1. Σήμερα, κύριο
όργανο του Οικουμενισμού είναι το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
Ιδρύθηκε το 1948. Προηγουμένως υπήρχαν ορισμένα άλλα οικουμενιστικά Κινήματα,
όπως η «Ζωή και Εργασία», το «Πίστη και Τάξη», κ. ά., που ενσωματώθηκαν σ’
αυτό, όταν οι Συνελεύσεις τους το 1937 απεφάσισαν την ίδρυση του Παγκόσμιου
αυτού Συμβουλίου.
Οι Προτεστάντες επιδίωκαν το όραμα της ενότητάς τους από τα τέλη του 18ου αιώνα. Οι Congregational-ιστές, Πρεσβυτεριανοί, Μεθοδιστές και Αγγλικανοί ίδρυσαν το 1795 την «Ιεραποστολική Οργάνωση του Λονδίνου. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Προτεστάντες στις Ιεραποστολές τους, τους ανάγκασαν να στραφούν σε μια οικουμενιστική εκκλησιολογία, που στηρίζεται στην ενότητα όλων των Προτεσταντών, χωρίς τονισμό των δογματικών διαφορών τους.. Το 1846 οι Προτεστάντες ίδρυσαν την οργάνωση «Ευαγγελική Συμμαχία», στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από οκτακόσιοι Ευαγγελικοί ηγέτες από 52 προτεσταντικές ομολογίες.
Το Διεθνές Ιεραποστολικό Συνέδριο, που οργανώθηκε στο Εδιμβούργο το 1910, χαιρετίστηκε ως «η κορυφαία καμπή στην οικουμενιστική συνεργασία», ως «ένα από τα μεγάλα ορόσημα στην ιστορία της Εκκλησίας» και ως «το λίκνο του σύγχρονου Οικουμενισμού».
α. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» εμφανίστηκε το 1914, προτού εκραγεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. ΄Ηταν μια προσπάθεια των Προτεσταντών για συνεργασία μεταξύ τους σε πρακτικά και κοινωνικά θέματα και ενότητα, ύστερα από την πολυδιάπασή τους σε εκατοντάδες «εκκλησίες».
Από το 1917 η Κίνηση αυτή ήρθε σε επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τούτο δέχτηκε ανεπιφύλακτα τη συνεργασία της! Φαίνεται πως κάποιο ρόλο έπαιξε η Μασονία. Εν τω μεταξύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο το1920, με το λεγόμενο «Πατριαρχικό Διάγγελμά» του, ζήτησε να συσταθεί «Κοινωνία των Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της «Κοινωνίας των Εθνών», που τότε είχε συσταθεί μεταξύ των κρατών.
Η Κίνηση αυτή συγκάλεσε δύο Συνέδρια. Ένα, στη Στοκχόλμη το 1925, και το άλλο στην Οξφόρδη το 1937. Σ’ αυτά, έλαβαν μέρος και Ορθόδοξοι εκπρόσωποι των Πατριαρχείων και των άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Στο Συνέδριο της Οξφόρδης την Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσώπησε ο θεολόγος Αμίλκας Αλιβιζάτος, μασόνος και ένθερμος υποστηρικτής του Οικουμενισμού. Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος υπεστήριξε στις συζητήσεις που έγιναν, ότι εκείνος που εξ ονόματος μιάς «ιεράς δήθεν συντηρητικότητος (λέγε αμαθείας και φανατισμού) επιμένει εις την διατήρησιν της διαιρέσεως των χριστιανικών δυνάμεων, εκουσίως ή ακουσίως, συνεργεί και συνεργάζεται μετά των σκοτείων σατανικών δυνάμεων, αι οποίαι απεργάζονται την ματαίωσιν της επικρατήσεως επί της γης της βασιλείας του Θεού»!
β. Η Κίνηση «Πίστη και Τάξη» εμφανίστηκε κι’ αυτή πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός της ήταν η ενότητα του Προτεστάντικου κόσμου, με την παραθεώρηση των δογματικών του διαφορών.
Παρά το ότι η βάση της Κινήσεως αυτής, από πλευράς Ορθοδοξίας είναι τόσο επιλήψιμη, οι Προκαθήμενοι πολλών Πατριαρχείων και άλλων Νεοημερολογίτικων Εκκλησιών παραδόξως δέχτηκαν και έλαβαν μέρος στα Συνέδριά τους. Αυτό είναι δείγμα, πόσο μέσα σε λίγα χρόνια, από τότε που ο Ιωακείμ Γ΄ το 1901 εξαπέλυσε την κακόδοξη Εγκύκλιό του, εξασθένησαν τα αντανακλαστικά των Ορθοδόξων σε θέματα αντιστάσεώς τους στην Κίρκη του Οικουμενισμού!
Η «Πίστη και Τάξη» συγκάλεσε κι’ αυτή δύο παγκόσμια συνέδρια. Ένα το 1927 στη Λωζάννη, και άλλο το 1937 στο Εδιμβούργο. Στο συνέδριο του 1927 στη Λωζάννη οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι διακήρυξαν ότι «αν και είμαστε διηρημένοι λόγω των δογματικών διαφορών, εν τούτοις είμαστε έν με τους εδώ αδελφούς μας, εν τη πίστει του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Η «Ζωή και Εργασία» και η «Πίστη και Τάξη» προλείαναν το έδαφος για την δημιουργία μιάς μεγάλης οικουμενιστικής Οργανώσεως, που θα αναλάμβανε να συνενώσει σε μία Εκκλησία τους Προτεστάντες, αλλά και τους άλλους χριστιανούς, όπως τους Παπικούς και τους Ορθοδόξους! ΄Ετσι, προέκυψε το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
2. Η συμμετοχή των Πατριαρχείων και των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο ανωτέρω «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», συνιστά έκπτωση από την Ορθόδοξη πίστη! Συνιστά προδοσία της Ορθοδοξίας!
Οι λόγοι είναι οι εξής:
α. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλά και μόνο η αληθινή Εκκλησία. Είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία! Αυτό σημαίνει ότι κάθε άλλη χριστιανική κοινότητα, που αυτοαποκαλείται «εκκλησία», δεν είναι Εκκλησία του Χριστού». Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή μόνο δεν έχει «σπίλον ή ρυτίδα» αιρέσεως και κακοδοξίας!
Όταν οι ποιμένες της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνονται μέλη του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», της πανσπερμίας αυτής των αιρετικών «εκκλησιών», τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι οι ανάξιοι ποιμένες της που την κατέστησαν μέλος του, είτε Πατριάρχες είναι είτε Αρχιεπίσκοποι είτε επίσκοποι, είτε άλλοι κληρικοί και θεολόγοι, εξέπεσαν από την Ορθόδοξη πίστη κι’ έγιναν αιρετικοί! Και όσοι, τους ακολουθούν και «κοινωνούν» μαζί τους, απέναντι Θεού, είναι το ίδιο πράγμα. Είναι και αυτοί εξίσου αιρετικοί και κακόδοξοι!
β. Ακόμα κι’ αν πραγματικά ήταν Ορθόδοξα τα Πατριαρχεία και οι λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που σήμερα μετέχουν στο κακόδοξο αυτό κατασκεύασμα, που λέγεται «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», η φωνή τους μέσα σ’ αυτό καταπνίγεται απ’ τις αντίστοιχες και πολλές κραυγές των λοιπών πλανεμένων μελών του! Ετσι, ακούγεται μόνο η δική τους κακόδοξη φωνή. Κι’ η φωνή αυτή νομίζεται από πολλούς ως φωνή και των Ορθοδόξων!
Πως συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει γιατί η δομή του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», από το Καταστατικό του, είναι τέτοια, ώστε η δύναμή του να είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια των Προτεσταντών! Οι Ορθόδοξοι αποτελούν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» μιά ασήμαντη μειοψηφία. Είναι μόλις το 15% των μελών του!
Αυτό οφείλεται στο ότι μέλη του «Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών» δεν είναι άτομα, αλλά «εκκλησίες»! Στη Γενική Συνέλευσή του Βανκούβερ Καναδά το1983, οι μεν «Ορθόδοξες» Εκκλησίες ήταν, και εξακολουθούν να είναι, μόλις 15, με 141 εκπροσώπους, οι δε Προτεστάντικες ήταν 304, με 900 εκπροσώπους, και εξακολουθούν να αυξάνονται!
Στις ψηφοφορίες που γίνονται στα διάφορα όργανα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, είναι δυνατόν ποτέ το 15% των Ορθοδόξων να υπερισχύσει του 85% των Προτεσταντών; Όταν αποφασίζουν σ’ αυτό θέματα πίστεως, οι Ορθόδοξοι, για να μη θεωρηθεί ότι συμφωνούν με πολλές αποφάσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των Προτεσταντών, μέχρι το 1961 κατέθεσαν ξεχωριστές «Δηλώσεις», με τις θέσεις τους. Στη Γενική Συνέλευση όμως του Νέου Δελχί της Ινδίας το 1961, η πλειοψηφία του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» αρνήθηκε να δεχθεί τις ξεχωριστές αυτές «Δηλώσεις». Και από τότε τις αρνείται πάντοτε! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι κακόδοξες αποφάσεις της πλειοψηφίας της Οργανώσεως αυτής, να θεωρούνται και ως αποφάσεις των Ορθοδόξων, που μετέχουν σ’ αυτό!
γ. Υπάρχει κι’ άλλος, σοβαρώτατος κίνδυνος δολιοφθοράς της όσης Ορθοδοξίας, εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα στα Πατριαρχεία και τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που μετέχουν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
Κάθε μέλος του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», δηλαδή κάθε «εκκλησία» που μετέχει, εκπροσωπείται σ’ αυτό από ορισμένο αριθμό εκπροσώπων της, που υποτίθεται ότι εκφράζουν τις απόψεις της συγκεκριμένης «εκκλησίας».
Πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι κάθε μέλος του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», δηλ. κάθε «εκκλησία», διορίζει τους εκπροσώπους της, που εκείνη θέλει. Όμως, το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», με το Καταστατικό του, δεν επιτρέπει στις «εκκλησίες»- μέλη του να προτείνουν αυτές κάποιον κληρικό ή λαϊκό, που εκείνες θέλουν, για να τις εκπροσωπήσει! Τους αντιπροσώπους διορίζει αυτό το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»! Αυτό σημαίνει ότι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» θέλει οι εκπρόσωποι των «εκκλησιών» να είναι της δικής του αρέσκειας και εμπιστοσύνης, και όχι της «εκκλησίας», που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν! Αυτό είναι κάτι το πρωτοφανές!
Μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» έχουν δημιουργηθεί για το θέμα αυτό αρκετά προβλήματα, όπως στη Γενική Συνέλευση του στο Ναϊρόμπι το 1975. Σ’ αυτή, το Π.Σ.Ε. απέρριψε τον διορισμό ως εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, του καθηγητή Γεράσιμου Κονιδάρη, όπως και το επόμενο έτος απέρριψε τον διορισμό του π. Ιωάννη Ρωμανίδη στο τμήμα «Πίστη και Τάξη», στο οποίο προήδρευε ο Νικ. Νησιώτης, άνθρωπος πιστά αφοσιωμένος στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»! Υπάρχουν και άλλες σχετικές περιπτώσεις.
δ. Εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος. Και τα υποτιθέμενα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες τι κάνουν; Πως ανέχονται την κατάσταση αυτή του έσχατου εξευτελισμού τους;
Η Εκκλησία της Ελλάδος το 1978, είναι η μόνη από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, που αντέδρασε. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, διαμαρτυρήθηκε στον τότε Γενικό Γραμματέα του Π.Σ.Ε. Πόττερ, που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα. Απείλησε μάλιστα να αποχωρήσει η Εκκλησία της Ελλάδος, αν δεν διορθωθεί η κατάσταση αυτή, το να μη μπορεί να ορίζει αυτή τους εκπροσώπους της. Ο Γενικός Γραμματέας του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» Πόττερ, για να δικαιολογήσει την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, απέδωσε την αιτία της στον Καταστατικό Χάρτη, ο οποίος είπε ότι έπρεπε ως προς αυτό το σημείο ν’ αλλάξει.
Θ’ ανέμενε κανένας το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συγκαλέσει,
για το ζωτικής σημασίας για την Ορθοδοξία αυτό θέμα, σύσκεψη από όλες τις «Ορθόδοξες» Εκκλησίες, που έχουν κοινωνία μαζί του. Φαίνεται όμως ότι αυτό περί άλλων «μεριμνά και τυρβάζει»! Γι’ αυτό, συγκάλεσε το ίδιο το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» το 1981 στη Σόφια της Βουλγαρίας σύσκεψη των «Ορθοδόξων Εκκλησιών» - μελών του, μεταξύ των οποίων περιλάμβανε και τις μονοφυσίτικες αιρετικές «εκκλησίες»!
Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα όσα ελέχθησαν στο Συνέδριο αυτό. Αξίζει τον κόπο, με κάθε δυνατή συντομία, χωρίς κανένα σχόλιο δικό μας, να σταχυολογήσομε μερικά αποσπάσματα από την από 24 Ιουνίου 1981 «Έκθεση» , που κατέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συνέδριο αυτό π. Ιω. Ρωμανίδης για να φανεί η διάβρωση που έκανε το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών! Μεταξύ άλλων, αναφέρει η «Έκθεση» αυτή:
ε. « Οργανωτής της διασκέψεως εκ μέρους του Π.Σ.Ε. ήτο η λεγομένη Ορθόδοξος Ομάδα Κρούσεως του Π.Σ.Ε. της οποίας οι μόνοι Έλληνες μέλη είναι ο Σιλιβρίας κ.κ. Αιμιλιανός και πρωτοπρ. Γεώργιος Τσέτσης, πρόεδρος και οι δύο του Οικουμενικού Πατριαρχείου…
Η Διάσκεψις ήρχισε, ως είθισται, με την ανάγνωσιν των τηλεγραφημάτων αρχηγών Εκκλησιών. Εν συνεχεία ανεγνώσθησαν μηνύματα των Εκκλησιών υπό των εκπροσώπων. Ο άγιος Κίτρους ετόνισε εις το εν λόγω μήνυμα ότι η Εκκλησία της Ελλάδος επροβληματίσθη αν έπρεπε να δεχθή πρόσκλησιν δια Πανορθόδοξον Διάσκεψιν από το Π.Σ.Ε.,
Ο σκοπός της Διασκέψεως, αλλά κυρίως των ηγετών του Π.Σ.Ε. εφάνη σαφώς όταν ανεγνώσθη εκ του εσωκλείστου εγγράφου η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εις αυτήν, ο Γεν. Γραμματεύς αντέδρασε ισχυρώς και επιμόνως, ισχυριζόμενος ότι η πρότασις αυτή αφορά εις την καρδίαν του Π.Σ.Ε. και ότι αποδοχή αυτής θα οδηγήση εις την διάλυσιν του Π.Σ.Ε.. Αντέδρασε εξ ίσου εντόνως ο υποφαινόμενος όστις και ανέπτυξε τους λόγους, διατί εν τοιαύτη περιπτώσει ο διάλογος εις τα πλαίσια του Π.Σ.Ε., καθίσταται αδύνατος.
Δια να έχομεν σαφή εικόνα του τι είναι αυτό που απειλεί την καρδιά του Π.Σ.Ε. με διάλυσιν ας προσέξωμεν την ως άνω πρότασιν εις την οποίαν αντέδρασε ο Γεν. Γραμματεύς, η οποία έχει ως εξής:
“ Κατ’ ουδένα τρόπον είναι δυνατόν η Εκκλησία της Ελλάδος να επιτρέψη είτε εις Προτεστάντας, είτε και εις Ορθοδόξους να επιλέγουν, ή να εκλέγουν τους αντιπροσώπους της εις την Κεντρικήν, ή την Εκτελεστικήν Επιτροπήν, εις τας «μονάδας», ή «υπομονάδας» του Π.Σ.Ε.. Ουδεμία Ορθόδοξος Εκκλησία είχε, ή διεξεδίκησε ποτέ τοιούτο δικαίωμα, και τηρουμένων των αναλογιών, είναι έτι περισσότερον αδύνατον να δοθούν τοιαύτα δικαιώματα εις μη Ορθοδόξους Εκκλησίας, είτε εντός, είτε εκτός του Π.Σ.Ε.”
Εφάνη σαφώς, από αυτήν την αντίδρασιν του Γεν. Γραμματέως εις αυτήν την πρότασιν ότι οι ηγέται, οι φανεροί και οι κρυπτοί, του Π.Σ.Ε., ότι ως σκοπόν έχουν την ένωσιν των Εκκλησιών μέσω διαβρώσεως, όχι μόνον των Προτεσταντών, αλλά και των Ορθοδόξων! Είναι η πρώτη φορά που εφάνη τόσον σαφώς ότι το σχέδιον αφορά και εις τους Ορθοδόξους.
Πρέπει να σημειωθή ότι οι Προτεστάνται μέλη εν γνώσει των εδέχθησαν την μέθοδον αυτήν δια την μεταξύ των συνεργασίαν και ένωσιν. Πως όμως οι Ορθόδοξοι εδέχθησαν να υπογράψουν το εν λόγω Καταστατικόν; Η δομή και το Καταστατικόν του Π.Σ.Ε. είναι τα καλύτερα δυνατά διά τας ενωτικάς ανάγκας του Προτεσταντισμού και οφείλουν οι Ορθόδοξοι να τα σεβασθούν και μάλιστα να τα υποστηρίξουν διά την ένωσιν των Προτεσταντών.
Αλλ’ όμως, αυτά που είναι τα καλύτερα δυνατά δια τον Προτεσταντισμόν, είναι τα χειρότερα δια την Ορθοδοξίαν! Εις την προαναφερθείσα απάντησίν του προς τον Γεν. Γραμματέα ο υποφαινόμενος επέστησε την προσοχήν του, ότι η δομή του Π.Σ.Ε. πρέπει δια τους Ορθοδόξους να είναι τοιαύτη, ώστε ν’ αποφευχθή η γραμμή της παπικής Εκκλησίας, η οποία πάντοτε και μέχρι σήμερα εκαλλιέργει τους μεταξύ μας λατινόφρονας δια να κάμνη διάλογον με αυτούς και να επιτύχει μέσω αυτών την ένωσιν.
Σημειωτέον, ότι οι δύο αναφερθέντες εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν εξεδηλώθησαν σαφώς επί της εν λόγω προτάσεως, παρ’ ότι εις το εσώκλειστον έγγραφον 8, δηλ. το Memorandum του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ζητούνται τα ίδια, χωρίς όμως ν’ απαιτούνται. Αυτό συνετέλεσεν εις την εντύπωσιν ότι μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος επέμεινε εις τα τοιαύτα.
Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι προ της αφίξεως του Γεν. Γραμματέως, την 27 Μαΐου, σχεδόν πάντες οι εκπρόσωποι, με την εντυπωσιακήν εξαίρεσιν των του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξεφράζοντο με αποφασιστικότητα υπέρ των απόψεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, αι οποίαι ανεγνώσθησαν και ως προβλήματα κατά την συνεδρίαν της 26 Μαΐου. Με την εμφάνισιν όμως του Γεν. Γραμματέως την 27 Μαΐου η όλη ατμόσφαιρα άλλαξε.
Εν όψει της αλλαγής αυτής ο άγιος Κίτρους επήρε την επομένην τον λόγον και διεμαρτυρήθη δια την δημιουργηθείσαν εντύπωσιν ότι μόνη η Εκκλησία της Ελλάδος έχει τας δικαίας απαιτήσεις της. Ετόνισε ότι τα εν λόγω αιτήματα, είναι αιτήματα όλων. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τα προωθεί δια τον εαυτόν της, αλλά δι’ όλους, και κυρίως δια το Οικουμενικόν Πατριαρχείον «το οποίον εις το Ναϊρόμπι το 1975 έτυχε τοιαύτης μεταχειρίσεως δια την οποίαν πρέπει να εντρέπεται το Π.Σ.Ε.»! Ετόνισε μάλιστα ότι ο ισχυρισμός του Γεν. Γραμματέως ότι αι Επιτροπαί Ονομασίας πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τα προς διορισμόν πρόσωπα δια την ικανότητα και αρμοδιότητά των, είναι εντελώς απαράδεκτος, αφού ούτε καν ελληνικά γνωρίζουν, και ούτε την πραγματικότητα των θεσμών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αλλά, «άλλοι είναι οι λόγοι που θέλουν τον έλεγχον εις τον διορισμόν των Ορθοδόξων»! Ομιλών επί μακρόν ο άγιος Κίτρους κυριολεκτικά ηλέκτρισε την ατμόσφαιραν και το κλίμα άλλαξε, με αποτέλεσμα η ως άνω πρότασις εφάνη πλέον ανοικτά ως πρότασις όλων, έστω και δια της σιωπής των κατ’ έθος σιωπώντων μέχρι τέλους. Ούτως, η ως άνω πρότασις, αλλά υπό ηπίαν μορφήν, κατεγράφη μεταξύ και των προβλημάτων και των αιτημάτων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δια την ορθήν, νομίζω, ανάλυσιν της περαιτέρω εκβάσεως της Διασκέψεως, όσον αφορά εις το Καταστατικόν, πρέπει να φέρωμεν εις μνήμην ότι το 1978 οι τρεις ηγέται του Π.Σ.Ε., μας είπαν κατά την επίσκεψίν των εις την Ελλάδα, ότι αι απαιτήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι θέμα αλλαγής του Καταστατικού. Όταν αναφερθήκαμεν εις τα γεγονότα του παρελθόντος ο Γενικός Γραμματεύς εχαρακτήρισε αυτά ως λάθη και είπε ότι εις το θεμέλιον των σημερινών προβλημάτων είναι η εξ αυτών δημιουργηθείσα έλλειψις εμπιστοσύνης
Η γενομένη αυτή ανάλυσις εν μορφή ομολογίας του Γεν. Γραμματέως δύναται να έχη τρεις σημασίας: Ή ότι 1) το Π.Σ.Ε. ενήργησε προώρως εις την περίπτωσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν είναι ακόμη έτοιμη δια τον βαθμόν διαβρώσεως που ενόμιζε ότι τώρα ειμπορεί να επιτύχη, ή 2) ότι οφείλεται η κατάστασις εις τας κακάς συμβουλάς εκείνων των Ελλήνων Ορθοδόξων που ευρίσκονται εις τον εσωτερικόν πυρήνα παρασκηνιακής διοικήσεως, ή 3) εις συνδυασμόν των 1 και 2.
Το αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντί ν’ απομονωθή έγινε αίτημα όλων, παρ’ ότι αι άλλαι Εκκλησίαι δεν έχουν τα οξείας μορφής προβλήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τούτο οφείλεται εις το ότι αι άλλαι Εκκλησίαι δεν έχουν «κινησιακούς» ευσεβιστάς και ανεξαρτήτους της Εκκλησίας Θεολογικάς Σχολάς, αι οποίαι είναι ενίοτε φυτώρια μετ’ ετεροδόξων συνεργασίμων τινών, που δια τον Προτεσταντισμόν αποτελούν μεγάλον πειρασμόν προς χρήσιν δια τας ανάγκας των, ως μοδέρνων λατινοφρόνων.
Εκτός τούτου, πρέπει να επαναφέρωμεν εις την μνήμην μας το γεγονός ότι κατά την συνάντησιν των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την Μόσχαν το 1948, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, πλην ωρισμένων ελληνοφώνων, κατεδίκασαν το Π.Σ.Ε., ως έμπνευσιν και όργανον της Μασονίας! Δεν γνωρίζω κατά πόσον ανταποκρίνεται εις την πραγματικότητα η ταύτισις του Π.Σ.Ε. και η Μασονία. Πάντως, δεν αποκλείεται Έλληνες μασόνοι να συνεργάζωνται με μασόνους του Π.Σ.Ε. δια τα θέματα των Ελληνοφώνων Ορθοδόξων, χωρίς, όμως, τούτο να σημαίνη ότι το Π.Σ.Ε. είναι μασονικόν.
Εκ τούτου φαίνεται σαφώς ότι το Π.Σ.Ε. εύρε έδαφος πρόσφορον εις την Ελλάδα, που δεν υπάρχει ούτε εις τον Κομμουνιστικόν, ούτε εις τον Ισλαμικόν κόσμον, όπου η μασονία θεωρείται κατ’ αρχήν εχθρός του Μαρξισμού, της πίστεως και του κράτους, και όπου δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι της Εκκλησίας Θεολογικαί Σχολαί και «κινησιακοί» ευσεβισταί.
Επομένως, οχυρωμένοι οι ως άνω Ορθόδοξοι και άθικτοι από τα τρία αυτά προβλήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν βλέπουν το καταστατικόν θέμα κατά τον ίδιον τρόπον. Η διαφορά αυτή εφάνη σαφώς εις τας κατ’ ιδίαν επαφάς. Όμως, δεν είμαι βέβαιος, κατά πόσον αι εξ αυτών πληροφορίαι ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα, ή ανήκουν εις ενδεχομένην προσπάθειαν να μας καλύψουν με το μελάνι της σουπιάς διά να ξεφύγουν, ή εις το «διαίρει και βασίλευε». Οφείλω όμως να τας αναφέρω, δια να κρίνη ο καθένας δια τον εαυτόν του.
Εξ μέλη, αντιπροσωπεύοντα τα Πατριαρχεία, μας είπαν σαφώς και απεριφράστως ότι το πρόβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν οφείλεται εις το Καταστατικόν, αλλ’ εις ΄Ελληνας, που επηρεάζουν τας περί διορισμού και προσκλήσεων αποφάσεις του Π.Σ.Ε.
Μάλιστα, επληροφορήθημεν σε κατ’ ιδίαν συζήτησιν, έγιναν ενέργειαι το 1981 κατ’ εντολήν του Γεν. Γραμματέως, βάσει του διοριστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1976 δια τον διορισμόν του υποφαινομένου εις το «Πίστις και Τάξις». Αλλά, απερρίφθη διότι κατηγορήθηκα ως αντι-οικουμενιστής και οι ημέτεροι εις τα πράγματα δεν έκαμαν ό,τι έπρεπε δια να εξουδετερωθή η κατηγορία. Εκαλύφθη όμως αυτή η πραγματική αιτία με την δικαιολογίαν ότι υπάρχουν δια την Ελλάδα μόνον δύο θέσεις. Σημειωτέον, ότι το 1976 το Π.Σ.Ε. είχε ζητήσει έγκρισιν τριών ονομάτων διά τρεις θέσεις.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της φάρσας είναι ότι δεν έχει η Εκκλησία της Ελλάδος εις το «Πίστις και Τάξις» ειδικόν της δογματικής, της συμβολικής και της ιστορίας των δογμάτων που είναι τα θέματα καρδιάς του εν λόγω Υποτμήματος. Εις αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπείται από καθηγητήν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, που έχει στενήν σχέσιν με την ιστορίαν των δογμάτων, και από καθηγητήν της Φιλοσοφίας της Θρησκείας, που δεν έχει καμμίαν άμεσον σχέσιν με τα θέματα «Πίστις και Τάξις»!
Επίσης, οφείλει η Ιερά Σύνοδος να ζητήση από το Π.Σ.Ε. τα ονόματα των Ορθοδόξων που εις Ναϊρόμπι το 1975 υπέδειξαν την αντικατάστασιν του κ. Γ. Κονιδάρη ως υποψηφίου διά την Κεντρικήν Επιτροπήν, χωρίς προσυνεννόησιν με τον αρχηγόν της Ελλαδικής Αντιπροσωπείας Μητροπολίτην Κορίνθου κ.κ. Παντελεήμονα. Αφού, ως ισχυρίζοντο ο τρίτος υποψήφιος θα έπρεπε να είναι γυναίκα, ή νέος, διατί δεν αντικατέστησαν τον κ. Νησιώτην; Φαίνεται, ότι αυτό εφοβήθησαν ότι θα έκαμεν ο αρχηγός της αντιπροσωπείας και ίσως διά τούτο δεν τον συνεβουλεύθησαν.
Ο Γενικός Γραμματεύς, όπως είπαμεν ανωτέρω εχαρακτήρισε τα επεισόδια αυτά ως λάθη, βάσει των οποίων εδημιουργήθη έλλειψις εμπιστοσύνης. Ναι, αλλά συνεβουλεύθησαν Έλληνας δια να γίνουν τέτοια λάθη, και όχι την Εκκλησίαν. Τώρα που εφθάσαμεν εις το σημείον αυτό, πρέπει η Εκκλησία της Ελλάδος να ζητήση ευθύνας, κυρίως εν όψει των ανωτέρω κατ’ ιδίαν συζητήσεων, που προφανώς είχαν σκοπόν να πεισθώμεν περί της αθωότητος των Προτεσταντών ηγετών του Π.Σ.Ε. και της ενοχής «Ελλήνων συνωμοτών». Ναι, αλλά πως θα ηξεύρωμεν, αν αυτά είναι στάχτη στα μάτια και αθώοι οι δήθεν συνωμόται Έλληνες;
Υπάρχουν Έλληνες που γνωρίζουν όλας τας λεπτομερείας των προβλημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Π.Σ.Ε. Αλλά, ουδέποτε θα τας αποκαλύψουν, όπως ακριβώς ουδέποτε αποκαλύπτουν τα μυστικά της Μασονίας του «βάθους» οι Μασόνοι του «βάθους». Εδώ είναι το πιο βαθύ πρόβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος, που οφείλει να λύση. Δηλαδή, γίνεται κανείς πραγματικά συνεργάτης του Π.Σ.Ε., όταν δεσμεύεται να μη αποκαλύπτη μυστικά εις την ίδια την Εκκλησία, που εκπροσωπεί. Μόνον έτσι, δύνανται να λειτουργήσουν αι Επιτροπαί Ονομασίας, δηλ. να ρίχνουν ανενόχλητα λάσπην, χωρίς να γνωρίζη ούτε εκείνος που λασπώνεται και ούτε η Εκκλησία του ότι λασπώνεται. Επίσης, πως είναι δυνατόν να οργανώνεται κατ’ ιδίαν μελέτη του περί Filioque προβλήματος από το Π.Σ.Ε. από εκπρόσωπον της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς να γνωρίζη η Εκκλησία;
Εις αυτό το σημείον το ίδιο το Καταστατικόν επιτρέπει την καλλιέργειαν ανεπιτρέπτων δια την Εκκλησίαν καταστάσεων. Από το άλλο μέρος όμως η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει εις το προσωπικόν του Π.Σ.Ε. έμπιστον πρόσωπον που να διεκδική τα δίκαια της Ελλαδικής Εκκλησίας. Φαίνεται ότι νομίζει η Εκκλησία της Ελλάδος ότι προστατεύονται τα συμφέροντά της από τους εν Γενεύη εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εκείνοι, που έτσι πιστεύουν, είναι αφελείς! Πρέπει εξ άπαντος να διορισθούν εκ περιτροπής εις το προσωπικόν του Π.Σ.Ε. έμπιστα πρόσωπα, κατά προτίμησιν κληρικοί, δια μικρά χρονικά διαστήματα, δια να μη εξαγοράζονται. Κατ’ ουδένα τρόπον πρέπει να διορίζωνται ακαδημαϊκά πρόσωπα, που διεκδικούν αναγνώρισιν ως σπουδαίοι θεολόγοι. Οι τοιούτοι τύποι ευκολώτερα εξαγοράζονται.
Το ότι το Π.Σ.Ε. δεν έχει διάθεσιν να κάμνη πραγματικόν διάλογον με την Ορθοδοξίαν φαίνεται όχι μόνον από την μασωνικώ τω τρόπω λειτουργίαν των Επιτροπών Ονομασίας, αλλά και από το γεγονός ότι αντί να οργανώνη θεολογικά συμπόσια μεταξύ ίσου αριθμού Ορθοδόξων και Προτεσταντών δια τα βασικά θέματα της διαιρέσεως της Χριστιανοσύνης, οργανώνει συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων, δηλ. είδος Πανορθοδόξων Συνεδρίων μόνον Ορθοδόξων εις τους οποίους συγκαταλέγει αυτομάτως και τους Μονοφυσίτας. Η εν Σόφια Διάσκεψις είναι απλώς η Ογδόη εις σειράν των τοιούτων Πανορθοδόξων Συνεδρίων.
Εζήτησα να μάθω αν το Π.Σ.Ε. κάμνει το ίδιον δια άλλας Εκκλησίας. Έμαθα ότι αυτό γίνεται μόνον διά τους Ορθοδόξους! Μου φαίνεται ότι εδώ σφετερίζονται τα καθήκοντα και αι αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εις τον π. Γ. Τσέτση ανέπτυξα τους λόγους δι’ ους πιστεύω ότι διακυβεύεται το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αυτό που γίνεται μεταξύ Ορθοδόξων υπό την κηδεμονίαν του Π.Σ.Ε. Ποια θα είναι τα όρια της αρμοδιότητος του Π.Σ.Ε., που ακόμα και την Διάσκεψη της Σόφιας συνεκάλεσε και υπήκουσαν οι πάντες; Ένα από τα θέματα, που ήγειρεν ο ίδιος ο Γενικός Γραμματεύς ήτο το έργον του Π.Σ.Ε. εις την ανάπτυξιν στενωτέρας συνεργασίας μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο υποφαινόμενος πρώτος επήρε τον λόγον δια να αναπτύξη διατί τούτο δεν ευσταθεί, αλλά επηκολούθησε μία περίεργη σκηνή, όπου συνηγωνίζοντο ο ένας με τον άλλον, ποίος θα ευχαριστήση περισσότερον τον αρχηγόν επάνω εις αυτό το θέμα! Πρέπει να εξετασθεί μήπως υπάρχει σχέδιον να χρησιμοποιούνται αι νέαι αυταί αρμοδιότητες δια την τελικήν διάλυσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είναι το παλαιόν σχέδιον των Ρώσων και των Μασόνων.
Δεν γνωρίζω εάν πρέπει η Διάσκεψις αυτή της Σόφιας να θεωρηθή ως αποφασιστική ή μήπως πρέπει να οργανωθή άλλη Διάσκεψις μόνων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η διάβρωσις της Ορθοδοξίας όμως, είναι αρκετά μεγάλη από το Π.Σ.Ε., ώστε είναι αμφίβολον εάν είναι δυνατόν πλέον να επιτευχθή ενιαία γραμμή. Η Διάσκεψις της Σόφιας π.χ. απετελείτο από Ορθοδόξους που
ή κερδίζουν, ή κέρδισαν κάποτε το ψωμί των από το Π.Σ.Ε.,
ή χρόνια παίρνουν δωρεάν εισιτήρια και έξοδα διαμονής εις συνέδρια,
ή χρεωστούν την φήμην και την υπόληψίν των εις αυτό,
ή είναι οφειλέται σεβαστών ποσών δια την Εκκλησίαν, ή τα ιδρύματά των,
ή αι Εκκλησίαι των είναι μέλη κατ’ εντολή και δια λογαριασμό των Κυβερνήσεών των!
Εκκλησίαι που το 1948 κατεδίκασαν το Π.Σ.Ε, ως όργανο της Μασονίας, έγιναν το 1961 μέλη, καθ’ ον χρόνον ητοιμάζετο η τότε νέα εποχή ειρηνικής συνυπάρξεως και συνεργασίας μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας. Μόνον οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών Ελλάδος και Κύπρου εξαιρούνται από τας καταστάσεις αυτάς»!!!
στ. Η εμπιστευτική Έκθεση του π. Ιω . Ρωμανίδη εδώ τελειώνει. Δεν τέλειωσε όμως και το ζήτημα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για την Εκκλησία της Ελλάδος, ύστερα από την σθεναρή αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών βρήκε τη λύση. ΄Εκανε μια μεγάλη δωρεά σε χρήματα στα ιδρύματα της Μητροπόλεως Κίτρους και ο Μητροπολίτης Βαρνάβας έπαθε «αμνησία»! Δεν επανέφερε το θέμα στην επιφάνεια.
3. Το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» είναι μία παμπροτεσταντική οργάνωση. Σκοπός του είναι, αφενός μεν η ενότητα των παντοειδών προτεσταντικών παραφυάδων με τον παραμερισμό των δογματικών διαφορών τους, και αφετέρου η διάβρωση των Ορθοδόξων, για να παύσουν να πιστεύουν στην αποκλειστικότητα, ότι αυτοί δηλαδή μόνο έχουν την ορθή πίστη, κι’ ότι αποτελούν τη μόνη αληθινή Εκκλησία. Τότε, οι Ορθόδοξοι στην πραγματικότητα δεν θα διαφέρουν σε τίποτε από τους Προτεστάντες!
α. Οι Προτεστάντες θέλησαν να εμπλέξουν απ’ την αρχή τους Ορθόδοξους και τους Λατίνους, μεταξύ των ιδρυτικών μελών των οικουμενιστικών κινημάτων τους. Οι παπικοί, πιο συνεπείς και τίμιοι στο σημείο αυτό στην πίστη τους από τους τότε Ορθόδοξους, απέκρουσαν από την πρώτη στιγμή κάθε τέτοια πρωτοβουλία. Οι Ορθόδοξοι δέχτηκαν! Και αυτό ακριβώς, αποτελεί τη μεγάλη προδοσία της Ορθοδοξίας στον εικοστό αιώνα από τους ανάξιους Ποιμένες της!
Οι Ορθόδοξοι έδωσαν την εξήγηση ότι οι Προτεστάντες επεδίωξαν την συμμετοχή των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, για να μην θεωρούνται οι οργανώσεις τους αυστηρά προτεσταντικές. Είπαν ακόμη, πως αυτό το επεδίωξαν εκ λόγων σεβασμού προς την Ορθοδοξία, που είναι αρχέγονη Εκκλησία! Ίσως, οι λόγοι αυτοί να κρύβουν κάποια αλήθεια. Δεν είναι όμως ο κύριος λόγος, ή τουλάχιστον, οι μόνοι λόγοι.
Ο σπουδαιότερος λόγος ήταν άλλος. Πίστευαν και πιστεύουν ότι με το «συγκρητισμό» θα παρέσυραν σε μια «παμπροτεσταντική ενότητα» και τους Ορθοδόξους, με τη μέθοδο της διαβρώσεώς τους! Και είχαν κάθε λόγο να το πιστεύουν. Είδαν ότι ο πρώτος μασόνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ με την διαβόητη εκείνη Εγκύκλιο το 1901 άνοιξε ήδη την «κερκόπορτα» του Οικουμενισμού στο Πατριαρχείο!
β. Υπάρχει κι’ ένα δεύτερο στοιχείο, που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920, με τη γνωστή Εγκύκλιό του πρότεινε την ίδρυση «Κοινωνίας των Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της «Κοινωνίας των Εθνών», για να ασχολείται όχι με δογματικά θέματα, αλλά μόνο με πρακτικά και κοινωνικά. Αυτό σημαίνει ότι η δομή της «Κοινωνίας των Εκκλησιών», που πρότεινε το Πατριαρχείο το 1920, θα έπρεπε να είναι ίδια με τη δομή της «Κοινωνίας των Εθνών». Κάθε Εκκλησία δηλ. να είναι μέλος της «Κοινωνίας των Εκκλησιών», να διορίζει μόνη της τους εκπροσώπους της και η ψήφος της να έχει την ίδια βαρύτητα, που θα έχει η ψήφος κάθε άλλου μέλους. Αυτό όμως δεν έγινε!
Οι Προτεστάντες προτίμησαν για τη δομή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, το πρότυπο των Ανωνύμων Εταιρειών. Σ’ αυτές, είναι δυνατόν ελάχιστα πρόσωπα, που διορίζει μια ευκαιριακή πλειοψηφία, να δυναστεύει κι αχρηστεύει τη βούληση των άλλων μετόχων! Αυτό συμβαίνει και με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μια μικρή ομάδα Προτεσταντών ρυμουλκεί το όργανο αυτό, εκεί που αυτή θέλει!
Η πιο πάνω πρόταση του Πατριαρχείου για ίδρυση «Κοινωνίας των Εκκλησιών», έδωσε τη δυνατότητα στους Προτεστάντες με μεγάλη ευκολία να παρασύρουν τους Ορθοδόξους στις Οικουμενιστικές Κινήσεις τους, αλλά και να εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντίδραση από πλευράς Ορθοδόξων, αφού οι Προτεστάντες δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά φαινομενικά να υλοποιήσουν την πρόταση του Φαναρίου!
Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει, αν αυτή η πρόταση του Πατριαρχείου ήταν καθαρή έμπνευση των επισκόπων του, ή προέρχονταν από υποδείξεις Προτεσταντών. ΄Εχει υποστηριχθεί η γνώμη, πως πολλά από τα σχέδια που κατάστρωναν προηγουμένως οι Προτεστάντες, τα «υπέβαλαν» προηγουμένως στους Οικουμενιστές Ορθοδόξους, οι οποίοι στη συνέχεια τα παρουσίαζαν ως δήθεν δικές τους γνώμες! Ο μοναχός Παύλος ο Κύπριος γράφει σχετικά:
« μερικοί πτωχαλαζόνες του Φαναρίου εκ της ικανοποιήσεως της φιλαυτίας των και των χειροκροτημάτων, εφαντάσθησαν και παρουσίασαν τας υποβολάς των ξένων ως ατομικάς των ιδέας… »!
Η πρόταση αυτή του Πατριαρχείου, δέσμευε ηθικά το Πατριαρχείο, να τηρήσει το λόγο του και να μετάσχει σε μια «Κοινωνία των Εκκλησιών», που αυτό το ίδιο πρότεινε. Γι’ αυτό, άλλωστε, ακούστηκαν έπαινοι από τους Προτεστάντες γι’ αυτό το διαβόητο «Πατριαρχικό Διάγγελμα» του 1920!
Η συμμετοχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν αναλογισθεί κανένας ότι πολλοί από τους Προτεστάντες την περίοδο αυτοί θεωρούσαν ότι οι Ορθόδοξοι δεν ήταν καν χριστιανοί! Τους θεωρούσαν ειδωλολάτρες!
Το γεγονός αυτό επεσήμανε ο Μητροπολίτης Μητροφάνης, Προκαθήμενος της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου σε απάντησή του προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, για την Εγκύκλιο του 1901. Αλλά, και η Εκκλησία της Ρωσίας, σε αντίστοιχη επίσης απάντησή της σημειώνει ότι οι Προτεστάντες θεωρούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν χώρα «πνευματικής νάρκης και αδιαπεράστου ζόφου»!
Πριν την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί, που είναι κυρίως Λουθηρανοί Προτεστάντες, προβληματίζονταν αν μπορούσαν σ’ ένα πόλεμο να σκοτώνουν Ορθοδόξους. Από το αδιέξοδο αυτό τους έβγαλε ο μεγάλος θεολόγος τους Χάρνακ, ο οποίος σε διάλεξη που έδωσε στο Βερολίνο και παρακολούθησε αυτοπροσώπως ο Κάιζερ υποστήριξε ξεδιάντροπα ότι οι Ορθόδοξοι δεν είναι χριστιανοί, αλλά ειδωλολάτρες!
΄Ετσι εξηγείται η πληθώρα των προτεσταντών μισσιοναρίων, που κατά καιρούς έρχονταν στην «ειδωλολατρική» Ελλάδα, για να μας εκχριστιανίσουν! Εξηγείται ακόμα και το μίσος και τα φρικαλέα εγκλήματα τους κατά την Γερμανική κατοχή της χώρας μας, μετά τον πόλεμο του 1940!
Αυτούς τους ανθρώπους θέλησαν ν’ αγκαλιάσουν οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την εποχή εκείνη, με το να ιδρύσουν την «Κοινωνία των Εκκλησιών» και να θελήσουν να μετάσχουν στα προτεστάντικα Κινήματά τους για την ένωση μαζί τους!
4. Το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» κατά τον Βασ. Σταυρίδη,
« είναι εκκλησιαστικός οργανισμός, πρώτος παρομοίας φύσεως εις την ιστορίαν του χριστιανισμού, εις τον οποίον μετέχουν ως μέλη χριστιανικαί εκκλησίαι, ομολογίαι και ομάδες, και συζητούν θέματα χαρακτήρος δογματικού, πρακτικού και ιεραποστολικού, με απώτερον σκοπόν την ένωσιν εν τω μέλλοντι».
α. Υπό την αθώα αυτή περιγραφή του σκοπού του Π.Σ.Ε. κρύβεται ένας «συγκρητισμός», που είχε εμφανισθεί στον ειδωλολατρικό κόσμο, τους τελευταίους χρόνους πριν την ενανθρώπηση του Χριστού. Και στην αρχαία Εκκλησία είχε αναπτυχθεί ο «συγκρητισμός», ιδίως μεταξύ των αιρετικών Γνωστικών, εναντίον των οποίων πάλεψαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Όταν μιλάμε για «συγκρητισμό» στο θρησκευτικό πεδίο, εννοούμε την ανοχή και αποδοχή που δείχνει ένας άνθρωπος απέναντι στις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, αλλά και τις άλλες θρησκείες, τουλάχιστον της μονοθεϊστικές. Ο λόγος είναι πως τάχα όλες αυτές οι αιρέσεις και θρησκείες αναφέρονται στον ένα αληθινό Θεό, άσχετα με το όνομα που τον αποκαλούν! Ο «συγκρητισμός» διδάσκει ότι όλες οι αιρέσεις και θρησκείες οδηγούν τους ανθρώπους στη σωτηρία!
Ο θρησκευτικός «συγκρητισμός» αποτελεί βασική διδασκαλία της Μασονίας. Κατά σύμπτωση όμως ο «συγκρητισμός» είναι και βασική διδασκαλία του Οικουμενισμού, του οποίου οι σχέσεις με την Μασονία έχουν επισημανθεί! Πολλά απ’ τα στελέχη του ανήκουν στη Μασονία. Απ’ τα στελέχη αυτά μασόνος υπήρξε ο Αμίλκας Αλιβιζάτος, που υπήρξε από τους πρώτους στυλοβάτες του Οικουμενισμού στην Ελλάδα.
β. Θ’ ανέμενε κανένας το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών να επιδιώκει την εκτέλεση του σκοπού του με κάποια συνέπεια. Θα περίμενε να επιδιώκει την ένωση των μελών, τουλάχιστον μεταξύ των. ΄Όμως, δεν το θέλει πάντα! Το θέλει μόνο, όταν γίνεται όταν αυτό το αποφασίζει!
Για να γίνομε πιο σαφείς θ’ αναφερθούμε σε δυό περιπτώσεις, που το Συμβούλιο αυτό ναρκοθέτησε το δρόμο προς την ένωση μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων και Αγγλικανών. Ο λόγος, που και στις δύο αυτές περιπτώσεις ενήργησε έτσι ήταν ότι η πρόοδος αυτή, δεν εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. Και στις δυό αυτές περιπτώσεις ενήργησε δια του Νικ. Νησιώτη. Αναλυτικώτερα:
5. Στην πρώτη ανεπίσημη συνάντηση το 1964 μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οι τελευταίοι δέχτηκαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αυτό φαίνεται από την Κοινή Συμφωνία που υπογράφτηκε τότε και η οποία έλεγε:
« αναγνωρίζομεν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος (451), ως επιβεβαίωσιν (της Συνόδου) της Εφέσου (431) , που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της Πέμπτης (553)»
Στη συνέχεια έγιναν άλλες τρεις ανεπίσημες συσκέψεις. Στην τελευταία δεν ήταν παρόντες οι κύριοι πρωτεργάτες των πρώτων συσκέψεων, οι Καρμίρης, Κονιδάρης, Φλωρόφσκυ, Τσιτέσκου, Ρωμανίδης, Μέγεντορφ, Ζηζιούλας κ.ά. Παρόντες ήταν ο Νικ. Νησιώτης ο άνθρωπος του Συμβουλίου Εκκλησιών, ως και ο τότε Μητροπολίτης Αξώμης (και ύστερα Θυατείρων) Μεθόδιος Φούγιας. Ο Νικ. Νησιώτης, μετέπειτα Πρόεδρος του τμήματος «Πίστη και Τάξη» του Συμβουλίου Εκκλησιών, υποστήριξε ότι «δεν δυνάμεθα να θέσωμεν επίσημον αναγνώρισιν της Χαλκηδόνος ( δηλ. της Δ΄ Οικουμενικής) ως προϋπόθεσιν της ενώσεως»!
Αντιλαμβάνεται καθένας, πόσο ολέθρια ήταν αυτή η γραμμή του Νικ. Νησιώτη, που ήταν και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών!
Με την γραμμή αυτή συμφώνησε και ο Μεθόδιος Φούγιας στην πρώτη επίσημη συνάντηση της Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών στην Αδδίς- Αμπέμπα, τον Αύγουστο 1979. Η επιμονή στη γραμμή αυτή αποτέλεσε την αφορμή να παραιτηθεί ο Ιω. Καρμίρης από τον Διάλογο αυτό.
Ο λόγος που το στέλεχος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών Νικ. Νησιώτης τήρησε την πιο πάνω στάση είναι, ότι οι Προτεστάντες αναγνωρίζουν το πολύ δύο μόνο Οικουμενικές Συνόδους, την Α΄ και την Β΄. Οι Αγγλικανοί αναγνωρίζουν τέσσερες. Υπάρχουν παπικοί θεολόγοι, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Πάπες δέχτηκαν την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, όχι όμως και τις δογματικές αποφάσεις της. Και οι Μονοφυσίτες, αναγνώριζαν μέχρι το 1964 τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Είναι οφθαλμοφανές ότι εάν οι Μονοφυσίτες έμεναν με τις τρεις Συνόδους και αναγνωρίζονταν ως Ορθόδοξοι, θα γίνονταν «σφήνα» στους Ορθοδόξους, που θεωρούν απαραίτητο να αναγνωρίζει κάποιος όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, για να θεωρείται Ορθόδοξος.
Εάν δεν είχε επικρατήσει η πιο πάνω γραμμή του Συμβουλίου Εκκλησιών, δια του Νικ. Νησιώτη, και δεν είχαν υπαναχωρήσει οι Μονοφυσίτες ως προς την αναγνώριση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, θα είχαν ενωθεί οι άνθρωποι αυτοί με την Ορθόδοξη Εκκλησία! Γι’ αυτό, οι Μονοφυσίτες έχουν την απόλυτη υποστήριξη των Προτεσταντών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κι’ έγιναν πιο δυνατοί από τους Ορθοδόξους μέσα σ’ αυτό!
6. Στην περίπτωση του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αγγλικανών, οι τελευταίοι δέχτηκαν ν’ αφαιρέσουν το Φιλιόκβε από το Σύμβολο της Πίστεως. Αυτό ήταν απόφαση της Β΄ Υποεπιτροπής του Συμβουλίου Εκκλησιών σε Κοινό Κείμενο, που υπόγραψαν με τους Ορθοδόξους. Την απόφαση αυτή ενέκρινε η Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής, με ορισμένες τροποποιήσεις, λόγω της διαφωνίας τριών Αγγλικανών, που ανήκαν σ’ άλλη Υποεπιτροπή. Πάντως, η απόφαση για την αφαίρεση έμεινε. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Διάλογο αυτό π. Ιω. Ρωμανίδης και Κων. Σκουτέρης πρότειναν η αρμόδια Β΄ Υποεπιτροπή να συνεχίσει το έργο της για το Φιλιόκβε και το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Οι Αγγλικανοί δεν δέχτηκαν και έτσι διαμορφώθηκε ο κατάλογος των θεμάτων για την επόμενη περίοδο, χωρίς το Φιλιόκβε και χωρίς το δόγμα περί αγίας Τριάδος.
Ξαφνικά, το Σεπτέμβριο 1979 μια Επιτροπή Προσωπικού, πρόσθεσε το Φιλιόκβε και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος θέμα στην Γ΄ Υποεπιτροπή, που ήταν αναρμόδια για μιά τέτοια συζήτηση. Στην Υποεπιτροπή αυτή δεν μετείχε ο π. Ιω. Ρωμανίδης, τις απόψεις του οποίου υιοθέτησε η Β΄ Υποεπιτροπή για την πατερική διάκριση του Φιλιόκβε ως «τρόπου υπάρξεως» και ως «πέμψεως».
Από τα πρακτικά της συσκέψεως του Σεπτεμβρίου 1979 αποκαλύφθηκαν τα εξής φοβερά:
Το τμήμα «Πίστη και Τάξη» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών είχε οργανώσει ξεχωριστή μελέτη του θέματος του Φιλιόκβε! Όταν αργότερα έφτασαν τα σχετικά έγγραφα αποκαλύφθηκε ακόμη ότι είχαν γίνει δύο συσκέψεις τον Οκτώβριο του 1978 και τον Μάϊο του 1979. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ενήργησε έτσι για να μεθοδευτεί ο υποβιβασμός του Φιλιόκβε σε θεολογούμενο ζήτημα και έτσι να πληγούν Ορθόδοξοι και Λατίνοι, αλλά και να ματαιωθεί η προσέγγιση των Ορθοδόξων με τους Αγγλικανούς.
Στις συσκέψεις αυτές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών έλαβαν μέρος από την Ελλάδα ο Νικ. Νησιώτης, ως Πρόεδρος του τμήματος «Πίστη και Τάξη» και ο τότε υφηγητής Μ. Ορφανός. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έστειλε τον τελευταίο στις συσκέψεις αυτές, ούτε και γνώριζε ότι την εκπροσωπούσε!
Υπάρχει γενικώτερο πρόβλημα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και την Εκκλησία της Ελλάδος. Άγνωστο για ποιο λόγο στέλνει σ’ αυτό, όταν συζητούνται δογματικά θέματα, άσχετους και μη ειδικούς θεολόγους, που δεν γνωρίζουν ή και δεν μπορούν να προβάλλουν τις Ορθόδοξες θέσεις. Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας Ρόμπερτ Ράνσι παραπονέθηκε κάποτε ότι τα Αγγλικανικά μέλη του Διαλόγου στενοχωρούνται γιατί βλέπουν πολλές φορές απ’ τις συζητήσεις ότι είναι πιο Ορθόδοξα από ορισμένους εκπροσώπόυς Ορθοδόξων Εκκλησιών!
Αυτός υπήρξε ο ρόλος του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ανάμεσα στους Ορθοδόξους. Το κακό είναι ότι και μετά τον εντοπισμό του ρόλου αυτού οι διάφορες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν λένε ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτό! Κι’ αυτό αποτελεί το Βατερλώ τους!
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κ. ΣΑΚΑΡΕΛΛΟΥ
Παληό και Νέο ημερολόγιο
Οι Προτεστάντες επιδίωκαν το όραμα της ενότητάς τους από τα τέλη του 18ου αιώνα. Οι Congregational-ιστές, Πρεσβυτεριανοί, Μεθοδιστές και Αγγλικανοί ίδρυσαν το 1795 την «Ιεραποστολική Οργάνωση του Λονδίνου. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Προτεστάντες στις Ιεραποστολές τους, τους ανάγκασαν να στραφούν σε μια οικουμενιστική εκκλησιολογία, που στηρίζεται στην ενότητα όλων των Προτεσταντών, χωρίς τονισμό των δογματικών διαφορών τους.. Το 1846 οι Προτεστάντες ίδρυσαν την οργάνωση «Ευαγγελική Συμμαχία», στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από οκτακόσιοι Ευαγγελικοί ηγέτες από 52 προτεσταντικές ομολογίες.
Το Διεθνές Ιεραποστολικό Συνέδριο, που οργανώθηκε στο Εδιμβούργο το 1910, χαιρετίστηκε ως «η κορυφαία καμπή στην οικουμενιστική συνεργασία», ως «ένα από τα μεγάλα ορόσημα στην ιστορία της Εκκλησίας» και ως «το λίκνο του σύγχρονου Οικουμενισμού».
α. Η Κίνηση «Ζωή και Εργασία» εμφανίστηκε το 1914, προτού εκραγεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. ΄Ηταν μια προσπάθεια των Προτεσταντών για συνεργασία μεταξύ τους σε πρακτικά και κοινωνικά θέματα και ενότητα, ύστερα από την πολυδιάπασή τους σε εκατοντάδες «εκκλησίες».
Από το 1917 η Κίνηση αυτή ήρθε σε επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τούτο δέχτηκε ανεπιφύλακτα τη συνεργασία της! Φαίνεται πως κάποιο ρόλο έπαιξε η Μασονία. Εν τω μεταξύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο το1920, με το λεγόμενο «Πατριαρχικό Διάγγελμά» του, ζήτησε να συσταθεί «Κοινωνία των Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της «Κοινωνίας των Εθνών», που τότε είχε συσταθεί μεταξύ των κρατών.
Η Κίνηση αυτή συγκάλεσε δύο Συνέδρια. Ένα, στη Στοκχόλμη το 1925, και το άλλο στην Οξφόρδη το 1937. Σ’ αυτά, έλαβαν μέρος και Ορθόδοξοι εκπρόσωποι των Πατριαρχείων και των άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Στο Συνέδριο της Οξφόρδης την Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσώπησε ο θεολόγος Αμίλκας Αλιβιζάτος, μασόνος και ένθερμος υποστηρικτής του Οικουμενισμού. Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος υπεστήριξε στις συζητήσεις που έγιναν, ότι εκείνος που εξ ονόματος μιάς «ιεράς δήθεν συντηρητικότητος (λέγε αμαθείας και φανατισμού) επιμένει εις την διατήρησιν της διαιρέσεως των χριστιανικών δυνάμεων, εκουσίως ή ακουσίως, συνεργεί και συνεργάζεται μετά των σκοτείων σατανικών δυνάμεων, αι οποίαι απεργάζονται την ματαίωσιν της επικρατήσεως επί της γης της βασιλείας του Θεού»!
β. Η Κίνηση «Πίστη και Τάξη» εμφανίστηκε κι’ αυτή πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός της ήταν η ενότητα του Προτεστάντικου κόσμου, με την παραθεώρηση των δογματικών του διαφορών.
Παρά το ότι η βάση της Κινήσεως αυτής, από πλευράς Ορθοδοξίας είναι τόσο επιλήψιμη, οι Προκαθήμενοι πολλών Πατριαρχείων και άλλων Νεοημερολογίτικων Εκκλησιών παραδόξως δέχτηκαν και έλαβαν μέρος στα Συνέδριά τους. Αυτό είναι δείγμα, πόσο μέσα σε λίγα χρόνια, από τότε που ο Ιωακείμ Γ΄ το 1901 εξαπέλυσε την κακόδοξη Εγκύκλιό του, εξασθένησαν τα αντανακλαστικά των Ορθοδόξων σε θέματα αντιστάσεώς τους στην Κίρκη του Οικουμενισμού!
Η «Πίστη και Τάξη» συγκάλεσε κι’ αυτή δύο παγκόσμια συνέδρια. Ένα το 1927 στη Λωζάννη, και άλλο το 1937 στο Εδιμβούργο. Στο συνέδριο του 1927 στη Λωζάννη οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι διακήρυξαν ότι «αν και είμαστε διηρημένοι λόγω των δογματικών διαφορών, εν τούτοις είμαστε έν με τους εδώ αδελφούς μας, εν τη πίστει του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Η «Ζωή και Εργασία» και η «Πίστη και Τάξη» προλείαναν το έδαφος για την δημιουργία μιάς μεγάλης οικουμενιστικής Οργανώσεως, που θα αναλάμβανε να συνενώσει σε μία Εκκλησία τους Προτεστάντες, αλλά και τους άλλους χριστιανούς, όπως τους Παπικούς και τους Ορθοδόξους! ΄Ετσι, προέκυψε το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
2. Η συμμετοχή των Πατριαρχείων και των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο ανωτέρω «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», συνιστά έκπτωση από την Ορθόδοξη πίστη! Συνιστά προδοσία της Ορθοδοξίας!
Οι λόγοι είναι οι εξής:
α. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλά και μόνο η αληθινή Εκκλησία. Είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία! Αυτό σημαίνει ότι κάθε άλλη χριστιανική κοινότητα, που αυτοαποκαλείται «εκκλησία», δεν είναι Εκκλησία του Χριστού». Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή μόνο δεν έχει «σπίλον ή ρυτίδα» αιρέσεως και κακοδοξίας!
Όταν οι ποιμένες της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνονται μέλη του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», της πανσπερμίας αυτής των αιρετικών «εκκλησιών», τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι οι ανάξιοι ποιμένες της που την κατέστησαν μέλος του, είτε Πατριάρχες είναι είτε Αρχιεπίσκοποι είτε επίσκοποι, είτε άλλοι κληρικοί και θεολόγοι, εξέπεσαν από την Ορθόδοξη πίστη κι’ έγιναν αιρετικοί! Και όσοι, τους ακολουθούν και «κοινωνούν» μαζί τους, απέναντι Θεού, είναι το ίδιο πράγμα. Είναι και αυτοί εξίσου αιρετικοί και κακόδοξοι!
β. Ακόμα κι’ αν πραγματικά ήταν Ορθόδοξα τα Πατριαρχεία και οι λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που σήμερα μετέχουν στο κακόδοξο αυτό κατασκεύασμα, που λέγεται «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», η φωνή τους μέσα σ’ αυτό καταπνίγεται απ’ τις αντίστοιχες και πολλές κραυγές των λοιπών πλανεμένων μελών του! Ετσι, ακούγεται μόνο η δική τους κακόδοξη φωνή. Κι’ η φωνή αυτή νομίζεται από πολλούς ως φωνή και των Ορθοδόξων!
Πως συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει γιατί η δομή του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», από το Καταστατικό του, είναι τέτοια, ώστε η δύναμή του να είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια των Προτεσταντών! Οι Ορθόδοξοι αποτελούν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» μιά ασήμαντη μειοψηφία. Είναι μόλις το 15% των μελών του!
Αυτό οφείλεται στο ότι μέλη του «Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών» δεν είναι άτομα, αλλά «εκκλησίες»! Στη Γενική Συνέλευσή του Βανκούβερ Καναδά το1983, οι μεν «Ορθόδοξες» Εκκλησίες ήταν, και εξακολουθούν να είναι, μόλις 15, με 141 εκπροσώπους, οι δε Προτεστάντικες ήταν 304, με 900 εκπροσώπους, και εξακολουθούν να αυξάνονται!
Στις ψηφοφορίες που γίνονται στα διάφορα όργανα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, είναι δυνατόν ποτέ το 15% των Ορθοδόξων να υπερισχύσει του 85% των Προτεσταντών; Όταν αποφασίζουν σ’ αυτό θέματα πίστεως, οι Ορθόδοξοι, για να μη θεωρηθεί ότι συμφωνούν με πολλές αποφάσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των Προτεσταντών, μέχρι το 1961 κατέθεσαν ξεχωριστές «Δηλώσεις», με τις θέσεις τους. Στη Γενική Συνέλευση όμως του Νέου Δελχί της Ινδίας το 1961, η πλειοψηφία του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» αρνήθηκε να δεχθεί τις ξεχωριστές αυτές «Δηλώσεις». Και από τότε τις αρνείται πάντοτε! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι κακόδοξες αποφάσεις της πλειοψηφίας της Οργανώσεως αυτής, να θεωρούνται και ως αποφάσεις των Ορθοδόξων, που μετέχουν σ’ αυτό!
γ. Υπάρχει κι’ άλλος, σοβαρώτατος κίνδυνος δολιοφθοράς της όσης Ορθοδοξίας, εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα στα Πατριαρχεία και τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που μετέχουν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών».
Κάθε μέλος του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», δηλαδή κάθε «εκκλησία» που μετέχει, εκπροσωπείται σ’ αυτό από ορισμένο αριθμό εκπροσώπων της, που υποτίθεται ότι εκφράζουν τις απόψεις της συγκεκριμένης «εκκλησίας».
Πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι κάθε μέλος του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», δηλ. κάθε «εκκλησία», διορίζει τους εκπροσώπους της, που εκείνη θέλει. Όμως, το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», με το Καταστατικό του, δεν επιτρέπει στις «εκκλησίες»- μέλη του να προτείνουν αυτές κάποιον κληρικό ή λαϊκό, που εκείνες θέλουν, για να τις εκπροσωπήσει! Τους αντιπροσώπους διορίζει αυτό το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»! Αυτό σημαίνει ότι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» θέλει οι εκπρόσωποι των «εκκλησιών» να είναι της δικής του αρέσκειας και εμπιστοσύνης, και όχι της «εκκλησίας», που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν! Αυτό είναι κάτι το πρωτοφανές!
Μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» έχουν δημιουργηθεί για το θέμα αυτό αρκετά προβλήματα, όπως στη Γενική Συνέλευση του στο Ναϊρόμπι το 1975. Σ’ αυτή, το Π.Σ.Ε. απέρριψε τον διορισμό ως εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, του καθηγητή Γεράσιμου Κονιδάρη, όπως και το επόμενο έτος απέρριψε τον διορισμό του π. Ιωάννη Ρωμανίδη στο τμήμα «Πίστη και Τάξη», στο οποίο προήδρευε ο Νικ. Νησιώτης, άνθρωπος πιστά αφοσιωμένος στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»! Υπάρχουν και άλλες σχετικές περιπτώσεις.
δ. Εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος. Και τα υποτιθέμενα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες τι κάνουν; Πως ανέχονται την κατάσταση αυτή του έσχατου εξευτελισμού τους;
Η Εκκλησία της Ελλάδος το 1978, είναι η μόνη από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, που αντέδρασε. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, διαμαρτυρήθηκε στον τότε Γενικό Γραμματέα του Π.Σ.Ε. Πόττερ, που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα. Απείλησε μάλιστα να αποχωρήσει η Εκκλησία της Ελλάδος, αν δεν διορθωθεί η κατάσταση αυτή, το να μη μπορεί να ορίζει αυτή τους εκπροσώπους της. Ο Γενικός Γραμματέας του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» Πόττερ, για να δικαιολογήσει την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, απέδωσε την αιτία της στον Καταστατικό Χάρτη, ο οποίος είπε ότι έπρεπε ως προς αυτό το σημείο ν’ αλλάξει.
Θ’ ανέμενε κανένας το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συγκαλέσει,
για το ζωτικής σημασίας για την Ορθοδοξία αυτό θέμα, σύσκεψη από όλες τις «Ορθόδοξες» Εκκλησίες, που έχουν κοινωνία μαζί του. Φαίνεται όμως ότι αυτό περί άλλων «μεριμνά και τυρβάζει»! Γι’ αυτό, συγκάλεσε το ίδιο το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» το 1981 στη Σόφια της Βουλγαρίας σύσκεψη των «Ορθοδόξων Εκκλησιών» - μελών του, μεταξύ των οποίων περιλάμβανε και τις μονοφυσίτικες αιρετικές «εκκλησίες»!
Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα όσα ελέχθησαν στο Συνέδριο αυτό. Αξίζει τον κόπο, με κάθε δυνατή συντομία, χωρίς κανένα σχόλιο δικό μας, να σταχυολογήσομε μερικά αποσπάσματα από την από 24 Ιουνίου 1981 «Έκθεση» , που κατέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συνέδριο αυτό π. Ιω. Ρωμανίδης για να φανεί η διάβρωση που έκανε το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών! Μεταξύ άλλων, αναφέρει η «Έκθεση» αυτή:
ε. « Οργανωτής της διασκέψεως εκ μέρους του Π.Σ.Ε. ήτο η λεγομένη Ορθόδοξος Ομάδα Κρούσεως του Π.Σ.Ε. της οποίας οι μόνοι Έλληνες μέλη είναι ο Σιλιβρίας κ.κ. Αιμιλιανός και πρωτοπρ. Γεώργιος Τσέτσης, πρόεδρος και οι δύο του Οικουμενικού Πατριαρχείου…
Η Διάσκεψις ήρχισε, ως είθισται, με την ανάγνωσιν των τηλεγραφημάτων αρχηγών Εκκλησιών. Εν συνεχεία ανεγνώσθησαν μηνύματα των Εκκλησιών υπό των εκπροσώπων. Ο άγιος Κίτρους ετόνισε εις το εν λόγω μήνυμα ότι η Εκκλησία της Ελλάδος επροβληματίσθη αν έπρεπε να δεχθή πρόσκλησιν δια Πανορθόδοξον Διάσκεψιν από το Π.Σ.Ε.,
Ο σκοπός της Διασκέψεως, αλλά κυρίως των ηγετών του Π.Σ.Ε. εφάνη σαφώς όταν ανεγνώσθη εκ του εσωκλείστου εγγράφου η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εις αυτήν, ο Γεν. Γραμματεύς αντέδρασε ισχυρώς και επιμόνως, ισχυριζόμενος ότι η πρότασις αυτή αφορά εις την καρδίαν του Π.Σ.Ε. και ότι αποδοχή αυτής θα οδηγήση εις την διάλυσιν του Π.Σ.Ε.. Αντέδρασε εξ ίσου εντόνως ο υποφαινόμενος όστις και ανέπτυξε τους λόγους, διατί εν τοιαύτη περιπτώσει ο διάλογος εις τα πλαίσια του Π.Σ.Ε., καθίσταται αδύνατος.
Δια να έχομεν σαφή εικόνα του τι είναι αυτό που απειλεί την καρδιά του Π.Σ.Ε. με διάλυσιν ας προσέξωμεν την ως άνω πρότασιν εις την οποίαν αντέδρασε ο Γεν. Γραμματεύς, η οποία έχει ως εξής:
“ Κατ’ ουδένα τρόπον είναι δυνατόν η Εκκλησία της Ελλάδος να επιτρέψη είτε εις Προτεστάντας, είτε και εις Ορθοδόξους να επιλέγουν, ή να εκλέγουν τους αντιπροσώπους της εις την Κεντρικήν, ή την Εκτελεστικήν Επιτροπήν, εις τας «μονάδας», ή «υπομονάδας» του Π.Σ.Ε.. Ουδεμία Ορθόδοξος Εκκλησία είχε, ή διεξεδίκησε ποτέ τοιούτο δικαίωμα, και τηρουμένων των αναλογιών, είναι έτι περισσότερον αδύνατον να δοθούν τοιαύτα δικαιώματα εις μη Ορθοδόξους Εκκλησίας, είτε εντός, είτε εκτός του Π.Σ.Ε.”
Εφάνη σαφώς, από αυτήν την αντίδρασιν του Γεν. Γραμματέως εις αυτήν την πρότασιν ότι οι ηγέται, οι φανεροί και οι κρυπτοί, του Π.Σ.Ε., ότι ως σκοπόν έχουν την ένωσιν των Εκκλησιών μέσω διαβρώσεως, όχι μόνον των Προτεσταντών, αλλά και των Ορθοδόξων! Είναι η πρώτη φορά που εφάνη τόσον σαφώς ότι το σχέδιον αφορά και εις τους Ορθοδόξους.
Πρέπει να σημειωθή ότι οι Προτεστάνται μέλη εν γνώσει των εδέχθησαν την μέθοδον αυτήν δια την μεταξύ των συνεργασίαν και ένωσιν. Πως όμως οι Ορθόδοξοι εδέχθησαν να υπογράψουν το εν λόγω Καταστατικόν; Η δομή και το Καταστατικόν του Π.Σ.Ε. είναι τα καλύτερα δυνατά διά τας ενωτικάς ανάγκας του Προτεσταντισμού και οφείλουν οι Ορθόδοξοι να τα σεβασθούν και μάλιστα να τα υποστηρίξουν διά την ένωσιν των Προτεσταντών.
Αλλ’ όμως, αυτά που είναι τα καλύτερα δυνατά δια τον Προτεσταντισμόν, είναι τα χειρότερα δια την Ορθοδοξίαν! Εις την προαναφερθείσα απάντησίν του προς τον Γεν. Γραμματέα ο υποφαινόμενος επέστησε την προσοχήν του, ότι η δομή του Π.Σ.Ε. πρέπει δια τους Ορθοδόξους να είναι τοιαύτη, ώστε ν’ αποφευχθή η γραμμή της παπικής Εκκλησίας, η οποία πάντοτε και μέχρι σήμερα εκαλλιέργει τους μεταξύ μας λατινόφρονας δια να κάμνη διάλογον με αυτούς και να επιτύχει μέσω αυτών την ένωσιν.
Σημειωτέον, ότι οι δύο αναφερθέντες εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν εξεδηλώθησαν σαφώς επί της εν λόγω προτάσεως, παρ’ ότι εις το εσώκλειστον έγγραφον 8, δηλ. το Memorandum του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ζητούνται τα ίδια, χωρίς όμως ν’ απαιτούνται. Αυτό συνετέλεσεν εις την εντύπωσιν ότι μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος επέμεινε εις τα τοιαύτα.
Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι προ της αφίξεως του Γεν. Γραμματέως, την 27 Μαΐου, σχεδόν πάντες οι εκπρόσωποι, με την εντυπωσιακήν εξαίρεσιν των του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξεφράζοντο με αποφασιστικότητα υπέρ των απόψεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, αι οποίαι ανεγνώσθησαν και ως προβλήματα κατά την συνεδρίαν της 26 Μαΐου. Με την εμφάνισιν όμως του Γεν. Γραμματέως την 27 Μαΐου η όλη ατμόσφαιρα άλλαξε.
Εν όψει της αλλαγής αυτής ο άγιος Κίτρους επήρε την επομένην τον λόγον και διεμαρτυρήθη δια την δημιουργηθείσαν εντύπωσιν ότι μόνη η Εκκλησία της Ελλάδος έχει τας δικαίας απαιτήσεις της. Ετόνισε ότι τα εν λόγω αιτήματα, είναι αιτήματα όλων. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τα προωθεί δια τον εαυτόν της, αλλά δι’ όλους, και κυρίως δια το Οικουμενικόν Πατριαρχείον «το οποίον εις το Ναϊρόμπι το 1975 έτυχε τοιαύτης μεταχειρίσεως δια την οποίαν πρέπει να εντρέπεται το Π.Σ.Ε.»! Ετόνισε μάλιστα ότι ο ισχυρισμός του Γεν. Γραμματέως ότι αι Επιτροπαί Ονομασίας πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τα προς διορισμόν πρόσωπα δια την ικανότητα και αρμοδιότητά των, είναι εντελώς απαράδεκτος, αφού ούτε καν ελληνικά γνωρίζουν, και ούτε την πραγματικότητα των θεσμών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αλλά, «άλλοι είναι οι λόγοι που θέλουν τον έλεγχον εις τον διορισμόν των Ορθοδόξων»! Ομιλών επί μακρόν ο άγιος Κίτρους κυριολεκτικά ηλέκτρισε την ατμόσφαιραν και το κλίμα άλλαξε, με αποτέλεσμα η ως άνω πρότασις εφάνη πλέον ανοικτά ως πρότασις όλων, έστω και δια της σιωπής των κατ’ έθος σιωπώντων μέχρι τέλους. Ούτως, η ως άνω πρότασις, αλλά υπό ηπίαν μορφήν, κατεγράφη μεταξύ και των προβλημάτων και των αιτημάτων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δια την ορθήν, νομίζω, ανάλυσιν της περαιτέρω εκβάσεως της Διασκέψεως, όσον αφορά εις το Καταστατικόν, πρέπει να φέρωμεν εις μνήμην ότι το 1978 οι τρεις ηγέται του Π.Σ.Ε., μας είπαν κατά την επίσκεψίν των εις την Ελλάδα, ότι αι απαιτήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι θέμα αλλαγής του Καταστατικού. Όταν αναφερθήκαμεν εις τα γεγονότα του παρελθόντος ο Γενικός Γραμματεύς εχαρακτήρισε αυτά ως λάθη και είπε ότι εις το θεμέλιον των σημερινών προβλημάτων είναι η εξ αυτών δημιουργηθείσα έλλειψις εμπιστοσύνης
Η γενομένη αυτή ανάλυσις εν μορφή ομολογίας του Γεν. Γραμματέως δύναται να έχη τρεις σημασίας: Ή ότι 1) το Π.Σ.Ε. ενήργησε προώρως εις την περίπτωσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν είναι ακόμη έτοιμη δια τον βαθμόν διαβρώσεως που ενόμιζε ότι τώρα ειμπορεί να επιτύχη, ή 2) ότι οφείλεται η κατάστασις εις τας κακάς συμβουλάς εκείνων των Ελλήνων Ορθοδόξων που ευρίσκονται εις τον εσωτερικόν πυρήνα παρασκηνιακής διοικήσεως, ή 3) εις συνδυασμόν των 1 και 2.
Το αίτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντί ν’ απομονωθή έγινε αίτημα όλων, παρ’ ότι αι άλλαι Εκκλησίαι δεν έχουν τα οξείας μορφής προβλήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τούτο οφείλεται εις το ότι αι άλλαι Εκκλησίαι δεν έχουν «κινησιακούς» ευσεβιστάς και ανεξαρτήτους της Εκκλησίας Θεολογικάς Σχολάς, αι οποίαι είναι ενίοτε φυτώρια μετ’ ετεροδόξων συνεργασίμων τινών, που δια τον Προτεσταντισμόν αποτελούν μεγάλον πειρασμόν προς χρήσιν δια τας ανάγκας των, ως μοδέρνων λατινοφρόνων.
Εκτός τούτου, πρέπει να επαναφέρωμεν εις την μνήμην μας το γεγονός ότι κατά την συνάντησιν των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την Μόσχαν το 1948, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, πλην ωρισμένων ελληνοφώνων, κατεδίκασαν το Π.Σ.Ε., ως έμπνευσιν και όργανον της Μασονίας! Δεν γνωρίζω κατά πόσον ανταποκρίνεται εις την πραγματικότητα η ταύτισις του Π.Σ.Ε. και η Μασονία. Πάντως, δεν αποκλείεται Έλληνες μασόνοι να συνεργάζωνται με μασόνους του Π.Σ.Ε. δια τα θέματα των Ελληνοφώνων Ορθοδόξων, χωρίς, όμως, τούτο να σημαίνη ότι το Π.Σ.Ε. είναι μασονικόν.
Εκ τούτου φαίνεται σαφώς ότι το Π.Σ.Ε. εύρε έδαφος πρόσφορον εις την Ελλάδα, που δεν υπάρχει ούτε εις τον Κομμουνιστικόν, ούτε εις τον Ισλαμικόν κόσμον, όπου η μασονία θεωρείται κατ’ αρχήν εχθρός του Μαρξισμού, της πίστεως και του κράτους, και όπου δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι της Εκκλησίας Θεολογικαί Σχολαί και «κινησιακοί» ευσεβισταί.
Επομένως, οχυρωμένοι οι ως άνω Ορθόδοξοι και άθικτοι από τα τρία αυτά προβλήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν βλέπουν το καταστατικόν θέμα κατά τον ίδιον τρόπον. Η διαφορά αυτή εφάνη σαφώς εις τας κατ’ ιδίαν επαφάς. Όμως, δεν είμαι βέβαιος, κατά πόσον αι εξ αυτών πληροφορίαι ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα, ή ανήκουν εις ενδεχομένην προσπάθειαν να μας καλύψουν με το μελάνι της σουπιάς διά να ξεφύγουν, ή εις το «διαίρει και βασίλευε». Οφείλω όμως να τας αναφέρω, δια να κρίνη ο καθένας δια τον εαυτόν του.
Εξ μέλη, αντιπροσωπεύοντα τα Πατριαρχεία, μας είπαν σαφώς και απεριφράστως ότι το πρόβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν οφείλεται εις το Καταστατικόν, αλλ’ εις ΄Ελληνας, που επηρεάζουν τας περί διορισμού και προσκλήσεων αποφάσεις του Π.Σ.Ε.
Μάλιστα, επληροφορήθημεν σε κατ’ ιδίαν συζήτησιν, έγιναν ενέργειαι το 1981 κατ’ εντολήν του Γεν. Γραμματέως, βάσει του διοριστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1976 δια τον διορισμόν του υποφαινομένου εις το «Πίστις και Τάξις». Αλλά, απερρίφθη διότι κατηγορήθηκα ως αντι-οικουμενιστής και οι ημέτεροι εις τα πράγματα δεν έκαμαν ό,τι έπρεπε δια να εξουδετερωθή η κατηγορία. Εκαλύφθη όμως αυτή η πραγματική αιτία με την δικαιολογίαν ότι υπάρχουν δια την Ελλάδα μόνον δύο θέσεις. Σημειωτέον, ότι το 1976 το Π.Σ.Ε. είχε ζητήσει έγκρισιν τριών ονομάτων διά τρεις θέσεις.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της φάρσας είναι ότι δεν έχει η Εκκλησία της Ελλάδος εις το «Πίστις και Τάξις» ειδικόν της δογματικής, της συμβολικής και της ιστορίας των δογμάτων που είναι τα θέματα καρδιάς του εν λόγω Υποτμήματος. Εις αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπείται από καθηγητήν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, που έχει στενήν σχέσιν με την ιστορίαν των δογμάτων, και από καθηγητήν της Φιλοσοφίας της Θρησκείας, που δεν έχει καμμίαν άμεσον σχέσιν με τα θέματα «Πίστις και Τάξις»!
Επίσης, οφείλει η Ιερά Σύνοδος να ζητήση από το Π.Σ.Ε. τα ονόματα των Ορθοδόξων που εις Ναϊρόμπι το 1975 υπέδειξαν την αντικατάστασιν του κ. Γ. Κονιδάρη ως υποψηφίου διά την Κεντρικήν Επιτροπήν, χωρίς προσυνεννόησιν με τον αρχηγόν της Ελλαδικής Αντιπροσωπείας Μητροπολίτην Κορίνθου κ.κ. Παντελεήμονα. Αφού, ως ισχυρίζοντο ο τρίτος υποψήφιος θα έπρεπε να είναι γυναίκα, ή νέος, διατί δεν αντικατέστησαν τον κ. Νησιώτην; Φαίνεται, ότι αυτό εφοβήθησαν ότι θα έκαμεν ο αρχηγός της αντιπροσωπείας και ίσως διά τούτο δεν τον συνεβουλεύθησαν.
Ο Γενικός Γραμματεύς, όπως είπαμεν ανωτέρω εχαρακτήρισε τα επεισόδια αυτά ως λάθη, βάσει των οποίων εδημιουργήθη έλλειψις εμπιστοσύνης. Ναι, αλλά συνεβουλεύθησαν Έλληνας δια να γίνουν τέτοια λάθη, και όχι την Εκκλησίαν. Τώρα που εφθάσαμεν εις το σημείον αυτό, πρέπει η Εκκλησία της Ελλάδος να ζητήση ευθύνας, κυρίως εν όψει των ανωτέρω κατ’ ιδίαν συζητήσεων, που προφανώς είχαν σκοπόν να πεισθώμεν περί της αθωότητος των Προτεσταντών ηγετών του Π.Σ.Ε. και της ενοχής «Ελλήνων συνωμοτών». Ναι, αλλά πως θα ηξεύρωμεν, αν αυτά είναι στάχτη στα μάτια και αθώοι οι δήθεν συνωμόται Έλληνες;
Υπάρχουν Έλληνες που γνωρίζουν όλας τας λεπτομερείας των προβλημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Π.Σ.Ε. Αλλά, ουδέποτε θα τας αποκαλύψουν, όπως ακριβώς ουδέποτε αποκαλύπτουν τα μυστικά της Μασονίας του «βάθους» οι Μασόνοι του «βάθους». Εδώ είναι το πιο βαθύ πρόβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος, που οφείλει να λύση. Δηλαδή, γίνεται κανείς πραγματικά συνεργάτης του Π.Σ.Ε., όταν δεσμεύεται να μη αποκαλύπτη μυστικά εις την ίδια την Εκκλησία, που εκπροσωπεί. Μόνον έτσι, δύνανται να λειτουργήσουν αι Επιτροπαί Ονομασίας, δηλ. να ρίχνουν ανενόχλητα λάσπην, χωρίς να γνωρίζη ούτε εκείνος που λασπώνεται και ούτε η Εκκλησία του ότι λασπώνεται. Επίσης, πως είναι δυνατόν να οργανώνεται κατ’ ιδίαν μελέτη του περί Filioque προβλήματος από το Π.Σ.Ε. από εκπρόσωπον της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς να γνωρίζη η Εκκλησία;
Εις αυτό το σημείον το ίδιο το Καταστατικόν επιτρέπει την καλλιέργειαν ανεπιτρέπτων δια την Εκκλησίαν καταστάσεων. Από το άλλο μέρος όμως η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει εις το προσωπικόν του Π.Σ.Ε. έμπιστον πρόσωπον που να διεκδική τα δίκαια της Ελλαδικής Εκκλησίας. Φαίνεται ότι νομίζει η Εκκλησία της Ελλάδος ότι προστατεύονται τα συμφέροντά της από τους εν Γενεύη εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εκείνοι, που έτσι πιστεύουν, είναι αφελείς! Πρέπει εξ άπαντος να διορισθούν εκ περιτροπής εις το προσωπικόν του Π.Σ.Ε. έμπιστα πρόσωπα, κατά προτίμησιν κληρικοί, δια μικρά χρονικά διαστήματα, δια να μη εξαγοράζονται. Κατ’ ουδένα τρόπον πρέπει να διορίζωνται ακαδημαϊκά πρόσωπα, που διεκδικούν αναγνώρισιν ως σπουδαίοι θεολόγοι. Οι τοιούτοι τύποι ευκολώτερα εξαγοράζονται.
Το ότι το Π.Σ.Ε. δεν έχει διάθεσιν να κάμνη πραγματικόν διάλογον με την Ορθοδοξίαν φαίνεται όχι μόνον από την μασωνικώ τω τρόπω λειτουργίαν των Επιτροπών Ονομασίας, αλλά και από το γεγονός ότι αντί να οργανώνη θεολογικά συμπόσια μεταξύ ίσου αριθμού Ορθοδόξων και Προτεσταντών δια τα βασικά θέματα της διαιρέσεως της Χριστιανοσύνης, οργανώνει συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων, δηλ. είδος Πανορθοδόξων Συνεδρίων μόνον Ορθοδόξων εις τους οποίους συγκαταλέγει αυτομάτως και τους Μονοφυσίτας. Η εν Σόφια Διάσκεψις είναι απλώς η Ογδόη εις σειράν των τοιούτων Πανορθοδόξων Συνεδρίων.
Εζήτησα να μάθω αν το Π.Σ.Ε. κάμνει το ίδιον δια άλλας Εκκλησίας. Έμαθα ότι αυτό γίνεται μόνον διά τους Ορθοδόξους! Μου φαίνεται ότι εδώ σφετερίζονται τα καθήκοντα και αι αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εις τον π. Γ. Τσέτση ανέπτυξα τους λόγους δι’ ους πιστεύω ότι διακυβεύεται το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αυτό που γίνεται μεταξύ Ορθοδόξων υπό την κηδεμονίαν του Π.Σ.Ε. Ποια θα είναι τα όρια της αρμοδιότητος του Π.Σ.Ε., που ακόμα και την Διάσκεψη της Σόφιας συνεκάλεσε και υπήκουσαν οι πάντες; Ένα από τα θέματα, που ήγειρεν ο ίδιος ο Γενικός Γραμματεύς ήτο το έργον του Π.Σ.Ε. εις την ανάπτυξιν στενωτέρας συνεργασίας μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο υποφαινόμενος πρώτος επήρε τον λόγον δια να αναπτύξη διατί τούτο δεν ευσταθεί, αλλά επηκολούθησε μία περίεργη σκηνή, όπου συνηγωνίζοντο ο ένας με τον άλλον, ποίος θα ευχαριστήση περισσότερον τον αρχηγόν επάνω εις αυτό το θέμα! Πρέπει να εξετασθεί μήπως υπάρχει σχέδιον να χρησιμοποιούνται αι νέαι αυταί αρμοδιότητες δια την τελικήν διάλυσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που είναι το παλαιόν σχέδιον των Ρώσων και των Μασόνων.
Δεν γνωρίζω εάν πρέπει η Διάσκεψις αυτή της Σόφιας να θεωρηθή ως αποφασιστική ή μήπως πρέπει να οργανωθή άλλη Διάσκεψις μόνων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η διάβρωσις της Ορθοδοξίας όμως, είναι αρκετά μεγάλη από το Π.Σ.Ε., ώστε είναι αμφίβολον εάν είναι δυνατόν πλέον να επιτευχθή ενιαία γραμμή. Η Διάσκεψις της Σόφιας π.χ. απετελείτο από Ορθοδόξους που
ή κερδίζουν, ή κέρδισαν κάποτε το ψωμί των από το Π.Σ.Ε.,
ή χρόνια παίρνουν δωρεάν εισιτήρια και έξοδα διαμονής εις συνέδρια,
ή χρεωστούν την φήμην και την υπόληψίν των εις αυτό,
ή είναι οφειλέται σεβαστών ποσών δια την Εκκλησίαν, ή τα ιδρύματά των,
ή αι Εκκλησίαι των είναι μέλη κατ’ εντολή και δια λογαριασμό των Κυβερνήσεών των!
Εκκλησίαι που το 1948 κατεδίκασαν το Π.Σ.Ε, ως όργανο της Μασονίας, έγιναν το 1961 μέλη, καθ’ ον χρόνον ητοιμάζετο η τότε νέα εποχή ειρηνικής συνυπάρξεως και συνεργασίας μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας. Μόνον οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών Ελλάδος και Κύπρου εξαιρούνται από τας καταστάσεις αυτάς»!!!
στ. Η εμπιστευτική Έκθεση του π. Ιω . Ρωμανίδη εδώ τελειώνει. Δεν τέλειωσε όμως και το ζήτημα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για την Εκκλησία της Ελλάδος, ύστερα από την σθεναρή αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών βρήκε τη λύση. ΄Εκανε μια μεγάλη δωρεά σε χρήματα στα ιδρύματα της Μητροπόλεως Κίτρους και ο Μητροπολίτης Βαρνάβας έπαθε «αμνησία»! Δεν επανέφερε το θέμα στην επιφάνεια.
3. Το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» είναι μία παμπροτεσταντική οργάνωση. Σκοπός του είναι, αφενός μεν η ενότητα των παντοειδών προτεσταντικών παραφυάδων με τον παραμερισμό των δογματικών διαφορών τους, και αφετέρου η διάβρωση των Ορθοδόξων, για να παύσουν να πιστεύουν στην αποκλειστικότητα, ότι αυτοί δηλαδή μόνο έχουν την ορθή πίστη, κι’ ότι αποτελούν τη μόνη αληθινή Εκκλησία. Τότε, οι Ορθόδοξοι στην πραγματικότητα δεν θα διαφέρουν σε τίποτε από τους Προτεστάντες!
α. Οι Προτεστάντες θέλησαν να εμπλέξουν απ’ την αρχή τους Ορθόδοξους και τους Λατίνους, μεταξύ των ιδρυτικών μελών των οικουμενιστικών κινημάτων τους. Οι παπικοί, πιο συνεπείς και τίμιοι στο σημείο αυτό στην πίστη τους από τους τότε Ορθόδοξους, απέκρουσαν από την πρώτη στιγμή κάθε τέτοια πρωτοβουλία. Οι Ορθόδοξοι δέχτηκαν! Και αυτό ακριβώς, αποτελεί τη μεγάλη προδοσία της Ορθοδοξίας στον εικοστό αιώνα από τους ανάξιους Ποιμένες της!
Οι Ορθόδοξοι έδωσαν την εξήγηση ότι οι Προτεστάντες επεδίωξαν την συμμετοχή των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, για να μην θεωρούνται οι οργανώσεις τους αυστηρά προτεσταντικές. Είπαν ακόμη, πως αυτό το επεδίωξαν εκ λόγων σεβασμού προς την Ορθοδοξία, που είναι αρχέγονη Εκκλησία! Ίσως, οι λόγοι αυτοί να κρύβουν κάποια αλήθεια. Δεν είναι όμως ο κύριος λόγος, ή τουλάχιστον, οι μόνοι λόγοι.
Ο σπουδαιότερος λόγος ήταν άλλος. Πίστευαν και πιστεύουν ότι με το «συγκρητισμό» θα παρέσυραν σε μια «παμπροτεσταντική ενότητα» και τους Ορθοδόξους, με τη μέθοδο της διαβρώσεώς τους! Και είχαν κάθε λόγο να το πιστεύουν. Είδαν ότι ο πρώτος μασόνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ με την διαβόητη εκείνη Εγκύκλιο το 1901 άνοιξε ήδη την «κερκόπορτα» του Οικουμενισμού στο Πατριαρχείο!
β. Υπάρχει κι’ ένα δεύτερο στοιχείο, που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920, με τη γνωστή Εγκύκλιό του πρότεινε την ίδρυση «Κοινωνίας των Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της «Κοινωνίας των Εθνών», για να ασχολείται όχι με δογματικά θέματα, αλλά μόνο με πρακτικά και κοινωνικά. Αυτό σημαίνει ότι η δομή της «Κοινωνίας των Εκκλησιών», που πρότεινε το Πατριαρχείο το 1920, θα έπρεπε να είναι ίδια με τη δομή της «Κοινωνίας των Εθνών». Κάθε Εκκλησία δηλ. να είναι μέλος της «Κοινωνίας των Εκκλησιών», να διορίζει μόνη της τους εκπροσώπους της και η ψήφος της να έχει την ίδια βαρύτητα, που θα έχει η ψήφος κάθε άλλου μέλους. Αυτό όμως δεν έγινε!
Οι Προτεστάντες προτίμησαν για τη δομή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, το πρότυπο των Ανωνύμων Εταιρειών. Σ’ αυτές, είναι δυνατόν ελάχιστα πρόσωπα, που διορίζει μια ευκαιριακή πλειοψηφία, να δυναστεύει κι αχρηστεύει τη βούληση των άλλων μετόχων! Αυτό συμβαίνει και με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μια μικρή ομάδα Προτεσταντών ρυμουλκεί το όργανο αυτό, εκεί που αυτή θέλει!
Η πιο πάνω πρόταση του Πατριαρχείου για ίδρυση «Κοινωνίας των Εκκλησιών», έδωσε τη δυνατότητα στους Προτεστάντες με μεγάλη ευκολία να παρασύρουν τους Ορθοδόξους στις Οικουμενιστικές Κινήσεις τους, αλλά και να εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντίδραση από πλευράς Ορθοδόξων, αφού οι Προτεστάντες δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά φαινομενικά να υλοποιήσουν την πρόταση του Φαναρίου!
Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει, αν αυτή η πρόταση του Πατριαρχείου ήταν καθαρή έμπνευση των επισκόπων του, ή προέρχονταν από υποδείξεις Προτεσταντών. ΄Εχει υποστηριχθεί η γνώμη, πως πολλά από τα σχέδια που κατάστρωναν προηγουμένως οι Προτεστάντες, τα «υπέβαλαν» προηγουμένως στους Οικουμενιστές Ορθοδόξους, οι οποίοι στη συνέχεια τα παρουσίαζαν ως δήθεν δικές τους γνώμες! Ο μοναχός Παύλος ο Κύπριος γράφει σχετικά:
« μερικοί πτωχαλαζόνες του Φαναρίου εκ της ικανοποιήσεως της φιλαυτίας των και των χειροκροτημάτων, εφαντάσθησαν και παρουσίασαν τας υποβολάς των ξένων ως ατομικάς των ιδέας… »!
Η πρόταση αυτή του Πατριαρχείου, δέσμευε ηθικά το Πατριαρχείο, να τηρήσει το λόγο του και να μετάσχει σε μια «Κοινωνία των Εκκλησιών», που αυτό το ίδιο πρότεινε. Γι’ αυτό, άλλωστε, ακούστηκαν έπαινοι από τους Προτεστάντες γι’ αυτό το διαβόητο «Πατριαρχικό Διάγγελμα» του 1920!
Η συμμετοχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν αναλογισθεί κανένας ότι πολλοί από τους Προτεστάντες την περίοδο αυτοί θεωρούσαν ότι οι Ορθόδοξοι δεν ήταν καν χριστιανοί! Τους θεωρούσαν ειδωλολάτρες!
Το γεγονός αυτό επεσήμανε ο Μητροπολίτης Μητροφάνης, Προκαθήμενος της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου σε απάντησή του προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, για την Εγκύκλιο του 1901. Αλλά, και η Εκκλησία της Ρωσίας, σε αντίστοιχη επίσης απάντησή της σημειώνει ότι οι Προτεστάντες θεωρούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν χώρα «πνευματικής νάρκης και αδιαπεράστου ζόφου»!
Πριν την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί, που είναι κυρίως Λουθηρανοί Προτεστάντες, προβληματίζονταν αν μπορούσαν σ’ ένα πόλεμο να σκοτώνουν Ορθοδόξους. Από το αδιέξοδο αυτό τους έβγαλε ο μεγάλος θεολόγος τους Χάρνακ, ο οποίος σε διάλεξη που έδωσε στο Βερολίνο και παρακολούθησε αυτοπροσώπως ο Κάιζερ υποστήριξε ξεδιάντροπα ότι οι Ορθόδοξοι δεν είναι χριστιανοί, αλλά ειδωλολάτρες!
΄Ετσι εξηγείται η πληθώρα των προτεσταντών μισσιοναρίων, που κατά καιρούς έρχονταν στην «ειδωλολατρική» Ελλάδα, για να μας εκχριστιανίσουν! Εξηγείται ακόμα και το μίσος και τα φρικαλέα εγκλήματα τους κατά την Γερμανική κατοχή της χώρας μας, μετά τον πόλεμο του 1940!
Αυτούς τους ανθρώπους θέλησαν ν’ αγκαλιάσουν οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την εποχή εκείνη, με το να ιδρύσουν την «Κοινωνία των Εκκλησιών» και να θελήσουν να μετάσχουν στα προτεστάντικα Κινήματά τους για την ένωση μαζί τους!
4. Το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» κατά τον Βασ. Σταυρίδη,
« είναι εκκλησιαστικός οργανισμός, πρώτος παρομοίας φύσεως εις την ιστορίαν του χριστιανισμού, εις τον οποίον μετέχουν ως μέλη χριστιανικαί εκκλησίαι, ομολογίαι και ομάδες, και συζητούν θέματα χαρακτήρος δογματικού, πρακτικού και ιεραποστολικού, με απώτερον σκοπόν την ένωσιν εν τω μέλλοντι».
α. Υπό την αθώα αυτή περιγραφή του σκοπού του Π.Σ.Ε. κρύβεται ένας «συγκρητισμός», που είχε εμφανισθεί στον ειδωλολατρικό κόσμο, τους τελευταίους χρόνους πριν την ενανθρώπηση του Χριστού. Και στην αρχαία Εκκλησία είχε αναπτυχθεί ο «συγκρητισμός», ιδίως μεταξύ των αιρετικών Γνωστικών, εναντίον των οποίων πάλεψαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Όταν μιλάμε για «συγκρητισμό» στο θρησκευτικό πεδίο, εννοούμε την ανοχή και αποδοχή που δείχνει ένας άνθρωπος απέναντι στις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, αλλά και τις άλλες θρησκείες, τουλάχιστον της μονοθεϊστικές. Ο λόγος είναι πως τάχα όλες αυτές οι αιρέσεις και θρησκείες αναφέρονται στον ένα αληθινό Θεό, άσχετα με το όνομα που τον αποκαλούν! Ο «συγκρητισμός» διδάσκει ότι όλες οι αιρέσεις και θρησκείες οδηγούν τους ανθρώπους στη σωτηρία!
Ο θρησκευτικός «συγκρητισμός» αποτελεί βασική διδασκαλία της Μασονίας. Κατά σύμπτωση όμως ο «συγκρητισμός» είναι και βασική διδασκαλία του Οικουμενισμού, του οποίου οι σχέσεις με την Μασονία έχουν επισημανθεί! Πολλά απ’ τα στελέχη του ανήκουν στη Μασονία. Απ’ τα στελέχη αυτά μασόνος υπήρξε ο Αμίλκας Αλιβιζάτος, που υπήρξε από τους πρώτους στυλοβάτες του Οικουμενισμού στην Ελλάδα.
β. Θ’ ανέμενε κανένας το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών να επιδιώκει την εκτέλεση του σκοπού του με κάποια συνέπεια. Θα περίμενε να επιδιώκει την ένωση των μελών, τουλάχιστον μεταξύ των. ΄Όμως, δεν το θέλει πάντα! Το θέλει μόνο, όταν γίνεται όταν αυτό το αποφασίζει!
Για να γίνομε πιο σαφείς θ’ αναφερθούμε σε δυό περιπτώσεις, που το Συμβούλιο αυτό ναρκοθέτησε το δρόμο προς την ένωση μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων και Αγγλικανών. Ο λόγος, που και στις δύο αυτές περιπτώσεις ενήργησε έτσι ήταν ότι η πρόοδος αυτή, δεν εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. Και στις δυό αυτές περιπτώσεις ενήργησε δια του Νικ. Νησιώτη. Αναλυτικώτερα:
5. Στην πρώτη ανεπίσημη συνάντηση το 1964 μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οι τελευταίοι δέχτηκαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αυτό φαίνεται από την Κοινή Συμφωνία που υπογράφτηκε τότε και η οποία έλεγε:
« αναγνωρίζομεν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος (451), ως επιβεβαίωσιν (της Συνόδου) της Εφέσου (431) , που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της Πέμπτης (553)»
Στη συνέχεια έγιναν άλλες τρεις ανεπίσημες συσκέψεις. Στην τελευταία δεν ήταν παρόντες οι κύριοι πρωτεργάτες των πρώτων συσκέψεων, οι Καρμίρης, Κονιδάρης, Φλωρόφσκυ, Τσιτέσκου, Ρωμανίδης, Μέγεντορφ, Ζηζιούλας κ.ά. Παρόντες ήταν ο Νικ. Νησιώτης ο άνθρωπος του Συμβουλίου Εκκλησιών, ως και ο τότε Μητροπολίτης Αξώμης (και ύστερα Θυατείρων) Μεθόδιος Φούγιας. Ο Νικ. Νησιώτης, μετέπειτα Πρόεδρος του τμήματος «Πίστη και Τάξη» του Συμβουλίου Εκκλησιών, υποστήριξε ότι «δεν δυνάμεθα να θέσωμεν επίσημον αναγνώρισιν της Χαλκηδόνος ( δηλ. της Δ΄ Οικουμενικής) ως προϋπόθεσιν της ενώσεως»!
Αντιλαμβάνεται καθένας, πόσο ολέθρια ήταν αυτή η γραμμή του Νικ. Νησιώτη, που ήταν και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών!
Με την γραμμή αυτή συμφώνησε και ο Μεθόδιος Φούγιας στην πρώτη επίσημη συνάντηση της Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών στην Αδδίς- Αμπέμπα, τον Αύγουστο 1979. Η επιμονή στη γραμμή αυτή αποτέλεσε την αφορμή να παραιτηθεί ο Ιω. Καρμίρης από τον Διάλογο αυτό.
Ο λόγος που το στέλεχος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών Νικ. Νησιώτης τήρησε την πιο πάνω στάση είναι, ότι οι Προτεστάντες αναγνωρίζουν το πολύ δύο μόνο Οικουμενικές Συνόδους, την Α΄ και την Β΄. Οι Αγγλικανοί αναγνωρίζουν τέσσερες. Υπάρχουν παπικοί θεολόγοι, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Πάπες δέχτηκαν την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, όχι όμως και τις δογματικές αποφάσεις της. Και οι Μονοφυσίτες, αναγνώριζαν μέχρι το 1964 τις τρεις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Είναι οφθαλμοφανές ότι εάν οι Μονοφυσίτες έμεναν με τις τρεις Συνόδους και αναγνωρίζονταν ως Ορθόδοξοι, θα γίνονταν «σφήνα» στους Ορθοδόξους, που θεωρούν απαραίτητο να αναγνωρίζει κάποιος όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, για να θεωρείται Ορθόδοξος.
Εάν δεν είχε επικρατήσει η πιο πάνω γραμμή του Συμβουλίου Εκκλησιών, δια του Νικ. Νησιώτη, και δεν είχαν υπαναχωρήσει οι Μονοφυσίτες ως προς την αναγνώριση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, θα είχαν ενωθεί οι άνθρωποι αυτοί με την Ορθόδοξη Εκκλησία! Γι’ αυτό, οι Μονοφυσίτες έχουν την απόλυτη υποστήριξη των Προτεσταντών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κι’ έγιναν πιο δυνατοί από τους Ορθοδόξους μέσα σ’ αυτό!
6. Στην περίπτωση του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αγγλικανών, οι τελευταίοι δέχτηκαν ν’ αφαιρέσουν το Φιλιόκβε από το Σύμβολο της Πίστεως. Αυτό ήταν απόφαση της Β΄ Υποεπιτροπής του Συμβουλίου Εκκλησιών σε Κοινό Κείμενο, που υπόγραψαν με τους Ορθοδόξους. Την απόφαση αυτή ενέκρινε η Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής, με ορισμένες τροποποιήσεις, λόγω της διαφωνίας τριών Αγγλικανών, που ανήκαν σ’ άλλη Υποεπιτροπή. Πάντως, η απόφαση για την αφαίρεση έμεινε. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Διάλογο αυτό π. Ιω. Ρωμανίδης και Κων. Σκουτέρης πρότειναν η αρμόδια Β΄ Υποεπιτροπή να συνεχίσει το έργο της για το Φιλιόκβε και το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Οι Αγγλικανοί δεν δέχτηκαν και έτσι διαμορφώθηκε ο κατάλογος των θεμάτων για την επόμενη περίοδο, χωρίς το Φιλιόκβε και χωρίς το δόγμα περί αγίας Τριάδος.
Ξαφνικά, το Σεπτέμβριο 1979 μια Επιτροπή Προσωπικού, πρόσθεσε το Φιλιόκβε και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος θέμα στην Γ΄ Υποεπιτροπή, που ήταν αναρμόδια για μιά τέτοια συζήτηση. Στην Υποεπιτροπή αυτή δεν μετείχε ο π. Ιω. Ρωμανίδης, τις απόψεις του οποίου υιοθέτησε η Β΄ Υποεπιτροπή για την πατερική διάκριση του Φιλιόκβε ως «τρόπου υπάρξεως» και ως «πέμψεως».
Από τα πρακτικά της συσκέψεως του Σεπτεμβρίου 1979 αποκαλύφθηκαν τα εξής φοβερά:
Το τμήμα «Πίστη και Τάξη» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών είχε οργανώσει ξεχωριστή μελέτη του θέματος του Φιλιόκβε! Όταν αργότερα έφτασαν τα σχετικά έγγραφα αποκαλύφθηκε ακόμη ότι είχαν γίνει δύο συσκέψεις τον Οκτώβριο του 1978 και τον Μάϊο του 1979. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ενήργησε έτσι για να μεθοδευτεί ο υποβιβασμός του Φιλιόκβε σε θεολογούμενο ζήτημα και έτσι να πληγούν Ορθόδοξοι και Λατίνοι, αλλά και να ματαιωθεί η προσέγγιση των Ορθοδόξων με τους Αγγλικανούς.
Στις συσκέψεις αυτές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών έλαβαν μέρος από την Ελλάδα ο Νικ. Νησιώτης, ως Πρόεδρος του τμήματος «Πίστη και Τάξη» και ο τότε υφηγητής Μ. Ορφανός. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έστειλε τον τελευταίο στις συσκέψεις αυτές, ούτε και γνώριζε ότι την εκπροσωπούσε!
Υπάρχει γενικώτερο πρόβλημα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και την Εκκλησία της Ελλάδος. Άγνωστο για ποιο λόγο στέλνει σ’ αυτό, όταν συζητούνται δογματικά θέματα, άσχετους και μη ειδικούς θεολόγους, που δεν γνωρίζουν ή και δεν μπορούν να προβάλλουν τις Ορθόδοξες θέσεις. Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας Ρόμπερτ Ράνσι παραπονέθηκε κάποτε ότι τα Αγγλικανικά μέλη του Διαλόγου στενοχωρούνται γιατί βλέπουν πολλές φορές απ’ τις συζητήσεις ότι είναι πιο Ορθόδοξα από ορισμένους εκπροσώπόυς Ορθοδόξων Εκκλησιών!
Αυτός υπήρξε ο ρόλος του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ανάμεσα στους Ορθοδόξους. Το κακό είναι ότι και μετά τον εντοπισμό του ρόλου αυτού οι διάφορες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν λένε ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτό! Κι’ αυτό αποτελεί το Βατερλώ τους!
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κ. ΣΑΚΑΡΕΛΛΟΥ
Παληό και Νέο ημερολόγιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου