Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω ἐδῶ στὴ μνήμη τοῦ προφήτου Ἠλιού.
Λίγοι ἅγιοι τιμῶνται στὴν
πατρίδα μας ὅσο αὐτός. Ἀλλὰ ἡ τιμὴ
στὸ πρόσωπό του ἐπιβάλλει νὰ γνωρίσουμε ποιός ἦταν καὶ νὰ
προσπαθήσουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Θὰ προσπαθήσω νὰ
δώσω μία σκιαγραφία του. Ὁ
προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἅγιος τῆς παλαιᾶς διαθήκης, μεγάλη προσωπικότητα, «ψυχὴ οὐρανομήκης», ὅπως
λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἕνα πνευματικὸ
φῶς (βλ. Ματθ. 5,14), ἕνας φάρος ποὺ ἄναψε ὁ Θεὸς νὰ φωτίζῃ τοὺς ἀνθρώπους
μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ
παρουσιάσουμε ἐδῶ ὅλη τὴ ζωή του. Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιά Διαθήκη στὰ βιβλία Τρίτο (Γ΄, κεφ. 17ο-20ό) καὶ Τέταρτο (Δ΄,κεφ. 2ο) Βασιλειῶν,
ποὺ ἱστοροῦν τὸν βίο του, καὶ θὰ θαυμάσετε· πράγματι εἶνε
ἀξιοθαύμαστος.
Τὸν
θαυμάζει κανεὶς πρῶτα - πρῶτα γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ὁ προφήτης Ἠλίας δὲν εἶχε περιουσία, ἦταν
φτωχός. Δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, γῆ· Γιά σκέψου
το, ἐσὺ ποὺ
μαλώνεις μὲ τὸν
ἀδερφό σου καὶ φτάνεις μέχρι Ἄρειο Πάγο γιὰ μιὰ λουρίδα
γῆς. Δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία, σπίτι νὰ
μείνῃ· ἦταν σὰν τὰ
πουλιὰ που πετοῦν ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρί· ἄλλοτε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἄλλοτε στὴν ὕπαιθρο, ἄλλοτε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη, ἄλλοτε στὴν
ἔρημο, ἄλλοτε στὶς κορυφὲς τῶν
βουνῶν, ἄλλοτε μέσ᾽ στὰ σπήλαια καὶ τὶς
ὀπὲς τῆς γῆς, μόνος - κατάμονος, καταδιωκόμενος ἀπὸ
βασιλιᾶδες. Μόνη περιουσία του ἡ μηλωτή , μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες γίδας ἢ καμήλας, μὰ
ποὺ κάθε τρίχα της ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ μεταξωτὰ κι ἀραχνοΰφαντα καὶ πορφύρες βασιλικές· ὅπου ἄγγιζε αὐτὴ –ἂς μὴν
πιστεύουν οἱ
ἄπιστοι–ἔκανε θαύματα· ἔσχισε τὸν Ἰορδάνη,
καὶ νεκρὸ ἀκόμη ἀνέστησε!
Ὁ
προφήτης Ἠλίας ἔμεινε ξακουστὸς ἀκόμη γιὰ τὰ θαύματά του. Ποῦ νὰ τὰ διηγηθῇ
κανείς! Στὴν ἐποχή του, λόγῳ τῆς ἀσεβείας τοῦ βασιλιᾶ
Ἀχαάβ, ὁ προφήτης Ἠλίας εἶπε· Ὁ Κύριος ποὺ
ὑπηρετῶ δὲν θὰ ξαναστείλῃ βροχὴ παρὰ μόνο ἂν τὸ ζητήσω ἐγώ. Κ᾽ ἔπεσε ἀνομβρία· σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὴ γῆ ἐπὶ 3,5 χρόνια.
Τὸ θεωρεῖτε μικρό; Ἂν
γίνῃ ἀνομβρία, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ
πολιτεῖες· θὰ γυρίζῃς τὴ στρόφιγγα στὸ
σπίτι καὶ νερὸ δὲν θά
᾽ρχεται. Γιατὶ ἐνῷ ἡ κόττα πίνει
μιὰ σταλιὰ νερὸ καὶ σηκώνει τὸ κεφαλάκι της ἐπάνω σὰ νὰ
λέῃ «Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ», ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι· καὶ ὄχι
εὐχαριστῶ δὲ λέμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε. Στὶς Ἰνδίες ἡ Βομβάη, μὲ 4,5 ἑκατομμύρια πληθυσμό, λόγῳ ἀνομβρίας ἦταν ἕτοιμη ν᾽ ἀδειάσῃ, κι ὅταν ἔπεσε βροχὴ βγῆκαν ὅλοι ἔξω καὶ χόρευαν ἀπ᾽ τὴ χαρά τους. Ἄντε, ἄνθρωπε, νὰ κάνῃς ἐσὺ ἐπιστημονικὴ βροχὴ ποὺ λές. Μὰ ἂν τὴν κάνῃς, ἕνα
ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὸ δίνει δωρεάν· ἐκεῖ καταντήσαμε, τ᾽
ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως.
Μὲ μιὰ προσευχή, λοιπόν,
τοῦ Ἠλία ὁ οὐρανὸς ἔκλεισε κ᾽ ἡ γῆ ξεράθηκε. Ὁ ἴδιος κατ᾽ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὸ χείμαρρο Χορράθ. Ἔπινε
νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες καὶ γιὰ φαῒ φρόντιζε Ἐκεῖνος
ποὺ τρέφει τὰ πουλιὰ τ᾽ οὐρανοῦ. Ἂς μὴν πιστεύουν
οἱ ἄπιστοι, τὸ λέει ἡ Βίβλος· κοράκια τοῦ ἔφερναν ψωμὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ κρέας. Ἄκου μυστήριο· ὁ κόρακας, ποὺ ὅλο ἁρπάζει, ἐδῶ νὰ δίνῃ! Συμβολικὸ
αὐτό· ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ μερικὰ γαμψώνυχα «κοράκια»
τῆς κοινωνίας νὰ τὰ κάνῃ νὰ δίνουν.
Στέρεψε ὅμως κάποτε τὸ
ποτάμι καὶ ὁ Κύριος διέταξε τὸν Ἠλία νὰ
μετακινηθῇ ἀπὸ ᾽κεῖ. Πῆγε στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας. Πεινοῦσε,
ὅπως πεινοῦσαν ὅλοι· γιατὶ πεινοῦν καὶ οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί.
Ἐκεῖ βρῆκε μιὰ γυναῖκα χήρα μ᾽ ἕνα παιδὶ μονάκριβο καὶ τῆς λέει·
–Πεθαίνω, δός μου κάτι νὰ φάω.
–Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, λέει αὐτή, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο· δυὸ φοῦχτες ἀλεύρι μοῦ ᾽μειναν καὶ λίγο λάδι· ἀλλ᾽ ἀφοῦ χτύπησες τὴν πόρτα μου, θὰ σοῦ κάνω μιὰ πίττα.
Μεγάλη ἡ πίστι καὶ ἡ
ἐλεημοσύνη της. Ὅταν ὁ προφήτης ἔφαγε,
εὐλόγησε· κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα
ἐκείνη τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι δὲν ἔλειψαν ἀπ᾽
τὸ σπίτι της μέχρι ποὺ
σταμάτησε ἡ ἀνομβρία, γιὰ νὰ ἐπαληθεύουν πάντοτε τὰ λόγια «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ
ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία. Ἅμα εὐλογήσῃ ὁ Θεός, μιὰ γλάστρα τρέφει μιὰ οἰκογένεια· διαφορετικά, κι ὁ κάμπος τῆς
Θεσσαλίας ἕναν ἄνθρωπο δὲν τὸν τρέφει.
Ἐνῷ ὅμως ὁ Ἠλίας
φιλοξενεῖτο στὸ σπίτι τῆς χήρας, τὸ μονάκριβο παιδί της, ἀρρώστησε καὶ πέθανε, καὶ ἡ χήρα
ἔκλαιγε. Τότε αὐτὸς προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε
τὸ νεκρὸ παιδί !
Τέλος ἔλυσε ἕνα μεγάλο
πρόβλημα. Ποιό; Ἡ πίστι τοῦ λαοῦ εἶχε
κλονιστῆ· ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ μὲ
ἐπὶ κεφαλῆς τὸ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ καὶ τὴ βασίλισσα Ἰεζάβελ λάτρευαν ἕνα εἴδωλο, τὸ Βάαλ· γιατὶ «τὸ ψάρι βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι». Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας εἶπε·
–Ἐλᾶτε βασιλιᾶ καὶ βασίλισσα, ἱερεῖς τοῦ
εἰδώλου κ᾽ ἐσεῖς ὁ λαὸς ποὺ
τὸ προσκυνᾶτε· ἐλᾶτε στὴν κορυφὴ τοῦ Καρμήλου. Θὰ χτίσουμε δύο θυσιαστήρια, ἕνα ἐσεῖς γιὰ τὸ Βάαλ καὶ ἕνα ἐγὼ
γιὰ τὸν Κύριο. Θὰ βάλουμε
πάνω τὰ ξύλα καὶ τὸ μοσχάρι, ἀλλὰ φωτιὰ δὲν θ᾽ ἀνάψουμε. Θὰ προσευχηθοῦμε ν᾽ ἀνάψῃ ἡ φωτιὰ μόνη της. Κι ὅπου ἀνάψῃ, ἐκεῖ θὰ
εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Συμφώνησαν. Κι ἄρχισαν πρῶτοι οἱ 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης
νὰ παρακαλοῦν ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ.
–Κοιμᾶται
ὁ θεός σας, τοὺς λέει ὁ Ἠλίας, δὲν ἀκούει,
φωνάξτε πιὸ δυνατά. Ἀποτέλεσμα; Τίποτα. «Οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις» (Γ΄
Βασ. 18,26)·ποιός θεὸς ν᾽ ἀκούσῃ καὶ ν᾽ ἀπαντήσῃ; Ὅταν ἦρθε
ἡ σειρά του, ὁ Ἠλίας τοὺς λέει·
–῾Ρίξτε ἄφθονο
νερό, μουσκέψτε τα ὅλα· πέτρες, μοσχάρι, ξύλα. Καὶ μόλις προσευχήθηκε, φωτιὰ ἔπεσε ἀπ᾽
τὸν οὐρανὸ κ᾽ ἔκαψε τὰ πάντα. Τότε ὅλος ὁ λαὸς ἔπεσε προσκύνησε καὶ εἶπε· Ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἶνε ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία (βλ.
ἔ.ἀ. 18,39).
Θαυμάζω τὸν Ἠλία γιὰ τὴν
ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματά του, τὸν
θαυμάζω ὅμως καὶ γιὰ μία ἀρετὴ ποὺ σπανίζει· γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία
του. Ἦταν ψυχὴ ἀτρόμητη,
στόμα
ἐλεύθερο ποὺ δὲν κάνει
διακρίσεις. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα ὁ
βασιλιᾶς Ἀχαὰβ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔκανε τὸ ἑξῆς. Κοντὰ στὰ κτήματά του ἦταν τὸ ἀμπέλι ἑνὸς φτωχοῦ, τοῦ Ναβουθαί, καὶ ζήτησε
νὰ τὸ ἐξαγοράσῃ. Ὁ φτωχὸς ἀρνήθηκε.
–Ὄχι, λέει, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά, δὲν τὸ δίνω. Ἡ Ἰεζάβελ
ὅμως σκηνοθέτησε συκοφαντία, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ λιθοβολήθηκε, καὶ ὁ βασιλιᾶς ἅρπαξε τὸ κτῆμα. Ποιός νὰ μιλήσῃ, ποιός
νὰ ἐλέγξῃ; Οἱ πληρωμένοι ἱερεῖς; Σιωποῦσαν.
Ὁ ἀκτήμων, ὁ ἀπένταρος, ποὺ εἶχε μόνο μιὰ μηλωτή, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει·
–Βασιλιᾶ, ἀδίκησες καὶ θὰ
τιμωρηθῇς· δὲν θά ᾽χῃ καλὸ τέλος ἡ βασιλεία σου, θὰ σκοτωθῇς, σκυλιὰ θὰ φᾶνε ἐσένα καὶ τὴν Ἰεζάβελ καὶ θὰ
γλείψουν τὸ αἷμα σας… Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὸν θαυμάζω γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸν προφήτη Ἠλία, τὸν θαυμάζω καὶ γιὰ τὸ τέλος του.
Δὲν πέθανε ὅπως ἐμεῖς ποὺ πᾶμε μέσ᾽ στὴ γῆ.
Εἶνε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς διαθήκης ποὺ δὲν εἶχαν φυσικὸ θάνατο. Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ κουβέντιαζε μὲ τὸ μαθητή του τὸν Ἐλισσαῖο, ἕνα ἅρμα πύρινο τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὸν οὐρανό. Κ᾽ εἶνε ἐκεῖ. Παρουσιάστηκε πάλι, ὅπως θὰ τὸν δοῦμε στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, κοντὰ στὸ Χριστὸ νὰ κουβεντιάζῃ μαζί του.
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου.
Ἀλλὰ θέλω νὰ ξέρετε ὅτι, σύμφωνα μὲ
τὶς προφητεῖες τῆς Γραφῆς καὶ τὴν ἑρμηνεία
τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ προφήτης
Ἠλίας θὰ ξανάρθῃ στὴ γῆ.
Δὲν τρέμετε; Ἐγὼ εἶμαι
ἁμαρτωλὸς καὶ τρέμω. Θὰ ξανάρθῃ καὶ θὰ βρῇ τὴ γῆ χίλιες φορὲς χειρότερη ἀπ᾽ ὅ,τι ἦταν στὴν
ἐποχή του. Θὰ δῇ ὅλα τὰ κακά. Καὶ ὁ Ἠλίας
δὲν εἶνε σὰν ἐμᾶς· κρατάει ἀστροπελέκι καὶ μαχαίρι καὶ τσεκούρι. Θὰ
ξανάρθῃ. Θὰ ἐλέγξῃ τοὺς βασιλιᾶδες, τοὺς πλουτοκράτες, τὸν κόσμο ὅλο. Πρὸ παντὸς θὰ τιμωρήσῃ τοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες. Γιατὶ δὲν σᾶς εἶπα τί ἔκανε τότε στὸν Κάρμηλο.
Ἔκανε κάτι φοβερό. Μόλις ἀποδείχθηκε ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἠλίας
ἅρπαξε ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης τοὺς «ἐσθίοντας
τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄Βασ. 18,19), τοὺς κατέβασε στὸ
χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε
ὅλους ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ κοκκίνισε τὸ
ποτάμι. Ἄχ, Χριστὲ καὶ Παναγιά!
Ὅταν
ἔλθῃ ὁ Ἠλίας, δὲν θὰ χαριστῇ σὲ
κανένα· οὔτε σ᾽ ἐμᾶς τοὺς παπᾶδες οὔτε σ᾽ ἐσᾶς τὸ λαό.
Θὰ κατέβῃ. Πῶς θὰ κατεβῇ
μὴ μὲ ρωτᾶτε, εἶνε μεγάλο θέμα. Θὰ κατεβῇ κατὰ διάφορα σχήματα. Θὰ ξανάρθῃ ἐν πυρὶ καὶ ἀστραπαῖς καὶ βρονταῖς· θὰ
πέσῃ ἠλεκτρικὴ σκούπα σ᾽αὐτὴ τὴ βρωμερὴ κοινωνία τῆς πορνείας καὶ τῶν διαζυγίων, τὴ
μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλό, ποὺ οὔτε Θεὸ οὔτε Παναγιά, κανένα δὲν σέβεται. Ἀλλ᾽ ἕως
ὅτου ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἂς πέσουμε, ἀγαπητοί μου, στὰ πόδια τοῦ
Ἐσταυρωμένου νὰ δείξουμε μετάνοια
εἰλικρινῆ. Κι ὅταν ὁ Θεὸς δῇ
μετάνοια, τότε θὰ μᾶς ἐλεήσῃ, διὰ
πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιού. Εἴθε νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός του σὲ ὅλους μας.
(†)
ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου