ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ
Τροπάριον.
Λύμην φυγούσα, του Θεούσθαι τη πλάνη, Άληκτον υμνεί, τον κενούμενον Λόγον,
Νεανικώς άπασα, συν τρόμω κτίσις. Άδοξον εύχος, δειματουμένη φέρειν, Ρευστή
γενώσα, καν σοφώς εκαρτέρει.
Ερμηνεία.
Ήτον ποτέ καιρός, όταν οι άνθρωποι ελάτρευαν ως Θεόν την κτίσιν παρά τον
κτίσαντα, κατά τον Απόστολον λέγοντα: «Μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω
ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει περά τον κτίσαντα, ος εστιν
ευλογητός εις τους αιώνας, Αμήν» (Ρωμ. α: 25)· και προς τούτοις εδόξαζον, ότι
τα στοιχεία και οι φωστήρες και τα άστρα κυβερνώσιν άπαντα τα υπό σελήνην·
τοιούτοι εστάθησαν άπαντες σχεδόν οι προ της ενσάρκου Παρουσίας άνθρωποι, οι
καλούμενοι Έλληνες και ειδωλολάτραι. Η κτίσις λοιπόν θεοποιουμένη από τους
ανοήτους ανθρώπους, και οικειουμένη την τιμήν του κτίσαντος αυτήν, όχι μόνον
δεν έχαιρεν, αλλά και ελυπείτο, καθώς ήτον πρέπον να λυπήται· όθεν λαμβάνουσα
μίαν τοιαύτην άτιμον τιμήν, και άδοξον δόξαν, έπασχεν ένα τοιούτον πάθος, ως
εάν, καθ΄ υπόθεσιν, ένας άνθρωπος ιδιώτης ήθελε πάρη το όνομα του Βασιλέως, και
ονομασθή και προσκυνήται ως Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ· ο τοιούτος γαρ ιδιώτης
άνθρωπος, όχι μόνον έμελλε να οργισθή, και να συγχαίνεται ως ατιμίαν την ξένην
εκείνην του Βασιλέως τιμήν, αλλά προς τούτοις ήθελε φοβηθή δικαίως, μήπως
αφανίση αυτόν ο τη αληθεία ων Αυτοκράτωρ και Βασιλεύς, ως οικειοποιούμενον και
αρπάζοντα την ιδικήν του δόξαν και βασιλείαν. Προ της Γεννήσεως λοιπόν του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τοιαύτην άτιμον τιμήν η κτίσις ελάνβανε· τώρα δε αυτή
φυγούσα δυνατώς την τοιαύτην λύμην (ύβριν) του να θεοποιήται από την πλάνην των
ανοήτων ανθρώπων, απαύστως υμνεί τον ενυπόστατον Λόγον του Πατρός, τον
κενωθέντα δια της ενανθρωπήσεως· κένωσις γαρ είναι η δια σαρκός προς ημάς
επιδημία του Θεού Λόγου, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν. Υμνεί δε αυτόν η κτίσις
με τρόμον και φόβον ως Κτίστην αυτής και δημιουργόν· δια γαρ της του Θεού Λόγου
επιδημίας έγινε φανερόν, ότι αυτός μεν είναι ο αληθής Θεός και της κτίσεως
δημιουργός, η δε κτίσις είναι ποίημα μόνον και κτίσμα αυτού, αλλ΄ ουχί και
κτίστης και Θεός. Η γαρ κτίσις, επειδή έγινε φύσει φθαρτή δια την αμαρτίαν του
Αδάμ, τόσον πολλά εφοβείτο την άδοξον δόξαν της θεοποιήσεως, και τόσον πολλά
ωργίζετο εναντίον εκείνων όπου την εθεοποίουν, ώστε εκοιλοπώνει και ετοιμάζετο
να τιμωρήση τους παρανόμους με διαφόρους τρόπους, με πετροβόλους χαλάζας, με
αστραποπελέκυα, με βροντάς, με ραγδαίας βροχάς, με χασματώδεις σεισμούς, με
φοβερούς της γης αναβρασμούς και με δυσκρασίας αέρων· όμως ουδέν τοιούτον
εποίησεν, αλλά με σοφίαν υπέφερεν, ελπίζουσα να κάμη την κατ΄ αυτών εκδίκησιν ο
της κτίσεως Δημιουργός, ο σήμερον γεννηθείς εκ της Παρθένου: ήτοι να σηκώση από
το μέσον την ειδωλολατρείαν και την της κτίσεως θεοποίησιν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου