O Συναξαριστής της ημέρας.

Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου 2014

Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών και ισαποστόλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του ομολογητού, και του οσίου πατρός ημών Βουκόλου, επισκόπου Σμύρνης.

Ὁ Μέγας Φώτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαὴλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 810 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καὶ Εἰρήνη καὶ καταδιώχθηκαν ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καὶ περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στὰ ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὅταν μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σὲ αὐτόν, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἔλαβε κατὰ τάξη τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης.
Ὁ ἱερὸς Φώτιος μὲ συνοδικὰ γράμματα ἀνακοίνωσε, κατὰ τὰ καθιερωμένα, τὰ τῆς ἐκλογῆς του στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τόνισε τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει νὰ τὴν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξὺ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν».
Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τὸν ἱερὸ Φώτιο καὶ ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, δὲν ἦταν πλέον Πατριάρχης καὶ ὅτι ἐὰν διεκδικοῦσε καὶ πάλι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τότε αὐτόματα θὰ ὑφίστατο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπὸ εἰσαγωγὲς ἐθίμων ξένων πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρὸς ἐνὸς λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορὰ τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερὸς Φώτιος γνώριζε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ στὸ θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καὶ τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπὶ ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ὁποῖο μυσταγώγησε πρὸς τὴν ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ θείου Βαπτίσματος.
Ὁ ἱερὸς Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καὶ ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίων τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καὶ ἄλλων αἱρετικῶν καὶ ἐπανέφερε στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.
«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ… καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται· εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζῇ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερόν τε καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καὶ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταῖς ἐξανθήσαντος καὶ πάσῃ γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σὲ αὐτὸν τὸν εἰπόντα, τὸν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτὸν Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο «τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μὲν τοῖς διωγμοῖς, δεδοξασμένον δὲ τοῖς θανάτοις».
Τὸ θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνέπνεε τὴν Ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ τὴν συνεχὴ ἐγρήγορση  τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.  Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση διέκρινε στὸ πρόσωπό του τὸν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὸν ἐκφραστὴ τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καὶ ἂν παρακολουθήσουμε τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἴτε στὴν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σὲ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὸ τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σὲ ἀξιώματα μεγάλα καὶ περιφανὴ τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τὸν ἁγιότατο Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τὴν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς σκληρὲς στερήσεις δυὸ ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τὸν μαχόμενο ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τε καὶ πατρικῆς παραδόσεως» καὶ «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γὰρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτῖσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεὶς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορίᾳ, τούτοις δὴ τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίου ἀγῶσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Ἡ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Χριστιανικῆς μας υποστάσεως καὶ ἐπιβάλλει τὴν συνεχὴ προσπάθεια γιὰ τὸ «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δυναμικὴ γεφύρωση, σύνδεση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καὶ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σὲ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του καὶ νὰ ζήσει τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, ἡ συνεχὴς πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «διαπορθμεύει ἡμῖν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» καὶ Χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορὰ τῆς ἀλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Φώτιος πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαῖς καὶ κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται· τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταῖς εὐσεβούντων ψυχαῖς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετὰ φόβου Θεοῦ, παραδίδει στὴν ἐπερχόμενη τὰ τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια ποὺ ἔλαβε, μὲ πλήρη συναίσθηση ὅτι καὶ ἡ ἐπερχόμενη θὰ διατηρήσει ἀλώβητη τὴν πίστη. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τὴ σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς:
«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τὰς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταῖς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταῖς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἱ προλαβοῦσαι διδάσκαλοι».
Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δὲν εἶναι συμπτωματική. Γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τὸ παρελθόν, ἡ παράδοση, τὰ γενόμενα στὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιμένει μόνο στὴν ἱστορικὴ παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιὰ τὸν κληρονομικὸ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ ζωή της μέσα στὴ χάρη, γιὰ τὸ παρὸν μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως.
Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καὶ καταξιώνονται μὲ τὴν ἀποστολικότητά της. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ καθολικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποστολικότητα:«Ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στὸν κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς σύνδεσμός της μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τὰ ἐξωτερικὰ τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καὶ διαδοχῆς. Τὸ ἠθικὸ δὲ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιὰ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ταυτότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».
Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπὲρ «τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν…, τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τὸ 867 μ.Χ., ποῦ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς κατὰ Ἀνατολὰς Ἐπισκόπους καὶ Πατριάρχες, στρέφεται στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως καλεῖ ὅλους νὰ εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίων κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀληθὴ πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, κατακρίνει«τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» καὶ καταδικάζει, ὡς«ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν«τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν»  «καταφρόνησιν» ἀπὸ ἐκείνους ποὺ«κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Ἐπὶ τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τοὺς εἰκονομάχους ἀλλὰ καὶ τὶς παπικὲς ἀξιώσεις καὶ τὸ γερμανοφραγκικὸ δόγμα τοῦ filioque, τὸ ὁποῖο διασαλεύει τὴν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἐνεργειῶν καὶ δὲν ἔχει θέση μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ filioque καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιὰ τὰ θέματα αὐτά, μετὰ τὴ συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερὸ πλέον κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ’, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καὶ μὲ κρίση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης καὶ ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερὸς Φώτιος ὑπῆρξε τὸ θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τὸν Ἅγιο Φώτιο καὶ ἀποκατέστησε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στὶς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τὸν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἢ παρέμεναν πιστοὶ σὲ αὐτὸν καθαιρέθηκαν καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἢ λαϊκοὺς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερὸς Φώτιος καθ’ ὅλη τὴν διαδικασία καὶ παρὰ τὴν προκλητικὴ στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τοὺς ὑπέδειξε νὰ μετανοήσουν καὶ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ποινή. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ποικίλες καὶ πολλαπλὲς στερήσεις καὶ κακουχίες. Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δύο Πατριαρχῶν, Φωτίου καὶ Ἰγνατίου, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸ ἔτος 886 μ.Χ. κατὰ τὸν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ διαδεχθέντα τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱὸ τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς Χρυσόστομος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου. Τὸ ἱερὸ καὶ πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στὴν λεγόμενη μονὴ τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο, δηλαδὴ στὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ βρισκόταν στὴ μονὴ τῆς Ἐρημίας, ἐνῶ τώρα τελεῖται στὴν ἱερὰ πατριαρχικὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: