υψηλοτάτη και μακαρίου γένους μακαριωτάτη βασίλισσα. Τώρα πια και τον ουρανό ως πρέπον οικητήριο, ως αρμόζον βασίλειο, στον οποίο σήμερα μετέστη από τη γη, και «παρέστη εκ δεξιών του παμβασιλέως εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη», σύμφωνα με τα λόγια του ψαλμωδού προφήτη περί αυτής. Θεώρησε, όμως, ως ιματισμό διάχρυσο το θεαυγές της σώμα, πεποικιλμένο με παντός είδους αρετές. Μόνη αυτή, λοιπόν, έχει τώρα τον ουράνιο χώρο με το θεοδόξαστο σώμα της κοντά στον Υιό. Διότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει καθόλου η γη ο τάφος κι ο θάνατος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της, το αγαπητότερο κατοικητήριο κι απ΄ τον ουρανό κι απ΄ τον ουρανό των ουρανών. Διότι, εάν η ψυχή, που είχε ένοικο τη χάρι του Θεού, ανέρχεται στον ουρανό αφήνοντας τα γήινα, όπως τούτο είναι προφανές από πολλές πηγές, και το πιστεύουμε, πως δεν ανελήφθη το σώμα της, που όχι μόνο έλαβε μέσα του τον προαιώνιο και μονογενή υιό του Θεού, την ανέναο πηγή της χάριτος, αλλά και αναφάνηκε γεννητικό σώμα γι΄ αυτόν;Αυτή που από τριών χρόνων ακόμα κατοικούσε στα άγια των αγίων, χωρίς να έχει μέσα της τον υπερουράνιο, και χωρίς να τον έχει γεννήσει σαρκοφόρο, θα μπορούσε να γίνει χώμα, και να υποστεί τη φθορά, μετά από τόσα και τέτοια θαύματα, που την έκαναν υπερτέλεια και όντως υπερκόσμια κατά το σώμα; Και πως μπορεί νάναι λογικό κάτι τέτοιο σε όσους σκέπτονται λογικά; Γιαυτό, το σώμα που γέννησε τον Θεό εύκολα συνδοξάζεται με το γέννημα με δόξα θεοπρεπή, και συνανασταίνεται μαζί με τον προηγουμένως αναστάντα τριήμερο Χριστό η κιβωτός του αγιάσματός του, κατά το προφητικό άσμα. Απόδειξη δε της εκ νεκρών αναστάσεώς της στους μαθητές καθίστανται τα σιντόνια και τα εντάφια, τα μόνα που απέμειναν στον τάφο, τα μόνα που βρέθηκαν μέσα του απ΄ όσους ήλθαν αναζητώντας, όπως προηγουμένως συνέβη στον Υιό και Δεσπότη. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε να παραμείνει έστω και λίγο στη γη, όπως ο Υιός και Θεός. Γιαυτό ανελήφθη αμέσως από τον τάφο προς τον υπερουράνιο χώρο, απ΄ όπου πάλι ακτινοβολεί μέχρι τη γη φωτεινότατες και θειότατες μαρμαρυγές και χάριτες, καταφωτίζοντας από εκεί όλα τα επίγεια πέρατα, και προσκυνουμένη, θαυμαζομένη και υμνουμένη απ΄ όλους τους πιστούς. Επειδή, λοιπόν, ο Θεός θέλησε να αποδείξει μια εικόνα κάθε καλού, και να δείξει καθαρά την εικόνα του σε αγγέλους και ανθρώπους, γιαυτό οικοδόμησε αυτήν, την όντως πάγκαλη, συγκεντρώνοντας όλα τα χαρίσματα που είχε διαμοιράσει για τη διακόσμηση του κόσμου. Έκανε ένα κοινό στολίδι ορατών και αοράτων αγαθών, ή μάλλον ανέδειξε μια ανωτέρα καλλονή, κράμα όλων των θείων και αγγελικών και ανθρωπίνων καλών, κοινό στολίδι και στους δύο κόσμους, το οποίο τώρα ανέρχεται απ΄ τη γη, φθάνει στον ουρανό, τον υπερβαίνει, με την ανάληψή της απ΄ τον τάφο στον ουρανό, και συνενώνει τα κάτω με τα άνω, και συμπεριλαμβάνει το παν με τα θαύματα περί αυτής, κι έτσι, αυτό το ίδιο το «βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένη», δηλαδή η γεύση του θανάτου, καθώς προείπαμε, επαύξησε την υπεροχή της Θεομήτορος έναντι όλων. Γιαυτό και δικαίως τα πάντα συγκροτούν και συνεργάζονται σήμερα. Έπρεπε, λοιπόν, αυτή που εχώρησε αυτόν που πληροί τα πάντα και είναι πέρα από το παν, να φθάσει κι αυτή τα πάντα, και να εξέλθει πέρα απ΄ τα πάντα με τις δικές της αρετές και με το μέγεθος του αξιώματος. Ως εκ τούτου, όσα χαρίσματα ήσαν αρκετά να διαμοιραστούν στους ανά τους αιώνες τελείους, ώστε να γίνουν τέλειοι, και όσα χαρίσματα έχουν κατά μέρος όλοι οι άγγελοι και οι άνθρωποι που χαριτώθηκαν απ΄ το Θεό, όλα αυτά τα κατέχει η Θεοτόκος, και μόνο αυτή τα έχει όλα και υπερπερισσεύει όσο είναι αδύνατο να περιγράψουμε. Μα τώρα έχει κι αυτό παραπάνω απ΄ όλους, το χάρισμα να απαθανατιστεί μετά το θάνατο, να κατοικεί μόνη της με το σώμα της στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό, κι από εκεί τώρα να αναβλύζει αφθονωτάτη τη χάρι σ΄ όσους την τιμούν, χαρίζοντας το ίδιο χάρισμα, τη δυνατότητα να ανατείνονται προς αυτήν, αφού είναι δίσκος τέτοιων χαρίτων. Επί πλέον δε χορηγεί άφθονα τα ανώτερα δώρα λόγω αγαθότητος, και ποτέ δεν παύει να μας δίνει κάθε τι ωφέλιμο άφθονα και τέλεια. Αν κάποιος ατενίσει αυτή τη συνδρομή και χορηγία κάθε αγαθού, θα πει ότι αυτό που κάνει ο ήλιος με το αισθητό φως σε όσους ζουν κάτω απ΄ αυτόν, το ίδιο κάνει η Παρθένος με την αρετή σε όσους ζουν ενάρετα. Κι αν σηκώσει το βλέμμα της διανοίας του προς τον Ήλιο που ανέτειλε εξαίσια στους ανθρώπους από αυτήν την Παρθένο, ο οποίος τα έχει όλα και υπερέχει κατά φύση σ΄ αυτά που εκείνη έχει κατά χάρι, αμέσως η Παρθένος θ΄ αναφανεί ουρανός. Και τόσο πολύ κατέχει σαφέστερα την κληρονομία όλων των αγαθών από τους χαρισματούχους κάτω και πάνω απ΄ τον ουρανό, όσο μεγαλύτερος είναι ο ουρανός από τον ήλιο, κι όσο λαμπρότερος είναι ο ήλιος απ΄ τον ουρανό. Ποιος λόγος θα περιγράψει το θεαυγές σου κάλλος, θεομήτορ Παρθένε; Αδύνατον να ορίσουμε τα δικά σου με λόγους και συλλογισμούς. Όλα υπερβαίνουν νου και λόγο. Μα μπορούμε να τα εξυμνήσουμε, αφού εσύ το αποδέχεσαι φιλάνθρωπα. Εσύ είσαι χωρίον όλων των χαρίτων, και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας, πίνακας, εικόνα έμψυχη κάθε αγαθού, κάθε χρηστότητος, γιατί μόνο εσύ απ΄ όλους αξιώθηκες να λάβεις συνολικά τα χαρίσματα του Πνεύματος. Ακόμα περισσότερο, μόνο εσύ είχες παράδοξα ένοικο μέσα στα σπλάγχνα σου τον κάτοχο των θησαυρών όλων των χαρισμάτων, κι έγινες παράδοξη σκηνή του. Κι από δω και τώρα προχώρησες δια θανάτου προς την αθανασία, μετέστης δικαίως απ΄ τη γη στον ουρανό, για να είσαι πάντα σύσκηνος μαζί του στα υπερουράνια σκηνώματα, να φροντίζεις τον Κύριο για όλους μας με τις ακοίμητες πρεσβείες προς αυτόν. Η Θεοτόκος πλέον είναι η πλησιέστερη απ΄ όσους πλησιάζουν τον Κύριο, γιαυτό και αυτή μόνο αξιώθηκε να έχει τις μεγαλύτερες πρεσβείες απ΄ όλους. Εννοώ όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά κι αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. Διότι ο Ησαϊας γράφει περί της ανωτάτης ταξιαρχίας: «Και τα Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού», ενώ περί της Θεοτόκου λέει ο Δαβίδ: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτήν μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της τάξεως ως προς την αξία. Γύρω απ΄ το Θεό τα Σεραφείμ. Κοντά σ΄ αυτόν μόνο η παντοβασίλισσα. Αυτή θαυμάζεται κι εγκωμιάζεται απ΄ τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος μοιάζει σαν να κηρύττει αυτήν στις δυνάμεις γύρω του και να λέει κατά το γραφικό στο Άσμα των Ασμάτων: «Τι καλή η πλησίον μου;». Πιο λαμπρή κι απ΄ το φως, πιο ανθισμένη κι απ΄ τους θείους παραδείσους, πιο κοσμημένη από κάθε ορατό και αόρατο κόσμο. Όχι μόνο πλησίον, αλλά και εύλογα εκ δεξιών. Διότι εκεί που κάθισε ο Χριστός στους ουρανούς, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί τώρα κι αυτή στέκεται, μετά την ανάβαση απ΄ τη γη στους ουρανούς, όχι μόνο επειδή ποθεί και αντιποθείται περισσότερο από κάθε άλλον, ούτε μόνο απ΄ αυτούς τους φυσικούς θεσμούς, αλλά και επειδή είναι αληθινός θρόνος του Υιού. Κι όπου κάθεται ο βασιλεύς, εκεί στέκεται και ο θρόνος του. Αυτό το θρόνο έβλεπε και ο Ησαϊας ανάμεσα σ΄ εκείνο το χερουβικό χορό, και τον ονόμασε υψηλό και επηρμένο, υποδηλώνοντας την υπέρβαση της Θεομήτορος ως προς τις ουράνιες δυνάμεις. Γιαυτό, και εισάγει τους ίδιους τους αγγέλους να δοξάσουν μέσω αυτής τον Θεό, και να λένε: «Ευλογημένη η δόξα Κυρίου από του τόπου αυτού». Ο δε Πατριάρχης Ιακώβ, βλέποντας τον τόπο τούτο σκιωδώς, είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος· ουκ έστι τούτο αλλ΄ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού». Ο δε Δαβίδ, συγκεντρώνοντας κοντά του από παντού τα πλήθη των σεσωσμένων, και χρησιμοποιώντας σαν κάποιες χορδές ή σαν διαφορετικούς φθόγγους όσους ενώθηκαν από διάφορα γένη σε μια πίστη χάριν αυτής της Αειπαρθένου, ανακρούει το παναρμόνιο μέλος, για να την εξυμνήσει: «Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος». Βλέπετε ότι όλη η κτίση μεγαλύνει αυτήν την Μητροπαρθένο, όχι μόνο σε χρόνια περασμένα, αλλά «εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος;». Πρέπει ασφαλώς να εννοήσουμε απ΄ αυτό ότι ούτε κι εκείνη θα πάψει να ευεργετεί αιώνια κάθε κτίση, όχι μόνο τη δική μας, αλλά και αυτές τις άϋλες και υπερφυείς ταξιαρχίες. Διότι το γεγονός ότι και αυτές, όπως και εμείς, μόνο δια της Θεοτόκου μετέχουν κι αγγίζουν τον Θεό, εκείνη την ανέγγιχτη φύση, ο Ησαϊας το εδήλωσε τηλαυγώς. Διότι είδε το Σεραφείμ που έλαβε τον άνθρακα εκ του θυσιαστηρίου όχι άμεσα, αλλά με τη λαβίδα, με την οποία άγγιξε και τα προφητικά χείλη, δίνοντας την κάθαρση. Κι αυτό το θαύμα της λαβίδος είναι το ίδιο μ΄ εκείνο το μεγάλο θέαμα που είδε ο Μωϋσής, τη βάτο αναμμένη με πυρ και μη καταφλεγομένη. Ποιος δεν ξέρει ότι η Παρθενομήτωρ είναι κι εκείνη η βάτος κι αυτή η λαβίδα, η οποία συνέλαβε απυρπολήτως το θείο πυρ, και ότι και σ΄ αυτό διακόνησε ο αρχάγγελος κατά τη σύλληψη, και ακόμα ότι συνήψε τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου δι΄ αυτής προς το ανθρώπινο γένος, και πως ο Κύριος καθάρισε το γένος με την απόρρητη συνένωσή του; Συνεπώς μόνο αυτή είναι μεθόριο κτιστής και άκτιστης φύσεως, και κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει τον Θεό, αν δεν καταυγασθεί πραγματικά από αυτήν την θεαυγή λυχνία. Διότι λέγει ότι: «Ο Θεός εν μέσω αυτής, και ου σαλευθήσεται». Αν πάλι κατά το μέτρο της προς Θεόν αγάπης παρέχονται κι οι ανταποδόσεις κι αυτός που αγαπά τον Υιό αγαπάται απ΄ αυτόν κι από τον Πατέρα, και γίνεται καταγώγιο και των δύο, οι οποίοι μυστικώς ενοικούν και εμπεριπατούν μέσα του, σύμφωνα με τη δεσποτική επαγγελία, ποιος μπορεί να τον αγαπήσει περισσότερο από τη μητέρα του; Αυτή όχι μόνο τον εγέννησε μονογενή, αλλά μόνο αυτή ασυνδυάστως, ώστε να διπλασιάζεται το φίλτρο, εν συγκρίσει με εκείνην που συνευρέθη. Ποιος, όμως, μπορεί ν΄ αγαπηθεί τόσο, όσο η μητέρα απ΄ τον Μονογενή, και μάλιστα απ΄ αυτόν που προήλθε απορρήτως απ΄ αυτήν στους εσχάτους αιώνες, όπως και προ αιώνων μόνο εκ του Πατρός; Και πως δεν πολλαπλασιάζεται μαζί με την πρέπουσα διάθεση και η οφειλομένη τιμή προς αυτήν κατά τους νόμους, απ΄ αυτόν που κατήλθε, για να εκπληρώσει το νόμο; Όπως ακριβώς, λοιπόν, μόνο δι΄ αυτής ο Κύριος επεδήμησε, και «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» όντος αθέατος σε όλους προ αυτής, έτσι και στον εξής άληκτο αιώνα κάθε προέλευση φωτοφανείας θείας, και κάθε αποκάλυψη μυστηρίων θείων, και κάθε μορφή πνευματικών χαρισμάτων είναι ανέφικτη σε όλους, χωρίς τη Θεοτόκο. Πρώτη αυτή δέχεται το πλήρωμα εκείνου που πληροί τα πάντα και φθάνει σε όλους. Αυτή τον καθιστά εφικτό σε όλους, διανένοντας κατά δύναμη σε καθένα, ανάλογα με το μέτρο της καθαρότητος καθενός. Συνεπώς αυτή είναι ταμείο και πρύτανις του πλούτου της θεότητος. Κι επειδή κι αυτό είναι νόμος αιώνιος στους ουρανούς, να μετέχουν οι κατώτεροι δια των ανωτέρων σ΄ αυτόν που βρίσκεται πέρα απ΄ τα όντα, ενώ ανωτέρα όλων σε ασύγκριτο βαθμό είναι η Παρθενομήτωρ, μετέχουν δι΄ αυτής όσοι μετέχουν στον Θεό. Θεωρούν αυτήν χώρα του αχωρήτου όσοι γνωρίζουν τον Θεό. Υμνούν αυτήν μετά τον Θεό όσοι υμνούν τον Θεό. Αυτή είναι αιτία των προγενεστέρων της, προστάτις των μεταγενεστέρων της, πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι των προφητών υπόθεση, των Αποστόλων αρχή, των Μαρτύρων εδραίωμα, των διδασκάλων θεμέλιο. Αυτή είναι των επιγείων η δόξα, των επουρανίων η τερπνότης, το εγκαλλώπισμα όλης της κτίσεως. Αυτή είναι η αρχή, πηγή και ρίζα των απορρήτων αγαθών. Αυτή είναι η κορυφή και η τελειοποίηση κάθε αγίου. Ω, Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως ν΄ αφηγηθώ το πλήρωμά σου; Πώς να σε δοξάσω, τον της δόξης θησαυρό; Η μνήμη σου και μόνο αγιάζει τον πιστό. Η νεύση και μόνο σε σένα κάνει το νου φωτεινότερο, ανεβάζοντάς τον σε ύψος θείο. Δια σου δοξάζεται το όμμα της διανοίας. Δια σου καταλάμπεται το πνεύμα με την επέλευση του θείου Πνεύματος. Έγινες ταμιούχος και σκεύος χαρίτων, όχι για να τα κρατήσεις μόνο για τον εαυτόν σου, αλλά για να γεμίσεις από χάρι τα σύμπαντα. Διότι ο ταμίας των ακενώτων θησαυρών επιτροπεύει στη διανομή. Τι χρειάζεται να κλειδώσει το θησαυρό, αφού δεν ελαττώνεται; Μετάδοσε, λοιπόν, πλούσια το έλεος και τη χάρι σου σε όλο το λαό, σε όλο τον κλήρο σου, Δέσποινα. Διάλυσε τα τυραννικά δεινά. Βλέπεις με πόσα και ποια βάσανα κατατρυχόμαστε, δικά μας και ξένα, απ΄ έξω κι από μέσα. Μετάστρεψέ τα όλα με τη δύναμή σου προς το καλύτερο, εξημερώνοντας τους εντοπίους και ομογενείς μεταξύ τους, και απελαύνοντας τους επιτιθεμένους απ΄ έξω σαν νάταν άγρια θηρία. Αντιμέτρησε τη βοήθεια και την ιατρεία σου στα δικά μας πάθη, διανέμοντας άφθονη τη χάρι, στις ψυχές και στα σώματα, διαρκή σε όλους. Κι αν δεν την αντέχουμε, κάνε μας ανθεκτικώτερους, και έτσι επιμέτρησε, ούτως ώστε, σωζόμενοι και δυναμούμενοι απ΄ τη χάρι σου, να δοξάζουμε τον προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για χάρη μας, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν.
Επειδή, όμως, είναι αδύνατο ν΄ αφηγηθούμε τα υπέρλογα, μα είναι δυνατό να τα υπομνήσουμε λόγω της φιλανθρωπίας αυτών, που υμνούνται, μπορούμε να μη αγγίξουμε καθόλου τα ανέγγιχτα και να αποδώσουμε συγχρόνως την οφειλή με τους λόγους και να προσφέρουμε πάλι με τους κατά δύναμιν ύμνους τον πόθο προς τη Θεομήτορα. Αν λοιπόν είναι τίμιος ο θάνατος των οσίων και «μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων», πόσο μάλλον μας ταιριάζει να εξυμνήσουμε με τα μεγαλύτερα εγκώμια τη μνήμη της των αγίων αγίας, δια της οποίας προήλθε όλος ο αγιασμός στους αγίους; Εννοώ ασφαλώς τη μνήμη της Αειπαρθένου και Θεομήτορος. Αυτό λοιπόν κάνουμε στη σημερινή εορτή και τιμάμε την αγία της κοίμηση ή μεταβίωση, που έγινε σήμερα, κατά την οποία η Παναγία, «βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένη», υπερήλθε ασυγκρίτως και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις πάνω απ΄ αυτούς με την εγγύτητα προς τον επί πάντων Θεό και με τα θαύματα, που γράφτηκαν προαιωνίως και τελέσθηκαν σ΄ αυτήν. Διότι για χάρη της έγιναν θαυματουργίες, που προφανέρωναν το μελλοντικό μέγα θαύμα της οικουμένης, δηλαδή την ίδια την Αειπάρθενο Θεομήτορα. Για χάρη της έγιναν μεταβολές γενεών και πραγμάτων, που προετοίμαζαν το τέλος του δικού της καινούργιου μυστηρίου. Για χάρη της ετέθησαν θεσμοί Πνεύματος, που προδιατυπώνουν πολυτρόπως τη μέλλουσα αλήθεια. Και τέλος των πραγμάτων, ή μάλλον αρχή και ρίζα των επέκεινα θαυμάτων είναι η τελεσφόρος επαγγελία του Θεού προςτον Ιωακείμ και την Άννα, δηλαδή προς τους τότε τελείους στην αρετή, ότι θα γεννήσουν σε βαθειά γεράματα, θα αναζωογονηθούν οι άγονοι, και ότι θα γεννήσουν αυτήν, που θα γεννήσει ασπόρως εκείνον, που γεννήθηκε προαιωνίως απ΄ το Θεό Πατέρα αχρόνως. Ακολουθεί πάλι μια ευχή από τους παραδόξως γεννήτορες ότι θα ανταποδώσουν το ίδιο το δεδομένο τέκνο παραδοξότερα στον δοτήρα. Μ΄ αυτή την επάξια ευχή πραγματώνεται εξαίσια μετοίκηση της Θεομήτορος από βρέφος ακόμα απ΄ τον οίκο του πατέρα στον οίκο του Θεού, παράδοξη διαμονή για πολλά χρόνια στα ίδια τα άγια των αγίων, κι εκεί χορηγία τροφής απορρήτου δια της επιστασίας του αγγέλου, την οποία τροφή ούτε ο Αδάμ δεν έφτασε να γευτεί. Επειδή δεν θα ξέπεφτε απ΄ τη ζωή, όπως δεν ξέπεσε αυτή η Πάναγνος, μολονότι βέβαια, για χάρη του και για να αποδειχθεί πως ήταν απόγονός του, υπέκυψε για λίγο στο νόμο του θανάτου, όπως ο υιός της. Μα τώρα αυτή μετέβη απ΄ τη γη στον ουρανό. Μετά από την απόρρητη εκείνη τροφή, γίνεται μυστικωτάτη μνηστεία οικονομίας σε αυτή την Παρθένο και παράδοξος χαιρετισμός υπέρλογος από αρχάγγελο, που κατέβηκε από άνω και Θεού μηνύματα και προσφωνήσεις αντίστροφα της καταδίκης της Εύας και του Αδάμ, και θεραπευτικά της δικής τους κατάρας, που τη μεταστρέφουν σ΄ αυτή την ευλογία. Διότι επεθύμησε το μυστικό κάλλος της Αειπαρθένου αυτής ο του παντός βασιλεύς, καθώς ο Δαβίδ προσεφώνησε και «κλίνας τους ουρανούς κατέβη» και την επεσκίασε και ακόμα περισσότερο κατοίκησε μέσα της η ενυπόστατη Δύναμη του Υψίστου. Μα δεν έδειξε την παρουσία του δια γνόφου και πυρός, όπως στο θεόπτη Μωϋσή, ούτε δια λαίλαπος και νεφέλης, όπως στον προφήτη Ηλία, αλλά άμεσα, χωρίς κανένα παραπέτασμα, η του Υψίστου Δύναμη επισκιάζει την πανυπέραγνω και παρθενική κοιλία, χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσα, ούτε αέρας, ούτε αιθέρας, μήτε κάτι αισθητό ή υπεραισθητό. Αυτό πλέον δεν είναι επισκίαση, αλλά απεναντίας ένωση. Κι επειδή συμβαίνει πάντα αυτό, που σκιάζει να αποτυπώνει τη μορφή και τον τύπο του στο επισκιαζόμενο, δεν έγινε μόνο ένωση, αλλά και μόρφωση στη κοιλία. Και αυτό που μορφοποιήθηκε από τα δύο, απ΄ τη δύναμη του Υψίστου κι απ΄ την Παναγία εκείνη παρθενική κοιλία, ήταν Λόγος Θεού σαρκωμένος. Έτσι εσκήνωσε μέσα της απορρήτως και προήλθε απ΄ αυτήν σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού και «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», θεοποιώντας τη φύση μας και χαρίζοντάς μας, κατά τον θείο Απόστολο, όλα εκείνα, «εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι». Και αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπερένδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, την οποία αδυνατεί να κατανοήσει κάθε νους και λόγος, έστω κι αν είναι αγγελικός. Αλλά ποιος λόγος θα μπορέσει πάλι να διηγηθεί τα μετά τον απόρρητο τοκετό; Συνεργούσε και συνέπασχε με την δι΄ αυτής υψοποιό κένωση του Λόγου του Θεού, συνδοξαζόταν, συνυψωνόταν δικαίως μαζί του, συμμετέχοντας πάντα στις υπερφυείς προσθήκες των μεγαλείων. Αλλά και μετά την άνοδο του εξ αυτής σαρκωθέντος στους ουρανούς, ανταποκρινόταν με καρτερικές και ποικιλόμορφες ασκήσεις σε όσα υπέρνοα και υπέρλογα μεγαλεία επιτέλεσε σε αυτήν ο υιός της. Αυτή μόνο ήταν στήριγμα όλων και συνάμα παρηγορία, με τα λόγια, με την όψη, με την πολύμορφη διακονία στο Ευαγγελικό κήρυγμα, με τις προσευχές και τις φροντίδες για όλο τον κόσμο και με τις προτροπές και νουθεσίες της προς τους θεοκήρυκες σε όλα τα πέρατα της γης. Έτσι ασκούσε βίο υπέρμετρα αγωνιστικό, και πολιτεία πέρα απ΄ το νου και λόγο. Γι΄ αυτό λοιπόν κι ο θάνατός της ήταν ζωηφόρος, που την μεταβίβασε σε ουράνια κι αθάνατη ζωή και η μνήμη του είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, όχι μόνο ανανεώνοντας τη μνήμη των θαυμάτων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτοντας την κοινή και καινή συνδρομή των ιερών Αποστόλων απ΄ όλα τα έθνη στην ιερωτάτη κηδεία της, τους θεοφαντορικούς ύμνους των θεολήπτων εκείνων για χάρη της, τις αγγελικές επιστασίες και περί αυτήν χοροστασίες και λειτουργίες, με αγγέλους, που προέπεμπαν, ακολουθούσαν, συνέπρατταν, ανταπέδιδαν, βοηθούσαν, βοηθούντο και συνεργούσαν μεν και συνέψαλλαν με όλη τη δύναμή τους με όσους ποικιλοτρόπως τιμούσαν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του δικού μας γένους, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως, ενώ πολεμούσαν και αντιτάσσονταν με αόρατα χέρια εναντίον των Ιουδαίων, που επενέβαιναν και αντιτίθεντο με θεομάχα χέρια και γνώμες. Ο ίδιος ο Κύριος Σαββαώθ και υιός αυτής της αειπαρθένου ήταν αοράτως παρών, και απέδιδε την εξόδιο τιμή στην Μητέρα, η οποία εναπέθετε το θεοφόρο πνεύμα της στα χέρια του. Μετά από λίγο, το σύζυγο εκείνο σώμα της με το πνεύμα της θα το μετέθετε σε αείζωο και ουράνιο χώρο, εκεί όπου μέχρι τώρα βρίσκεται και ο Κύριος εύλογα και κατάλληλα ως απαρχή. Πολλοί βέβαια άνθρωποι ανά τους αιώνες απόλαυσαν θεία ευμένεια, δόξα και δύναμη, ώστε και ο Δαβίδ να λέει: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών. Εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Πολλοί απέκτησαν πλούτο, κατά τον Σολομώντα και «πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν». Αυτή, όμως, υπέρκειται και υπερέβη όλους κι όλες τόσο πολύ, ώστε είναι αδύνατον να περιγράψουμε. Διότι αυτή μόνο στάθηκε μεταξύ Θεού και όλου του ανθρωπίνου γένους. Και έκανε τον μεν Θεό υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού, ουρανοποιώντας τη γη και θεώνοντας το γένος. Μόνο αυτή αναδείχθηκε μητέρα εκ φύσεως Θεού εντελώς υπερφυσικά και υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος με τον άφραστο τοκετό της. Κι έτσι ανύψωσε με τον εαυτό της όλους τους κατωτέρους της και ανέδειξε τους επιγείους υπηκόους ουρανίους αντί επιγείων, ενώ η ίδια μετέσχε ανωτέρας αξίας και υπερτέρας δυνάμεως. Και δια της χειροτονίας του αγίου Πνεύματος εκ των ουρανών, κατέστη υψηλών υψηλοτάτη και μακαρίου γένους μακαριωτάτη βασίλισσα. Τώρα πια και τον ουρανό ως πρέπον οικητήριο, ως αρμόζον βασίλειο, στον οποίο σήμερα μετέστη από τη γη, και «παρέστη εκ δεξιών του παμβασιλέως εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη», σύμφωνα με τα λόγια του ψαλμωδού προφήτη περί αυτής. Θεώρησε, όμως, ως ιματισμό διάχρυσο το θεαυγές της σώμα, πεποικιλμένο με παντός είδους αρετές. Μόνη αυτή, λοιπόν, έχει τώρα τον ουράνιο χώρο με το θεοδόξαστο σώμα της κοντά στον Υιό. Διότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει καθόλου η γη ο τάφος κι ο θάνατος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της, το αγαπητότερο κατοικητήριο κι απ΄ τον ουρανό κι απ΄ τον ουρανό των ουρανών. Διότι, εάν η ψυχή, που είχε ένοικο τη χάρι του Θεού, ανέρχεται στον ουρανό αφήνοντας τα γήινα, όπως τούτο είναι προφανές από πολλές πηγές, και το πιστεύουμε, πως δεν ανελήφθη το σώμα της, που όχι μόνο έλαβε μέσα του τον προαιώνιο και μονογενή υιό του Θεού, την ανέναο πηγή της χάριτος, αλλά και αναφάνηκε γεννητικό σώμα γι΄ αυτόν;Αυτή που από τριών χρόνων ακόμα κατοικούσε στα άγια των αγίων, χωρίς να έχει μέσα της τον υπερουράνιο, και χωρίς να τον έχει γεννήσει σαρκοφόρο, θα μπορούσε να γίνει χώμα, και να υποστεί τη φθορά, μετά από τόσα και τέτοια θαύματα, που την έκαναν υπερτέλεια και όντως υπερκόσμια κατά το σώμα; Και πως μπορεί νάναι λογικό κάτι τέτοιο σε όσους σκέπτονται λογικά; Γιαυτό, το σώμα που γέννησε τον Θεό εύκολα συνδοξάζεται με το γέννημα με δόξα θεοπρεπή, και συνανασταίνεται μαζί με τον προηγουμένως αναστάντα τριήμερο Χριστό η κιβωτός του αγιάσματός του, κατά το προφητικό άσμα. Απόδειξη δε της εκ νεκρών αναστάσεώς της στους μαθητές καθίστανται τα σιντόνια και τα εντάφια, τα μόνα που απέμειναν στον τάφο, τα μόνα που βρέθηκαν μέσα του απ΄ όσους ήλθαν αναζητώντας, όπως προηγουμένως συνέβη στον Υιό και Δεσπότη. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε να παραμείνει έστω και λίγο στη γη, όπως ο Υιός και Θεός. Γιαυτό ανελήφθη αμέσως από τον τάφο προς τον υπερουράνιο χώρο, απ΄ όπου πάλι ακτινοβολεί μέχρι τη γη φωτεινότατες και θειότατες μαρμαρυγές και χάριτες, καταφωτίζοντας από εκεί όλα τα επίγεια πέρατα, και προσκυνουμένη, θαυμαζομένη και υμνουμένη απ΄ όλους τους πιστούς. Επειδή, λοιπόν, ο Θεός θέλησε να αποδείξει μια εικόνα κάθε καλού, και να δείξει καθαρά την εικόνα του σε αγγέλους και ανθρώπους, γιαυτό οικοδόμησε αυτήν, την όντως πάγκαλη, συγκεντρώνοντας όλα τα χαρίσματα που είχε διαμοιράσει για τη διακόσμηση του κόσμου. Έκανε ένα κοινό στολίδι ορατών και αοράτων αγαθών, ή μάλλον ανέδειξε μια ανωτέρα καλλονή, κράμα όλων των θείων και αγγελικών και ανθρωπίνων καλών, κοινό στολίδι και στους δύο κόσμους, το οποίο τώρα ανέρχεται απ΄ τη γη, φθάνει στον ουρανό, τον υπερβαίνει, με την ανάληψή της απ΄ τον τάφο στον ουρανό, και συνενώνει τα κάτω με τα άνω, και συμπεριλαμβάνει το παν με τα θαύματα περί αυτής, κι έτσι, αυτό το ίδιο το «βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένη», δηλαδή η γεύση του θανάτου, καθώς προείπαμε, επαύξησε την υπεροχή της Θεομήτορος έναντι όλων. Γιαυτό και δικαίως τα πάντα συγκροτούν και συνεργάζονται σήμερα. Έπρεπε, λοιπόν, αυτή που εχώρησε αυτόν που πληροί τα πάντα και είναι πέρα από το παν, να φθάσει κι αυτή τα πάντα, και να εξέλθει πέρα απ΄ τα πάντα με τις δικές της αρετές και με το μέγεθος του αξιώματος. Ως εκ τούτου, όσα χαρίσματα ήσαν αρκετά να διαμοιραστούν στους ανά τους αιώνες τελείους, ώστε να γίνουν τέλειοι, και όσα χαρίσματα έχουν κατά μέρος όλοι οι άγγελοι και οι άνθρωποι που χαριτώθηκαν απ΄ το Θεό, όλα αυτά τα κατέχει η Θεοτόκος, και μόνο αυτή τα έχει όλα και υπερπερισσεύει όσο είναι αδύνατο να περιγράψουμε. Μα τώρα έχει κι αυτό παραπάνω απ΄ όλους, το χάρισμα να απαθανατιστεί μετά το θάνατο, να κατοικεί μόνη της με το σώμα της στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό, κι από εκεί τώρα να αναβλύζει αφθονωτάτη τη χάρι σ΄ όσους την τιμούν, χαρίζοντας το ίδιο χάρισμα, τη δυνατότητα να ανατείνονται προς αυτήν, αφού είναι δίσκος τέτοιων χαρίτων. Επί πλέον δε χορηγεί άφθονα τα ανώτερα δώρα λόγω αγαθότητος, και ποτέ δεν παύει να μας δίνει κάθε τι ωφέλιμο άφθονα και τέλεια. Αν κάποιος ατενίσει αυτή τη συνδρομή και χορηγία κάθε αγαθού, θα πει ότι αυτό που κάνει ο ήλιος με το αισθητό φως σε όσους ζουν κάτω απ΄ αυτόν, το ίδιο κάνει η Παρθένος με την αρετή σε όσους ζουν ενάρετα. Κι αν σηκώσει το βλέμμα της διανοίας του προς τον Ήλιο που ανέτειλε εξαίσια στους ανθρώπους από αυτήν την Παρθένο, ο οποίος τα έχει όλα και υπερέχει κατά φύση σ΄ αυτά που εκείνη έχει κατά χάρι, αμέσως η Παρθένος θ΄ αναφανεί ουρανός. Και τόσο πολύ κατέχει σαφέστερα την κληρονομία όλων των αγαθών από τους χαρισματούχους κάτω και πάνω απ΄ τον ουρανό, όσο μεγαλύτερος είναι ο ουρανός από τον ήλιο, κι όσο λαμπρότερος είναι ο ήλιος απ΄ τον ουρανό. Ποιος λόγος θα περιγράψει το θεαυγές σου κάλλος, θεομήτορ Παρθένε; Αδύνατον να ορίσουμε τα δικά σου με λόγους και συλλογισμούς. Όλα υπερβαίνουν νου και λόγο. Μα μπορούμε να τα εξυμνήσουμε, αφού εσύ το αποδέχεσαι φιλάνθρωπα. Εσύ είσαι χωρίον όλων των χαρίτων, και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας, πίνακας, εικόνα έμψυχη κάθε αγαθού, κάθε χρηστότητος, γιατί μόνο εσύ απ΄ όλους αξιώθηκες να λάβεις συνολικά τα χαρίσματα του Πνεύματος. Ακόμα περισσότερο, μόνο εσύ είχες παράδοξα ένοικο μέσα στα σπλάγχνα σου τον κάτοχο των θησαυρών όλων των χαρισμάτων, κι έγινες παράδοξη σκηνή του. Κι από δω και τώρα προχώρησες δια θανάτου προς την αθανασία, μετέστης δικαίως απ΄ τη γη στον ουρανό, για να είσαι πάντα σύσκηνος μαζί του στα υπερουράνια σκηνώματα, να φροντίζεις τον Κύριο για όλους μας με τις ακοίμητες πρεσβείες προς αυτόν. Η Θεοτόκος πλέον είναι η πλησιέστερη απ΄ όσους πλησιάζουν τον Κύριο, γιαυτό και αυτή μόνο αξιώθηκε να έχει τις μεγαλύτερες πρεσβείες απ΄ όλους. Εννοώ όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά κι αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. Διότι ο Ησαϊας γράφει περί της ανωτάτης ταξιαρχίας: «Και τα Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού», ενώ περί της Θεοτόκου λέει ο Δαβίδ: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτήν μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της τάξεως ως προς την αξία. Γύρω απ΄ το Θεό τα Σεραφείμ. Κοντά σ΄ αυτόν μόνο η παντοβασίλισσα. Αυτή θαυμάζεται κι εγκωμιάζεται απ΄ τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος μοιάζει σαν να κηρύττει αυτήν στις δυνάμεις γύρω του και να λέει κατά το γραφικό στο Άσμα των Ασμάτων: «Τι καλή η πλησίον μου;». Πιο λαμπρή κι απ΄ το φως, πιο ανθισμένη κι απ΄ τους θείους παραδείσους, πιο κοσμημένη από κάθε ορατό και αόρατο κόσμο. Όχι μόνο πλησίον, αλλά και εύλογα εκ δεξιών. Διότι εκεί που κάθισε ο Χριστός στους ουρανούς, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί τώρα κι αυτή στέκεται, μετά την ανάβαση απ΄ τη γη στους ουρανούς, όχι μόνο επειδή ποθεί και αντιποθείται περισσότερο από κάθε άλλον, ούτε μόνο απ΄ αυτούς τους φυσικούς θεσμούς, αλλά και επειδή είναι αληθινός θρόνος του Υιού. Κι όπου κάθεται ο βασιλεύς, εκεί στέκεται και ο θρόνος του. Αυτό το θρόνο έβλεπε και ο Ησαϊας ανάμεσα σ΄ εκείνο το χερουβικό χορό, και τον ονόμασε υψηλό και επηρμένο, υποδηλώνοντας την υπέρβαση της Θεομήτορος ως προς τις ουράνιες δυνάμεις. Γιαυτό, και εισάγει τους ίδιους τους αγγέλους να δοξάσουν μέσω αυτής τον Θεό, και να λένε: «Ευλογημένη η δόξα Κυρίου από του τόπου αυτού». Ο δε Πατριάρχης Ιακώβ, βλέποντας τον τόπο τούτο σκιωδώς, είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος· ουκ έστι τούτο αλλ΄ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού». Ο δε Δαβίδ, συγκεντρώνοντας κοντά του από παντού τα πλήθη των σεσωσμένων, και χρησιμοποιώντας σαν κάποιες χορδές ή σαν διαφορετικούς φθόγγους όσους ενώθηκαν από διάφορα γένη σε μια πίστη χάριν αυτής της Αειπαρθένου, ανακρούει το παναρμόνιο μέλος, για να την εξυμνήσει: «Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος». Βλέπετε ότι όλη η κτίση μεγαλύνει αυτήν την Μητροπαρθένο, όχι μόνο σε χρόνια περασμένα, αλλά «εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος;». Πρέπει ασφαλώς να εννοήσουμε απ΄ αυτό ότι ούτε κι εκείνη θα πάψει να ευεργετεί αιώνια κάθε κτίση, όχι μόνο τη δική μας, αλλά και αυτές τις άϋλες και υπερφυείς ταξιαρχίες. Διότι το γεγονός ότι και αυτές, όπως και εμείς, μόνο δια της Θεοτόκου μετέχουν κι αγγίζουν τον Θεό, εκείνη την ανέγγιχτη φύση, ο Ησαϊας το εδήλωσε τηλαυγώς. Διότι είδε το Σεραφείμ που έλαβε τον άνθρακα εκ του θυσιαστηρίου όχι άμεσα, αλλά με τη λαβίδα, με την οποία άγγιξε και τα προφητικά χείλη, δίνοντας την κάθαρση. Κι αυτό το θαύμα της λαβίδος είναι το ίδιο μ΄ εκείνο το μεγάλο θέαμα που είδε ο Μωϋσής, τη βάτο αναμμένη με πυρ και μη καταφλεγομένη. Ποιος δεν ξέρει ότι η Παρθενομήτωρ είναι κι εκείνη η βάτος κι αυτή η λαβίδα, η οποία συνέλαβε απυρπολήτως το θείο πυρ, και ότι και σ΄ αυτό διακόνησε ο αρχάγγελος κατά τη σύλληψη, και ακόμα ότι συνήψε τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου δι΄ αυτής προς το ανθρώπινο γένος, και πως ο Κύριος καθάρισε το γένος με την απόρρητη συνένωσή του; Συνεπώς μόνο αυτή είναι μεθόριο κτιστής και άκτιστης φύσεως, και κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει τον Θεό, αν δεν καταυγασθεί πραγματικά από αυτήν την θεαυγή λυχνία. Διότι λέγει ότι: «Ο Θεός εν μέσω αυτής, και ου σαλευθήσεται». Αν πάλι κατά το μέτρο της προς Θεόν αγάπης παρέχονται κι οι ανταποδόσεις κι αυτός που αγαπά τον Υιό αγαπάται απ΄ αυτόν κι από τον Πατέρα, και γίνεται καταγώγιο και των δύο, οι οποίοι μυστικώς ενοικούν και εμπεριπατούν μέσα του, σύμφωνα με τη δεσποτική επαγγελία, ποιος μπορεί να τον αγαπήσει περισσότερο από τη μητέρα του; Αυτή όχι μόνο τον εγέννησε μονογενή, αλλά μόνο αυτή ασυνδυάστως, ώστε να διπλασιάζεται το φίλτρο, εν συγκρίσει με εκείνην που συνευρέθη. Ποιος, όμως, μπορεί ν΄ αγαπηθεί τόσο, όσο η μητέρα απ΄ τον Μονογενή, και μάλιστα απ΄ αυτόν που προήλθε απορρήτως απ΄ αυτήν στους εσχάτους αιώνες, όπως και προ αιώνων μόνο εκ του Πατρός; Και πως δεν πολλαπλασιάζεται μαζί με την πρέπουσα διάθεση και η οφειλομένη τιμή προς αυτήν κατά τους νόμους, απ΄ αυτόν που κατήλθε, για να εκπληρώσει το νόμο; Όπως ακριβώς, λοιπόν, μόνο δι΄ αυτής ο Κύριος επεδήμησε, και «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» όντος αθέατος σε όλους προ αυτής, έτσι και στον εξής άληκτο αιώνα κάθε προέλευση φωτοφανείας θείας, και κάθε αποκάλυψη μυστηρίων θείων, και κάθε μορφή πνευματικών χαρισμάτων είναι ανέφικτη σε όλους, χωρίς τη Θεοτόκο. Πρώτη αυτή δέχεται το πλήρωμα εκείνου που πληροί τα πάντα και φθάνει σε όλους. Αυτή τον καθιστά εφικτό σε όλους, διανένοντας κατά δύναμη σε καθένα, ανάλογα με το μέτρο της καθαρότητος καθενός. Συνεπώς αυτή είναι ταμείο και πρύτανις του πλούτου της θεότητος. Κι επειδή κι αυτό είναι νόμος αιώνιος στους ουρανούς, να μετέχουν οι κατώτεροι δια των ανωτέρων σ΄ αυτόν που βρίσκεται πέρα απ΄ τα όντα, ενώ ανωτέρα όλων σε ασύγκριτο βαθμό είναι η Παρθενομήτωρ, μετέχουν δι΄ αυτής όσοι μετέχουν στον Θεό. Θεωρούν αυτήν χώρα του αχωρήτου όσοι γνωρίζουν τον Θεό. Υμνούν αυτήν μετά τον Θεό όσοι υμνούν τον Θεό. Αυτή είναι αιτία των προγενεστέρων της, προστάτις των μεταγενεστέρων της, πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι των προφητών υπόθεση, των Αποστόλων αρχή, των Μαρτύρων εδραίωμα, των διδασκάλων θεμέλιο. Αυτή είναι των επιγείων η δόξα, των επουρανίων η τερπνότης, το εγκαλλώπισμα όλης της κτίσεως. Αυτή είναι η αρχή, πηγή και ρίζα των απορρήτων αγαθών. Αυτή είναι η κορυφή και η τελειοποίηση κάθε αγίου. Ω, Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως ν΄ αφηγηθώ το πλήρωμά σου; Πώς να σε δοξάσω, τον της δόξης θησαυρό; Η μνήμη σου και μόνο αγιάζει τον πιστό. Η νεύση και μόνο σε σένα κάνει το νου φωτεινότερο, ανεβάζοντάς τον σε ύψος θείο. Δια σου δοξάζεται το όμμα της διανοίας. Δια σου καταλάμπεται το πνεύμα με την επέλευση του θείου Πνεύματος. Έγινες ταμιούχος και σκεύος χαρίτων, όχι για να τα κρατήσεις μόνο για τον εαυτόν σου, αλλά για να γεμίσεις από χάρι τα σύμπαντα. Διότι ο ταμίας των ακενώτων θησαυρών επιτροπεύει στη διανομή. Τι χρειάζεται να κλειδώσει το θησαυρό, αφού δεν ελαττώνεται; Μετάδοσε, λοιπόν, πλούσια το έλεος και τη χάρι σου σε όλο το λαό, σε όλο τον κλήρο σου, Δέσποινα. Διάλυσε τα τυραννικά δεινά. Βλέπεις με πόσα και ποια βάσανα κατατρυχόμαστε, δικά μας και ξένα, απ΄ έξω κι από μέσα. Μετάστρεψέ τα όλα με τη δύναμή σου προς το καλύτερο, εξημερώνοντας τους εντοπίους και ομογενείς μεταξύ τους, και απελαύνοντας τους επιτιθεμένους απ΄ έξω σαν νάταν άγρια θηρία. Αντιμέτρησε τη βοήθεια και την ιατρεία σου στα δικά μας πάθη, διανέμοντας άφθονη τη χάρι, στις ψυχές και στα σώματα, διαρκή σε όλους. Κι αν δεν την αντέχουμε, κάνε μας ανθεκτικώτερους, και έτσι επιμέτρησε, ούτως ώστε, σωζόμενοι και δυναμούμενοι απ΄ τη χάρι σου, να δοξάζουμε τον προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για χάρη μας, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου