Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκκινώντας ἀπὸ προσπάθειες προσεγγίσεως τῶν «χριστιανῶν» σὲ πρακτικὰ θέματα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἐξελίχθηκε σὲ προσπάθεια ἐξωτερικῆς συγκολλήσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς λοιπὲς «ὁμολογίες», χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μόνης ἀναλλοίωτης καὶ παραδοσιακῆς, τῆς ὀρθόδοξης, διδασκαλίας, ἀλλὰ μέσῳ ἐλαχιστοποιήσεως τῆς σημασίας («μινιμαλισμοῦ»), τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ παρερμηνείας τῶν ἱ. δογμάτων ἀπὸ ὅλες τὶς διαλεγόμενες πλευρές. Ἐκκινώντας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ αἱρετικοὶ (ἑτερόδοξοι ) ὀνομάστηκαν σὲ ἐπίσημα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα «Ἐκκλησίες» (τὸ 1903 καὶ κυρίως τὸ 1920), ἡ δογματικὴ παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ ἄλλων φοβερῶν πτώσεων ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν ἀπὸ μέρους ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ θεολόγων (α) ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς παπικούς («ἄρση τῶν ἀναθεμάτων») τὸ 1965, (β) μερικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων τελετῶν βαπτίσματος, εὐχαριστίας καὶ ἱερωσύνης («Κείμενον Β.Ε.Μ.», Λίμα τοῦ Περοῦ 1982, (γ) διαπίστωση δῆθεν χριστολογικῆς συμφωνίας μὲ τοὺς μονοφυσίτες-μονοθελῆτες (Β΄Κοινή Δήλωση, Chambésy 1990) - ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἀπόρριψη τῆς συμπαγοῦς ὀρθοδόξου χριστολογίας 15 αἰώνων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πληθύος Ἁγίων Πατέρων, (ε) διαπίστωση ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» μὲ ἔγκυρα μυστήρια (Κείμενον Balamand 1993) κ.ἄ. Χειρότερο ὅλων εἶναι (στ) τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (Βραζιλία, 2006) · ἐκεῖ ἡ πλειονότης τῶν ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἀρνήθηκε ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὶς ὁποῖες ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐκεῖνες τῆς «Μιᾶς» (δηλ. σὲ ἑνότητα πίστεως) καὶ τῆς «Καθολικῆς», ἐπειδὴ συμφώνησαν ὅτι κανένα μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (§6) καὶ ὅτι εἶναι θεμιτὴ ἡ ὕπαρξη ποικιλίας δογμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (§5). Αὐτὸ εἶναι ποὺ λίγο ἀργότερα οἱ οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν «ἑνότητα μέσα στὴ (δογματικὴ) διαφορετικότητα» , “unity in diversity”, ἔνα σύνθημα παρμένο ἀπὸ τὰ βουδιστικὰ κινήματα τῆς New Age, δηλαδὴ μιὰ «περιεκτικότητα» (“comprehensiveness”) ἀντίθετη μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ «ἀποκλειστικότητα» (“exclusiveness”).
Στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἐγγράφως δεσμευθεῖ νὰ μὴ καλοῦν τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι διαψεύδεται ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ συμμετοχή μας ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀντιθέτως δέ, μὲ τὴν ἐπίσημη ἀποδοχὴ ἑτεροδόξων θέσεων, ἀποπροσανατολίζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς πρὸς τὸ ἀληθινὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἐγγράφως δεσμευθεῖ νὰ μὴ καλοῦν τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι διαψεύδεται ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ συμμετοχή μας ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀντιθέτως δέ, μὲ τὴν ἐπίσημη ἀποδοχὴ ἑτεροδόξων θέσεων, ἀποπροσανατολίζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς πρὸς τὸ ἀληθινὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου