Ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου, ἔτσι ὅπως ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐξιστορεῖ καὶ φιλοτεχνεῖ, αἰσθανόμαστε
πὼς εἴμαστε παρόντες, ὄχι ἁπλὰ σὲ μία ἐξόδιο ἀκολουθία, ἀλλὰ σὲ μία μεγάλη Ἑορτὴ
καὶ Πανήγυρη. Δυνάμεις ἀγγελικές, ὁ χορὸς τῶν ἐνδόξων Ἀποστόλων, Πατέρες ἀποστολικοί,
Ὑμνογράφοι ἐκκλησιαστικοί, πιστοί, μὰ καὶ δύσπιστοι, πλαισιώνουν τὸ σεπτὸ
σκήνωμα τῆς Παναγίας Παρθένου. Καὶ στὸ κέντρο τῆς ἱερᾶς εἰκόνος ὁ ἴδιος ὁ
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κρατώντας στὰ χέρια του τὴν ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ναί, βρισκόμαστε ἐνώπιον μίας σπουδαίας Ἑορτῆς, τῆς Ἑορτῆς
τῆς «ἑνότητος».
Τὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὴν πτώση, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀπώλεσε πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δωρήματα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ προσέφερε. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἦταν καὶ ἐκεῖνο τῆς «ἑνότητος». Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, τὰ δύο πρῶτα ἀνθρώπινα πρόσωπα, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὸν ἕναν ἄνθρωπο. Δημιουργήθηκαν γιὰ νὰ ὑπάρχουν μὲ τὸν τρόπο τῆς Τριάδος. Ἕνας Θεός, τρεῖς ὑποστάσεις. Ἕνας ἄνθρωπος, δύο πρόσωπα ἀρχικά, καὶ μετὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ κατακυριεύσατε τὴ γῆ», μύρια στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅμως αὐτὴ ἡ προοπτική τῆς ἑνότητας διαρρηγνύεται μὲ τρόπο τραγικό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ ὁμοιάσει στὸ Θεό. Ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς ἰδιώτευσης, τῆς αὐτονομημένης πορείας, ὅπου ἡ ἀτομικότητα τοῦ καθενὸς νοεῖται ὡς τὸ κέντρο τῆς δημιουργίας. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἡ πλάση ὑπάρχει γιὰ νὰ τὴν κατακτήσεις καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλευτεῖς, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ξένοι ἢ ἀκόμα καὶ ἐχθροί, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα ὑπῆρξε ποτέ, ἀνακηρύσσεται νεκρός, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Ἔτσι ὁ κάθε ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κομμάτι, ἕνα σπάραγμα, ἕνα θλιβερὸ ὑπόλειμμα τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἑνότητος γιὰ τὴν ὁποία ἦταν πλασμένος. Ζεῖ καὶ πεθαίνει μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ἀκέραιος καὶ ὁλόκληρος. Μὰ τὸ κενὸ ποὺ νιώθει μέσα του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γεμίσει οὔτε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, οὔτε μὲ τὰ ἐπιτεύγματά του, οὔτε μὲ τὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους οὔτε ἀπό τόν δῆθεν ἀνθρωποκεντρισμό τῆς ἀριστερᾶς ἤ τόν δῆθεν κοινωνικοκεντρισμό τῆς φιλοσοφίας. Κάτι του λείπει, ἢ καλύτερα, κάποιος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή του. Τοῦτος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι Ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐναντιώθηκε, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέρριψε, Ἐκεῖνος ποὺ λησμόνησε καὶ Ἐκεῖνος ποὺ λαχταρᾶ, ὅσο τίποτε ἄλλο στὴ μίζερη ζωή του, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ ξέρει, ἀκόμα κι ἂν δὲν τολμᾶ νὰ τὸ συνειδητοποιήσει.
Σ’ αὐτὴ τὴν κεκρυμμένη λαχτάρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὁ Θεὸς ἀνταποκρίθηκε στέλνοντας τὸν Υἱό του τὸν μονογενὴ στὸν κόσμο, νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀληθινός. Στὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνας νέος Ἀδάμ, ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό καί καταδεικνύει τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον.
Μὲ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, κάθε πρόσωπο μπορεῖ νὰ ξαναγίνει ἀκέραιο μετέχοντας στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μετέχει τῆς Μυστηριακῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἑνώνεται μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνεται μὲ τὴν Ἐκκλησία. Συσωματώνεται, ὁλοκληρώνεται καὶ ἁγιάζεται καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς ἔχει ἐπιπτώσεις σὲ ὅλο του τὸ βίο, ἀγγίζει ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Ἡ χαμένη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐπαναβρίσκεται καὶ ἐπισφραγίζεται στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τούτη τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὑπηρετεῖ ἡ Παναγία μητέρα Του, ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ βίου της, τότε ποὺ ὡς νήπιο κρατήθηκε στὴν ἀγκάλη τῶν δικαίων γονιῶν της, μέχρι καὶ τὴν ἁγία τελευτή της στὸ χωρίο τῆς Γεσθημανῆς. Δούλη Κυρίου μὰ καὶ σκεῦος ἐκλογῆς κατέστη ἡ Παρθένος Κόρη, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ κι ἀπὸ συμπόνια πρὸς τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ταπεινὰ καὶ μυστικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, συμμετέχοντας καὶ συνεργώντας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γή. Ἡ Παρθένος Κόρη ἀπαντώντας στὸν ἀρχαγγελικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὸ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γενοιτὸ μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου» ἀποδέχεται νὰ συντελεστεῖ μέσα στὴ μήτρα της τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἐνανθρωπήσεως. Στὸ ἱερὸ ἐκεῖνο «κατοικητήριο» ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται ὁριστικὰ μαζί του. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένος πλέον, κυοφορεῖται στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου κόρης. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, προσλαμβάνοντας ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Ἡ ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πλέον γεγονός, γιὰ πάντα συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὰ παλαιὰ μὲ τὰ καινά. Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἦρθε ἡ Μαριὰμ εἶναι ἐκεῖνος τῆς προσμονῆς. Ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὸν Νόμο, τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς εὐεργεσίες· ἐκεῖνος ποὺ προσκύνησε εἴδωλα καὶ ψεύτικους θεούς· ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτεινε τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες· συνεχίζει νὰ περιμένει τὸν Μεσσία, χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ξεδιαλύνει τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ παρέδωσε. Ἡ Θεοτόκος Μαρία γίνεται τὸ πρόσωπο ποὺ ἑρμηνεύει καὶ ἐξηγεῖ, ὄχι μὲ λόγους μὰ μὲ τὴν ἴδια της τὴν ὕπαρξη, πῶς ὁ Θεὸς μὲ ἔργα, μὲ ρήματα, μὲ σύμβολα κατεργάζεται τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι «ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη βάτος», εἶναι «ἡ ἐπουράνιος κλίμαξ», εἶναι «ἡ γὴ τῆς ἐπαγγελίας», εἶναι «ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου», εἶναι «ἡ πύρινη στήλη, τὸ μάννα, ἡ στάμνος, ἡ ἑπτάφωτος λυχνία». Ὅλα τὰ παλαιὰ ἐξηγοῦνται μὲ ἕνα καινὸ νόημα. Ὅλα ὅσα ἔγιναν εἶχαν τὸ νόημά τους, τὸ ὁποῖο τώρα ἀποκαλύπτεται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔτσι ὁ χρόνος ἑνοποιεῖται, τὰ πάντα προβάλλουν καινὰ καὶ σημερινά. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, στοὺς καιροὺς τῆς Διαθήκης τῆς Καινῆς ἡ Θεοτόκος προσφέρει τὸ ἀνθρώπινο παρελθὸν καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀέναο παρόν.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιπτώσεις τῆς πτώσεως ἀποτέλεσε ἡ ἀπόσταση ποὺ δημιουργήθηκε μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἀνάμεσά τους παρεμβλήθηκαν ἡ ἐξουσιαστικὴ διάθεση, ἡ κτητικότητα καὶ τελικὰ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀντιπαλότητα. Ὁ Χριστὸς στὶς ἀπαρχὲς τοῦ λυτρωτικοῦ του ἔργου παραβρέθηκε σὲ ἕνα γάμο στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἦταν μαζί του καὶ ἡ Μητέρα του. Ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπευθύνθηκε στὸν Υἱό της, ὅταν ὁ οἶνος τῆς γαμήλιας τράπεζας τελείωσε, ζητώντας του νὰ παρέμβει καὶ νὰ ἐνεργήσει τὰ δέοντα, γιὰ νὰ μὴ μειωθεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κατὰ Θεῷ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα μὲ μία γυναίκα. Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀπευθύνθηκε στοὺς ὑπηρέτες τῆς ἑορτῆς, προτρέποντάς τους νὰ δείξουν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὰ λεγόμενα τοῦ Υἱοῦ της. Μὲ αὐτὸ τὸν διακριτικὸ τρόπο ἡ Παναγία μας συντελεῖ τὰ μέγιστα στὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ἀνύμφευτος νύμφη, πρέπει ὅλοι νὰ γνωρίζουμε καλά, πὼς εἶναι ἡ ἐγγυήτρια κάθε συζυγικῆς σχέσης καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες τοῦ ἔγγαμου βίου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες μποροῦμε πρὸς ἐκείνη νὰ προστρέχουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ κινδύνους, γιὰ νὰ ἑνώνει τὰ διεστῶτα, μὴ ἐπιτρέποντας τὴν διχόνοια καὶ τὸν χωρισμό.
Ἡ Παναγία ἑνώνει τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ὁ θάνατος. Ὅμως ὁ Ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τούτη τὴν δουλεία. Ἀναρωτιώνται ὅμως οἱ ἄνθρωποι: Μὰ γιατί ὁ θάνατος παραμένει νὰ ὑπάρχει στὴ ζωή μας; Γιατί στερούμαστε πρόσωπα ἀγαπημένα; Γιατί νὰ παλεύουμε μὲ ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔρχεται νὰ δώσει ἱκανὲς ἀπαντήσεις, ἔρχεται νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ ξεκουράσει. Ἡ Παναγία μας παρ’ ὅλο ποὺ κατέστη «σκεῦος ἀμίαντο», «καθαρὴ καὶ ἄσπιλος», ξένη ἀπὸ κάθε πτώση καὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μετά τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώρισε καὶ ἐκείνη τὸν θάνατο. Στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως βλέπουμε αὐτὴ τὴ τραγικὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ τῆς παναγίας ψυχῆς της ἀπὸ τὸ ἄμωμο σῶμα της. Ὅμως ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἡ ψυχὴ τῆς κεκοιμημένης Μαρίας δὲν φυλακίζεται στὸν Ἅδη, δὲν παραδίδεται στὸν θάνατο ὁριστικά, ἀλλὰ παραλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ἐναποτίθεται στὴν ἀγκάλη Του, στὰ χέρια ἐκείνα ποὺ κρατοῦν καὶ ἀσφαλίζουν καὶ σώζουν τὸν ἄνθρωπο. Μὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους σὲ μνῆμα ἐνταφιάζεται, δὲν ἐγκαταλείπεται στὴ φθορὰ καὶ στὴ σήψη, ἀλλὰ ἀνίσταται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ παραλαμβάνεται κι αὐτὸ εἰς τὸν οὐρανό. Ἔτσι ἡ Παναγία μὲ τὴν σεπτή Της Κοίμηση καὶ τὴν ἁγία της Μετάσταση ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὁ θάνατος πλέον εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὰ παρόντα στὰ μέλλοντα, ἀπὸ τὰ ὀδυνηρὰ στὰ εὐφρόσυνα, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ παντοτινά. Ἡ ψυχὴ κάθε κεκοιμημένου, στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ παραδίδεται, καὶ τὸ σῶμα του, στὴ γῆ ἀποτίθεται μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἐγέρσεως. Γι΄αὐτὸ ὁ θάνατος στὴ σκέψη τῶν χριστιανῶν ὡς ὕπνος νοεῖται, ὡς κοίμηση καὶ ἀνάπαυση λογίζεται, ἀφοῦ «ἀνάστασιν νεκρῶν» προσδοκοῦμε «καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Στὶς μέρες μας πολὺς λόγος γίνεται καὶ πολλὰ ἐγχειρήματα ἀποτολμοῦνται στὸ πλαίσιο τῆς ἑνότητας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι σίγουρα σημαντικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ συναισθανθοῦμε πὼς ἡ ζωὴ μας γίνεται μία κόλαση ἀληθινή, ὅταν παραμένουμε κεχωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν κτίση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ θελήσουμε ἀληθινὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ μεταξύ μας. Ὅμως ἂς μὴ ξεγελαστοῦμε πιστεύοντας ὅτι ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίτευγμα τῶν δικῶν μας ἐνεργειῶν καὶ πράξεων. Ἡ ἑνότητα εἶναι ποιότητα θεϊκή· εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό· εἶναι γέννημα τῆς ἀληθείας· εἶναι ἀπότοκος τοῦ δόγματος· εἶναι ἄρνηση τοῦ ψεύδους· εἶναι ἀποδοχὴ τοῦ μαρτυρίου· εἶναι δώρημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα καταφάσκουμε, αὐτὴ ζητοῦμε, γι’ αὐτὴν προσευχόμαστε. Ὅλες οἱ ἄλλες, οἱ κοσμικὲς καὶ οἱ ἀνθρώπινες, εἶναι ἐπίπλαστες καὶ περιστασιακὲς καὶ δυστυχῶς ὁδηγοῦν σὲ βαθύτερους χωρισμούς, σὲ μεγάλα δεινὰ καὶ σὲ ἀνείπωτες θλίψεις.
Παρακαλοῦμε τὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν Σκέπη καὶ Προστασία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν, νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποία τόσο ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
http://syndpeiraia.blogspot.ca/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου