ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση απο κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.
- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που του περνούσε το φελόνι, την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο, είπε φιλικά στον Αββά Μωϋσή, τον Αιθίοπα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας:
- Αϊ Μωϋσή, τώρα έγινες κατάλευκος σαν περιστέρι.
- Από το εξωτερικό κρίνει ο δεσπότης μου ή από το εσωτερικό; Είπε εκείνος ταπεινά.
Θέλοντας ύστερα να τον δοκιμάση ο Πατριάρχης, αν έχη πραγματική ταπεινοσύνη, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώχνουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετά τη Λειτουργία, του φώναξαν όλοι μαζί αποδοκιμαστικά:
- Τί θέλεις εδώ, Αράπη, πήγαινε έξω.
Ένας απ’ αυτούς, που κρυφά τον ακολούθησε για να ιδή αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογή:
- Καλά σου κάνανε, σποδόδερμε μελανέ. Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;
- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που του περνούσε το φελόνι, την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο, είπε φιλικά στον Αββά Μωϋσή, τον Αιθίοπα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας:
- Αϊ Μωϋσή, τώρα έγινες κατάλευκος σαν περιστέρι.
- Από το εξωτερικό κρίνει ο δεσπότης μου ή από το εσωτερικό; Είπε εκείνος ταπεινά.
Θέλοντας ύστερα να τον δοκιμάση ο Πατριάρχης, αν έχη πραγματική ταπεινοσύνη, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώχνουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετά τη Λειτουργία, του φώναξαν όλοι μαζί αποδοκιμαστικά:
- Τί θέλεις εδώ, Αράπη, πήγαινε έξω.
Ένας απ’ αυτούς, που κρυφά τον ακολούθησε για να ιδή αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογή:
- Καλά σου κάνανε, σποδόδερμε μελανέ. Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου