«Όσοι δε έλαβον αυτόν,
έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το Όνομα
αυτού» (Ιωάν. α: 12).
Ενικήθη τέλος πάντων ο θάνατος, εσκυλεύθη ο
Άδης, εδιώχθη από το Βασίλειον ο διάβολος, ηλευθερώθημεν και ημείς οι
κατασκλαβωμένοι από την τυραννίαν του δαίμονος. Χαρήτε λοιπόν και σεις, ω
φιλέορτοι ακροαταί, σήμερον, διότι ανέστη ο Σωτήρ του κόσμου και εκηρύχθη η
λύτρωσις του ανθρώπου. Σήμερον λάμπουσιν εις τον ουρανόν οι αστέρες με
περισσοτέραν λάμψιν, απαυγάζει τηλαυγέστερον η σελήνη με τας αργυροειδείς
ακτίνας της και φωταγωγεί ο κυκλοστεφανωμένος ήλιος λούων με χρυσάς λαμπηδόνας
όλον το περίγειον ενδιαίτημα. Σήμερον γλυκοκελαδούσιν εναρμόνια πάντα τα
ευηχέστατα αηδόνια, εμφυσούσιν οι ζέφυροι, πρασινίζουν αι πεδιάδες, ανθούσιν οι
κήποι, σκιρτώσι τα ζώα, ψάλλουν αι Μούσαι και αντιβοούσιν αι ουράνιαι σάλπιγγες
των Αγγέλων, δια την ελευθερίαν και λύτρωσιν του ανθρωπίνου γένους.
Σήμερον
τέλος και οι σεβάσμιοι ούτοι και ιεροί Ναοί εστολισμένοι από κάθε μέρος με
πνευματορρήτορας Διδασκάλους, Αποστόλους, Μάρτυρας, Προφήτας, εγερθέντας από
τους τάφους, ψάλλουσι δια την ελευθερίαν μας και βοώσιν· «Αύτη η ημέρα, ην
εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Ω αγαλλίαμα του
ανθρωπίνου γένους! Ω απολύτρωσις της ανθρωπίνης φύσεως! Αλλ’ εν τω μεταξύ τόσων
μεγάλων και θαυμαστών έργων, τα οποία βλέπετε σήμερον, ω λαμπροφορεμένοι
Ορθόδοξοι πανηγυρισταί, με τα οποία ευαγγελίζεσθε την σωτηρίαν σας, εγώ σας
παρακαλώ να μη φαντάζεσθε κατά την ώραν ταύτην τον λαμπροφόρον Αρχάγγελον
κυλίοντα τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου, ούτε εκείνον τον σεισμόν, δια τον
οποίον οι φυλάσσοντες στρατιώται γίνονται ωσεί νεκροί από τον φόβον, ούτε
εκείνον τον αγώνα με τον οποίον οι Αρχιερείς και ο Πιλάτος σπουδάζουν να
δωρήσουν εις τους στρατιώτας τόσα αργύρια, δια να συκοφαντήσουν την Ανάστασιν
του Χριστού. Σταθήτε ολίγον εις το να θεωρήτε εκείθεν τον Πέτρον και Ιωάννην,
εδώθεν τας Μυροφόρους γυναίκας και την Μαγδαληνήν Μαρίαν, βαστάζουσαι τα μύρα
δια να αλείψωσι τον Ιησούν· εκείνοι να τρέχουν εις το μνημείον και καταβαίνοντες
μέσα να ψηλαφώσι τα οθόνια μόνον και το σουδάριον, αύται να τας συναπαντά ο
Ζωοδότης Χριστός και να λέγη προς αυτάς· «Χαίρετε…. υπάγετε, είπατε τοις
αδελφοίς και τω Πέτρω, ότι προάγω υμάς εις την Γαλιλαίαν, κακεί με όψονται»
(Ματθ. κη: 7 – 10, Μάρκ. ιστ: 7). Σταματήσατε ολίγον από το να θαυμάζετε και να
βλέπετε ανεωγμένους τους τάφους και μέσα απ’ αυτούς να πηδώσιν, αγαλλομένω
ποδί, ο προπάτωρ Αδάμ και μετ’ αυτόν οι απ’ αιώνος νεκροί, ανατρέχοντες επί την
Βασιλείαν των Ουρανών και θαυμάζοντες δια τον ευρεθέντα εν αυτή εσταυρωμένον
Ληστήν. Φθάνει δια την ώραν να απορήτε την ταχυτάτην κατάλυσιν του Άδου, τον
θάνατον του θανάτου με του Δεσπότου τον θάνατον, τον αφανισμόν του διαβόλου, το
σύντριμμα των μοχλών και τα δάκρυα και αναστεναγμούς των δαιμόνων. Δεν θέλω να
ακροάζεσθε την προσταγήν των ουρανίων Αγγέλων, εκθεμελιούντων τας θύρας του
Άδου και της κολάσεως και λεγόντων· «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε
πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης» (Ψαλμ. κγ: 7), ο δε πονηρός
διάβολος εκ του εναντίου με τους λοιπούς δαίμονας κλαίοντες και ολοφυρόμενοι,
να ερωτώσι· «Τις εστιν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης»; (αυτ. 8). Ταύτα πάντα και
άλλα όσα παρακινούσι τας καρδίας σας σήμερον εις χαράν και αγαλλίασιν
αφήνοντες, συλλογισθήτε μόνον αυτόν τον αετόπτερον της θεολογίας κήρυκα
Ιωάννην, ο οποίος ευαγγελίζει τα Ευαγγέλια μεγαλυτέρας χαράς και λέγει προς
πάντας ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς· «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς
εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το Όνομα Αυτού» (Ιωάν. α:
12). Δεν ελάβομεν (λέγει ο Ευαγγελιστής) μόνον την ελευθερίαν και την λύτρωσιν
από την πολυχρόνιον αιχμαλωσίαν του διαβόλου, ο οποίος μας εκράτει δεδεμένους
τόσους χρόνους μέσα εις την κόλασιν, δια της ζωηφόρου Αναστάσεως του Κυρίου
μας, αλλ’ ελάβομεν ακόμη, όσοι τον επιστεύσαμεν Υιόν του Θεού, τοιαύτην
εξουσίαν, ώστε να γίνωμεν και ημείς υιοί του Θεού· «Όσοι δε έλαβον αυτόν,
έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το Όνομα
Αυτού» (Ιωάν. α: 12). Μεγάλη αληθώς η χαρά, την οποίαν λαμβάνομεν σήμερον δια
την ελευθερίαν μας, μεγαλυτέρα δια την σωτηρίαν μας, μεγίστη ακόμη και δια την
εξουσίαν αυτήν, την οποίαν ελάβομεν, ώστε να γίνωμεν τέκνα Θεού. Τούτο θέλει να
επισφραγίση ακόμη αυτός ο ηγαπημένος του Θεού Απόστολος, δηλαδή ότι εποιήθημεν
από τον Θεόν και δια τούτο εσμέν τέκνα Θεού, βεβαιώνων ούτως εις την πρώτην του
επιστολήν· «Πας ο πιστεύων ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός, εκ του Θεού γεγέννηται»
(Ιωάν. ε: 1). Και πάλιν δια να μας βεβαιώση περισσότερον ότι είμεθα ζώντες,
πιστεύοντες εις τον Υιόν του Θεού, λέγει εις το αυτό κεφάλαιον· «Ο έχων τον
Υιόν, έχει την ζωήν» (αυτόθι 12). Καθώς και δι’ εκείνους οι οποίοι δεν
πιστεύουν τον Υιόν, λέγει προς αυτούς· «Ο μη έχων τον Υιόν του Θεού, την ζωήν
ουκ έχει» (αυτόθι). Ω της σημερινής υπερβαλλούσης χαράς των Χριστιανών! Ω της
μεγίστης εξουσίας την οποίαν ελάβομεν, όσοι επιστεύσαμεν τον αναστάντα Χριστόν!
Φαίνεται βεβαίως (καθώς μας διηγείται η Βίβλος των Κριτών, κεφ. γ: 15 – 27),
ότι αφού ο ανδρικώτατος εκείνος Αώδ με την σοφίαν του εξήγαγε την δίστομον
μάχαιραν, την οποίαν εκράτει κεκρυμμένην και την εκάρφωσε μέσα εις την κοιλίαν
του υπερηφάνου εκείνου Εγλώμ βασιλέως Μωάβ, ύστερον φαίνεται να απέκλεισε και
να εσφήνωσε και τας θύρας του υπερώου αυτού και να κατήσχυνε πάντας τους παίδας
και δούλους αυτού, οίτινες ανελπίστως είδον τον βασιλέα αυτών τεθνηκότα επί την
γην. Αλλ’ όταν ο Αώδ εφάνη τροπαιοφόρος και νικητής εις την γην Ισραήλ, φέρων
εις τους Ιουδαίους τα ευαγγέλια της ελευθερίας των, οι οποίοι είχον καταδουλωθή
εις την τυραννίαν του Εγλώμ, δέκα και οκτώ ολοκλήρους χρόνους εκείνοι, από την
χαράν την οποίαν έλαβον, εσάλπιζον τας κερατίνας εν τω όρει Εφραίμ, έπαιζον τα
τύμπανα και τας κιθάρας, εχόρευον, έψαλλον και εδοξολόγουν τον Κύριον. «Και
εγένετο ηνίκα ήλθεν Αώδ εις γην Ισραήλ και εσάλπισεν εν κερατίνη εν τω όρει
Εφραίμ, και κατέβησαν συν αυτώ οι υιοί Ισραήλ από του όρους, και αυτός
έμπροσθεν αυτών» (Κριταί γ: 27). Τοιαύτην υπερβολικήν χαράν έλαβεν ο λαός των
Εβραίων, ακροαταί μου, οπόταν απήλαυσαν την ελευθερίαν των δια του Αώδ,
φονεύσαντος τον τύραννον και παράφρονα βασιλέα εχθρόν των Εγλώμ. Συλλογισθήτε
τώρα παρακαλώ, ω ευγενέστατοι άρχοντες, συλλογισθήτε πάσαν των ανθρώπων την
φύσιν, η οποία άρχεται από Αδάμ, μέχρι της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Δεν
ηχμαλωτίζοντο όλοι και Πατριάρχαι και Δίκαιοι και Προφήται και μικροί και
μεγάλοι μέσα εις την τυραννίαν του υπερηφάνου βασιλέως διαβόλου; Δεν τους
απέκλειεν ως σκλάβους του εις τα βάσανα της κολάσεως, όχι δέκα και οκτώ
χρόνους, ως ο Εγλώμ τους Ιουδαίους, αλλά τέσσαρας χιλιάδας και εξακοσίους
ένδεκα χρόνους; Δεν επληρούτο η κόλασις από αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων και ουδέ
εις επορεύετο εις τον Παράδεισον; Ναι, τόση ήτο η τυραννία μας, τόση
πολυχρόνιος η αιχμαλωσία μας. Αλλά δόξαν να έχη η άπειρος ευσπλαγχνία του Θεού·
ιδού άλλον την σήμερον βλέπομεν ανδρικώτατον Αώδ, τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν, ο οποίος βλέπων ημάς τα τέκνα του τόσους χρόνους αιχμαλώτους εις την
κόλασιν και θέλων να μας ελευθερώση από τας χείρας του εχθρού μας, εισέρχεται
μόνος εις τον πόλεμον και τεχνευόμενος με την θεϊκήν του σοφίαν, κρύπτει την
θείαν Του φύσιν μέσα εις την υπόστασιν της παναγίας Του Σαρκός, ως άλλην δίστομον
μάχαιραν, με την οποίαν καταβαίνων εις τον Άδην πληγώνει με κεραίαν ρομφαίαν
τον μιαρόν διάβολον μέσα εις την καρδίαν, ελευθερώνει από την αιχμαλωσίαν τον
προπάτορα Αδάμ και πάντας τους Πατριάρχας· αποκλείει και σφηνώνει τας θύρας της
κολάσεως, θανατώνει τον θάνατον, κατασφάζει τον υπερήφανον διάβολον, αφανίζει
την βασιλείαν του, καταισχύνει τους δούλους και συντρόφους του και λαμβάνων τα
λάφυρα από τας χείρας του, αναβαίνει από τον Άδην τριήμερος, νικητής και
τροπαιούχος, λέγων, όχι μόνον προς τας Μυροφόρους γυναίκας, αίτινες τον
συναπαντώσι, «Χαίρετε», αλλά και εις όλους ημάς τους Χριστιανούς, οίτινες τον
επιστεύσαμεν, ούτω· «Θαρσείτε, μεθ’ υμών εγώ ειμι πάσας τας ημέρας έως της
συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη: 20). Δεύτε σεις οι Χριστιανοί, οι οποίοι με
επιστεύσατε τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον, δεύτε δια να απολαύσητε την
εξουσίαν αυτήν την οποίαν σας χαρίζω την σήμερον, δια να γίνετε τέκνα ιδικά
μου, κληρονόμοι της Βασιλείας μου, συμμέτοχοι των αγαθών μου και επόπται της
δόξης μου· «Όσοι δε έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι,
τοις πιστεύουσιν εις το Όνομα Αυτού» (Ιωάν. α: 12). Δεύτε σεις οι Ορθόδοξοι,
όσοι επιστεύσατε εις εμέ τον Υιόν του Θεού και απολαύετε σήμερον την αιώνιον
ζωήν, διότι «Πας ο πιστεύων εις αυτόν, μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον»
(Ιωάν. γ: 15). Δεύτε και χαρήτε την σήμερον εις την Ανάστασίν μου, δεύτε και
σκιρτήσατε· δεύτε και ευφράνθητε οι πτωχοί, οι νηστεύσαντες και μη
νηστεύσαντες, δεύτε και χορτάσετε σήμερον τα αγαθά μου· φιλάνθρωπος γαρ ειμί·
και τον πλούσιον ουκ αποβάλλω και τον πτωχόν ελεώ· τον υγιαίνοντα δέχομαι και
τον ασθενούντα θεραπεύω· τον δίκαιον σώζω και τον αμαρτωλόν αγκαλίζομαι και
ασπάζομαι· μηδείς στραφήτω εις τα οπίσω· πάντας δέχομαι, πάσι πάντα χαρίζω τα
αγαθά μου· φιλάνθρωπος γαρ ειμί· δια να σας ελευθερώσω από τας χείρας του
διαβόλου έγινα άνθρωπος, υπέμεινα εμπαιγμόν, υπέμεινα χλαίναν, υπέμεινα εμπτυσμόν,
υπέμεινα Πάθος και τον Σταυρόν και την Ταφήν. Λοιπόν τώρα εις την Ανάστασίν
μου, δεύτε και απολαύσετε την Βασιλείαν μου, δεύτε και κρούετε τας κιθάρας, τα
τύμπανα, τα σήμαντρα και όλα τα μελωδικά όργανα, σύμβολα της χαράς και της
ελευθερίας σας, ψάλλοντες χαρμοσύνως και λέγοντες· «Ανέστη Χριστός εκ νεκρών,
λύσας θανάτου τα δεσμά· ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, αινείτε Ουρανοί Θεού την δόξαν».
Δεύτε, δεύτε και αγαλλιασθήτε, δεύτε και εντρυφήσατε· ιδού ότι σας χαρίζω και
το ιδικόν μου Σώμα εις την αγίαν Κοινωνίαν, σημείον της μεγάλης μου
φιλανθρωπίας· ιδού ότι σας χαρίζω προσέτι δια την σημερινήν χαράν της
λαμπροφόρου μου Αναστάσεως και εκάστην Κυριακήν όλου του χρόνου, δια να
εορτάζετε και να πανηγυρίζετε εις αυτάς την Ανάστασίν μου, μέχρι της τελευταίας
Κυριακής, εις την οποίαν ανιστάμενοι από τους τάφους, να συμβασιλεύσετε μετ’
εμού εν τη Βασιλεία μου, ψάλλοντες και ευφραινόμενοι· «Ανέστη Χριστός εκ
νεκρών, λύσας θανάτου τα δεσμά· ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, αινείτε Ουρανοί
Θεού την δόξαν». Δεσπότης μέγας αληθώς, φιλάνθρωπος και ελεήμων, εφάνη ο
Αλέξανδρος ο βασιλεύς, την ώραν εκείνην, κατά την οποίαν βλέπει εις το μέσον
της οδού τον εχθρόν του Δαρείον, κάτω κείμενον, χαμαί ερριμμένον, πεπληγωμένον,
ατιμασμένον, άδοξον, ολίγον πνέοντα και δεόμενον βοηθείας· ηυσπλαγχνίσθη,
ηλέησεν ο φιλάνθρωπος βασιλεύς τον εχθρόν του. Δεν ενεθυμήθη την μάχην, την
έχθραν, την επιβουλήν, τα μεγάλα κακά, τα οποία του έκαμεν, αλλ’ ευθύς, ως
φύσει αγαθός και ελεήμων, καταβάς από την βασιλικήν άμαξαν τον σκεπάζει με την
ιδίαν του χλαμύδα και οδεύων πεζή τον εγείρει μόνος του με το ξυλοκρέβατον
επάνω εις τους ώμους του ημιθανή. Δεσπότης μέγας, ασύγκριτος, φιλάνθρωπος και
ελεήμων ο ουράνιος Βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος βλέπων εις
το μέσον της κολάσεως ημάς τους εχθρούς Του, τους παραβάτας του νόμου Του, κάτω
κειμένους, χαμαί ερριμμένους, από τον ουρανόν εις την γην, από την ζωήν εις τον
θάνατον, από τον Παράδεισον εις τον Άδην, πεπληγωμένους, ατιμασμένους, αδόξους,
ολίγον πνέοντας και δεομένους της θείας Του βοηθείας, ηυσπλαγχνίσθη, ηλέησεν,
ως φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ημάς τους εχθρούς Του. Δεν ενεθυμήθη την
έχθραν, την παράβασιν, τας μεγάλας αμαρτίας και τα κακά, τα οποία του
προυξενήσαμεν, αλλ’ ευθύς, ως φύσει αγαθός και πολυέλεος, καταβαίνων από τους
πατρικούς θρόνους, από τον ουρανόν, από την υπερουράνιον Βασιλείαν Του, μας
σκεπάζει με την ιδίαν Του χάριν και ούτω πεζός, ταπεινός, περιπατών με τους
αχράντους πόδας Του, πληγωμένος, καταφρονεμένος, ακανθοφορεμένος, σαβανωμένος,
νεκρός εις τον Άδην, μας υψώνει την σήμερον, όντας ημιθανείς και νενεκρωμένους,
επάνω εις το ασύγκριτον μεγαλείον της υιοθεσίας, επάνω εις το υπέρτατον αξίωμα
της αθανασίας, επάνω εις το υπέρφωτον ύψως της Βασιλείας Του. «Όσοι δε έλαβον
αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το
Όνομα Αυτού» (Ιωάν. α: 12). Τέκνα Θεού, βαπτισμένοι, χαίρετε· τέκνα Θεού,
μυρωμένοι, ευφρανθήτε· υιοί του Θεού, κοινωνημένοι, σκιρτήσατε· παίδες του Θεού
Χριστιανοί, προπάτορες, όσοι εβαπτίσθητε, όσοι ηγέρθητε, όσοι εκοινωνήσατε,
υψώθητε, δοξασθήτε, βασιλεύετε σήμερον με τον Πατέρα σας Θεόν. Ω αγαλλίαμα του
ανθρωπίνου γένους! Ω χάρις και δόξα και μεγαλείον, όσοι επίστευσαν τον Χριστόν,
να γίνωσι τέκνα Του και να κληρονομήσουν ως ηγαπημένοι Του υιοί τα ουράνια
αγαθά και την Βασιλείαν Του! Ίδετε οπόσην αγάπην δέδωκεν ημίν ο Πατήρ, ίνα
τέκνα Θεού κληθώμεν; Και όταν φανερωθή «όμοιοι Αυτώ εσόμεθα» (Α΄ Ιωάν. γ: 1-2).
Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, εύσπλαγχνε και οικτίρμον, καθαιρέτα του Άδου, νικητά
του θανάτου και ελευθερωτά πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Προπατόρων, Πάτερ
ουράνιε, φιλάνθρωπε και αγαθοποιητά ημών Θεέ, γνωρίζομεν τους οικτιρμούς και τα
φιλάνθρωπα σπλάγχνα Σου ημείς οι Ορθόδοξοι παίδες Σου, όσοι επιστεύσαμεν εις το
άγιόν Σου Όνομα, όσοι ηξιώθημεν να εορτάζωμεν χαρμοσύνως την αγίαν Σου
Ανάστασιν. Δια τούτο χαρίζων εις ημάς την μεγάλην αξίαν, το υπέρτατον μεγαλείον
της υιοθεσίας Σου την σήμερον, ώστε να μας αναστήσης από τον Άδην, να μας
σηκώσης με τον Σταυρόν επάνω εις τους ώμους Σου, να μας χαρίσης την αθανασίαν,
την ζωήν, την Ουράνιον Βασιλείαν Σου και να μας ονομάζης τέκνα ιδικά Σου,
σκιρτώμεν, αγαλλόμεθα· χαίρομεν και ευφραινόμεθα. Πανηγυρίζομεν χαρμοσύνως,
χορεύομεν αγαλλομένω ποδί, λαμπρυνόμενοι, δοξαζόμενοι, υψούμενοι επάνω εις την
αιώνιον ζωήν. Ψάλλομεν με τους Αγίους Αγγέλους, με τους Προφήτας, με τους
Προπάτορας, δοξολογούντες και λέγοντες· «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί,
Πάσχα Κυρίου Πάσχα· εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς Ουρανόν Χριστός ο
Θεός ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας». Χριστός ανέστη και δια τούτο, ως
τέκνα, προσκυνούμεν τον αναστάντα· Χριστός ανέστη και δια τούτο ως τέκνα όπου
εγεννήθημεν σήμερον του Θεού, πιστεύομεν βέβαια, ότι καθώς ανέστη, ούτω και
ημάς θέλει εγείρει εν τη εσχάτη αναστάσει. Όμοιοι Αυτού θέλομεν γίνει, όλοι
τριάκοντα τριών ετών, μιας ηλικίας και βρέφη και γέροντες· άφθαρτοι, αθάνατοι,
αιώνιοι, βεβαπτισμένοι, Ορθόδοξοι, εξωμολογημένοι, διωρθωμένοι, κοινωνημένοι,
στεφανωμένοι, λελαμπρυσμένοι, αν και από τους ασεβείς καταφρονημένοι, αλλά με
το Σώμα και Αίμα του Χριστού πεφοινιγμένοι, χαίροντες και ευφραινόμενοι, ίνα
και συμβασιλεύσωμεν μετ’ Αυτού εις την Βασιλείαν Του. «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι,
θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν»
(Ιωάν. ιζ: 24). Ούτω σκιρτώντες την σήμερον, καταισχύνομεν τους παρανόμους
Ιουδαίους και πληγώνοντες την φθονεράν των καρδίαν με τοιαύτην δίστομον
ρομφαίαν, ψάλλομεν χαρμοσύνως· «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον
πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Αυτώ η δόξα και το κράτος
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου