Ωδή α΄. Ήχος α΄. Ο Ειρμός.
Χριστός γεννάται·
δοξάσατε. Χριστός εξ Ουρανών· απαντήσατε. Χριστός επί γης· υψώθητε. Άσατε τω
Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Από ποίον άλλον
πρέπει να ζητούν άρτους οι χρείαν έχοντες τούτων, πάρεξ από τον αρτοπωλητήν; Ή
από ποίον πρέπει να λαμβάνουν οίνον οι εστερημένοι τούτου, πάρεξ από τον
οινοπώλην; Αλλά και οι χρείαν έχοντες νομίσματος χρυσού και αργυρού, από ποίον
άλλον πρέπει να ζητούν τούτο, ει μη από τον αργυραμοιβόν;(σαράφην). Ούτω
παρομοίως και οι θέλοντες να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τας του Χριστού
εορτάς, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, πάρεξ
από τον τούτων πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν, τον μέγαν λέγω εν Θεολογία
Γρηγόριον; Διότι ούτος ο κατ΄ εξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνον
εστόλισε τας Δεσποτικάς εορτάς με τους ιδικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλ΄
έδωκεν άδειαν και εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τα ιδικά του λόγια και
ποιήματα με μίαν κλεψίαν επαινετήν και ακατηγόρητον· την οποίαν όποιος
εργάζεται, όχι μόνον δεν εντρέπεται, ως οι κλέπται των άλλων πραγμάτων, αλλ΄
εξεναντίας με την κλεψίαν αυτήν καλλωπίζεται. Τι λέγω; Ο Γρηγόριος ούτος νους
της Θεολογίας δεν έδωκε μόνον άδειαν εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τους
ιδικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφίαν ανεκδιήγητον
εις το να φάγουν ακόρεστα τον νοητόν άρτον της σοφίας του, τον στηρίζοντα την
ψυχήν, και να πίουν τον γνωστικόν αυτού οίνον, τον ευφραίνοντα την καρδίαν,
φωνάζων με υψηλήν φωνήν τώρα μεν εκείνα τα της Σοφίας: «Έλθετε φάγετε τον εμόν
άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ: 5)· τώρα δε εκείνα τα της
Ασματιζούσης νύμφης: «Φάγετε πλήσιοι, και πίετε και μεθύσθητε αδελφοί» (Άσμ. Ε:
1) και άλλοτε εκείνα τα του Ησαϊου: «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ, και όσοι
μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον
και στέαρ» (Ησ. νε:1).
H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more
Δια τούτο και ο θεσπέσιος Κοσμάς, ο των Ιερών εορτών
Ασματογράφος και Μουσηγέτης, μέλλων να πανηγυρίση τα σωτήρια Γενέθλια του
Κυρίου, αυτολεξεί εδανείσθη όλον τον παρόντα Ειρμόν από τον ρηθέντα μέγαν
πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν των εορτών Θεολόγον. Ούτω γαρ εκείνος προοιμοιάζει
εν τω εις την Χριστού Γέννησιν εγκωμίω αυτού: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε·
Χριστός εξ Ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πάσα η
γη». Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι κατά τον Άγ. Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον
σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν και τον Πτωχόν Πρόδρομον τον εξηγητήν των
Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλοί κυρίως το συναμφότερον: ήτοι τον Θεόν ομού και
άνθρωπον· καταχρηστικώς δε, ποτέ μεν αυτό δηλοί την Θεότητα μόνον του Χριστού,
ποτέ δε την ανθρωπότητα αυτού· δια γαρ την άκραν και καθ΄ υπόστασιν των δύο
φύσεων ένωσιν, με εν και το αυτό όνομα: ήτοι το, Χριστός, και αι δύο
ονομάζονται φύσεις. Όταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λέγουν εδώ
«Χριστός γεννάται, και Χριστός επί γης», τότε το, Χριστός δηλοί το, Θεάνθρωπος·
επειδή Θεός και άνθρωπος εγεννήθη από την Παρθένον, και Θεός και άνθρωπος εφάνη
επί γης· όταν δε λέγουν «Χριστός εξ Ουρανών», τότε το Χριστός, δηλοί μόνον τον
Θεόν, ουχί δε και τον άνθρωπον· καθότι ο Κύριος δεν κατέβη από τους Ουρανούς
φορών την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς φλυαρούσιν οι φρενοβλαβείς Απολιναρισταί,
κατά των οποίων είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ει τις λέγοι την σάρκα εξ Ουρανού
κατεληλυθέναι, αλλά μη εντεύθεν είναι και παρ΄ ημών, ανάθεμα έστω» (Επιστολή α΄
προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβη με γυμνήν την Θεότητα, και ούτως εκ των καθαρών
αιμάτων της Αειπαρθένου Μαρίας την ανθρωπίνην φύσιν προσέλαβε, και την ήνωσεν
εν τη εαυτού υποστάσει, γενόμενος τέλειος άνθρωπος. Ο Χριστός λοιπόν, λέγει,
γεννάται σήμερον. Όθεν εσείς οι Άγγελοι (προς αυτούς γαρ στρέφει τον λόγον) οι
εν τη Γεννήσει του Κυρίου αινούντες τον Θεόν και λέγοντες: «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ, και επί γης ειρήνη» (Λουκ. β: 14), δοξάσατε: ήτοι δοξολογήσατε και τώρα
τον Θεόν. Λέγει δε το, δοξάσατε και προς τους μεταχειριζομενους αγγελικήν ζωήν
εν ανθρωπίνω και υλικώ σώματι, παρακινών να δοξολογήσουν και αυτοί τον
γεννηθέντα Δεσπότην. Ο Χριστός: ήτοι ο Θεός ήλθεν ή κατέβη από τους Ουρανούς. Λοιπόν
εσείς οι δίκαιοι (προς τούτους γαρ επιστρέφει τον λόγον) προϋπαντήσατε Αυτόν,
μιμούμενοι τον δίκαιον Συμεών, τον υπαντήσαντα τον Κύριον, όταν εις τον ναόν
επροσφέρετο· διότι ίδιον αχαρίστων δούλων είναι, το να μη εκβαίνουν εις
προϋπάντησιν του ιδικού των αυθέντου, όταν αυτός έρχεται εις αυτούς δια να τους
ευεργετήση. Εδανείσθη δε τούτο ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον Αποατολικόν
εκείνο λόγιον το λέγον: «Τότε και ημείς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν
του Κυρίου εις αέρα» (α΄ Θεσσ. δ: 7). Είτα λέγει, ότι ο Χριστός: ήτοι ο
Θεάνθρωπος εφάνη επάνω εις την γην. Λοιπόν εσείς οι εν τη γη άνθρωποι υψωθήτε
από τα γήϊνα, φρονούντες τα υψηλά και μετεωριζόμενοι με τα πτερά της Πράξεως
και της Θεωρίας· δια τούτο γαρ κατέβη ο Θεός εις την γην, ίνα οι εν τη γη
αναβώσιν εις τους Ουρανούς. Επειδή κατά άλλον τρόπον δεν εδύνετο να γένη ένωσις
Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε μεν ο Θεός ολίγον τι από το ιδικόν του
ύψος, δεν ανέβαινε δε ο άνθρωπος επάνω από την ιδικήν του ταπεινότητα. Όθεν
είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Το μεν, καταβήναι δει Θεόν προς ημάς, το δε, ημάς
αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας
συγκιρναμένης. Έως δ΄ αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μεν, περιωπής, το δε,
ταπεινώσεως, άμικτος η αγαθότης και το φιλάνθρωπον ακοινώνητον» (Λόγος εις την
Πεντηκοστήν). Έφη δε συμφώνως και ο Θεοφόρος Μάξιμος: «Ουδέποτε ψυχή δύναται
προς γνώσιν εκτανθήναι Θεού, ει μη αυτός ο Θεός συγκαταβάσει χρησάμενος άψηται
αυτής και αναγάγη προς εαυτόν· ου γαρ αν τοσούτον ίσχυσεν αναδραμείν ανθρώπινος
νους, ως αντιλαβέσθαι της θείας ελλάμψεως, ει μη αυτός ο Θεός ανέσπασεν αυτόν,
ως δυνατόν ην άνθρωπον ανασπασθήναι, και ταις θείαις αυγαίς κατεφώτισεν» (Κεφ.
λα΄ της α΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Πλην αν και ο Θεός συγκαταβαίνη δια να
ενωθή με τον άνθρωπον υπό φιλανθρωπίας, όμως και ο άνθρωπος πρέπει να βιάζη τον
εαυτόν του δια να αναβαίνη προς τον Θεόν. Όθεν ο αυτός θείος Μάξιμος λέγει:
«Αλλήλων είναι φασι παραδείγματα τον Θεόν και τον άνθρωπον· και τοσούτον τω
ανθρώπω τον Θεόν δια φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεώ
δι΄ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε· και τοσούτον υπό Θεού τον άνθρωπον κατά νουν
αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν δια των
αρετών εφανέρωσε» (Κεφ. οδ΄ της ζ΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Και πάλιν: «Ο
χωρίς αμαρτίας γενόμενος άνθρωπος, δήλον ότι χωρίς της εις Θεότητα μεταβολής
την φύσιν θεοποιήσει, και τοσούτον αναβιβάσει δι΄ εαυτόν, όσον αυτός δια
άνθρωπον εαυτόν κατεβίβασε» (Κεφ. ξβ΄ της γ΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Το δε
«Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη» εδανείσθη ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον ψε΄
Ψαλμόν του Δαβίδ, στιχ. Β΄ ούτω γαρ αυτολεξεί εκεί γέγραπται. Προσαρμόζεται δε
το ρητόν τούτο και εις τον παρόντα Ειρμόν, δια να φανερωθή, ότι αυτός είναι της
πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι: «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ
δεδόξασται». Όθεν κατά την Ωδήν ταύτην, Άσατε, λέγει και ο Μελωδός, εις τον
γεννηθέντα Χριστόν όλη η γη: ήτοι όλοι οι εν τη γη κατοικούντες άνθρωποι. Αλλά
και εσείς οι διάφοροι λαοί των Εθνικών υμνήσατε Αυτόν, όχι με πκνηρίαν και
λύπην ψυχής, αλλά με προθυμίαν και ευφροσύνην καρδίας· διότι αυτός είναι
δεδοξασμένος. Δια τι δε είπεν, ότι ο Χριστός γεννάται και ουχί εγεννήθη; Ου γαρ
καθ΄ έκαστον χρόνον γεννάται, αλλά άπαξ εγεννήθη. Και αποκρινόμεθα με τον
Πτωχόν Πρόδρομον, ότι οι ρήτορες συνειθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα
εις χρόνον ενεστώτα, δια να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των
ακροατών, και ακολούθως να κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά ακροατάς. Ή,
κατά τον Νικήταν, είπεν, ότι γεννάται ο Χριστός κατά την σήμερον ημέραν· επειδή
την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός, επαναφέρει ο
ήλιος εις κάθε έτος δια της κυκλοφορίας του. Αλλά και συ, αδελφέ, μη παύσης
δοξολογών τον γεννηθέντα Χριστόν, όχι μόνον με λόγια, αλλά πολλώ μάλλον με τα
έργα. Πρόλαβε δε και να τον απαντήσης εξ Ουρανού κατερχόμενον δια της προς
Αυτόν Θεωρίας· υψώθητι από της γης και των γηϊνων δια την αγάπην του δια σε επί
γης κατελθόντος· άδε εις Αυτόν άσμα καινόν, καθώς σε παρακινεί ο Δαβίδ· άδε
όμως πολλά και ακόρεστα άσματα, και μη χόρταινε άδων. Εάν ούτως άδης, θέλει σε
ενθυμηθή ο Κύριος, προς Όν άδεις, και έχει να σε ελεήση, καθώς σε βεβαιώνει ο
Ησαϊας· «Πολλά άσον, ίνα σου μνεία γένηται» (Ησ. κγ: 16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου