Ήτοι
Περί της διαρκούσης κρίσεως
Περί της εν καιρώ φυγής της κρίσεως
Περί της ημών
αποκρίσεως
Αλήθεια,
τι προσδοκά ο Έλληνας, περιδινούμενος μέσα σ΄ αυτήν την οικονομική λαίλαπα και
την δεινώς εξαιτίας αυτής βιούμενη οδυνηρή κατάσταση; Πώς τη συζητά με τον
εαυτό του- όχι με τους άλλους- και πώς κατορθώνει να αμυνθεί, να παρηγορηθεί;
Πώς ορθώνει μέσα του ελπιδοφόρες αντιστάσεις; Πώς ελίσσεται και αγνοεί και
αντιπαρέρχεται την αναγγελλόμενη από τα μέσα ενημέρωσης « πραγματικότητα», για
να ανασάνει από τον όγκο των ειδήσεων, που πλακώνουν την ψυχή και που συχνότατα
παρουσιάζονται μεταλλαγμένες και αντιφατικές; Τι μηχανεύεται το μυαλό του
καθενός, τι προγραμματίζει, τι ονειρεύεται, τι ελπίζει, πώς καραδοκεί το
ενδεχόμενο, το απίθανο κατά τα φαινόμενα, τέλος αυτής της βάρβαρης Οδύσσειας;
Είναι μεγαλειώδης αυτή η σιωπηλή από μέρους του ελληνικού λαού στάση. Δεν είναι
φόβος. Όχι. Πόσο μάλλον αδιαφορία.
.
Δεν είναι αυτό που φαίνεται ο Έλληνας. Δεν είναι αυτό που συζητάει με τους
άλλους. Έχει καρδιά ο Έλληνας. Πάνω στον αυθορμητισμό του μπορεί να γίνεται
πολύ εκδηλωτικός, καθ΄ υπερβολή θα λέγαμε, κυρίως στο λόγο, αλλά βιώνει και
διεργάζεται μέσα του την κατάσταση με άλλη δυναμική. Και πάνω σ΄ αυτήν τη δυναμική
μπορούμε να ελπίζουμε και να κάνουμε σκέψεις και προτάσεις για τη συνέχεια. Διότι
διαθέτει μια παράξενη στωικότητα.
Παρενθετικά, για να μη μένει αιωρούμενος ο
τίτλος του κειμένου, ο χρόνος δεν είναι γιατρός. Κι αν είναι γιατρός, είναι
κομπογιαννίτης. Διότι δε θεραπεύει, αλλά
κρύβει τον πόνο, τον μεταφέρει στη λήθη προσωρινά, για να επανέλθει σε
εύθετο καιρό αυτός, ο πόνος, εντονότερος, επιθετικότερος, όπως και η ασθένεια,
κατά την ιατρική. Παρακάτω θα γίνει, πιστεύω στο κατά δύναμη, αντιληπτός και ο υπότιτλος.
Για να φανεί όμως πιο καθαρά η
συγκαλυμμένη πρακτική στην εσωτερική σιωπή του καθενός μας, ας κάνουμε μια
υπόθεση, η οποία θα βοηθήσει τον προβληματισμό μας.
Υποθέτουμε, λοιπόν, πως σήμερα
βγαίνει ο πρωθυπουργός στα μέσα ενημέρωσης και απευθύνει διάγγελμα στον
ελληνικό λαό. Στο διάγγελμα αυτό ανακοινώνει πως το χρέος της Ελλάδας
διαγράφεται όλο από τους δανειστές, χαρίζεται, χωρίς κανένα ανταπόδομα και πως
επιπλέον μας προσφέρεται και μια συμπληρωματική βοήθεια, για να μπορέσουμε να
ξαναρχίσουμε πιο εύκολα την οικονομική μας ανάπτυξη.
Τρελό; Απίθανο; Ναι. Ας πούμε όμως ότι
έγινε έτσι.
Ιδού η μεγάλη πρόκληση. Ιδού το μεγάλο
τράνταγμα. Ιδού η μεγάλη στιγμή της αμηχανίας. Ιδού η ώρα της «κρίσης».
Πώς θα αντιδράσουμε οι Έλληνες ως
πολίτες αλλά και ως κοινωνία μπροστά σ΄ αυτό το κατά τα φαινόμενα απίθανο να
πραγματοποιηθεί γεγονός;
Πράγματι. Ένα τέτοιο τεράστιο γεγονός
δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως γεγονός κρίσεως. Δεν μπορεί να περάσει
απαρατήρητο, αφήνοντας πίσω του έναν ενθουσιασμό, ουσιαστικά άκαρπο και μια
ονειροπόληση, η οποία δεν έχει και χρειάζεται ερείσματα για να εδραιωθούν τα
όνειρά της.
Ορθώνονται λοιπόν ερωτήματα, που
θέλουμε δε θέλουμε μας θέτουν προ των ευθυνών μας, μιας και ακόμα είμαστε στη
δοκιμασία και πρέπει να συζητήσουμε σωστά με τον εαυτό μας και να πάρουμε
αποφάσεις. Αποφάσεις για την αλλαγή κι όχι για την παραλλαγή.
Αφήνουμε τις υποθέσεις. Λογικά κάποια
μέρα θα γυρίσει ο τροχός. Όχι βέβαια με τέτοιο κινηματογραφικό τρόπο, αλλά θα
γυρίσει. Ποιο θα είναι όμως το κέρδος μας ως άτομα και ως λαός; Μια ανάμνηση
απλώς oδυνηρή; Μια ευκαιρία να ιστορούμε στα παιδιά
μας και στα εγγόνια μας ότι περάσαμε δύσκολα χρόνια; Να καταριόμαστε τον ένα
και τον άλλο και την κακιά την ώρα, που μας οδήγησαν σ΄ αυτήν την περιπέτεια;
«Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος» κατά τον
ευαγγελικό λόγο. Από τώρα κιόλας βάζουμε μπροστά όλες μας τις δυνάμεις για νέο
ξεκίνημα. Να αλλάξουμε νοοτροπία και όλη τη συμπεριφορά μας, για να πατήσουμε
σταθερά στα πόδια μας. Να δούμε τον εαυτό μας, να τον ελέγξουμε ακριβώς και
αυστηρά. Να τον συνταιριάξουμε, να τον συμμορφώσουμε με κάτι διαχρονικό και από
τις δοκιμασίες των καιρών ανθεκτικό και σίγουρο.
Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου.
Όταν ήμουν μικρός, ήμουν ζωηρός και άτακτος. Με μάλωνε, μου έριχνε και κανένα
χαστούκι και μου επαναλάμβανε τη φράση: « Εγώ θα σε συμμορφώσω» ή «κοίταξε να
συμμορφωθείς». Τότε βέβαια δεν καταλάβαινα τι σήμαινε αυτή η « συμμόρφωση».
Πολύ αργότερα έκανα τον ευλογημένο συσχετισμό, όταν διάβασα στο Ευαγγέλιο το
χωρίο: “ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς
τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς .“ (Ρωμ.8,29).
Διότι εκείνους που προγνώρισε αυτούς
και προόρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την εικόνα του Υιού του, ώστε αυτός να
είναι πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών. (μετάφραση Κολιτσάρα).
Ήθελε ο πατέρας μου να με οδηγήσει σε
κάποιο πρότυπο, να το μοιάσω, να γίνω σύμμορφος αυτού. Ίσως να μην ήταν ακριβώς
αυτό του Ευαγγελίου, όμως σίγουρα είχε στο νου του κάτι καλό.
Τέτοια πρότυπα έχει η παράδοσή μας.
Αρκεί να τα αναζητήσουμε, για να ξέρουμε πού θα πάμε. Να τα πάρουμε και να
οικοδομήσουμε νέους τρόπους, χρησιμοποιώντας τα παλιά ως σύνεργα ( συν-
εργαλεία) των καινούργιων και να φτιάξουμε μια ζωή απλή και κατά συνέπεια
ωραία. Μπορούμε να μπολιάσουμε από την παράδοσή μας, όχι μουσειακά αλλά
ουσιαστικά, πρακτικά, βιωματικά, χειροπιαστά. Στη σημερινή διαφορετική
πραγματικότητα θα πάρουμε τα χρειαζούμενα και θα πορευτούμε με σύνεση.
Βέβαια, η πεπατημένη θεωρείται οπισθοδρομική
– αν και η πείρα της ζωής αποδεικνύει
πως δεν είναι. Εντούτοις, αυτή δε θα είναι η πεπατημένη. Θα είναι ένας
συγκερασμός, ένα μπόλιασμα, νέα συνταγή, νέο ξεκίνημα.
Προσοχή όμως. Όχι μόνο το «τερπνόν»
αλλά κυρίως και μαζί το « ωφέλιμον». Το τερπνό από μόνο του είναι εύκολο,
μάλλον επικίνδυνο και μπορεί να οδηγήσει
στο αδιέξοδο.Ενώ το ωφέλιμο προσθέτει κόπο, αγώνα, ιδρώτα και φέρνει την
εδραίωση. Μαζί και τα δυο. Για πληρότητα στην πορεία της ζωής. Καταπώς λέει ο
λαός: « Το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Μ΄αυτά έζησαν οι πρόγονοί μας στα
δεδομένα της εποχής τους. Μπορούμε να διαλέξουμε κι εμείς απ΄ τα δικά τους. Η
απαξίωση των σταθερών αξιών, των δεδοκιμασμένων, είναι προσβολή και ασέβεια,
αλλά κυρίως ζημιά δική μας. Κρύβει δε φοβερή έπαρση. Θέλουμε τα ευχάριστα ( παραδοσιακά
έθιμα που μας ηδύνουν και συχνά ασεβούν, χορούς, τραγούδια, πανηγύρια, γλέντια
κ.λπ.), αλλά δυσκολευόμαστε στα ωφέλιμα ( ευσέβεια, σεβασμός στα της πίστεως
και πατρίδος, εργατικότητα, υπακοή στους νόμους, κ.λπ.). Καλή κι αναγκαία η
απόλαυση των ευχάριστων, αλλά διαρκώς ακολουθούμενη από το διακριτικό ερώτημα: «Μέχρι πού η ωφέλεια και το
όφελος;».
Γνώρισα κάποτε έναν συνάδελφο, ο
οποίος ήταν Πόντιος στην καταγωγή και έπαιζε και ποντιακή λύρα. Ήταν μια πολύ
ευγενική ψυχή. Όταν συζητούσαμε, είχαμε σοβαρές διαφωνίες σε θέματα πίστεως και παραδόσεως.
Μια μέρα τον ρωτάω: « Τι σημαίνει η λέξη Ρωμανία στο τραγούδι που τραγουδάς: Η
Ρωμανία επέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν, η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει
κι άλλο;». Μου απάντησε πως δεν ήξερε. Του λέω: « Ρωμανία (Ρωμιοσύνη) είναι
μαζί ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Πώς εσύ τραγουδάς το τραγούδι κι από την
άλλη αρνείσαι την πίστη; Δεν είναι αυτή σοβαρή αντίφαση; Ο παππούς σου και η
γιαγιά σου τι έφεραν διωγμένοι από την πατρίδα; Μερικά μπογαλάκια και τις άγιες
εικόνες.». Έμεινε άφωνος.
Όχι
λοιπόν μόνο τα γλυκά αλλά και τα ωφέλιμα. Έτσι, εκτός από τη δική μας ωφέλεια
θα έχουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενεές κάτι καλύτερο. Εξάλλου είναι και
χρέος μας αυτό βαρύτατο κατά τον ποιητή:
Χρωστάμε σ΄ όσους ήρθαν, πέρασαν,
Θα ΄ ρθούνε, θα περάσουν,
Κριτές θα μας δικάσουν
Οι αγέννητοι, οι νεκροί.( Κ. Παλαμάς)
Κιλκίς, 27-4-2015
Ηλιάδης Σάββας - Δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου