Ὁ Παπισμός -πρωτογενῶς- προέκυψε, ὡς συνέπεια τῆς κακοδοξίας
του γιά τόν τρόπο τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά
συνέπεια, εἶναι μία νεώτερη Πνευματολογική αἵρεση. Συγκεκριμένα,
οἱ Δυτικοί ἔκαναν σύγχυση τῆς Θεολογίας (ἀΐδιες σχέσεις) καί Οἰκονομίας
(φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία). Ἡ σύγχυση, ὅμως, αὐτή
προέκυψε, ὅταν οἱ Δυτικοί ὑποβάθμισαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή
τους τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βέβαια, στήν ὑποβάθμιση
αὐτή προσδιοριστική σημασία εἶχε ἡ ἐκκοσμίκευση καί ἡ ἁμαρτωλή
ζωή, μέ τήν προωθητική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Ἔτσι, ὁδηγήθηκαν
ἀναπόφευκτα καί στήν υἱοθέτηση τοῦ κοσμικοῦ θεσμικοῦ προτύπου τοῦ
ἱστορικοῦ περιβάλλοντός τους καί δόμησαν πυραμιδοειδῶς τή Δυτική
Ἐκκλησία, συρρικνώνοντας καί περιθωριοποιώντας τόν ἁγιοπνευματικό
θεσμό τῆς Συνοδικότητας, ἡ ὁποία προσκρούει εὐθέως στόν ἐγωκεντρισμό
τοῦ ἑκάστοτε Πρώτου. Καί ἱστορικά, ὅμως, πιστοποιεῖται, ὅτι πρῶτα
ὑποβαθμίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ χαρισματική παρουσία
καί λειτουργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατόπιν δομεῖται, θεσμικά ἐσφαλμένως,
ἡ Ἐκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συρρίκνωση τῆς ἁγιοπνευματικῆς λειτουργίας
τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας παραπέμπει ἱστορικά στόν θεσμό
τοῦ Παπισμοῦ, μέ τή κορύφωσή του στό κακῶς νοούμενο Πρωτεῖο καί τό ἐπηρμένο
Ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἔθεσε ἑαυτόν ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ἀλλοτριωμένη θεσμική ἔκφραση «ἐκκλησιαστικοῦ»
τύφου, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, εἶναι «τό μόνον
πάθος ἀνίατον» (Λόγος ἀποδεικτικός, Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, Λόγος δεύτερος, 2).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου