Τροπάριον.
Ύψους ανάσσων, Ουρανών ευσπλαγχνία, Τελεί καθ΄ ημάς, εξ
ανυμφεύτου Κόρης, Άϋλος ων το πρόσθεν, αλλ΄ επ΄ εσχάτων, Λόγος παχυνθείς σαρκί
τον πεπτωκότα. Ίνα προς αυτόν ελκύση πρωτόκτιτον.
Ερμηνεία.
Την άβυσσον της θείας φιλανθρωπίας βάλλων εις τον νουν
του ο θεσπέσιος Μελωδός, δια την οποίαν εκένωσε τον εαυτόν του έως τους
εσχάτους ημάς ο Μονογενής Υιός του Θεού, και θαυμάζων δια το ακατάληπτον
μεγαλείον του Μυστηρίου, εμελούργησε το Τροπάριον τούτο· διο λέγει, ότι ο
ενυπόστατος και ζων του Θεού και Πατρός Λόγος, όστις όχι μόνον εποίησε τους
Ουρανούς, αλλά και βασιλεύει του ύψους των Ουρανών δια το υπεροχικόν και
άπειρον αξίωμα της Θεότητος, από ακατάληπτον φιλανθρωπίαν κινούμενος, γίνεται
άνθρωπος δι΄ ημάς από την ανύμφευτον Κόρην και Παρθένον Μαρίαν· όστις ήτον μεν
πρότερον άϋλος πάντη και άσαρκος, κατά την οικείαν και έμφυτον της Θεότητος
αυτού αϋλίαν· εις δε τους εσχάτους καιρούς επαχύνθη κατά την σάρκα, και ενεδύθη
όλον το Αδαμιαίον φύραμα.
Διατί; Ίνα δια της ενανθρωπήσεώς Του τραβίξη εις τον
εαυτόν Του τον πρωτόκτιστον Αδάμ, όστις έπεσεν εις την φθοράν δια την
παράβασιν. Σημείωσαι, ότι το «παχυνθείς σαρκί» εκ του Θεολόγου ερανίσθη ο
Μελωδός, λέγοντος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού: «Ο άσαρκος
σαρκούται· ο Λόγος παχύνεται»· και πάλιν λέγει περί της σαρκός του Αδάμ:
«Ενεδύθη την παχυτέραν σάρκα και θνητήν και αντίτυπον» (αυτόθι). Ου μόνον δε
καθ΄ ημάς εξ ημών εγένετο άνθρωπος ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και δι΄
ημάς, και υπέρ ημάς. Όθεν ο μέγας θεολογεί Διονύσιος περί του Μυστηρίου τούτου:
«άνθρωπος ην αληθώς (ο Ιησούς) ο διαφερόντως φιλάνθρωπος, υπέρ ανθρώπους, κατά
ανθρώπους, εκ της των ανθρώπων ουσίας ο υπερούσιος ουσιώμενος. Έστι δε ουδέν
ήττον υπερουσιότητος υπερπλήρης ο αεί υπερούσιος, αμέλει τη ταύτης περιουσία,
και εις ουσίαν αληθώς ελθών υπέρ ουσίαν ουσιώθη, και υπέρ άνθρωπον ενήργει τα
του ανθρώπου· και δηλοί Παρθένος υπερφυώς κύουσα». Και ακολούθως λέγει: «Και τα
επί τη φιλανθρωπία του Ιησού καταφασκόμενα, δύναμιν υπεροχικής αποφάσεως έχει»
(Επιστολή Δ΄ Γαϊω)· και πάλιν εν Κεφ. β΄ περί θείων ονομάτων λέγει: «Και το
πάντων καινών καινότατον, εν τοις φυσικοίς ημών υπερφυής ην, (ο Θεάνθρωπος) εν
τοις κατ΄ ουσίαν, υπερούσιος, πάντα ημών, εξ ημών, υπέρ ημάς, υπερέχων». Όθεν
οι τέσσαρες ούτοι όροι δογματίζονται επί της ενσάρκου Οικονομίας: ήτοι το να
γένη ο Μονογενής Υιός του Θεού άνθρωπος εξ ημών, καθ΄ ημάς, δι΄ ημάς, υπέρ
ημάς. Ήθελε δε απορήση τινάς· διατί ο Μελωδός ωνόμασεν εδώ πρωτόκτιστον τον
Αδάμ, ενώ αυτός όχι μόνον εκτίσθη ύστερα από την νοητήν κτίσιν των Αγγέλων,
αλλά και ύστερα από την αισθητήν, από τον Ουρανόν δηλαδή, και τους φωστήρας,
και τα άστρα, και τον αιθέρα, και τον αέρα, και το ύδωρ, και την γην, και τα
φυτά, και τα ζώα; Υστερόκτιστος γαρ πρέπει να λέγεται, και όχι πρωτόκτιστος·
μάλλον δε έπρεπε να ονομάση αυτόν πρωτόπλαστον· διότι αυτός πρώτος χειρί Θεού
πλασθείς, μόνος απήλαυσε της πλαστουργικής σοφίας του Δηνιουργού. Πρωτόπλαστον
λοιπόν εχρεώστει να ονομάση ο θείος Μελωδός τον Αδάμ· επειδή όμως η πλα συλλαβή
είναι μακρά, και κάμνει πόδα σπονδείον, ο οποίος δεν τίθεται εις τον έκτον πόδα
των Ιαμβικών στίχων, τούτου χάριν η ανάγκη του μέτρου εβίασε τον Ποιητήν να
γράψη αντί του «πρωτόπλαστον» το «πρωτόκτιστον». Επειδή δε πάλιν η κτι συλλαβή
είναι μακρά και αυτή, και σπονδείον αποτελεί, όστις εν τω έκτω ποδί τόπον ουκ
έχει, δια τούτο αφαίρεσε το σ, και αντί του «πρωτόκτιστον» έγραψε «πρωτόκτιτον»
δια το μέτρον, μιμηθείς τον Ποιητήν Όμηρον, οστις ούτως εποίησε· και αντί να
ειπή «εϋκτισμένον», είπεν «εϋκτίμενον πτολίεθρον»· ομοίως και «εϋκτιμένην
Λήμνον» δια την αυτήν ανάγκην του μέτρου. Εδύνατο δε να αφαιρέση το σ και από
το «πρωτόπλαστον», και να ειπή πρωτὀπλατον· αλλ΄ όμως ήθελε καινοτομήση περί
την λέξιν· επειδή άλλος τις προ αυτού δεν εμεταχειρίσθη αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου