Το δικαστήριο. «Πάντα εκεί ασύγγνωστα» : ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ας φέρουμε, παρακαλώ,
στον νου το δικαστήριο εκείνο, και ας το νομίσουμε, ότι γίνεται τώρα και ότι ο
κριτής μπαίνει στη θέσι του και τα πάντα φανερώνονται και έρχονται στο μέσο.
Διότι όχι μόνον πρέπει να παρευρεθούμε, αλλά και να φανερωθούμε.
Μήπως δεν ντραπήκατε; Μήπως δεν τρομάξατε; Μήπως δεν προτιμούμε πολλές φορές να
πεθάνουμε, παρά να φανερωθή ενώπιον αγαπητών φίλων κάποιο κρυφό πταίσμα μας ;
Πώς λοιπόν θα βρεθούμε σε εκείνη την κατάστασι ενώπιον όλων των αγγέλων και
όλων των ανθρώπων, όταν θα φανερωθούν τα αμαρτήματά μας και θα στέκωνται
μπροστά στα μάτια μας; Διότι λέει∙ «Θα σε ελέγξω και θα παρουσιάσω μπροστά σου
τις αμαρτίες σου» ( Ψαλμ. 49, 21 ) . Εάν όμως χωρίς το πράγμα αυτό να είναι
παρόν, αλλ’ απλά το υποθέσαμε και το περιγράψαμε με τον λόγο, οδηγούμαστε στην
καταστροφή από την συνείδησι, τι θα κάνουμε, όταν θα έλθη, όταν θα
παρευρίσκεται όλη η οικουμένη, όταν θα είναι παρόντες οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι,
αρχές και εξουσίες, όταν θα ηχούν οι σάλπιγγες οι ασυνεχείς και αδιάκοπες και
θα γίνη η αρπαγή των δικαίων στις νεφέλες και θα είναι πολύ μεγάλος ο κλαυθμός
αυτών που αμάρτησαν; Ποιος φόβος θα καταλάβη τότε αυτούς, που θα έχουν
απομείνει επάνω στη γη; Διότι λέει∙ «Μια αρπάζεται και μία αφήνεται∙ και ένας
παραλαμβάνεται από τους αγγέλους και άλλος αφήνεται» ( Ματθ. 24, 40 ) . Πώς θα
αισθάνεται η ψυχή εκείνων, όταν άλλους θα βλέπουν να παραλαμβάνωνται και να
φέρωνται στον ουρανό με μεγάλη τιμή, ενώ τους εαυτούς τους να παραμένουν εδώ με
μεγάλη ντροπή; Δεν είναι δυνατό, πιστέψτε, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσω το
πάθος αυτό με τον λόγο.
Παρατηρήσατε ποτέ αυτούς, που οδηγούνται προς τον θάνατο; Ποια νομίζετε , ότι
είναι η κατάστασι της ψυχής τους, ενώ βαδίζει την οδό μέχρι της πύλης; Τι δεν
θα προτιμούσαν και να πράξουν και να πάθουν, ώστε να απαλλαγούν από το σκότος
εκείνο; Εγώ άκουσα πολλούς από αυτούς, που ανακλήθηκαν πίσω εξ αιτίας της
βασιλικής φιλανθρωπίας μετά την απαγωγή, ότι ούτε καν ως ανθρώπους έβλεπαν τους
ανθρώπους, επειδή η ψυχή τους ήταν ταραγμένη και φοβισμένη. Και γιατί μιλώ γι’
αυτούς , που οδηγούνται στον θάνατο; Πλήθος ανθρώπων στέκονται γύρω από αυτούς
και οι περισσότεροι δεν αναγνωρίζονται. Εάν κάποιος τότε μπορούσε να εξετάση
την ψυχή καθενός, όσο σκληρός και αν είναι στην ψυχή, όσο θρασύς και αν είναι,
όσο γενναίος και αν είναι, δεν θα βρη κάποιον , που να μην την έχη σε κατάπτωσι
και παραλυμένη εξ αιτίας του φόβου και της λιποψυχίας.
Αν λοιπόν, όταν άλλοι πεθαίνουν, αυτοί που σε τίποτε δεν κοινωνούν με αυτούς
βρίσκονται σε τέτοια διάθεσι, όταν εμείς οι ίδιοι πέσουμε στην κατάστασι αυτή,
πώς θα γίνουμε, άραγε, όταν θα απομακρυνθούμε από την ανεκλάλητη εκείνη χαρά
και θα παραπεμφθούμε στην αιώνια τιμωρία; Διότι και αν ακόμη δεν υπήρχε γέεννα,
πόσο μεγάλη τιμωρία είναι το να απομακρυνθούμε από τόση μεγάλη λαμπρότητα και
να βρισκώμαστε απόμερα περιφρονημένοι;
Πραγματικά, εάν τώρα, όταν εισέρχεται ο βασιλιάς, τον βλέπουν πολλοί και
συναισθανόμενοι την πτωχεία τους δεν απολαμβάνουν τόση ευχαρίστησι από την θέα,
όση απολαμβάνουν αυτοί, που συμμετέχουν στην συνοδεία του βασιλιά και ούτε
βρίσκονται κοντά στον βασιλιά και παραμένουν στη λύπη τους, τι θα γίνη
τότε;
Ή μήπως νομίζετε , ότι είναι μικρή τιμωρία το να μη καταταχθούμε σε εκείνο τον
όμιλο; το να μη καταξιωθούμε της ανέκφραστης εκείνης δόξας ; το να απορριφθούμε
και να απομακρυνθούμε από την πανήγυρι εκείνη των ανεκλάλητων αγαθών; Όταν
μάλιστα θα είναι και σκότος και τριγμός των οδόντων και δεσμά άλυτα και
βασανιστήρια ατελεύτητα και πυρ άσβεστο και θλίψις και στενοχώρια και γλώσσα
που κολάζεται, όπως η γλώσσα του πλουσίου, και θα κλαίμε με στεναγμούς και
κανείς δεν θα ακούη και θα αναστενάζουμε και θα σπαράζουμε από τους πόνους και
κανείς δεν θα μας προσέχη και παντού θα προσβλέπουμε με κάποια ελπίδα βοήθειας
και από πουθενά κανείς δεν θα μας παρηγορή∙ που θα κατατάξουμε εκείνους, που
βρίσκονται σε αυτά; Τί υπάρχει αθλιώτερο από τις ψυχές εκείνες ; και τι
ελεεινότερο;
Εάν λοιπόν, εισερχόμενοι σε κάποια φυλακή , δούμε άλλους να βρίσκωνται σε
ρακώδη κατάστασι, άλλους πάλι να είναι δεμένοι με σιδερένιες αλυσίδες και
άλλους να είναι κλεισμένοι μέσα σε σκοτεινούς θαλάμους, καταθλιβώμαστε,
αισθανώμαστε φρίκη και κάνουμε τα πάντα για να μη βρεθούμε σε τέτοια κατάστασι
και θλίψι, όταν θα οδηγηθούμε σε αυτά τα βασανιστήρια της γέεννας δεμένοι, πώς
θα είμαστε, τι θα κάνουμε; Διότι τα δεσμά εκείνα δεν είναι από σίδηρο, αλλά
είναι από φωτιά, που ποτέ δεν σβήνει, και ούτε θα υπάρχουν συνάνθρωποί μας , οι
οποίοι θα μας συμπαραστέκωνται και με τους οποίους θα συνομιλούμε φιλικά, αλλά
άγγελοι φοβεροί και ασυμπαθείς, τους οποίους δεν μπορούμε ούτε να αντικρίσουμε
, και οι οποίοι θα οργίζωνται πολύ για όσες ύβρεις εμείς προκαλέσαμε στον
Δεσπότη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου