Εις την πραγματικότητα, δια της θεανδρικής αποκαταστάσεως
του ανθρώπου δημιουργείται μέσα εις αυτόν η αίσθησις και η συνείδησις της
πανενότητος του μακροκόσμου. Και ο άνθρωπος του Χριστού βλέπει όλην την κτίσιν
και εις τους ουρανούς και εις την γην μέσα εις μίαν θεανθρωπίνην καθολικήν
ενότητα και αισθάνεται και γνωρίζει, ότι τα πάντα εκτίσθησαν εν Χριστώ εις τους
ουρανούς και επί της γης: «Τα πάντα δι΄ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται, και Αυτός
εστι προ πάντων και τα πάντα εν Αυτώ συνέστηκε, και Αυτός εστιν η κεφαλή του
σώματος της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 16-18). Με την άσκησιν των ευαγγελικών
αρετών ο άνθρωπος αποκαθιστά την πανενότητα του μακροκόσμου εις την συνείδησίν
του, εις την αίσθησιν και εις την ζωήν. Εις αυτήν την εν Χριστώ μετάπλασιν και
την οικοδομήν του εαυτού του συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος: με όλην την ψυχήν
του και όλην την καρδίαν του και όλην την διάνοιάν του και όλην την δύναμίν
του. Και όλος αυξάνει «την αύξησιν του Θεού», εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος
του Χριστού», εις «άνδρα τέλειον» (βλ. Κολ. 2, 19. 1, 29. Εφ. 4, 13). Την
ευαγγελικήν αίσθησιν της καθολικής ενότητος του μακροκόσμου χάνει ο άνθρωπος,
όταν παραδοθή ενσυνειδήτως εις τα πονηρά έργα και μέσα του και εις τον κόσμον
γύρω του (πρβλ. Κολ. 1, 21).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου