Τροπάριον.
Ιεράν
τινα Παρθένον, τεξομένην ακήκοα, του Προφήτου πάλαι, τον Εμμανουήλ
προθεσπίσαντος· επιποθώ δε του γνώναι, πως Θεότητος, την ανάκρασιν, φύσις
βροτών υποστήσεται;
Ερμηνεία.
Δια του
Τροπαρίου τούτου αποκρίνεται η Θεοτόκος προς τον Άγγελον και λέγει αυτώ· εγώ
ήκουσα τον Προφήτην Ησαϊαν ότι επροφήτευσε προ χρόνων ότι μία Παρθένος ιερά
(ήτοι αφιερωμένην έχουσα την παρθενίαν εις τον Θεόν) μέλλει να γεννήση τον
Εμμανουήλ: ήτοι τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον· διότι λέγει «Ιδού η Παρθένος εν
γαστρί έξει, και τέξεται Υιόν, και καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ:
14). Τούτο δε ερμηνεύων Ιωσήφ ο Βρυέννιος, ούτω πανηγυρίζει εν τω εις τον
Ευαγγελισμόν τρίτω λόγω αυτού: «Σήμερον η του Ησαϊου προφητεία πεπλήρωται
λέγουσα· ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται· συ δε μοι όρα Προφήτου ακρίβειαν,
ουχ΄ απλώς είπεν, ιδού Παρθένος, αλλ΄ ιδού η Παρθένος, τη προσθήκη του άρθρου
επίσημόν τινα και μόνην αυτήν γενησομένην ημίν αινιττόμενος· ότι γαρ η προσθήκη
αύτη τούτο εδείκνυ, δυνατόν και από των Ευαγγελίων τούτο μαθείν· επειδή γαρ
έπεμψαν προς τον Ιωάννην οι Ιουδαίοι ερωτώντες τις ει; Ουκ έλεγον, συ ει
Χριστός; Αλλά, συ ει ο Χριστός; Ουδέ έλεγον, συ ει Προφήτης; Αλλά, συ ει ο
Προφήτης; Ων έκαστος εξαίρετον ην». Περί της Παρθένου λοιπόν εκείνης είμαι
βεβαία, (έλεγεν η Θεοτόκος) και φαίνεται ότι είμαι εγώ· δια τούτο επιποθώ,
ήγουν πολλά ποθώ να μάθω με ποίον τρόπον η πεπερασμένη και ευτελής φύσις των
ανθρώπων έχει να υποφέρη την ανάκρασιν: ήτοι την καθ΄ υπόστασιν ασύγχυτον
ένωσιν της αχωρήτου και απείρου Θεότητος, και να μη βλαβή; Ουδέ δε άλλο τούτό
εστιν, ει μη εκείνο όπου ανέφερε και ανωτέρω εν τω Τροπαρίω «Γνωσθήτω μοι,
Άγγελε, των σων ρημάτων η δύναμις· πως έσται ο είρηκας»· επειδή γαρ κατά
ανταπόκρισιν όλος ο Κανών προβαίνει, και επειδή ο τρόπος του Μυστηρίου είναι πάντη
ακατανόητος· δια τούτο ο Ιερός Μελωδός έλαβεν ανάγκην να ανακυκλή εις πολλά
Τροπάρια τα ίδια νοήματα και λόγια προς μικράν τινα του Μυστηρίου σαφήνειαν.
Ανάκρασιν δε ακούων εδώ, αγαπητέ αναγνώστα, μη στοχασθής ότι αι δύο φύσεις του
Δεσπότου Χριστού έλαβον σύγχυσιν ή μεταβολήν η μία εις την άλλην, καθώς
ανακιρνάται ο οίνος με το ύδωρ, άπαγε! Τούτο γαρ ήτον κακόδοξον φρόνημα των
Ακεφάλων: ήτοι των Μονοφυσιτών· αλλά με την λέξιν ταύτην ηθέλησε να φανερώση ο
Μελωδός την εις αλλήλας ακατάληπτον περιχώρησιν των δύο φύσεων του Κυρίου· καθ΄
ην η μία φύσις αυτού αντιδίδει εις την άλλην τα ιδικά της ίδια δια την της
υποστάσεως ταυτότητα. Όθεν είπεν ο ίδιος ούτος χαριτώνυμος Δαμασκηνός «Ούτός
εστιν ο τρόπος της αντιδόσεως, εκατέρας της φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα
ίδια δια την της υποστάσεως ταυτότητα, και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν.
Κατά τούτο δυνάμεθα ειπείν περί Χριστού, ούτος ο Θεός ημών επί της γης ώφθη και
τοις ανθρώποις συνανεστράφη»· και ο άνθρωπος ούτος άκτιστός εστι και απαθής και
απερίγραπτος, ου καθό άνθρωπος δηλαδή, αλλά καθό «Θεός ων προαιώνιος, γέγονεν
επ΄ εσχάτων άνθρωπος» (Βιβλ. γ΄ κεφ. να΄). Ειδέ και ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος
λέγει «Θεού πάθος ου λέγεται», τούτο το λέγει επί Θεού γυμνού ανθρωπότητος, ως
ο αυτός τούτο ερμηνεύει· «Θεού πάθος ου λέγεται· Χριστού γαρ το πάθος γέγονε,
σαρκωθέντος δηλονότι και τη προσλήψει της σαρκός το πάθος υπομείναντος· θεότης
γαρ γυμνή, ου μόνον πάσχειν ου δύναται, αλλ΄ ούτε κρατείσθαι ουδέ οράσθαι, ει
μη τη φύσει των ανθρώπων ηνώθη φιλανθρώπως» (Επιστολή Δωροθέω Κόμητι). Και
πάλιν ο Δαμασκηνός καθαρώτερα λέγει: «Διο δη εκ δύο φύσεων τελείων θείας τε και
ανθρωπίνης φαμέν γεγενήσθαι την ένωσιν, ου κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν,
ως ο θεήλατος έφη Διόσκορος, Δυστυχής και Σευήρος και η τούτων εναγής συμμορία»
(Βιβλ. γ΄ κατά Μονοφυσιτών). Λέγει δε και ο ανώνυμος ερμηνευτής των Κανόνων:
«Ανάκρασιν την όλην της ανθρωπότητος εν όλη τη Θεότητι λέγει ένωσιν· πολλαχώς
δε της ενώσεως ούσης, η ανάκρασις την όλου διόλου ένωσιν σημαίνει, των δύο
δηλαδή ενεργειών της θείας φύσεως και της ανθρωπίνης, αφύρτως ασυγχύτως και
αναλλοιώτως φυλαττομένων». Φαίνεται δε ότι την λέξιν ταύτην ερανίσθη ο Μελωδός
εκ του μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου ειπόντος: «Μορφούται το αλλότριον (ο Υιός
του Θεού), όλον εν εαυτώ εμέ φέρων μετά των εμών, ίνα εν εαυτώ δαπανήση το
χείρον, ως κηρόν πυρ, ή ως ατμίδα γης Ήλιος, καγώ μεταλάβω των εκείνου δια την
σύγκρασιν» (Λόγ. β΄ περί Υιού)· και πάλιν· «Ω της καινής μίξεως! Ω της
παραδόξου κράσεως»! (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν). Εάν δε τις άλλος Πατήρ την
λέξιν ταύτην εμεταχειρίσθη, πρέπει να νοώμεν αυτήν ευσεβώς, προστιθέντες αεί το
ασύγχυτον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου