http://agiooros.org/viewtopic.php?f=24&t=11277
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ἀγαποῦμε
τὴ δόξα. Χαιρόμεθα ὅταν ὁ κόσμος μᾶς ἐπαινῇ, λυπούμεθα ὅταν μᾶς κατηγορῇ. Ὅλοι
προσέχουμε τί θὰ πῇ ὁ κόσμος. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος; Ἔχει τόση ἀξία ἡ
κρίσι τοῦ κόσμου; Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Θὰ εἶμαι εὐτυχὴς
ἂν μπορέσω ἕνα λόγο τοῦ ἀποστόλου νὰ σᾶς τὸν ἐξηγήσω ὥστε νὰ τὸν καταλάβετε. Εἶνε
ὁ λόγος «…Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄
Κορ. 4,13).
Ἀλλὰ
καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου, αὐτὰ ἔχουν ἐφαρμογή. Οἱ πιστοὶ περιφρονοῦνται, θεωροῦνται
ἀμελητέα ποσότης. Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸν κόσμο· δὲν διαφέρουμε καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ
τῶν ἀποστόλων. Θὰ σᾶς πῶ μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆτε ποιούς τιμᾷ ὁ κόσμος.
Σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο ἕνα κορίτσι ῥάβει ὅλη νύχτα, γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ τὸ γάλα καὶ τὰ φάρμακα τοῦ πατέρα ποὺ εἶνε ἀνάπηρος. Ποιός δίνει σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡρωΐδα; Κανείς. Μένει ἐκεῖ μὲ μόνη παρηγοριὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὑπάρχουν τέτοια διαμάντια. Δέστε τώρα καὶ τὴν ἄλλη. Γυρίζει στὰ μεγάλα μαγαζιά. Δὲν ἀσχολεῖται ποτέ μέσα στὸ σπίτι, δὲν πιάνει πιάτο νὰ πλύνῃ. Βάφεται κ᾿ εἶνε διαρκῶς στὸν καθρέφτη. Πρωῒ – πρωῒ τὴν Κυριακὴ πηγαίνει στὴ θάλασσα καὶ κολυμπάει ξεγύμνωτη. Ἀπὸ πλὰζ σὲ πλὰζ κι ἀπὸ χορὸ σὲ χορὸ καμαρώνει μὲ τὰ φανταχτερά της ροῦχα. Τὴ βλέπεις «πετάει»· μπαίνει παντοῦ, πλησιάζει ὑπουργοὺς καὶ νομάρχας. Ποιά εἶν᾿ αὐτή; τί ἀξία ἔχει; Ἔχει τὴν ὀμορφάδα τοῦ διαβόλου. Πουλάει τὸ κορμί της. Ἔτσι μαζεύει σὲ μιὰ μέρα ὅσα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ μαζέψῃ ἕνας ἐργάτης σὲ πέντε μῆνες. Κάτι τέτοιες ἔχουν ἄδεια εἰσόδου παντοῦ· οἱ τίμιες κόρες περιφρονοῦνται «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου».
Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ νέο, τὸ εὐλογημένο παιδί; Ἄξιζε νὰ σπουδάσῃ δωρεάν. Μάλλιασε ἡ καρέκλα. Διαβάζει μέρα – νύχτα, προοδεύει. Ἀλλ᾿ ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ βλάκα. Ἐνῷ τὸν ἄλλο, ποὺ ἔκλεισε τὰ βιβλία κ᾿ ἔχει κάθε μέρα σκασιαρχεῖο, τὸν θεωρεῖ ἔξυπνο, γιατὶ ἔχει μπράτσα καὶ πόδια γιὰ κλωτσιές. Αὐτὸς γίνεται ἥρωας, τὸν γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Ἄλλο παράδειγμα. Βλέπεις ἐκείνη τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἄντρα μέθυσο, διεστραμμένο, κι ὅλοι τῆς λένε «Διῶξ᾿ τον»; Αὐτὴ δὲν τὸν διώχνει. Κ᾿ ἐνῷ εἶνε ἕνας ἄγγελος, ὁ κόσμος τὴ θεωρεῖ καθυστερημένη. Τὴν ἄλλη, ποὺ κατορθώνει νὰ τρυπώνῃ σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι, νὰ παίρνῃ τὸν ἄντρα τῆς φιλενάδας της καὶ νὰ διαλύῃ τὸ ἀντρόγυνο, τῆς λένε «μπράβο».
Τὸν βλέπεις τὸ φτωχὸ ἐκεῖνο ὑπάλληλο, ποὺ μὲ τριμμένο παντελόνι μόλις βγάζει τὰ ἔξοδα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του; «Αὐτὸς δὲν ξέρει νὰ ζήσῃ», λένε. Ἐνῷ γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ μὲ πολὺ λιγώτερες ἱκανότητες, ἀλλὰ μὲ κολακεῖες καὶ ἀτιμίες ἔχει τώρα καὶ σπίτι καὶ λιμουζίνα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, λένε· «῎ Εξυπνος ἄνθρωπος». Ἄχ, κόσμε, τί ἄδικη ζυγαριὰ ἔχεις! Τὰ κάρβουνα τὰ κάνεις διαμάντια, καὶ τὰ διαμάντια κάρβουνα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζεται πάντοτε τὸ «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι».
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Ἂν δοῦνε μιὰ οἰκογένεια νὰ τρέχῃ σὲ κέντρα καὶ σὲ θεάματα α σχους, λένε· «Ἐξελιγμένη οἰκογένεια». Ἂν δοῦν ἐσᾶς τὴν Κυριακὴ νὰ σηκώνεστε πρωῒ καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία, ἢ ἂν τολμήσετε στὸ ταξίδι ν᾿ ἀνοίξετε τὴ Σύνοψι ἢ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γελάσουν καὶ θὰ εἰρωνευθοῦν.
Σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο ἕνα κορίτσι ῥάβει ὅλη νύχτα, γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ τὸ γάλα καὶ τὰ φάρμακα τοῦ πατέρα ποὺ εἶνε ἀνάπηρος. Ποιός δίνει σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡρωΐδα; Κανείς. Μένει ἐκεῖ μὲ μόνη παρηγοριὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὑπάρχουν τέτοια διαμάντια. Δέστε τώρα καὶ τὴν ἄλλη. Γυρίζει στὰ μεγάλα μαγαζιά. Δὲν ἀσχολεῖται ποτέ μέσα στὸ σπίτι, δὲν πιάνει πιάτο νὰ πλύνῃ. Βάφεται κ᾿ εἶνε διαρκῶς στὸν καθρέφτη. Πρωῒ – πρωῒ τὴν Κυριακὴ πηγαίνει στὴ θάλασσα καὶ κολυμπάει ξεγύμνωτη. Ἀπὸ πλὰζ σὲ πλὰζ κι ἀπὸ χορὸ σὲ χορὸ καμαρώνει μὲ τὰ φανταχτερά της ροῦχα. Τὴ βλέπεις «πετάει»· μπαίνει παντοῦ, πλησιάζει ὑπουργοὺς καὶ νομάρχας. Ποιά εἶν᾿ αὐτή; τί ἀξία ἔχει; Ἔχει τὴν ὀμορφάδα τοῦ διαβόλου. Πουλάει τὸ κορμί της. Ἔτσι μαζεύει σὲ μιὰ μέρα ὅσα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ μαζέψῃ ἕνας ἐργάτης σὲ πέντε μῆνες. Κάτι τέτοιες ἔχουν ἄδεια εἰσόδου παντοῦ· οἱ τίμιες κόρες περιφρονοῦνται «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου».
Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ νέο, τὸ εὐλογημένο παιδί; Ἄξιζε νὰ σπουδάσῃ δωρεάν. Μάλλιασε ἡ καρέκλα. Διαβάζει μέρα – νύχτα, προοδεύει. Ἀλλ᾿ ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ βλάκα. Ἐνῷ τὸν ἄλλο, ποὺ ἔκλεισε τὰ βιβλία κ᾿ ἔχει κάθε μέρα σκασιαρχεῖο, τὸν θεωρεῖ ἔξυπνο, γιατὶ ἔχει μπράτσα καὶ πόδια γιὰ κλωτσιές. Αὐτὸς γίνεται ἥρωας, τὸν γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Ἄλλο παράδειγμα. Βλέπεις ἐκείνη τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἄντρα μέθυσο, διεστραμμένο, κι ὅλοι τῆς λένε «Διῶξ᾿ τον»; Αὐτὴ δὲν τὸν διώχνει. Κ᾿ ἐνῷ εἶνε ἕνας ἄγγελος, ὁ κόσμος τὴ θεωρεῖ καθυστερημένη. Τὴν ἄλλη, ποὺ κατορθώνει νὰ τρυπώνῃ σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι, νὰ παίρνῃ τὸν ἄντρα τῆς φιλενάδας της καὶ νὰ διαλύῃ τὸ ἀντρόγυνο, τῆς λένε «μπράβο».
Τὸν βλέπεις τὸ φτωχὸ ἐκεῖνο ὑπάλληλο, ποὺ μὲ τριμμένο παντελόνι μόλις βγάζει τὰ ἔξοδα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του; «Αὐτὸς δὲν ξέρει νὰ ζήσῃ», λένε. Ἐνῷ γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ μὲ πολὺ λιγώτερες ἱκανότητες, ἀλλὰ μὲ κολακεῖες καὶ ἀτιμίες ἔχει τώρα καὶ σπίτι καὶ λιμουζίνα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, λένε· «῎ Εξυπνος ἄνθρωπος». Ἄχ, κόσμε, τί ἄδικη ζυγαριὰ ἔχεις! Τὰ κάρβουνα τὰ κάνεις διαμάντια, καὶ τὰ διαμάντια κάρβουνα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζεται πάντοτε τὸ «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι».
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Ἂν δοῦνε μιὰ οἰκογένεια νὰ τρέχῃ σὲ κέντρα καὶ σὲ θεάματα α σχους, λένε· «Ἐξελιγμένη οἰκογένεια». Ἂν δοῦν ἐσᾶς τὴν Κυριακὴ νὰ σηκώνεστε πρωῒ καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία, ἢ ἂν τολμήσετε στὸ ταξίδι ν᾿ ἀνοίξετε τὴ Σύνοψι ἢ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γελάσουν καὶ θὰ εἰρωνευθοῦν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου