Επιστολή 32η
Εν Αθήναις τη
5 Δεκεμβρίου 1907
Θυγατέρες εν
Κυρίω αγαπηταί, εύχομαι υμίν τα άριστα.
Έλαβον την από
30 λήξαντος μηνός επιστολήν σας και είδον την συμπάθειάν σας προς την
Συγκλητικήν και δέχομαι την παράκλησίν σας. Προς την Συγκλητικήν εψυχράνθη η
ψυχή μου τοσούτον ώστε να διατελέσω προς αυτήν αδιάφορος, ο δε λόγος η ψυχική
αυτής κατάστασις. Εγώ, αγαπηταί, αγαπώ υμάς, ουχί διότι με αγαπάτε, αλλά διότι
αγαπάτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η αγάπη προς τον Κύριον, ως αγάπη κοινή
θερμαίνει και προς υμάς την καρδίαν μου, όταν μία εξ υμών αποσπάση την καρδίαν
της από τον Κύριον και παραδώση αυτήν εις την ματαιότητα του κόσμου και εις τα
πάθη της ψυχής της, τότε η προς αυτήν αγάπη μου καταπαύει, διότι η αδελφή αύτη,
αφαιρέσασα την καρδίαν της από του Χριστού, απέκοψε τον μεταξύ ημών της αγάπης
σύνδεσμον, διότι ο κρίκος, ο συνδέων ημάς ήτο η κοινή προς τον Χριστόν αγάπη.
Ώστε η προς αυτήν ψυχρότης μου ήτο επακόλουθον της από του Χριστού
απομακρύνσεώς της. Η προς εμέ αυτή αγάπη, ως ανθρωπίνη, δεν θερμαίνει την
καρδίαν μου, διότι τι είναι αλλοτρία της αγάπης του Χριστού και αδυνατώ να έχω
εις την καρδίαν μου δύο αγάπας, μίαν θείαν και μίαν ανθρωπίνην. Διότι ου
δύναταί τις δυσί Κυρίοις δουλεύειν, ήτοι αγαπάν, διότι η αγάπη εστί δουλεία τω
αγαπημένω, ο δε δουλεύων δεν είναι ελεύθερος ώστε και ετέρω δουλεύσαι. Δια
τούτο, επειδή σύνδεσμος της αγάπης εστίν ο Κύριος, ο κυριεύων των καρδιών ημών,
πάσα εκ των αδελφών, η έχουσα εν τη καρδία της τον Χριστόν, εστί και εμοί
αγαπητή, και πάσα ήτις απέσπασε από της καρδίας της τον Χριστόν, όπερ
απεύχομαι, και εάν με αγαπά ώστε να με λατρεύη, εγώ ουδ΄ όλως την αγαπώ. Η προς
υμάς αγάπη μου μέτρον έχει την αγάπην του Κυρίου. Όσον πλείον αγαπάτε τον
Κύριον, τοσούτον πλείον και εγώ αγαπώ, όσον ολιγώτερον αγαπάτε Αυτόν, τοσούτον
ολιγώτερον και εγώ αγαπώ υμάς. Ώστε αι θέλουσαι την αγάπην μου περί ενός και
μόνου να φροντίζωσι, πως ν΄ αγαπώσι τον Κύριον και η αγάπη, η προς τον Κύριον
έλκει προς αυτήν και την αγάπην μου, διότι συνδεόμεθα δια του Κυρίου. Περί εμού
ουδεμίαν φροντίδα να λαμβάνωσιν, ουδέ να σκέπτωνται ανθρωπίνως, ότι οφείλουσι
προς εμέ αγάπην, η αγάπη, η προς εμέ είναι ουχί αποτέλεσμα σκέψεως και αιτία
της προς υμάς αγάπης μου, αλλά πλεόνασμα της αγάπης του Κυρίου, ν΄ απορρέη
δήλον ότι εκ του κοινού συνδέσμου της αγάπης. Αύτη η αγάπη εστίν η καθαρά, εν
πνεύματι αγάπη, την οποίαν αδυνατεί, να εκμεταλλευθή ο πονηρός και να ζητήση
υπούλως να μεταβάλη αυτήν ολίγον κατ΄ ολίγον εις αγάπην ανθρωπίνην και κοινήν.
Η τοιαύτη αγάπη όταν εν μόνω τω ενί προσώπω αναπτύσσηται, γεννά εν τω ετέρω τω
αγαπημένω μίσος. Όταν εν αμφοτέροις αναπτύσσηται, γεννά τον έρωτα. Δια τούτο εν
τη προς αλλήλους αγάπη είτε τη προς ομοφύλους, είτε εν ετεροφύλοις, μάλιστα
προς πρόσωπα δεκτικά έρωτος, οφείλομεν, καθ΄ εκάστην να εξετάζωμεν μήπως η
αγάπη ημών δεν απορρέει από του συνδέσμου της αγάπης ήτοι του Χριστού ή δεν
εκπηγάζει από του πληρώματος της αγάπης. Ο αγρυπνών επί της αγάπης του και
τηρών αυτήν αγνήν, άμικτον ανθρωπισμού, διαφυλάσσεται και εκ των παγίδων του
πονηρού, όστις προσπαθεί να εμπνεύση ανθρωπίνην αγάπην προς τα αγαπώμενα
πρόσωπα και να μεταβάλη και εις έρωτα, εξαπατών καθ΄ ύπνους τα αγαπώντα
ανθρωπίνην αγάπην πρόσωπα, και εν ω το αγαπώμενον πρόσωπον, το συνδεδεμένον
μετά της αγάπης του Κυρίου, μισεί το αγαπών ανθρωπίνως πρόσωπον, ο πονηρός
παριστά αυτό ως τετρωμένον την καρδίαν εξ έρωτος. Όθεν προσοχή μεγάλη εις την
προς αλλήλας και προς εμέ έτι αγάπην σας και προς πάντα έτερον, ίνα μη
παγιδευθήτε υπό του πονηρού. Εξ αυτών δύνασθε, να εννοήσητε τον σκοπόν δια τον
οποίον έγραψα τόσον αυστηρά εις την Συγκλητικήν. Ηθέλησα να την φέρω εις
συναίσθησιν, διότι ησθάνθην, ότι η καρδία της εψυχράνθη προς τον Κύριον, ότι
ήρχισε ν΄ αναπτύσσηται εν τη καρδία της αγάπη τις ανθρωπίνη, ήτις ηδύνατο, ν΄
αποβή έρως, εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν. Ο πονηρός ήρχισε να πλανά
αυτήν εις τους ύπνους της. Δια της επιστολής ηθέλησα, να εξάξω ταύτης της
πλάνης, να επιστήσω την προσοχήν της και
να την επαναφέρω εις την αγάπην του Κυρίου. Ήδη υμείς Κυρά Γερόντισσα Ξένη, την
μεν επιστολήν μου προς την Συγκλητικήν μη δος, της δε επιστολής μου ταύτης το
μέρος περί αγάπης ανάγνωσον και ταις λοιπαίς αδελφαίς, εάν το εγκρίνης. Να
ειπής εις την Συγκλητικήν, ότι έλαβον την επιστολήν της και ότι εις την
σύνταξιν της επιστολής μου ταύτης ωρμήθην εκ του κειμένου της επιστολής της,
και ότι η ψυχή μου ψυχραίνεται προς αυτήν, όταν ακούω, ότι θέλει τον κόσμον και
όταν αισθάνωμαι, ότι η καρδία της απεμακρύνθη του Χριστού και όταν βλέπω
υπερηφάνειαν και υπεροψίαν και έλλειψιν ταπεινοφροσύνης και μίσος
αναπτυσσόμενον προς τας αδελφάς και τα παρόμοια. Εάν θέλη να την αγαπώ, ως
νύμφην Χριστού, να φροντίση, ν΄ αγαπά, ως πρότερον, τον Κύριον, ως Νυμφίον.
Επειδή δε η μικρά περιουσία της δίδει εις αυτήν το θάρρος, να νομίζη, ότι
δύναται να ζη εις τον κόσμον μετά των γονέων της, δια να λείψη πάσα ελπίς
επιστροφής εις την οικογένειάν της, να γράψη να πωλήσωσι το μερίδιόν της και να
τη στείλωσι τα χρήματά της, δια να τη κτίσω το κελλί της, όπως ησυχάση το πνεύμα
της και η καρδία της και απαλλαγή και του πειρασμού του επιβουλεύοντος αυτήν
και εμβάλλοντος την της φυγής απόφασιν.
+Ο Πενταπόλεως
Νεκτάριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου