Τροπάριον.
Προς τον
σον Προπάτορα, Δαβίδ επαγγειλάμενος, θήσειν εκ καρπού του της κοιλίας, επί τον
θρόνον της Βασιλείας αυτού, την του Ιακώβ σε καλλονήν, μόνην εξελέξατο, λογικόν
ενδιαίτημα.
Ερμηνεία.
Από δύο
ρητά του Προφήτου Δαβίδ είναι ερανισμένον το παρόν Τροπάριον· από ένα μεν, όπου
υπόσχεται ο Θεός προς τον Δαβίδ ούτως: «Ώμοσε Κύριος τω Δαβίδ αλήθειαν και ου
μη αθετήσει αυτήν· εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου» (Ψαλμ.
ρλα: 11)· από άλλο δε: «Εξελέξατο εαυτώ την καλλονήν Ιακώβ, ην ηγάπησεν» (Ψαλμ.
με: 5). Όθεν ταύτα τα δύο ενώσας ο Μελωδός εν τω παρόντι Τροπαρίω, εισάγει τον
Αρχάγγελον Γαβριήλ αποκρινόμενον προς την Παρθένον και λέγοντα· ο Θεός (τούτο
γαρ λείπει έξωθεν), Παρθένε, υπεσχέθη μεθ΄ όρκου εις τον ιδικόν σου προπάτορα
Δαβίδ, ότι από τον καρπόν της κοιλίας του: ήτοι από το σπέρμα του, το οποίον
είσαι εσύ, Θεοτόκε, να βάλη επάνω εις τον θρόνον της βασιλείας του ιδίου Δαβίδ:
ήτοι να κάμη διάδοχον και Βασιλέα (ούτος δε είναι ο Υιός σου)· Βασιλέα δε, ουχί
κατά την κοσμικήν και αισθητήν βασιλείαν, αλλά κατά την νοητήν και την δια
πίστεως· καθότι η μεν αισθητή βασιλεία του Δαβίδ εξέλιπε προ τόσων χρόνων· η δε
νοητή, ήτις εν τω Χριστώ επηγγέλθη, αύτη διαμένει μέχρι του νυν, και έσται έως
του αιώνος των αιώνων· όθεν είπεν ο Άγγελος προς την Παρθένον: «Και δώσει αυτώ
Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του Πατρός αυτού (το κατά σάρκα), και βασιλεύσει
επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος»
(Λουκ. α: 32-33). Αλλά και ο Θεοδώριτος ερμηνεύων το ανωτέρω ρητόν του Δαβίδ λέγει:
«Το δε τέλος της υποσχέσεως ο Δεσπότης Χριστός εβεβαίωσε, του Δαβίδ κρατύνας
την βασιλείαν»· τούτο γαρ και ο Ησαϊας προεθέσπισεν ειπών: «Παιδίον εγεννήθη
ημίν»· και μετ΄ ολίγα: «Επί τον θρόνον Δαβίδ και την βασιλείαν αυτού,
κατορθώσαι αυτήν από του νυν και εις τον αιώνα» (Ησ. θ: 7). Επιφέρει δε
ακολούθως ο Μελωδός και λέγει· εσύ λοιπόν, Θεοτόκε, είσαι ο καρπός της κοιλίας
του Δαβίδ, από τον οποίον μέλλει να γεννηθή ο Χριστός, και έχει να καθήση
νοητώς εις τον θρόνον της πνευματικής βασιλείας του Δαβίδ· εσύ είσαι και η
καλλονή του Ιακώβ, περί ης προείπεν ο αυτός Δαβίδ ότι σε εδιάλεξεν ο Κύριος,
και σε εκατασκεύασε κατοικίαν λογικήν: ήτοι έμψυχον και νοεράν, δια να κατοικήση
εις αυτήν· διότι αν και καλλονή κατά γράμμα νοείται ο περίφημος εκείνος ναός
του Σολομών ο οικοδομημένος με ασύγκριτον καλλονήν και ωραιότητα· κατά
αλληγορίαν όμως εσύ, Παρθένε, είσαι η αληθώς καλλονή, η κεκαλλωπισμένη ούσα με
όλα τα κάλλη των θείων και ανθρωπίνων αρετών και των υπερφυσικών χαρισμάτων του
Πνεύματος· όθεν εσέ εδιάλεξεν ο Θεός εις κατοικίαν του από όλον το γένος του
Ιακώβ: ήτοι των Ιουδαίων. Όρα δε ότι ο Μελωδός προσθείς εις το ενδιαίτημα την
λέξιν, Λογικόν, εφανέρωσε με τούτο ότι ου λέγει περί ναού αψύχου και
αναισθήτου, αλλά περί εμψύχου και λογικού ενδιαιτήματος και κατοικίας, ήτις
ήτον η Παρθένος Μαρία. Πρόσχες δε, ότι λέγει ο Δαβίδ, πως ηγάπησεν ο Θεός την
έμψυχον ταύτην καλλονήν και αγιωτάτην Μητέρα του· προγινώσκων γαρ ο Θεός προ
των αιώνων την Αειπάρθενον Μαριάμ, ότι ήτον όλη εστολισμένη από τας καλλονάς
των αρετών και χαρίτων, κατεθέλχθη από το πνευματικόν αυτής κάλλος και την
παρθενικήν αυτής ωραιότητα, και ηγάπησεν αυτήν από του αιώνος· αλλά και εις
ύπαρξιν ελθούσαν, ηγάπησεν αυτήν δια να την κάμη Μητέρα του και ίσως έλεγε περί
αυτής εκείνα τα του Άσματος· «Όλη καλή ει πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν
σοι. Εκαρδίωσας ημάς, αδελφή μου νύμφη, εκαρδίωσας ημάς ενί από οφθαλμών σου»
(Άσ. δ: 7). Δια τούτο και Ανδρέας ο Κρήτης έλεγε τη Παρθένω· «Συ η όντως
επιθυμητή γη (κατά το Δαβιτικόν)· επεθύμησε γαρ ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός
του κάλλους σου, και ηράσθη του πλούτου της Παρθενίας σου, και ώκησεν εν σοι
και εσκήνωσεν εν ημίν, και κατήλλαξεν ημάς δια σου τω Θεώ και Πατρί» (Λόγος εις
την Κοίμησιν, ου η αρχή «Οι την εν Πνεύματι θεωρίαν»). Όρα δε ότι δεν είπεν ο
Δαβίδ άλλην λέξιν, αλλά Καλλονήν, δια να φανερώση ότι η Παρθένος ήτον όλων των
καλών το άνθος και το απάνθισμα του γένους του Ιακώβ, και αυτή ήτον το κάλλος
εκείνου· ανώτερον γαρ είναι το κάλλος του καλού, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον
λέγοντα· «Καλόν μεν είναι λέγομεν το κάλλους μετέχον» (Κεφ. δ΄ περί θείων
ονομάτων). Όθεν ως εκ προσώπου της Θεοτόκου αλληγορικώς νοείται εκείνο το υπό
Ιεζεκιήλ ειρημένον· «Περιέθηκα εμαυτή κάλλος μου» (Ιεζεκ. κζ: 3).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου