≪Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἡμᾶς καταξίωσον...≫
Αρέσκεται ὁ κόσμος στὸ νὰ παραλλάσσει τὴ μορφή του, τὴ ζωή καὶ τὴ συμπεριφορά του, ἀναζητῶντας μὲ τὸ τρόπο αὐτὸ μιὰν ἐκτόνωση καὶ μιὰ περίεργη ψυχαγωγία, πού, κατὰ τὴ γνώμη του, τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ καθημερινὰ καὶ δύσκολα καὶ τὸν φέρνει σιμὰ σὲ παραδείσιες στιγμές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦτες τὶς μέρες, τῶν μεταμφιέσεων τὶς ἐπίσημες τὶς μέρες, ἀποφεύγει τὸν πραγματικό του ἑαυτὸ καὶ ἀναζητεῖ προσωπεῖα. Προσωπεῖα πρόχειρα τὰ ὁποῖα, ὡστόσο,
χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ κινεῖται μὲ ἄνεση ἀνάμεσα στοὺς συνανθρώπους του. Καὶ ἀρέσκεται
νὰ ζεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, γιατὶ μὲ τὰ προσωπεῖα ποὺ χρησιμοποιεῖ, καταφέρνει νὰ
ἐπιβιώνει. Νὰ τὰ «φέρνει βόλτα», κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο. Φυσικὰ ἄν μὲ τὸν
τρόπο αὐτὸ κατακερματίζει τὴν ψυχή του, κάνοντάς την ἕνα σπασμένο καθρέφτη, μὲ
πολλὰ καὶ ἀκρωτηριασμένα πρόσωπα/ εἴδωλα, αὐτὸ λίγο τὸν ἀπασχολεῖ. Ἔτσι τὶς
μέρες αὐτὲς τῶν προσωπίδων καὶ τοῦ μασκαρέματος, ἡ διάθεση μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, ὅμως
δὲν τροποποιεῖται ὁ ψυχισμὸς κανενός, γιατὶ τελικὰ ὁ παράδεισος, ποὺ νομίζει ὁ
καθένας
ὅτι τὸν προσεγγίζει, εἶναι πολὺ μακρυά, μὲ ἀποτέλεσμα ὅταν συνειδητοποιήσει
κάποτε τὴν αὐταπάτη ποὺ τὸν παγίδευσε, τὸτε νά μεταμεληθεῖ γιὰ τὸ χρόνο ποὺ ἀνάλωσε
γιὰ ἐπουσιώδη καὶ δευτερεύοντα ζητήματα βιοσοφίας καὶ ὄχι μόνο. Κι ἕνα ἀπὸ αὐτά,
εἶναι ἀναμφίβολα καὶ ἡ ἀναζήτηση προσωπείων κι ὄχι ἡ ἐκζήτηση τοῦ γνήσιου ἑαυτοῦ
του, τοῦ χαμένου μέσα στὶς στοῖβες τοῦ χρόνου.
Τοῦ χαμένου του χρόνου. Δὲν εἶναι
τυχαῖο ποὺ ἡ κορύφωση τῆς Ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας ἐμφανίζεται μέσα στὸ Τριῴδιο
καὶ φυσικὰ στὴ Μ. Σαρακοστὴ, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ
Φαρισαίου, μιὰ θεοσύστατη ἡμέρα μὲ ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἀφοῦ ἀνατέμνει τὸν ἀνθρώπινο
ψυχισμό καὶ ἐμφανίζει τὴν ταπείνωση ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίγνωση τοῦ σκοτασμοῦ
τοῦ νοός, ἄρα καὶ τοῦ ἀγῶνα γιὰ φωτισμὸ τοῦ σκότους τῆς ψυχῆς, μὲ κινητήριο
μοχλὸ τὴ μετάνοια.
Τὴ
μετάνοια, στὴ διαλεκτικὴ τοῦ Τριῳδίου, παραλαμβάνει ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἐπιστροφή στὴν
Πατρικὴ στέγη καὶ φιλοτιμία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ φανερώνεται τὸ κορυφαῖο παράδειγμα τοῦ
φιλεύσπλαχνου Πατέρα Θεοῦ, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ μυθικὰ σύμβολα καὶ προτάσεις, ποὺ
διακηρύσσουν τὴν ἄτεγκτη καὶ γρανιτένια θέληση ἑνὸς Θεοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ σαδισμὸ
συπεριφέρεται καὶ ἄρχει. Κι αὐτὸ τὸ μήνυμα, δυστυχῶς, ἔχει περάσει στὸν κόσμο,
ποὺ θεωρεῖ ὅτι πάνω του αἰωρεῖται μιὰ κοφτερὴ ρομφαία ποὺ τιμωρεῖ, κι ὄχι τὸ ἀνοιχτὸ
χέρι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ Ὁποίου «τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος»
(Ψαλμ. 103, 28) Ὡστόσο, συνοδευτικὴ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουμε πὼς εἶναι
κι ἡ Δικαιοσύνη, ἀφοῦ πρόσταγμα Του εἶναι: «Δικαιοσύνην
μάθετε
οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» ( Ἠσ. 26, 9). Ἂν ἡ λέξη Δίκη, ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ
ρῆμα δείκνυμι, ἀφορᾶ καὶ διαφυλάσσει τὴν ἰσορροπία μέσα στὶς ἀνθρώπινες
σχέσεις, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται πάντοτε ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ
συνέπεια, τότε Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή» (Ἰω.14, 6) ἀσφαλῶς δὲ
μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ ἀκριβὴς καὶ Κριτὴς ἔντιμος. Κι ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι ἀκριβής,
ἔντιμος καὶ δίκαιος ἀπέναντι στὸν κόσμο, αὐτὸ ὀφείλουν νὰ πράττουν στὶς
διαπροσωπικές τους σχέσεις οἱ ἄνθρωποι/δημιουργήματά Του (πρβλ. Ἰω. 13, 14).
Γιατὶ μονάχα τότε θὰ βιώσει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀπώλεσε, ὅταν ἐτόλμησε νὰ φανεῖ στὸ
Δημιουργό του, ψεύστης, αὐθάδης καὶ ἀγνώμων. «ἡ γυνή, ἥν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη
μοὶ ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ
ἔφαγον»
(Γεν. 3,12 ) Κι αὐτὸ ποὺ ἀπώλεσε εἶναι ὁ Παράδεισος, τὸν ὁποῖο καθημερινὰ ἐπιδιώκει
νὰ ἐπισκεφθεῖ, νὰ τὸν ξανακατοικήσει, νὰ τὸν χαρεῖ. Πρβλ. τὸ λεξιλόγιο τῶν ἀνθρώπων
ὅταν ἐπιθυμοῦν τὴν ἠρεμία, τὴν ἐκτόνωση ἀπὸ τοὺς κόπους, ἀπὸ τὸν βασανισμὸ τῆς
καθημερινότητας μὲ τὸν «ἄρτον μοχθηρότητος» ποὺ μᾶς κομίζει, καὶ βρεθοῦν κάπου ἥσυχα
καὶ ἀθόρυβα. Τότε λοιπὸν ἀνεβαίνει ἀπὸ μέσα μας ἡ ἀπωθημένη, πλὴν χαμένη
κάποτε, ἐπιθυμία, ποὺ ἔχει ὄνομα: «Ἄχ, τὶ παραδεισένιος τόπος εἶναι ἐδῶ!» ἤ,
«νοιώθω ὅτι εἶμαι στὸν Παράδεισο».Κι ἄν κανένας ἐξετάσει τὶς λέξεις αὐτὲς θὰ δεῖ
στὸ βάθος τους νὰ ἀχνοφέγγει ἡ ἐπιθυμία τους γιὰ ἐπιστροφή. Ποῦ ἀλλοῦ ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ «θεόκτιστον σκήνωμα, τὸ ὡραιότατον κάλλος, τὸν πάντιμον Παράδεισον». Αὐτὸν τὸν
Παράδεισο λοιπόν, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς ξαναδείξει καὶ φέτος. Γιὰ νὰ μᾶς
θυμήσει ὅτι μᾶς ἀνήκει κι ὅτι, γιὰ μᾶς δημιουργήθηκε κι ἑτοιμάστηκε. Μονάχα πὼς
ἐμεῖς, ἄτακτοι ὄντες καὶ ἐπιπόλαιοι, θεωρήσαμε σωστὸ νὰ δεχτοῦμε τὴν ἔξωση, παρὰ
τὴ μεταμέλεια καὶ τὴν αἴτηση συγνώμης. «Στολὴν θεοΰφαντον, ἀπεξεδύθην ὁ τάλας, σοῦ
τὸ θεῖον πρόσταγμα, παρακούσας Κύριε, συμβουλίᾳ ἐχθροῦ..» Ἔτσι, ζοῦμε μὲν μὲ τὴ
νοσταλγία τοῦ Παραδείσου, ὡστόσο δὲν κάνουμε τίποτε γιὰ νὰ καταφέρουμε νὰ τὸν οἰκήσουμε
κάποτε. Γιατὶ στὸ νοῦ μας, στὴν ψυχή μας ἔχει σχηματιστεῖ ἕνα ἄλλο εἴδωλο
Παραδείσου δίχως τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του. Ἕνα εἴδωλο ποὺ ἐπιτρέπει σὲ ἐφήμερους
«Παραδείσους» ν᾿ ἀνοίξουν τὶς πύλες τους καὶ νὰ μᾶς δεχθοῦν. Μόνο ποὺ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει
ἡ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ δημιούργησε τὸν παραγματικὸ Παράδεισο, μὲ πᾶν κάρπιμον
ξύλον καὶ τὸ κυριώτερο: μὲ τὴν ἐπίσκεψή Του κάθε ἀπόβραδο (βλ. Γεν, 3, 8). Καὶ
τὸ γνωρίζουμε αὐτό, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιθυμοῦμε, ὅπως δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ φέρουμε στὴν
καθημερινότητα τὸ πραγματικό μας πρόσωπο καὶ φορᾶμε προσωπίδες, γιὰ νὰ ξεγελᾶμε
τοὺς συνανθρώπους μας κι ἄν τὰ καταφέρουμε καὶ τὸν ἴδιο τὸ Δημιουργό. Γιατὶ τὶ ἄλλο
εἶναι τὸ προσωπεῖο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψευδεπίγραφο φαρισαϊκὸ ταλέντο μας, ὥστε νὰ
φαινόμαστε τοῖς ἀνθρώποις ( καὶ στὸ Θεό, φυσικά) εὐλαβεῖς, χωρὶς νὰ εἴμαστε, ἀλλὰ
καὶ γνήσιοι δίχως νὰ τὸ κατορθώνουμε; Γιὰ νὰ κατορθώσουμε, λοιπόν, «τοῦ
Παραδείσου τὴν οἴκησιν, πάλιν
νὰ ἀπολαύσωμεν»,
τοῦ ἀληθινοῦ καὶ θεοσύστατου Παραδείσου, μὲ τὰ «θεόφυτα φυτά», θὰ χρειαστεῖ νὰ
τὰ ξαναβροῦμε μὲ τὸ Δημιουργό μας, ὥστε Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευθεῖ καὶ πάλι. Ἄλλωστε
τὸ παρακάτω χωρίο μᾶς τὸ πιστοποιεῖ μὲ ἐμφανῆ τὴν Πατρικὴ μεγαθυμία: «Καὶ ἔλαβεν
ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς
τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Ἄραγε, κατανοοῦμε πὼς μὲ
τὰ εἰσόδιά μας στὸν πάτερπνο κόσμο τῆς Μ. Σαρακοστῆς ἀρχίζει καὶ ἡ διαδικασία ἐπιστροφῆς
μας στὸν Παράδεισο; Κι ὅπως ὁ καθένας μας, ὅταν βιολογικὰ ἀσθενήσει καταφεύγει
σὲ εἰδικὰ θεραπευτήρια, ὥστε κάτω ὑπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπίβλεψη νὰ ξαναβρεῖ τὴν ὑγεία
του, ἔτσι συμβαίνει καὶ τώρα: καταφεύγουμε στὸ θεραπευτήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ
τὴ σαρακοστιανὴ θεραπευτικὴ ἐπιζητοῦμε τὴν ὑγεία μας καὶ τὴν ἐπιστροφή μας στὸν
οἶκον μας ὡς ὑγιεῖς πλέον, ἀλλὰ
καὶ μὲ
τὴν ἐντολή: «μηκέτι ἁμάρτανε»( Ἰω. 5, 14) Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ θεραπευτικὴ αὐτὴ
ἀγωγὴ ἀπαιτεῖται ἡ ἀπουσία κάθε ὑποκριτικῆς μεταμφιέσεως, γιατὶ διαφορετικὰ ἐμπαίζουμε
καὶ τὸν ἰατρὸ καὶ τὸν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ βιωθεῖ
ὁ ἱκέσιος λόγος ποὺ ψάλλουμε τὴ Μ. Τρίτη καὶ πολὺ σωστὰ ἀναφέρει, «Τὴν δυσείμονά
μου μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον», νὰ γίνει κανονισμὸς βίου πνευματικοῦ, ὥστε
στὴ συνέχεια νὰ δυνηθοῦμε νὰ Τὸν παρακαλέσουμε: «Κατάνυξον (Κύριε) ἡμῶν τὰ
καρδίας τῶν δούλων Σου καὶ πρόσδεξαι τὰς ἐν φόβῳ εὐχὰς ἡμῶν, παρέχων ἡμῖν εὔδρομον
τὸ τῆς Νηστείας στάδιον...» ( Ὄρθρος Τρίτης τῆς Α΄ Ἑβδομάδος).
Σκόπελος π. Κων.
Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου