Τροπάριον.
Λαμπρυνόμενος
τω φέγγει, του Θεού Παντοκράτορος, αληθείας κήρυξ, λέγε, Γαβριήλ, αληθέστατα·
πως, ακηράτου μενούσης της αγνείας μου; Λόγον τέξομαι, μετά σαρκός τον
ασώματον;
Ερμηνεία.
Και με
τούτο το Τροπάριον ζητεί η Παρθένος από τον Άγγελον να τη φανερώση με ποίον
τρόπον έχει να γεννήση τον Υιόν και Λόγον του Θεού· όθεν λέγει προς αυτόν· ω
Αρχάγγελε Γαβριήλ, εσύ όπου λαμπρύνεσαι με το φέγγος και τας ελλάμψεις του Θεού
του Παντοκράτορος, και δια τούτο είσαι κήρυξ της αληθείας, και δεν δύνασαι να
πλανηθής από την αλήθειαν· έφη γαρ ο Χρυσορρήμων· «Καλός ο Ουρανός, αλλ΄ ουχ΄
ούτω καλός, ως Άγγελος· φαιδρός ο Ήλιος, αλλ΄ ουχ΄ ούτω φαιδρός, ως ο
Αρχάγγελος» (Λόγ. εις το «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός», τόμω ε΄ της εν Ετόνη
εκδόσει)· συ, Αρχάγγελε Γαβριήλ, ειπέ σαφέστατα με ποίον τρόπον εγώ θέλω
γεννήσει τον Υιόν και Λόγον του Θεού, μενούσης αδιαφθόρου της παρθενίας μου; Ή
πως θέλω γεννήσει τον ασώματον Λόγον του Θεού με σώμα υλικόν και ανθρώπινον;
Ταύτα γαρ και τα δύο είναι άπορα εις εμέ και ακατάληπτα. Διονύσιος δε ο
Αρεοπαγίτης ερμηνεύων την λέξιν «Παντοκράτορ», λέγει· «Δια το πάντων αυτόν
είναι παντοκρατορικήν έδραν, συνέχουσαν και περιέχουσαν τα όλα και ενιδρύουσαν
και θεμελιούσαν, και αρραγές εν εαυτή το παν αποτελούσαν. Λέγεται δε
Παντοκράτωρ η Θεαρχία, και ως πάντων κρατούσα, και αμιγώς των διοικουμένων
επάρχουσα, και ως πάσιν εφετή γους, και τας γλυκείας ωδίνας του θείου και
παντοκρατορικού και αλύτου της αγαθότητος αυτού έρωτος» (Κεφ. ι΄ Περί θείων
ονομάτων). Και το μεν να εισέλθη εις την κοιλίαν μου ο Υιός του Θεού, και να
συλληφθή ασπόρως εν αυτή, τούτο ναι είναι μέγα ως αληθώς και παράδοξον· το δε
να γεννηθή σαρκοφόρος εξ εμού και βρέφος εννεάμηνον με τον φυσικόν όγκον όλων
των μελών και μερών του σώματος, χωρίς να φθείρη την παρθενίαν μου, τούτο
αληθώς είναι πολύ του προτέρου παραδοξότερον και υπερφυέστερον. Τούτο θαυμάζει
και Ιωάννης ο Γεωμέτρης πανηγυρίζων εις την εορτήν· «Το δε μη μόνον συλλαβείν
Παρθένον και συλλαβούσαν διατελείν, αλλά και τεκούσαν την παρθενίαν διατηρείν,
πως ου διπλούν μεν ημίν το κατά την Παρθένον αναδείκνυσι θαύμα του Μυστηρίου; Μείζον
δε, είπέρ τι ημίν έξεστι, και του προλαβόντος φαίνεται; Το μεν γαρ μήπω
παχυνθέντα τον Λόγον αφράστως μεν, ασείστως δε τα νυμφικά εισελθείν κλείθρα,
και σάρκα λαβείν, θαυμαστόν μεν και ου καταληπτόν· πως γαρ ου; Ούπω δε
τοσούτον, όσον μετά του πάχους όλου και του προσλήμματος εξελθόντα, την πύλην
εσφραγισμένην απολιπείν, ώσπερ αν, ει μηδέ την αρχήν διελθών ην».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου