Τροπάριον.
Ιδών ο Κτίστης
ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν ον εποίησε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται· τούτον
δε εκ Παρθένου, θείας αγνής, όλον ουσιούται, αληθεία σαρκωθείς· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Αν ο κεραμιδάς ή
τσουκαλάς δεν υποφέρη να βλέπη τσακισμένον το πήλινον σκεύος όπου
εκατασκεύασεν, αλλά πασχίζει να το αναπλάση δεύτερον· ομοίως και ο οικοδόμος
δεν υποφέρη να βλέπη κρημνισμένον το οσπίτιον όπου οικοδόμησεν, αλλά αγωνίζεται
να κτίση πάλιν αυτό· πως ήτον δίκαιον ο Κτίστης και Δημιουργός του Παντός να
ιδή τον άνθρωπον όπου έπλασε με τας ιδίας του χείρας, ότι εφθάρθη και
εσυντρίφθη, και να μη φροντίση δια να αναπλάση πάλιν αυτόν; Τούτο βέβαια δεν
ήτον της αυτού αγαθότητος και φιλανθρωπίας άξιον. Δια τούτο λοιπόν βλέπων τον
παρ΄ αυτού πλασθέντα άνθρωπον, ότι εκατήντησεν εις αυτόν τον πυθμένα της
φθοράς, έκλινε τους Ουρανούς: ήτοι αφήκεν εις ολίγον τους Ουρανούς: τουτέστι
την εν Ουρανοίς δόξαν, και ταπεινώσας το ύψος της Θεότητος του, (το οποίον κένωσιν
μεν ωνόμασεν ο Απ. Παύλος, ύφεσιν δε της Θεότητος ο Θεολόγος Γρηγόριος) ούτω
κατέβη εις την γην, και εκ της αειπαρθένου Μαρίας όλον τον Αδάμ ουσιούται: ήτοι
ολόκληρον αυτόν αναλαμβάνει και ενώνει ουσιωδώς εις την υπόστασιν της Θεότητός
του.
Επειδή δεν έλαβε μόνον το ανθρώπινον σώμα, την δε ψυχήν ουκ έλαβε, καθώς έλεγον οι Αρειανοί· ουδέ έλαβε την ψυχήν, τον δε νουν ουκ έλαβε, της Θεότητος αντί ψυχής και νοός εν αυτώ ενεργούσης, καθώς εβλασφήμει ο άνους Απολινάριος, άπαγε! Αλλά ουσιώθη όλον τον άνθρωπον τέλειον τον εκ σώματος και ψυχής και νου συναπαρτιζόμενον, και ήνωσεν αυτόν τη εαυτού υπερθέω υποστάσει· ίνα με το όμοιον σώση το όμοιον: ήτοι με το σώμα όπου προσέλαβε, σώση το ιδικόν μας σώμα· με την ψυχήν την εαυτού, σώση την ιδικήν μας ψυχήν· και με τον εαυτού νουν, σώση τον ιδικόν μας νουν. Διότι αν ο Κύριος δεν επροσλάμβανε ψυχήν και νουν, ήθελαν μείνη βέβαια ανιάτρευτα, η ιδική μας ψυχή, και ο νους: «Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον· ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται»· θεολογεί Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη προς Κληδόνιον πρώτη επιστολή, και ο εκ Δαμασκού Ιωάννης ο παρά του Θεολόγου τούτο ερανισάμενος. Πάντα λοιπόν τα φυσικά ιδιώματα και συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως ο Κύριος έλαβε χωρίς μόνης αμαρτίας· αύτη γαρ ου συστατική εστι της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά φθαρτική, ως παρά φύσιν ούσα· και αληθώς και πραγματικώς εγένετο τέλειος άνθρωπος, και ουχί κατά φαντασίαν. Όθεν ας κρημνισθούν και ας καταισχύνωνται οι τούτο φλυαρούντες Θεομάχοι Παίδες του Μάνεντος πρότερον, και οι Μονοφυσίται ύστερον. Αγνήν δε Παρθένον ωνόμασε την Θεοτόκον κατά τον Ιωάννην τον Ζωναράν· διότι όχι μόνον ήτον Παρθένος κατά το σώμα, ως μη γνούσα πείραν ανδρός, αλλ΄ ήτον ακόμη αγνή και καθαρά και κατά τον λογισμόν, χωρίς να δεχθή καμμίαν προσβολήν λογισμού ρυπαρού εις την παναγίαν ψυχήν Της. Πολλαί γαρ γυναίκες είναι μεν Παρθένοι κατά το σώμα, δεν είναι όμως και αγναί κατά τον λογισμόν· καθότι αυταί δέχονται λογισμούς αισχρούς και ρυπαρούς εις την ψυχήν αυτών και τον νουν, και ποιούσι συνδυασμούς και συγκαταθέσεις· όθεν είναι κατά την ψυχήν πόρναι και ακάθαρτοι ενώπιον του Θεού. Η δε Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα δύο καθαρά και αμόλυντος: και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και κατά την πράξιν και κατά τον λογισμόν. Όθεν ο Ιεζεκιήλ αινιγματωδώς είπε περί Αυτής: «Και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν την προς ανατολάς (ήτοι εις την ψυχήν της Παρθένου), και η γη (ήτοι το σώμα της Παρθένου) εξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν» (Ιεζ. μγ: 2). Ιδού και τα λόγια του Ζωναρά ερμηνεύοντος το Θεοτοκίον του β΄ ήχου της οκτωήχου, το λέγον: «Αγίων Αγίαν σε κατανοούμεν… αμόλυντε Παρθένε». Και τούτο δε ως εξαίρετον της Θεομήτορος έφη ο Μελωδός: «Παρθένοι μεν γαρ πολλαί γεγόνασι και εισίν, αλλ΄ ουδεμία αυτών κληθείη αν αμόλυντος· ότι καν την κατ΄ ενέργειαν διαφεύγωσιν αμαρτίαν, αλλά την κατά νουν ουκ αν τις δύναιτο διαφεύξασθαι· η γαρ των λογισμών προσβολή ουκ εφ΄ ημίν· προσβαλλουσών δε των ακαθάρτων εννοιών, προσπαλαίει ταύταις ο νους. Και ει μεν η ορθή νικήσει κρίσις, απορραπίζεται το ενθύμιον· ει δε μη, εις συγκατάθεσιν εξολισθαίνει ο λογισμός. Και αύτη δε αμαρτία εστίν η καλουμένη κατά διάνοιαν· καν γαρ υπό της θείας χάριτος φυλαχθή ο συγκαταθέμενος και την πράξιν εκφύγη, αλλά δια την συγκατάθεσιν ήμαρτεν. Η δε του Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τον νουν μολυνθήναι ποτε πιστεύεται· διο και αμόλυντος κέκληται». Αγνή δε και αμόλυντος το αυτό είναι σχεδόν.
Επειδή δεν έλαβε μόνον το ανθρώπινον σώμα, την δε ψυχήν ουκ έλαβε, καθώς έλεγον οι Αρειανοί· ουδέ έλαβε την ψυχήν, τον δε νουν ουκ έλαβε, της Θεότητος αντί ψυχής και νοός εν αυτώ ενεργούσης, καθώς εβλασφήμει ο άνους Απολινάριος, άπαγε! Αλλά ουσιώθη όλον τον άνθρωπον τέλειον τον εκ σώματος και ψυχής και νου συναπαρτιζόμενον, και ήνωσεν αυτόν τη εαυτού υπερθέω υποστάσει· ίνα με το όμοιον σώση το όμοιον: ήτοι με το σώμα όπου προσέλαβε, σώση το ιδικόν μας σώμα· με την ψυχήν την εαυτού, σώση την ιδικήν μας ψυχήν· και με τον εαυτού νουν, σώση τον ιδικόν μας νουν. Διότι αν ο Κύριος δεν επροσλάμβανε ψυχήν και νουν, ήθελαν μείνη βέβαια ανιάτρευτα, η ιδική μας ψυχή, και ο νους: «Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον· ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται»· θεολογεί Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη προς Κληδόνιον πρώτη επιστολή, και ο εκ Δαμασκού Ιωάννης ο παρά του Θεολόγου τούτο ερανισάμενος. Πάντα λοιπόν τα φυσικά ιδιώματα και συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως ο Κύριος έλαβε χωρίς μόνης αμαρτίας· αύτη γαρ ου συστατική εστι της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά φθαρτική, ως παρά φύσιν ούσα· και αληθώς και πραγματικώς εγένετο τέλειος άνθρωπος, και ουχί κατά φαντασίαν. Όθεν ας κρημνισθούν και ας καταισχύνωνται οι τούτο φλυαρούντες Θεομάχοι Παίδες του Μάνεντος πρότερον, και οι Μονοφυσίται ύστερον. Αγνήν δε Παρθένον ωνόμασε την Θεοτόκον κατά τον Ιωάννην τον Ζωναράν· διότι όχι μόνον ήτον Παρθένος κατά το σώμα, ως μη γνούσα πείραν ανδρός, αλλ΄ ήτον ακόμη αγνή και καθαρά και κατά τον λογισμόν, χωρίς να δεχθή καμμίαν προσβολήν λογισμού ρυπαρού εις την παναγίαν ψυχήν Της. Πολλαί γαρ γυναίκες είναι μεν Παρθένοι κατά το σώμα, δεν είναι όμως και αγναί κατά τον λογισμόν· καθότι αυταί δέχονται λογισμούς αισχρούς και ρυπαρούς εις την ψυχήν αυτών και τον νουν, και ποιούσι συνδυασμούς και συγκαταθέσεις· όθεν είναι κατά την ψυχήν πόρναι και ακάθαρτοι ενώπιον του Θεού. Η δε Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα δύο καθαρά και αμόλυντος: και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και κατά την πράξιν και κατά τον λογισμόν. Όθεν ο Ιεζεκιήλ αινιγματωδώς είπε περί Αυτής: «Και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν την προς ανατολάς (ήτοι εις την ψυχήν της Παρθένου), και η γη (ήτοι το σώμα της Παρθένου) εξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν» (Ιεζ. μγ: 2). Ιδού και τα λόγια του Ζωναρά ερμηνεύοντος το Θεοτοκίον του β΄ ήχου της οκτωήχου, το λέγον: «Αγίων Αγίαν σε κατανοούμεν… αμόλυντε Παρθένε». Και τούτο δε ως εξαίρετον της Θεομήτορος έφη ο Μελωδός: «Παρθένοι μεν γαρ πολλαί γεγόνασι και εισίν, αλλ΄ ουδεμία αυτών κληθείη αν αμόλυντος· ότι καν την κατ΄ ενέργειαν διαφεύγωσιν αμαρτίαν, αλλά την κατά νουν ουκ αν τις δύναιτο διαφεύξασθαι· η γαρ των λογισμών προσβολή ουκ εφ΄ ημίν· προσβαλλουσών δε των ακαθάρτων εννοιών, προσπαλαίει ταύταις ο νους. Και ει μεν η ορθή νικήσει κρίσις, απορραπίζεται το ενθύμιον· ει δε μη, εις συγκατάθεσιν εξολισθαίνει ο λογισμός. Και αύτη δε αμαρτία εστίν η καλουμένη κατά διάνοιαν· καν γαρ υπό της θείας χάριτος φυλαχθή ο συγκαταθέμενος και την πράξιν εκφύγη, αλλά δια την συγκατάθεσιν ήμαρτεν. Η δε του Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τον νουν μολυνθήναι ποτε πιστεύεται· διο και αμόλυντος κέκληται». Αγνή δε και αμόλυντος το αυτό είναι σχεδόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου