Ανάμεσα στα
παράδοξα και ανησυχητικά, που όλο και πληθαίνουν στις μέρες μας, είναι κάποια
περιστατικά, που φανερώνουν εσκεμμένη και ενσυνείδητη προσπάθεια αποκοπής του λαού
μας από τη ζωογόνα φλέβα της πίστεως. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου εδώ, στην
πατρίδα μας τη δοξασμένη και τιμημένη αιώνες τώρα ως ελληνορθόδοξη χώρα,
εκδηλώνονται έναντι της ορθοδόξου πίστεως κάποιες συμπεριφορές, οι οποίες – το
λιγότερο – προβληματίζουν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, που διατηρεί μια στάλα
αγάπης κι έγνοιας γι΄ αυτόν τον τόπο.
Ο
προβληματισμός γίνεται έντονη ανησυχία, όταν οι παραπάνω συμπεριφορές πλήττουν
καίρια την ελπίδα του αύριο, τη νεότητα. Αυτή η ανησυχία υπαγορεύει τις
παρακάτω γραμμές. Αφορμή έδωσε μία εγκύκλιος του Υπουργίου Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων με θέμα «Το μυστήριο της εξομολογήσεως στα σχολεία», η οποία
αποφαίνεται ότι «η εξομολόγηση δεν μπορεί να τελείται μέσα στις σχολικές
μονάδες».
Γραμμένη κατά τη θερινή περίοδο η εγκύκλιος έφθασε στα σχολεία με την
αρχή του τρέχοντος σχολικού έτους. Ποικίλες οι αντιδράσεις, που προξένησε,
αρνητικές και θετικές. Το θέμα έχει πολλές παραμέτρους, που δεν είναι δυνατόν
ούτε και αναγκαίο να μας απασχολήσουν όλες εδώ. Διάβασα τις μέρες αυτές τη
σχετική αρθρογραφία. Διάβασα και έφριξα για την επιπολαιότητα, που σε
συνεργασία με τη σκοπιμότητα και την κακότητα σπεύδει να απεμπολήσει τα
πνευματικά τιμαλφή, ό,τι «τζιβαϊρικόν», που θα έλεγε ο Μακρυγιάννης.
Δεν προτίθεμαι να
σχολιάσω την εγκύκλιο. Θα σταθώ μόνο στο προβαλλόμενο, από την ίδια γεγονός ότι
τέθηκαν στο Υπουργείο ερωτήματα «από γονείς μαθητών… σχετικά με το μυστήριο της
εξομολόγησης στα σχολεία».
Αναρωτήθηκα πόσα είναι άραγε σε όλη την επικράτεια τα σχολεία, τα οποία
επισκέπτεται πνευματικός κι εξομολογεί τα παιδιά μέσα στο σχολικό κτήριο και
πόσες φορές κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους συμβαίνει αυτό. Από μία
πρόχειρη έρευνα στο χώρο της συμπρωτεύουσας φαίνεται ότι σ΄ έναν ελάχιστο
αριθμό σχολείων, με ευθύνη του θεολόγου καθηγητή και του διευθυντή του
σχολείου, προγραμματίζεται μία φορά το χρόνο – σπανίως δύο – η τέλεση του
μυστηρίου της εξομολογήσεως. Συμμετέχουν δε σ΄ αυτό μόνο όσοι μαθητές το
επιθυμούν. Δεν γίνεται καν λόγος για τους αλλόθρησκους ή άθρησκους μαθητές.
Αυτοί κατά το νόμο εξαιρούνται από κάθε θρησκευτική πράξη. Ωστόσο, το πράγμα
θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνο, ώστε να ζητηθε΄η παρέμβαση του Υπουργείου, για να
απαγορευθεί στο εξής!
Είναι
γνωστό ότι σύμφωνα με το σύνταγμα (βλ. άρθρο 16 παράγραφος 2) το ελληνικό
κράτος υποχρεούται να παρέχει χριστιανική παιδεία στους μαθητές με σκοπό «την
ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως». Διευθυντές, δάσκαλοι αλλά και το Υπουργείο
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων οφείλουν να υποτάσσονται σ΄ αυτή τη
νομοθεσία. Κάθε αντίθεση και παρέκκλιση μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη,
αντισυνταγματική, αναρχική.
Η διδασκαλία των θρησκευτικών είναι, επομένως, νομικά κατοχυρωμένη·
υπάρχουν βιβλία εγκεκριμένα από το ΥΠΕΠΘ και θεολόγοι καθηγητές επίσημα
διορισμένοι επίσης από το ΥΠΕΠΘ. Εννοείται ότι νομικά κατοχυρωμένη είναι και
οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή του θεωρητικού μέρους του μαθήματος. Σ΄ αυτήν
εντάσσεται η προσευχή, ο εκκλησιασμός, η συμμετοχή στα μυστήρια.
Συγκεκριμένα για το θέμα της εξομολογήσεως, όπως είναι γνωστό, στο
βιβλίο θρησκευτικών της Α΄ Λυκείου η 24η ενότητα φέρει τον τίτλο·
«Το μυστήριο της Μετανοίας». Τι πιο φυσικό και σωστό, ο καθηγητής, που θα
διδάξει αυτή την ενότητα να συμπληρώσει τη θεωρία με την πρακτική εφαρμογή; Να
οδηγήσει τα παιδιά όχι μόνο στη νοησιαρχική αλλά και στη βιωματική προσέγγιση
του μυστηρίου; Φυσικά το μυστήριο τελείται στην Εκκλησία κι εκεί είναι καλό να
οδηγούνται οι μαθητές. Όταν, όμως, εξασφαλίζονται οι κατάλληλες προϋποθέσεις,
δεν είναι επίσης καλό να έρχεται η Εκκλησία στα παιδιά; Να τα επισκέπτεται στο
ίδιο το σχολείο τους καταρτισμένος πνευματικός, να ακούει τους προβληματισμούς
τους, να δίνει απάντηση σταερωτήματα, διέξοδο στις αγωνίες τους, δεδομένου
μάλιστα ότι μιλάμε για παιδιά βαπτισμένα και ενταγμένα στην Ορθόδοξη
Εκκλησία;
Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου η παρέμβαση του πνευματικού υπήρξε
σωτήρια για τα παιδιά και πολύ βοηθητική για την οικογένεια και για το ίδιο το
σχολείο. Επομένως οι γονείς οφείλουν ευγνωμοσύνη, όταν το σχολείο διευκολύνει
τα παιδιά τους στην προσέγγιση του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Εκτός αν οι
ίδιοι δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί και τα παιδιά τους είναι αβάπτιστα, οπότε
έχουν κάθε δικαίωμα να απέχουν από τη μυστηριακή ζωή. Η ενόχληση των γονέων,
που ζήτησαν την παρέμβαση του Υπουργείου, μάλλον αφορά στην εξομολόγηση άλλων
παιδιών, όχι των δικών τους. Αλλά έχουμε το δικαίωμα να στερούμε από τα ξένα
παιδιά κάτι, που τα ίδια το θέλουν και τα ευχαριστεί, χωρίς να βλάπτει κανέναν;
Και ποιος εγγυάται ότι αύριο οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι γονείς δεν θα ζητήσουν να
αφαιρεθούν από τις σχολικές αίθουσες οι εικόνες ή να καταργηθεί η πρωινή
προσευχή; Και θα τους υπακούσουμε;
Στις μέρες μας, που η
παιδική εγκληματικότητα και οι πάσης φύσεως εξαρτήσεις (ναρκωτικά, αλκοόλ,
ηλεκτρονικά, κινητά κ.τ.ό.) μαστίζουν τη νεολαία, το φυσικό θα ήταν να
ζητήσουμε τη συνδρομή της Εκκλησίας κι όχι να κόβουμε το χέρι ελπίδας που αυτή απλώνει
μέσα στον οικείο για τα παιδιά χώρο του σχολείου. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να
φροντίσουμε, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, να δημιουργηθεί μέσα στις σχολικές
μονάδες ένα εκκλησάκι, διαρκής υπενθύμιση της παρουσίας του Θεού, που τόσο τη
χρειαζόμαστε. Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα νέων, οι οποίοι σε κακιά ώρα της
ζωής τους είχαν πάρει το δρόμο προς τον όλεθρο και τίποτε δεν ήταν δυνατόν να
τους συγκρατήσει. Κι όμως, όπως οι ίδιοι ομολογούν, η συμμετοχή τους στο
μυστήριο της εξομολογήσεως, που έγινε στο σχολείο και στο οποίο πλησίασαν
περισσότερο από περιέργεια παρά από συναίσθηση μετανοίας, στάθηκε καθοριστική
στη ζωή τους. Με τη βοήθεια του πνευματικού και τη χάρη του μυστηρίου
σταμάτησαν το κατρακύλισμα στο έγκλημα και στη διαφθορά, σώθηκαν από την
απελπισία, στάθηκαν στα πόδια τους. Βρήκαν νόημα και αγωνίστηκαν, ώστε σήμερα
να είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ευτυχισμένοι οικογενειάρχες, άνθρωποι με
θετική παρουσία στο στενό ή στο ευρύτερο περιβάλλον.
Είναι
αδικαιολόγητο αλλά ωστόσο προφανές ότι κάποιοι ενοχλούνται από την παρουσία του
Χριστού στα σχολεία. Θέλουν την πλήρη αποχριστιανοποίηση της παιδείας. Όμως,
«παιδεία χωρίς Χριστό είναι δένδρο χωρίς ρίζα, κόσμος δίχως ήλιο, σώμα χωρίς
ψυχή», όπως έγραφε πριν μερικά χρόνια ο αιωνόβιος επίσκοπος πρώην Φλωρίνης
Αυγουστίνος Καντιώτης. Το μαρασμό αυτού του δένδρου, τη σκοτεινιά αυτού του
κόσμου και τη νέκρωσή του αρχίσαμε ήδη να τα γευόμαστε. Είναι ανάγκη το ΥΠΕΠΘ
να επανεξετάσει το θέμα και να ανακαλέσει την εν λόγω εγκύκλιο, όπως και η Ιερά
Σύνοδος ζήτησε. Να συνετισθούμε επιτέλους και να καταλάβουμε ότι με τέτοιες
πρακτικές δεν ζημιώνεται ο Χριστός ούτε η Εκκλησία. Τα δικά μας παιδιά
ζημιώνονται, διότι τα αποξενώνουμε από την πνευματική ζωή, τους στερούμε το
οξυγόνο της πίστεως. Ό,τι άλλο κι αν τους εξασφαλίσουμε, είναι φτωχό κι ανίκανο
να γεμίσει τη ζωή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου