Η τζάγκουαρ και το τούβλο
Ήταν νέος, πετυχημένος, ανερχόμενο στέλεχος μεγάλης εταιρείας και οδηγούσε την καινούργια του τζάγκουαρ κάπως βιαστικά μέσα από έναν συνοικιακό δρόμο για το γραφείο του. Κοίταζε ανέκφραστος τα πιτσιρίκια, που έπαιζαν στη γειτονιά ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, όταν ένιωσε κάτι να χτυπάει δυνατά στο πλάι το αμάξι του.
Η συνέχεια, κλικ πιο κάτω στο :
Read more
Αμέσως κοκάλωσε την τζάγκουαρ και πετάχτηκε έξω με θυμό και νεύρα στην έκφρασή του. Κανένα παιδί δεν φαινόταν εκείνη τη στιγμή κοντά στο αυτοκίνητο. Πήγε γρήγορα στο πλάι από την πλευρά που χτυπήθηκε το αμάξι του και είδε ένα τούβλο, που είχε βουλιάξει την πλαινή πόρτα και είχε γδάρει το ακριβό ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό του. Κοίταξε γύρω του και πράγματι βρήκε ένα μικρό παιδάκι, που του είχε πετάξει το τούβλο. Έτρεξε στο πεζοδρόμιο, το άρπαξε από το χέρι και το πήγε μπροστά στο σταματημένο αμάξι του. Ταρακουνώντας τον πιτσιρίκο από το χέρι του φώναξε πολύ άγρια: «…Τι νομίζεις ότι κάνεις παλιόπαιδο;», του αγρίεψε, «είναι ολοκαίνουργιο το αυτοκίνητό μου και κοίταξε τι ζημιά μου έκανες με αυτό το τούβλο που μου πέταξες…, ξέρεις πόσο κοστίζει να το ξαναφτιάξω όπως ήταν…; Γιατί το έκανες αυτό;»
Έντρομο το παιδάκι τού ζήτησε συγνώμη για τη ζημιά και του εξήγησε με δάκρυα, που έτρεχαν από τα μαγουλάκια του, τι συνέβαινε: «…Δεν ήξερα τι να κάνω, κανένας δεν σταματούσε να με βοηθήσει… Ο μικρός μου αδελφός έπεσε από την αναπηρική του καρέκλα, που τον πήγαινα βόλτα, και χτύπησε στο πρόσωπο και δεν μπορώ να τον σηκώσω μόνος μου, γιατί είναι βαρύς …». Με λυγμούς ο μικρός ζήτησε από τον άντρα να τον βοηθήσει να σηκώσουν τον ανάπηρο αδερφούλη του από το πεζοδρόμιο και να τον βάλουν επάνω στο αναπηρικό καροτσάκι.
Ξεκίνησε μαζί με το παιδάκι προς το πεζοδρόμιο και ένας κόμπος λύπης και συμπόνιας ανέβηκε στο λαιμό του οδηγού της τζάγκουαρ. Έσκυψε, σήκωσε το πεσμένο παιδάκι και το έβαλε πίσω στην αναπηρική καρεκλίτσα του. Μετά έβγαλε το άσπρο του μαντήλι από την τσέπη του και του καθάρισε τα αίματα από τις γρατζουνιές στο προσωπάκι του. Έσκυψε και το ρώτησε αν νιώθει καλά και βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει. «Σας ευχαριστώ κύριε και ο Θεός να σας ευλογεί», του είπε ο μικρός και άρχισε να σπρώχνει τον αδελφό του και να απομακρύνεται προς το σπίτι τους.
Ήταν ένας πολύ μακρύς δρόμος, με αργό περπάτημα, ο δρόμος πίσω στο σταματημένο του αυτοκίνητο. Δεν επισκεύασε ποτέ τη βουλιαγμένη και γρατζουνισμένη πλαϊνή πόρτα της τζάγκουαρ. Την κράτησε έτσι, να του θυμίζει να μη βιάζεται τόσο στη ζωή του, γιατί ίσως χρειαστεί κάποιος να του πετάξει ένα τούβλο για να τον σταματήσει, να κινήσει την προσοχή του…
Ο Θεός μας μιλά ευγενικά και διακριτικά στη σκέψη μας και στην καρδιά μας. Μερικές φορές, όταν δεν μπορούμε να ακούσουμε, δεν υπάρχει άλλη λύση από το τούβλο… Μπορεί να πονάει…να κοστίζει...αλλά έχει αποτελέσματα….
Έχουμε να επιλέξουμε λοιπόν στη ζωή μας: ή ακούμε τους ψιθύρους της αγάπης του Θεού ή περιμένουμε το τούβλο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου