Σάββας ο Όσιος πατήρ ημών ήτο από
την Σερβίαν, υιός ων του ευσεβεστάτου και Αγίου Συμεών βασιλέως της Σερβίας. Η
μήτηρ αυτού εκαλείτο Άννα, αμφότεροι δε κατήγοντο από γένος βασιλικόν, και ήσαν
Ορθοδοξότατοι Χριστιανοί και ευλαβέστατοι, οίτινες πρώτον μεν εγέννησαν δύο
τέκνα, υιόν και θυγατέρα, μετά δε ταύτα ησθένησεν η βασίλισσα και δεν έκαμνε
πλέον τέκνον. Επειδή δε είχον την βασιλείαν και πλούτη πολλά, εδέοντο του Αγίου
Θεού μετά δακρύων και νηστειών να τους δώση και άλλο τέκνον, επακούσας δε ο
Κύριος της δεήσεως αυτών, τους εχάρισε και τρίτον τέκνον, τον αείμνηστον τούτον
Σάββαν.
Μετά λοιπόν την πρώτην του καλού Σάββα ηλικίαν τον έβαλον να μάθη τα ιερά γράμματα και εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία, τα οποία είναι εις την Σερβικήν γλώσσαν, τόσην δε φρόνησιν, ευταξίαν, ταπείνωσιν και ήθος ιλαρόν είχεν, ώστε πας όστις τον έβλεπε τον ηγάπα και τον ηυλαβείτο. Καθώς λοιπόν ηύξανεν εις την ηλικίαν, επί τοσούτον ήναπτε και εις την προς τον Θεόν αγάπην και εδόθη όλως διόλου εις τον θείον έρωτα, και άλλο δεν είχε κατά νουν παρά πως να αρέση εις τον ποιητήν και πλάστην του Θεόν. Προσηύχετο δε ακαταπαύστως ημέραν και νύκτα αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και διαφόρους άλλας κακοπαθείας. Ήτο δε τότε δέκα επτά ετών και παρεκάλεσε τον Θεόν να τον καταξιώση της κατά Χριστόν ζωής, επειδή ηγάπα πολύ την παρθενίαν, και τον ηξίωσεν ο φιλάνθρωπος Θεός με τοιούτον τρόπον. Πατέρες τινές από το Άγιον Όρος, ακούσαντες τας αρετάς του πατρός αυτού Συμεών και μάλιστα ότι ήτο ελεήμων πολύ εις τους πτωχούς, επήγαν εις την πατρίδα του Αγίου χάριν ελέους. Μεταξύ των Πατέρων τούτων ήτο και εις από το ρωσικόν Μοναστήριον, Ρώσος το γένος και κατά πολύ ενάρετος. Τούτον βλέπων ο μακάριος Σάββας και συνομιλήσας μετ’ αυτού, τον ηρώτησε δια τα Μοναστήρια τού Αγίου Όρους και δια τας τάξεις και την πολιτείαν των Μοναχών και όσα άλλα εχρησίμευον εις τον σκοπόν του. Και μαθών παρ’ αυτού τα περί της ενθέου πολιτείας των Μοναχών, εθερμάνθη έτι περισσότερον η καρδία του και έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυά του. Αφού λοιπόν έκλαυσεν αρκετά, λέγει προς τον Μοναχόν: «Βλέπω, Πάτερ, ότι ο Θεός, γνωρίζων τα βάθη της καρδίας μου και τον σκοπόν μου, σε απέστειλεν εις εμέ τον αμαρτωλόν, δια να με οδηγήσης εις την θείαν οδόν· διότι πολλά ηυφράνθη η ψυχή μου από τους θείους λόγους σου και πλέον δεν ημπορώ να μείνω εις αυτόν τον πλάνον κόσμον, ούτε να βλέπω τας ψευδείς αυτού δόξας και φαντασίας· λοιπόν παρακαλώ σε να με διδάξης πως να αποφεύγω την ματαιότητα του κόσμου, και να αξιωθώ αυτήν την ζωήν, την οποίαν ζήτε η αγιωσύνη σας, διότι μελετούν οι γονείς μου συντόμως να με υπανδρεύσουν. Όθεν δια τούτο απεφάσισα μίαν ώραν ενωρίτερον να αναχωρήσω εντεύθεν και να υπάγω εις το Άγιον Όρος, και ζητώ την συμβουλήν σου, Όσιε πάτερ». Ταύτα ακούσας ο Γέρων τού απεκρίθη: «Βλέπω, τέκνον μου, ότι ο σκοπός σου είναι θείος και η του Θεού αγάπη εκυρίευσε την ψυχήν σου· και λοιπόν, αυτό το οποίον μελετάς, πρέπει να τελειώσης το συντομώτερον, εγώ δε σου γίνομαι συνοδοιπόρος και οδηγός, έως ου σε υπάγω εις το Όρος». Τότε επινοήσας τον τρόπον της φυγής ο μακάριος Σάββας, τον μεν Γέροντα έστειλεν έμπροσθεν εις τι μέρος να τον προσμένη, αυτός δε επήγεν εις τους γονείς του και είπε προς τον πατέρα του: «Ήκουσα ότι το δείνα όρος έχει πολύ κυνήγιον, και σας παρακαλώ να μου δώσετε άδειαν και την ευχήν σας δια να υπάγω να κυνηγήσω και να διασκεδάσω και ολίγον καιρόν· παρακαλώ δε να μη θυμωθήτε κατ’ εμού». Ο δε πατήρ του του έδωκεν άδειαν και δούλους όσους ήθελε και του ηυχήθη. Αναχωρήσας ο μακάριος Σάββας με πολλήν χαράν ήλθεν εκεί όπου τον ανέμενεν ο Γέρων, και τους μεν δούλους επρόσταξε να καθίσουν εκεί να τον περιμένουν, αυτός δε ομού με τον Γέροντα επήγαν εις εν χωρίον, όπερ ήτο πλησίον, και εκεί αλλάξας τα βασιλικά ενδύματα εις ενός πτωχού οικίαν και φορέσας τα του πτωχού εκείνου, επήγαν και οι δύο εις το Άγιον Όρος εις το ρωσικόν Μοναστήριον, εκεί δε εγυμνάζετο παρά του Γέροντος εκείνου τα της μοναδικής πολιτείας, τα οποία ετελείωνε με μεγάλην προθυμίαν και υπακοήν, ευλαβούμενος τον Γέροντά του ως έπρεπεν. Οι δε γονείς αυτού έκλαιον απαρηγόρητοι και έστειλαν ανθρώπους εις κάθε μέρος να τον ζητήσουν επιμόνως, διότι δεν ηδύναντο να υποφέρουν την στέρησιν τοιούτου ωραιοτάτου και φρονιμωτάτου υιού, τον οποίον είχεν ο πατήρ του δια διάδοχον της βασιλείας του. Πηγαίνοντες δε πανταχόθεν οι βασιλικοί άνθρωποι, ήλθον και εις το Άγιον Όρος από αυτούς τρεις άρχοντες, ενεργήσαντες δε ακριβή εξέτασιν, τον εύρον εις το ρηθέν Μοναστήριον και εζήτησαν να τον πάρουν. Ο μακάριος όμως Σάββας ανέβη κρυφίως την νύκτα εκείνην εις τον πύργον του Μοναστηρίου και εβίασε τον Γέροντά του και του εφόρεσε το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών· έπειτα γράψας επιστολήν περί της συντελείας του αιώνος και της των Αγίων μακαριότητος, περί ματαιότητος του κόσμου και της ατελευτήτου κολάσεως, την έστειλεν εις τους γονείς του και τόσον τους είλκυσε με την επιστολήν του και εις τόσην κατάνυξιν τους έφερεν, ώστε απεφάσισαν και οι δύο να μονάσουν· και η μεν μήτηρ αυτού απελθούσα εις γυναικείον Μοναστήριον και το Αγγελικόν Σχήμα ενδυσαμένη και θεαρέστως αγωνισαμένη, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ο δε πατήρ αυτού, απαρνησάμενος πάντα τα του κόσμου, και αφήσας διάδοχον της βασιλείας του τον υιόν αυτού Στέφανον, ανεχώρησε και ήλθεν εις το Άγιον Όρος, ένθα συνηντήθη μετά του φιλτάτου αυτού υιού Σάββα. Συνευφρανθέντες όθεν τω Πνεύματι, έμεινε και ο Συμεών εκεί, ζητών να ενδυθή το αγγελικόν σχήμα και να συζήση μετά του υιού αυτού, ο και εγένετο· και μετά την συνηθισμένην δοκιμήν ανεδέξατο ο υιός τον πατέρα δια του θείου και αγγελικού σχήματος, και έγινεν ο κατά σάρκα υιός Σάββας πατήρ κατά πνεύμα του Συμεών, του κατά σάρκα πατρός αυτού. Έμειναν λοιπόν και οι δύο Όσιοι ικανόν καιρόν εις την Μονήν του Βατοπαιδίου, εις την οποίαν εύρε τον Σάββαν ο πατήρ αυτού, επειδή και ο πρώτος του Όρους προλαβών τον απέστειλεν εκεί, δια να φυλάττεται, μήπως και ζητηθή από τον πατέρα του, αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα με καθημερινάς νηστείας και ολονυκτίους στάσεις και προσευχάς, και εντός ολίγου έγιναν αμφότεροι εγκρατείς των σαρκικών παθών, φθάσαντες εις το άκρον της αρετής υπέρ πάντας σχεδόν τους κατά το Όρος ευρισκομένους Πατέρας και γενόμενοι άξια δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή δε η φήμη της αρετής των παρεκίνησε και άλλους πολλούς Σέρβους από το βασίλειόν των και ήλθον εις αυτούς, γενόμενοι Μοναχοί, βλέποντες καθ’ ημέραν να περισσεύουν οι προσερχόμενοι ηναγκάσθησαν να κτίσουν Μοναστήριον ιδικόν των, και νηστεύσαντες ικανάς ημέρας και αγρυπνήσαντες και θερμώς την Κυρίαν ημών Θεοτόκον επικαλεσάμενοι να τους οδηγήση ποίον είναι το θέλημά Της το άγιον και που να οικοδομήσουν το Μοναστήριον, απεκαλύφθη εις αυτούς θεία οπτασία, ήτις τους καθωδήγησε και έκτισαν εκ θεμελίων, με έξοδα ιδικά των, την περικαλλεστάτην Μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων, την επονομαζομένην του Χιλιανταρίου, εις την οποίαν ο ρηθείς Συμεών, ο πατήρ του Αγίου Σάββα, ζήσας οσίως και θεαρέστως, ανεπαύθη εν Κυρίω τη ιγ΄ (13) του Φεβρουαρίου. Μετά δε καιρόν τινα, ότε επλησίαζεν η μνήμη της αυτού τελευτής, επροσκάλεσεν ο μακάριος Σάββας τον πρώτον του Όρους και τους ευλαβεστέρους Πατέρας, και έκαμαν αγρυπνίαν υπέρ της μακαρίας ψυχής του πατρός αυτού· κατά δε την ώραν της δοξολογίας εξήλθεν από τον τάφον του Αγίου άρρητος ευωδία τοσαύτη, ώστε εγέμισεν όλον το Μοναστήριον· πλησιάσαντες δε εις τον τάφον είδον μύρον αναβλύζον εκ του τάφου και εδόξασαν τον Θεόν, όστις αντιδοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Ο δε μακάριος Σάββας, λαβών εις την ψυχήν του μεγάλην χαράν, διότι εβεβαιώθη δια την μακαρίαν απόλαυσιν της ψυχής του πατρός του και τον αγιασμόν του αγίου του λειψάνου, επεδόθη εις έτι μεγαλυτέρας νηστείας και αγρυπνίας και επερίσσευσεν εις τους λοιπούς αγώνας της ασκήσεως, τους οποίους αδύνατον είναι να περιγράψη τις. Επειδή όμως δεν ήτο τρόπος να κρύπτεται η αρετή του Οσίου Σάββα και έγινε γνωστή τοις πάσι, δια τούτο ήρχοντο προς αυτόν καθ’ ημέραν πολλοί ζητούντες διδασκαλίαν πνευματικήν, και μάλιστα ο Πρώτος του Όρους, μολονότι ήτο και αυτός ενάρετος και πνευματοφόρος, είχε τον Όσιον Σάββαν πρωτοσύμβουλον, και οι λοιποί Προεστώτες των Μοναστηρίων άνευ της γνώμης αυτού δεν ετελείωνον καμμίαν υπόθεσιν, επειδή η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατοικούσεν εις αυτόν, τον εφώτιζε να εννοή και να λέγη όλα τα ψυχωφελή και σωτήρια. Εις τόσην δε αγάπην τον είχον, ώστε και τον εβίασαν να ιερωθή. Ο δε ταπεινόφρων Σάββας έλεγεν, ότι δεν ήτο άξιος και πολλάκις βιαζόμενος εκρύπτετο. Τέλος, δια να μη φανή παρήκοος, βλέπων, ότι ήτο θέλημα Θεού, είπε: «Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Και ούτως εχειροτονήθη Διάκονος και Ιερεύς εις το Μοναστήριόν του από τον τότε Ιερισσού Επίσκοπον Νικόλαον. Ακούσας ο τότε Θεσσαλονίκης Κωνστάντιος τας αρετάς του Αγίου με πολλάς παρακλήσεις τον έφερεν εις Θεσσαλονίκην, και συνομιλήσας με αυτόν ημέρας τινάς και πολλά ωφεληθείς αυτός τε και οι Επίσκοποι και Κληρικοί αυτού και όλος ο λαός, και καταρτισθέντες όλοι κοινώς από τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του, συνεφώνησαν ο τε Αρχιεπίσκοπος με τους Επισκόπους του και όλον τον Κλήρον και μίαν Κυριακήν, εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος τον λαόν εις την Μητρόπολιν, τον έκαμαν έξαφνα Αρχιμανδρίτην και μη θέλοντα. Ο δε Άγιος, δια τας υπερβολικάς τιμάς τας οποίας του έκαμναν, αναχωρήσας κρυφίως εκείθεν, ήλθεν εις το Μοναστήριόν του. εις δε τον καιρόν του βασιλέως Θεοδώρου του Λασκάρεως εστάλη ο μακάριος Σάββας από τον Πρώτον του Όρους και τους λοιπούς Προεστώτας προς τον βασιλέα δι’ αναγκαίας υποθέσεις του Όρους. Ο δε βασιλεύς με όλην την Σύγκλητον και τον Πατριάρχην και όλον το Ιερατείον εκάθητο τότε εις την Νίκαιαν, επειδή την Κωνσταντινούπολιν την είχον καταλάβει τότε οι Φράγκοι υπό τον Δούκα βασιλέα τον Μούρτζουφλον, η δε πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους ήτο τότε εις την Νίκαιαν. Εκεί λοιπόν επήγε και ο Άγιος και συνήντησε τον βασιλέα, με τον οποίον ήτο και συγγενής, ότι ο ανεψιός του Αγίου είχε λάβει τότε την θυγατέρα του βασιλέως. Όχι όμως τόσον δια την συγγένειαν αυτήν, όσον δια την αρετήν του επεθύμει πολύ ο βασιλεύς προ πολλού να τον ίδη· όθεν εχάρη χαράν μεγάλην ιδών τον Άγιον και τον εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, και συνομιλήσας μετ’ αυτού και θαυμάσας την αρετήν του, τον είχεν εις μεγάλην ευλάβειαν. Ο δε Άγιος ανέφερεν εις τον βασιλέα δια την πατρίδα του Σερβίαν, ότι δεν είχεν Αρχιερέα και τον παρεκάλεσε να ομιλήση του τότε Πατριάρχου να στείλη Αρχιερέα εις την Σερβίαν. Καλέσας όθεν ο βασιλεύς τον Πατριάρχην, του ωμίλησε περί του Αγίου και περί της Σερβίας, ότι δεν έχει αυτή Αρχιερέα, και του συνέστησεν ότι πρέπει να χειροτονήση τοιούτον και να τον αποστείλη. Ο δε Πατριάρχης συνομιλήσας μετά του Αγίου ικανάς ημέρας και βεβαιωθείς την ενάρετον αυτού πολιτείαν, έκρινεν αυτόν άξιον και ικανόν δια το Αποστολικόν αξίωμα της Αρχιερωσύνης. Όθεν επήγεν εις τον βασιλέα και συνομιλήσαντες οι δύο απεφάσισαν να κάμουν Αρχιεπίσκοπον Σερβίας και Πεκίου τον Όσιον Σάββαν, έστω και μη θέλοντα· και ούτω πολλάς ημέρας βιάσαντες αυτόν τον εχειροτόνησεν ο Πατριάρχης και έκαμεν ο βασιλεύς χαράν μεγάλην την ημέραν εκείνην. Χειροτονηθείς δε ο Άγιος επεδόθη εις περισσοτέρους αγώνας και ασκήσεις και ούτως επήγεν εις την επαρχίαν του και εδίδασκε καθ’ εκάστην ημέραν το ποίμνιόν του τον λόγον του Ευαγγελίου και την κατά Χριστόν πολιτείαν· και τους μεν Ορθοδόξους εστήριζεν εις την ευσέβειαν και εις την αρετήν, τους δε αιρετικούς με την χάριν και γλυκύτητα των διδασκαλιών του τους επέστρεφεν από την αίρεσιν εις την ευσέβειαν και εις ολίγον καιρόν όλους τους απίστους και αιρετικούς, οίτινες ήσαν εις την επαρχίαν του, τους έκαμεν Ορθοδόξους, και όλοι των είχοναυτόν όχι μόνον Ποιμένα και διδάσκαλον, αλλά και λυτρωτήν και σωτήρα των. Βαλών εις καλήν κατάστασιν την επαρχίαν του, ήλθε πάλιν εις το Όρος και απήλαυσε τους Πατέρας του Μοναστηρίου του. Και μετά τινας ημέρας συνάξας όλους τους αδελφούς τούς είπεν, ότι είχε προ πολλού μεγάλην επιθυμίαν να υπάγη να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου ημών, και ικανώς αυτούς διδάξας και λαβών τας ευχάς των έπλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Φθάσας δε Θεού βοηθεία εκεί εις ολίγας ημέρας, τον υπεδέχθη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος, και την Κυριακήν ελειτούργησεν ομού με τον Άγιον, προς τον οποίον είπε να ευχηθή τον λαόν και να τον διδάξη· και εις τόσην αγάπην και ευλάβειαν τον είχεν ο Πατριάρχης και οι Κληρικοί και όλος ο λαός, ώστε δεν ήθελον να χωρίσουν από αυτόν, αλλ’ ήρχοντο καθ’ εκάστην ημέραν να ακούουν τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του. Προσκυνήσας δε όλους τους Αγίους Τόπους με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν και άφθονα και θερμά δάκρυα χύσας επάνω εις τον Πανάγιον Τάφον, ανεχώρησε και εις ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Ανατολήν, ένθα εύρε τον βασιλέα Ιωάννην τον Βατάτζην, ο οποίος ήτο συγγενής του Αγίου, όστις τον υπεδέχθη με μεγάλην ευλάβειαν και τιμήν και εχάρη πολύ, δοξάσας τον Θεόν ότι τον ηξίωσε να λάβη την ευχήν του. Ομοίως έπραξε και η βασίλισσα, και τον έκαμαν και οι δύο πνευματικόν των πατέρα· αλλ’ ο Άγιος, διατρίψας ικανάς ημέρας εκεί, απεφάσισε να έλθη πάλιν εις το Όρος. Και επειδή ο βασιλεύς τον είχε συγγενή και πνευματικόν του, του εχάρισε Τίμιον Ξύλον και άλλα άγια λείψανα και σκεύη πολύτιμα, και τον απέστειλε με βασιλικόν πλοίον εις το Μοναστήριόν του· φθάσας δε εκεί θεία βοηθεία αφιέρωσεν εις την Ιεράν αυτού Μονήν το Τίμιον Ξύλον ομού με τα άγια λείψανα, και όσα του εδώρησεν ο βασιλεύς. Μείνας δε ικανόν καιρόν και καλώς καθοδηγήσας τους Πατέρας και διορίσας Ηγούμενον ενάρετον να τους ποιμαίνη, επέστρεψε πάλιν εις την Σερβίαν. Επανελθών ο Άγιος εις την επαρχίαν του και ποιμάνας τους εκεί θεαρέστως, κατεφώτισεν όλην την Σερβίαν με τας ακτίνας των αρετών του και των θείων του διδασκαλιών. Φυλάξας δε αυτήν αβλαβή από τους νοητούς λύκους, την ωδήγησε σαφώς εις την ουράνιον μάνδραν. Επειδή όμως εις τα μέρη εκείνα ήσαν τότε πολλαί αιρέσεις, εξήλθεν ο Άγιος και εις άλλας επαρχίας και εδίδασκεν αποστολικώς, μεταβαίνων από τόπου εις τόπον, και πολλούς αιρετικούς και ασεβείς ωδήγει εις την ευσέβειαν, μετέβη δε και εκ δευτέρου εις προσκύνησιν του Αγίου Τάφου. Από όσας δε πόλεις διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε και εστερέωνε τους Χριστιανούς δια πολλών θαυμάτων, τα οποία παραλείπομεν δια συντομίαν, τούτο δε μόνον λέγομεν, ότι διδάσκων ομού με άλλους τρεις, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν του, ήλθε και εις το Τίρνοβον, ένθα τον υπεδέχθη ο τότε βασιλεύς του Τιρνόβου Ασάνης εντίμως, ως συγγενής του Αγίου· και ερχομένης της εορτής των Θεοφανείων, ελειτούργησεν ο Άγιος· ενώ δε έψαλλε τον μέγαν αγιασμόν, έγινε το εξής θαύμα· Καθώς έβαλε τον Τίμιον Σταυρόν εις το ύδωρ, εσχίσθη τούτο εις την μέσην και εστάθη ως τοίχος· όθεν οι τούτο ιδόντες εδόξασαν τον Θεόν. Ο δε βασιλεύς πολλά ηυλαβήθη τον Άγιον και τον παρεκάλεσε να καθίση εκεί μέχρι του Πάσχα, αυτός δε επήγε δια βασιλικάς υποθέσεις εις άλλους τόπους, ο δε Άγιος έμεινεν εκεί, και μετ’ ολίγας ημέρας ασθενήσας και προγνωρίσας τον θάνατόν του προσεκάλεσε τους μαθητάς του και τους εδίδαξε τα σωτήρια, τους έδωκε δε και όσα άγια λείψανα και άλλα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη και κειμήλια είχεν. Ακούσας ο τότε Αρχιερεύς Τιρνόβου την ασθένειαν του Αγίου επήγε να τον ίδη, και ιδών αυτόν βαρέως ασθενούντα ηθέλησε να μηνύση του βασιλέως· ο δε Άγιος δεν τον αφήκεν, αλλά του είπεν: «Αδελφέ, παρακαλώ σε, ούτε του βασιλέως να μηνύσης ούτε η πανιερότης σου να λάβης τον κόπον να έλθης εδώ· μόνον ύπαγε εις ειρήνην και εύχου υπέρ εμού, και ο ελεήμων Θεός να μας συναγάγη εις την άνω Ιερουσαλήμ». Το δε Σάββατον εσπέρας εκοινώνησεν ο Άγιος τα Άχραντα Μυστήρια, και τότε έλαμψε το πρόσωπόν του και επλήσθη όλος χαράς και αγαλλιάσεως· λέγων δε εκ τρίτου το «Δόξα σοι ο Θεός» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού την ιδ΄ (14) Ιανουαρίου. Το δε πρωϊ επήγεν ο Αρχιερεύς και ο Κλήρος και όλος ο λαός δια να θάψουν το άγιον λείψανον, εκ του οποίου εξήρχετο ευωδία άρρητος, ώστε όλοι εθαύμαζον και δεν εγνώριζον που να το θάψουν· επειδή δε ήτο τότε εκεί πλησίον ο βασιλεύς, ειδοποίησαν αυτόν και ούτος προσέταξε να τον θάψουν εις το ιδικόν του Μοναστήριον των Αγίων Τεσσαράκοντα· όθεν το ενεταφίασαν εκεί ευλαβώς. Μετ’ ολίγας ημέρας ερχόμενος απ’ έξω ο βασιλεύς, επήγε πρώτον εις τον τάφον του Αγίου όπου ετοποθέτησε εν ωραιότατον μάρμαρον και μίαν κανδήλαν την οποίαν επρόσταξε να ανάπτη πάντοτε ακοίμητος, όσοι δε ασθενείς επήγαινον εκεί με ευλάβειαν ιατρεύοντο. Είχε δε ο Άγιος δύο ανεψιούς, τον Ραντοσλάβ, όστις ήτο γαμβρός του βασιλέως Λασκάρεως και τον Βλαντισλάβ, όστις ήτο γαμβρός του βασιλέως Ασάνη και εβασίλευε τότε εις την Σερβίαν. Ούτος μαθών τον θάνατον του Αγίου, ομοίως και ο τότε Αρχιερεύς της Σερβίας Αρσένιος, τον οποίον είχε χειροτονήσει ο Άγιος διάδοχόν του, ελυπήθησαν πολύ, ακούσαντες δε και τα θαύματα, τα οποία ετέλει ο Άγιος, απεφάσισαν να ζητήσουν το άγιον λείψανον· γράφει λοιπόν ο ρηθείς βασιλεύς της Σερβίας προς τον πενθερόν του παρακλητικώς, στέλλων και τινάς άρχοντας δια να λάβουν το άγιον λείψανον· αλλ’ ο βασιλεύς Ασάνης δεν τους το έδωκε. Έγραψεν όθεν και εκ δευτέρου ο γαμβρός του παρακλητικώς, αποστέλλων και τους μεγαλυτέρους έρχοντας και χαρίσματα μεγάλα, αλλά ούτε τότε το έδωκεν ο Ασάνης, μόνον του απήντησεν· «Αφού ο αγαθός Θεός ωκονόμησε να κοιμηθή ο Άγιος εδώ, σημαίνει ότι εις ημάς εχάρισεν αυτόν τον θησαυρόν, και λοιπόν τις είμαι εγώ να αντισταθώ εις την βουλήν του Κυρίου»; Ούτω δε απέστειλεν απράκτους τους σταλέντας άρχοντας. Τότε ο Βλαντισλάβ επήρε τους εγκριτωτέρους άρχοντας και επήγε δια να ζητήση τον Άγιον· φθάσας δε εις τον τόπον, επήγε πρώτον εις τον τάφον του Αγίου και κλαύσας μετά θερμών δακρύων είπεν: «Ω Άγιε του Θεού και Πάτερ ημών σεβασμιώτατε, διατί μας εβδελύχθης τους αμαρτωλούς και δεν θέλεις να έλθης εις την πατρίδα σου, της οποίας εστάθης όχι μόνον ποιμήν, αλλά και σωτήρ; Εσύ μας ηλευθέρωσας από την πλάνην του διαβόλου και μας ωδήγησας εις την αλήθειαν· εσύ ελύτρωσας την ποίμνην σου από τας αιρέσεις· ασθενούσαν την ιάτρευσας· από ψυχικόν θάνατον ελύτρωσας· κινδυνεύουσαν την ανέστησας· την εστόλισας με πνευματικάς ακολουθίας, με τάξεις ιεράς, με νομοθεσίας ψυχοσωτηρίους και τώρα πως την αφήνεις, Άγιε, εστερημένην από τον αγιασμόν του θείου σου λειψάνου; Πως την αφήνεις πάμπτωχον από τον ακένωτον θησαυρόν της θείας σου χάριτος; εξηραμμένην από την γλυκείαν πηγήν των θαυμάτων σου; Μη, Πάτερ ευσπλαγχνικώτατε· λυπήσου με, παράβλεψον τας αμαρτίας εμού τε και του λαού σου εις ό,τι σου εσφάλομεν, και ελθέ εις ημάς, αν και ανάξιοι είμεθα και αμαρτωλοί, και μη μας αφήσης εστερημένους της παρουσίας και προστασίας σου». Ταύτα ευξάμενος, ύστερον επήγεν εις τον πενθερόν του. Την δε νύκτα εκείνην βλέπει ο πενθερός του τον Άγιον ως Άγγελον αστραπηφόρον και τον προστάζει να δώση το λείψανόν του εις τον γαμβρόν του, να το υπάγη εις την πατρίδα του· και το πρωϊ ο βασιλεύς Ασάνης, συνάξας όλον τον λαόν και τον Κλήρον και τον Μητροπολίτην, και φανερώσας την υπόθεσιν, επήρε τον γαμβρόν του και μετά ψαλμωδιών και λαμπάδων και θυμιαμάτων ανοίξαντες τον τάφον του Αγίου, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Επλήσθη όλος ο τόπος ευωδίας αρρήτου, έλαμπε δε το πρόσωπον τού Αγίου ως ο Ήλιος, και πάντες θαυμάσαντες έκραζον το «Κύριε, ελέησον». Τότε μετά προπομπής μεγάλης και λιτής περιπατούντες πεζοί οι δύο βασιλείς έφεραν το άγιον λείψανον έξω από το Τίρνοβον, λαβών δε αυτό ο βασιλεύς Βλαντισλάβ το έφερε μετά χαράς μεγάλης εις την πατρίδα του, ένθα εγένετο χαρά μεγάλη την ημέραν εκείνην, ετελέσθησαν δε και πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Παναγίας Τριάδος, η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Μετά λοιπόν την πρώτην του καλού Σάββα ηλικίαν τον έβαλον να μάθη τα ιερά γράμματα και εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία, τα οποία είναι εις την Σερβικήν γλώσσαν, τόσην δε φρόνησιν, ευταξίαν, ταπείνωσιν και ήθος ιλαρόν είχεν, ώστε πας όστις τον έβλεπε τον ηγάπα και τον ηυλαβείτο. Καθώς λοιπόν ηύξανεν εις την ηλικίαν, επί τοσούτον ήναπτε και εις την προς τον Θεόν αγάπην και εδόθη όλως διόλου εις τον θείον έρωτα, και άλλο δεν είχε κατά νουν παρά πως να αρέση εις τον ποιητήν και πλάστην του Θεόν. Προσηύχετο δε ακαταπαύστως ημέραν και νύκτα αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και διαφόρους άλλας κακοπαθείας. Ήτο δε τότε δέκα επτά ετών και παρεκάλεσε τον Θεόν να τον καταξιώση της κατά Χριστόν ζωής, επειδή ηγάπα πολύ την παρθενίαν, και τον ηξίωσεν ο φιλάνθρωπος Θεός με τοιούτον τρόπον. Πατέρες τινές από το Άγιον Όρος, ακούσαντες τας αρετάς του πατρός αυτού Συμεών και μάλιστα ότι ήτο ελεήμων πολύ εις τους πτωχούς, επήγαν εις την πατρίδα του Αγίου χάριν ελέους. Μεταξύ των Πατέρων τούτων ήτο και εις από το ρωσικόν Μοναστήριον, Ρώσος το γένος και κατά πολύ ενάρετος. Τούτον βλέπων ο μακάριος Σάββας και συνομιλήσας μετ’ αυτού, τον ηρώτησε δια τα Μοναστήρια τού Αγίου Όρους και δια τας τάξεις και την πολιτείαν των Μοναχών και όσα άλλα εχρησίμευον εις τον σκοπόν του. Και μαθών παρ’ αυτού τα περί της ενθέου πολιτείας των Μοναχών, εθερμάνθη έτι περισσότερον η καρδία του και έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυά του. Αφού λοιπόν έκλαυσεν αρκετά, λέγει προς τον Μοναχόν: «Βλέπω, Πάτερ, ότι ο Θεός, γνωρίζων τα βάθη της καρδίας μου και τον σκοπόν μου, σε απέστειλεν εις εμέ τον αμαρτωλόν, δια να με οδηγήσης εις την θείαν οδόν· διότι πολλά ηυφράνθη η ψυχή μου από τους θείους λόγους σου και πλέον δεν ημπορώ να μείνω εις αυτόν τον πλάνον κόσμον, ούτε να βλέπω τας ψευδείς αυτού δόξας και φαντασίας· λοιπόν παρακαλώ σε να με διδάξης πως να αποφεύγω την ματαιότητα του κόσμου, και να αξιωθώ αυτήν την ζωήν, την οποίαν ζήτε η αγιωσύνη σας, διότι μελετούν οι γονείς μου συντόμως να με υπανδρεύσουν. Όθεν δια τούτο απεφάσισα μίαν ώραν ενωρίτερον να αναχωρήσω εντεύθεν και να υπάγω εις το Άγιον Όρος, και ζητώ την συμβουλήν σου, Όσιε πάτερ». Ταύτα ακούσας ο Γέρων τού απεκρίθη: «Βλέπω, τέκνον μου, ότι ο σκοπός σου είναι θείος και η του Θεού αγάπη εκυρίευσε την ψυχήν σου· και λοιπόν, αυτό το οποίον μελετάς, πρέπει να τελειώσης το συντομώτερον, εγώ δε σου γίνομαι συνοδοιπόρος και οδηγός, έως ου σε υπάγω εις το Όρος». Τότε επινοήσας τον τρόπον της φυγής ο μακάριος Σάββας, τον μεν Γέροντα έστειλεν έμπροσθεν εις τι μέρος να τον προσμένη, αυτός δε επήγεν εις τους γονείς του και είπε προς τον πατέρα του: «Ήκουσα ότι το δείνα όρος έχει πολύ κυνήγιον, και σας παρακαλώ να μου δώσετε άδειαν και την ευχήν σας δια να υπάγω να κυνηγήσω και να διασκεδάσω και ολίγον καιρόν· παρακαλώ δε να μη θυμωθήτε κατ’ εμού». Ο δε πατήρ του του έδωκεν άδειαν και δούλους όσους ήθελε και του ηυχήθη. Αναχωρήσας ο μακάριος Σάββας με πολλήν χαράν ήλθεν εκεί όπου τον ανέμενεν ο Γέρων, και τους μεν δούλους επρόσταξε να καθίσουν εκεί να τον περιμένουν, αυτός δε ομού με τον Γέροντα επήγαν εις εν χωρίον, όπερ ήτο πλησίον, και εκεί αλλάξας τα βασιλικά ενδύματα εις ενός πτωχού οικίαν και φορέσας τα του πτωχού εκείνου, επήγαν και οι δύο εις το Άγιον Όρος εις το ρωσικόν Μοναστήριον, εκεί δε εγυμνάζετο παρά του Γέροντος εκείνου τα της μοναδικής πολιτείας, τα οποία ετελείωνε με μεγάλην προθυμίαν και υπακοήν, ευλαβούμενος τον Γέροντά του ως έπρεπεν. Οι δε γονείς αυτού έκλαιον απαρηγόρητοι και έστειλαν ανθρώπους εις κάθε μέρος να τον ζητήσουν επιμόνως, διότι δεν ηδύναντο να υποφέρουν την στέρησιν τοιούτου ωραιοτάτου και φρονιμωτάτου υιού, τον οποίον είχεν ο πατήρ του δια διάδοχον της βασιλείας του. Πηγαίνοντες δε πανταχόθεν οι βασιλικοί άνθρωποι, ήλθον και εις το Άγιον Όρος από αυτούς τρεις άρχοντες, ενεργήσαντες δε ακριβή εξέτασιν, τον εύρον εις το ρηθέν Μοναστήριον και εζήτησαν να τον πάρουν. Ο μακάριος όμως Σάββας ανέβη κρυφίως την νύκτα εκείνην εις τον πύργον του Μοναστηρίου και εβίασε τον Γέροντά του και του εφόρεσε το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών· έπειτα γράψας επιστολήν περί της συντελείας του αιώνος και της των Αγίων μακαριότητος, περί ματαιότητος του κόσμου και της ατελευτήτου κολάσεως, την έστειλεν εις τους γονείς του και τόσον τους είλκυσε με την επιστολήν του και εις τόσην κατάνυξιν τους έφερεν, ώστε απεφάσισαν και οι δύο να μονάσουν· και η μεν μήτηρ αυτού απελθούσα εις γυναικείον Μοναστήριον και το Αγγελικόν Σχήμα ενδυσαμένη και θεαρέστως αγωνισαμένη, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ο δε πατήρ αυτού, απαρνησάμενος πάντα τα του κόσμου, και αφήσας διάδοχον της βασιλείας του τον υιόν αυτού Στέφανον, ανεχώρησε και ήλθεν εις το Άγιον Όρος, ένθα συνηντήθη μετά του φιλτάτου αυτού υιού Σάββα. Συνευφρανθέντες όθεν τω Πνεύματι, έμεινε και ο Συμεών εκεί, ζητών να ενδυθή το αγγελικόν σχήμα και να συζήση μετά του υιού αυτού, ο και εγένετο· και μετά την συνηθισμένην δοκιμήν ανεδέξατο ο υιός τον πατέρα δια του θείου και αγγελικού σχήματος, και έγινεν ο κατά σάρκα υιός Σάββας πατήρ κατά πνεύμα του Συμεών, του κατά σάρκα πατρός αυτού. Έμειναν λοιπόν και οι δύο Όσιοι ικανόν καιρόν εις την Μονήν του Βατοπαιδίου, εις την οποίαν εύρε τον Σάββαν ο πατήρ αυτού, επειδή και ο πρώτος του Όρους προλαβών τον απέστειλεν εκεί, δια να φυλάττεται, μήπως και ζητηθή από τον πατέρα του, αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα με καθημερινάς νηστείας και ολονυκτίους στάσεις και προσευχάς, και εντός ολίγου έγιναν αμφότεροι εγκρατείς των σαρκικών παθών, φθάσαντες εις το άκρον της αρετής υπέρ πάντας σχεδόν τους κατά το Όρος ευρισκομένους Πατέρας και γενόμενοι άξια δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή δε η φήμη της αρετής των παρεκίνησε και άλλους πολλούς Σέρβους από το βασίλειόν των και ήλθον εις αυτούς, γενόμενοι Μοναχοί, βλέποντες καθ’ ημέραν να περισσεύουν οι προσερχόμενοι ηναγκάσθησαν να κτίσουν Μοναστήριον ιδικόν των, και νηστεύσαντες ικανάς ημέρας και αγρυπνήσαντες και θερμώς την Κυρίαν ημών Θεοτόκον επικαλεσάμενοι να τους οδηγήση ποίον είναι το θέλημά Της το άγιον και που να οικοδομήσουν το Μοναστήριον, απεκαλύφθη εις αυτούς θεία οπτασία, ήτις τους καθωδήγησε και έκτισαν εκ θεμελίων, με έξοδα ιδικά των, την περικαλλεστάτην Μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων, την επονομαζομένην του Χιλιανταρίου, εις την οποίαν ο ρηθείς Συμεών, ο πατήρ του Αγίου Σάββα, ζήσας οσίως και θεαρέστως, ανεπαύθη εν Κυρίω τη ιγ΄ (13) του Φεβρουαρίου. Μετά δε καιρόν τινα, ότε επλησίαζεν η μνήμη της αυτού τελευτής, επροσκάλεσεν ο μακάριος Σάββας τον πρώτον του Όρους και τους ευλαβεστέρους Πατέρας, και έκαμαν αγρυπνίαν υπέρ της μακαρίας ψυχής του πατρός αυτού· κατά δε την ώραν της δοξολογίας εξήλθεν από τον τάφον του Αγίου άρρητος ευωδία τοσαύτη, ώστε εγέμισεν όλον το Μοναστήριον· πλησιάσαντες δε εις τον τάφον είδον μύρον αναβλύζον εκ του τάφου και εδόξασαν τον Θεόν, όστις αντιδοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Ο δε μακάριος Σάββας, λαβών εις την ψυχήν του μεγάλην χαράν, διότι εβεβαιώθη δια την μακαρίαν απόλαυσιν της ψυχής του πατρός του και τον αγιασμόν του αγίου του λειψάνου, επεδόθη εις έτι μεγαλυτέρας νηστείας και αγρυπνίας και επερίσσευσεν εις τους λοιπούς αγώνας της ασκήσεως, τους οποίους αδύνατον είναι να περιγράψη τις. Επειδή όμως δεν ήτο τρόπος να κρύπτεται η αρετή του Οσίου Σάββα και έγινε γνωστή τοις πάσι, δια τούτο ήρχοντο προς αυτόν καθ’ ημέραν πολλοί ζητούντες διδασκαλίαν πνευματικήν, και μάλιστα ο Πρώτος του Όρους, μολονότι ήτο και αυτός ενάρετος και πνευματοφόρος, είχε τον Όσιον Σάββαν πρωτοσύμβουλον, και οι λοιποί Προεστώτες των Μοναστηρίων άνευ της γνώμης αυτού δεν ετελείωνον καμμίαν υπόθεσιν, επειδή η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατοικούσεν εις αυτόν, τον εφώτιζε να εννοή και να λέγη όλα τα ψυχωφελή και σωτήρια. Εις τόσην δε αγάπην τον είχον, ώστε και τον εβίασαν να ιερωθή. Ο δε ταπεινόφρων Σάββας έλεγεν, ότι δεν ήτο άξιος και πολλάκις βιαζόμενος εκρύπτετο. Τέλος, δια να μη φανή παρήκοος, βλέπων, ότι ήτο θέλημα Θεού, είπε: «Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Και ούτως εχειροτονήθη Διάκονος και Ιερεύς εις το Μοναστήριόν του από τον τότε Ιερισσού Επίσκοπον Νικόλαον. Ακούσας ο τότε Θεσσαλονίκης Κωνστάντιος τας αρετάς του Αγίου με πολλάς παρακλήσεις τον έφερεν εις Θεσσαλονίκην, και συνομιλήσας με αυτόν ημέρας τινάς και πολλά ωφεληθείς αυτός τε και οι Επίσκοποι και Κληρικοί αυτού και όλος ο λαός, και καταρτισθέντες όλοι κοινώς από τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του, συνεφώνησαν ο τε Αρχιεπίσκοπος με τους Επισκόπους του και όλον τον Κλήρον και μίαν Κυριακήν, εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος τον λαόν εις την Μητρόπολιν, τον έκαμαν έξαφνα Αρχιμανδρίτην και μη θέλοντα. Ο δε Άγιος, δια τας υπερβολικάς τιμάς τας οποίας του έκαμναν, αναχωρήσας κρυφίως εκείθεν, ήλθεν εις το Μοναστήριόν του. εις δε τον καιρόν του βασιλέως Θεοδώρου του Λασκάρεως εστάλη ο μακάριος Σάββας από τον Πρώτον του Όρους και τους λοιπούς Προεστώτας προς τον βασιλέα δι’ αναγκαίας υποθέσεις του Όρους. Ο δε βασιλεύς με όλην την Σύγκλητον και τον Πατριάρχην και όλον το Ιερατείον εκάθητο τότε εις την Νίκαιαν, επειδή την Κωνσταντινούπολιν την είχον καταλάβει τότε οι Φράγκοι υπό τον Δούκα βασιλέα τον Μούρτζουφλον, η δε πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους ήτο τότε εις την Νίκαιαν. Εκεί λοιπόν επήγε και ο Άγιος και συνήντησε τον βασιλέα, με τον οποίον ήτο και συγγενής, ότι ο ανεψιός του Αγίου είχε λάβει τότε την θυγατέρα του βασιλέως. Όχι όμως τόσον δια την συγγένειαν αυτήν, όσον δια την αρετήν του επεθύμει πολύ ο βασιλεύς προ πολλού να τον ίδη· όθεν εχάρη χαράν μεγάλην ιδών τον Άγιον και τον εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, και συνομιλήσας μετ’ αυτού και θαυμάσας την αρετήν του, τον είχεν εις μεγάλην ευλάβειαν. Ο δε Άγιος ανέφερεν εις τον βασιλέα δια την πατρίδα του Σερβίαν, ότι δεν είχεν Αρχιερέα και τον παρεκάλεσε να ομιλήση του τότε Πατριάρχου να στείλη Αρχιερέα εις την Σερβίαν. Καλέσας όθεν ο βασιλεύς τον Πατριάρχην, του ωμίλησε περί του Αγίου και περί της Σερβίας, ότι δεν έχει αυτή Αρχιερέα, και του συνέστησεν ότι πρέπει να χειροτονήση τοιούτον και να τον αποστείλη. Ο δε Πατριάρχης συνομιλήσας μετά του Αγίου ικανάς ημέρας και βεβαιωθείς την ενάρετον αυτού πολιτείαν, έκρινεν αυτόν άξιον και ικανόν δια το Αποστολικόν αξίωμα της Αρχιερωσύνης. Όθεν επήγεν εις τον βασιλέα και συνομιλήσαντες οι δύο απεφάσισαν να κάμουν Αρχιεπίσκοπον Σερβίας και Πεκίου τον Όσιον Σάββαν, έστω και μη θέλοντα· και ούτω πολλάς ημέρας βιάσαντες αυτόν τον εχειροτόνησεν ο Πατριάρχης και έκαμεν ο βασιλεύς χαράν μεγάλην την ημέραν εκείνην. Χειροτονηθείς δε ο Άγιος επεδόθη εις περισσοτέρους αγώνας και ασκήσεις και ούτως επήγεν εις την επαρχίαν του και εδίδασκε καθ’ εκάστην ημέραν το ποίμνιόν του τον λόγον του Ευαγγελίου και την κατά Χριστόν πολιτείαν· και τους μεν Ορθοδόξους εστήριζεν εις την ευσέβειαν και εις την αρετήν, τους δε αιρετικούς με την χάριν και γλυκύτητα των διδασκαλιών του τους επέστρεφεν από την αίρεσιν εις την ευσέβειαν και εις ολίγον καιρόν όλους τους απίστους και αιρετικούς, οίτινες ήσαν εις την επαρχίαν του, τους έκαμεν Ορθοδόξους, και όλοι των είχοναυτόν όχι μόνον Ποιμένα και διδάσκαλον, αλλά και λυτρωτήν και σωτήρα των. Βαλών εις καλήν κατάστασιν την επαρχίαν του, ήλθε πάλιν εις το Όρος και απήλαυσε τους Πατέρας του Μοναστηρίου του. Και μετά τινας ημέρας συνάξας όλους τους αδελφούς τούς είπεν, ότι είχε προ πολλού μεγάλην επιθυμίαν να υπάγη να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου ημών, και ικανώς αυτούς διδάξας και λαβών τας ευχάς των έπλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Φθάσας δε Θεού βοηθεία εκεί εις ολίγας ημέρας, τον υπεδέχθη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος, και την Κυριακήν ελειτούργησεν ομού με τον Άγιον, προς τον οποίον είπε να ευχηθή τον λαόν και να τον διδάξη· και εις τόσην αγάπην και ευλάβειαν τον είχεν ο Πατριάρχης και οι Κληρικοί και όλος ο λαός, ώστε δεν ήθελον να χωρίσουν από αυτόν, αλλ’ ήρχοντο καθ’ εκάστην ημέραν να ακούουν τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του. Προσκυνήσας δε όλους τους Αγίους Τόπους με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν και άφθονα και θερμά δάκρυα χύσας επάνω εις τον Πανάγιον Τάφον, ανεχώρησε και εις ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Ανατολήν, ένθα εύρε τον βασιλέα Ιωάννην τον Βατάτζην, ο οποίος ήτο συγγενής του Αγίου, όστις τον υπεδέχθη με μεγάλην ευλάβειαν και τιμήν και εχάρη πολύ, δοξάσας τον Θεόν ότι τον ηξίωσε να λάβη την ευχήν του. Ομοίως έπραξε και η βασίλισσα, και τον έκαμαν και οι δύο πνευματικόν των πατέρα· αλλ’ ο Άγιος, διατρίψας ικανάς ημέρας εκεί, απεφάσισε να έλθη πάλιν εις το Όρος. Και επειδή ο βασιλεύς τον είχε συγγενή και πνευματικόν του, του εχάρισε Τίμιον Ξύλον και άλλα άγια λείψανα και σκεύη πολύτιμα, και τον απέστειλε με βασιλικόν πλοίον εις το Μοναστήριόν του· φθάσας δε εκεί θεία βοηθεία αφιέρωσεν εις την Ιεράν αυτού Μονήν το Τίμιον Ξύλον ομού με τα άγια λείψανα, και όσα του εδώρησεν ο βασιλεύς. Μείνας δε ικανόν καιρόν και καλώς καθοδηγήσας τους Πατέρας και διορίσας Ηγούμενον ενάρετον να τους ποιμαίνη, επέστρεψε πάλιν εις την Σερβίαν. Επανελθών ο Άγιος εις την επαρχίαν του και ποιμάνας τους εκεί θεαρέστως, κατεφώτισεν όλην την Σερβίαν με τας ακτίνας των αρετών του και των θείων του διδασκαλιών. Φυλάξας δε αυτήν αβλαβή από τους νοητούς λύκους, την ωδήγησε σαφώς εις την ουράνιον μάνδραν. Επειδή όμως εις τα μέρη εκείνα ήσαν τότε πολλαί αιρέσεις, εξήλθεν ο Άγιος και εις άλλας επαρχίας και εδίδασκεν αποστολικώς, μεταβαίνων από τόπου εις τόπον, και πολλούς αιρετικούς και ασεβείς ωδήγει εις την ευσέβειαν, μετέβη δε και εκ δευτέρου εις προσκύνησιν του Αγίου Τάφου. Από όσας δε πόλεις διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε και εστερέωνε τους Χριστιανούς δια πολλών θαυμάτων, τα οποία παραλείπομεν δια συντομίαν, τούτο δε μόνον λέγομεν, ότι διδάσκων ομού με άλλους τρεις, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν του, ήλθε και εις το Τίρνοβον, ένθα τον υπεδέχθη ο τότε βασιλεύς του Τιρνόβου Ασάνης εντίμως, ως συγγενής του Αγίου· και ερχομένης της εορτής των Θεοφανείων, ελειτούργησεν ο Άγιος· ενώ δε έψαλλε τον μέγαν αγιασμόν, έγινε το εξής θαύμα· Καθώς έβαλε τον Τίμιον Σταυρόν εις το ύδωρ, εσχίσθη τούτο εις την μέσην και εστάθη ως τοίχος· όθεν οι τούτο ιδόντες εδόξασαν τον Θεόν. Ο δε βασιλεύς πολλά ηυλαβήθη τον Άγιον και τον παρεκάλεσε να καθίση εκεί μέχρι του Πάσχα, αυτός δε επήγε δια βασιλικάς υποθέσεις εις άλλους τόπους, ο δε Άγιος έμεινεν εκεί, και μετ’ ολίγας ημέρας ασθενήσας και προγνωρίσας τον θάνατόν του προσεκάλεσε τους μαθητάς του και τους εδίδαξε τα σωτήρια, τους έδωκε δε και όσα άγια λείψανα και άλλα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη και κειμήλια είχεν. Ακούσας ο τότε Αρχιερεύς Τιρνόβου την ασθένειαν του Αγίου επήγε να τον ίδη, και ιδών αυτόν βαρέως ασθενούντα ηθέλησε να μηνύση του βασιλέως· ο δε Άγιος δεν τον αφήκεν, αλλά του είπεν: «Αδελφέ, παρακαλώ σε, ούτε του βασιλέως να μηνύσης ούτε η πανιερότης σου να λάβης τον κόπον να έλθης εδώ· μόνον ύπαγε εις ειρήνην και εύχου υπέρ εμού, και ο ελεήμων Θεός να μας συναγάγη εις την άνω Ιερουσαλήμ». Το δε Σάββατον εσπέρας εκοινώνησεν ο Άγιος τα Άχραντα Μυστήρια, και τότε έλαμψε το πρόσωπόν του και επλήσθη όλος χαράς και αγαλλιάσεως· λέγων δε εκ τρίτου το «Δόξα σοι ο Θεός» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού την ιδ΄ (14) Ιανουαρίου. Το δε πρωϊ επήγεν ο Αρχιερεύς και ο Κλήρος και όλος ο λαός δια να θάψουν το άγιον λείψανον, εκ του οποίου εξήρχετο ευωδία άρρητος, ώστε όλοι εθαύμαζον και δεν εγνώριζον που να το θάψουν· επειδή δε ήτο τότε εκεί πλησίον ο βασιλεύς, ειδοποίησαν αυτόν και ούτος προσέταξε να τον θάψουν εις το ιδικόν του Μοναστήριον των Αγίων Τεσσαράκοντα· όθεν το ενεταφίασαν εκεί ευλαβώς. Μετ’ ολίγας ημέρας ερχόμενος απ’ έξω ο βασιλεύς, επήγε πρώτον εις τον τάφον του Αγίου όπου ετοποθέτησε εν ωραιότατον μάρμαρον και μίαν κανδήλαν την οποίαν επρόσταξε να ανάπτη πάντοτε ακοίμητος, όσοι δε ασθενείς επήγαινον εκεί με ευλάβειαν ιατρεύοντο. Είχε δε ο Άγιος δύο ανεψιούς, τον Ραντοσλάβ, όστις ήτο γαμβρός του βασιλέως Λασκάρεως και τον Βλαντισλάβ, όστις ήτο γαμβρός του βασιλέως Ασάνη και εβασίλευε τότε εις την Σερβίαν. Ούτος μαθών τον θάνατον του Αγίου, ομοίως και ο τότε Αρχιερεύς της Σερβίας Αρσένιος, τον οποίον είχε χειροτονήσει ο Άγιος διάδοχόν του, ελυπήθησαν πολύ, ακούσαντες δε και τα θαύματα, τα οποία ετέλει ο Άγιος, απεφάσισαν να ζητήσουν το άγιον λείψανον· γράφει λοιπόν ο ρηθείς βασιλεύς της Σερβίας προς τον πενθερόν του παρακλητικώς, στέλλων και τινάς άρχοντας δια να λάβουν το άγιον λείψανον· αλλ’ ο βασιλεύς Ασάνης δεν τους το έδωκε. Έγραψεν όθεν και εκ δευτέρου ο γαμβρός του παρακλητικώς, αποστέλλων και τους μεγαλυτέρους έρχοντας και χαρίσματα μεγάλα, αλλά ούτε τότε το έδωκεν ο Ασάνης, μόνον του απήντησεν· «Αφού ο αγαθός Θεός ωκονόμησε να κοιμηθή ο Άγιος εδώ, σημαίνει ότι εις ημάς εχάρισεν αυτόν τον θησαυρόν, και λοιπόν τις είμαι εγώ να αντισταθώ εις την βουλήν του Κυρίου»; Ούτω δε απέστειλεν απράκτους τους σταλέντας άρχοντας. Τότε ο Βλαντισλάβ επήρε τους εγκριτωτέρους άρχοντας και επήγε δια να ζητήση τον Άγιον· φθάσας δε εις τον τόπον, επήγε πρώτον εις τον τάφον του Αγίου και κλαύσας μετά θερμών δακρύων είπεν: «Ω Άγιε του Θεού και Πάτερ ημών σεβασμιώτατε, διατί μας εβδελύχθης τους αμαρτωλούς και δεν θέλεις να έλθης εις την πατρίδα σου, της οποίας εστάθης όχι μόνον ποιμήν, αλλά και σωτήρ; Εσύ μας ηλευθέρωσας από την πλάνην του διαβόλου και μας ωδήγησας εις την αλήθειαν· εσύ ελύτρωσας την ποίμνην σου από τας αιρέσεις· ασθενούσαν την ιάτρευσας· από ψυχικόν θάνατον ελύτρωσας· κινδυνεύουσαν την ανέστησας· την εστόλισας με πνευματικάς ακολουθίας, με τάξεις ιεράς, με νομοθεσίας ψυχοσωτηρίους και τώρα πως την αφήνεις, Άγιε, εστερημένην από τον αγιασμόν του θείου σου λειψάνου; Πως την αφήνεις πάμπτωχον από τον ακένωτον θησαυρόν της θείας σου χάριτος; εξηραμμένην από την γλυκείαν πηγήν των θαυμάτων σου; Μη, Πάτερ ευσπλαγχνικώτατε· λυπήσου με, παράβλεψον τας αμαρτίας εμού τε και του λαού σου εις ό,τι σου εσφάλομεν, και ελθέ εις ημάς, αν και ανάξιοι είμεθα και αμαρτωλοί, και μη μας αφήσης εστερημένους της παρουσίας και προστασίας σου». Ταύτα ευξάμενος, ύστερον επήγεν εις τον πενθερόν του. Την δε νύκτα εκείνην βλέπει ο πενθερός του τον Άγιον ως Άγγελον αστραπηφόρον και τον προστάζει να δώση το λείψανόν του εις τον γαμβρόν του, να το υπάγη εις την πατρίδα του· και το πρωϊ ο βασιλεύς Ασάνης, συνάξας όλον τον λαόν και τον Κλήρον και τον Μητροπολίτην, και φανερώσας την υπόθεσιν, επήρε τον γαμβρόν του και μετά ψαλμωδιών και λαμπάδων και θυμιαμάτων ανοίξαντες τον τάφον του Αγίου, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Επλήσθη όλος ο τόπος ευωδίας αρρήτου, έλαμπε δε το πρόσωπον τού Αγίου ως ο Ήλιος, και πάντες θαυμάσαντες έκραζον το «Κύριε, ελέησον». Τότε μετά προπομπής μεγάλης και λιτής περιπατούντες πεζοί οι δύο βασιλείς έφεραν το άγιον λείψανον έξω από το Τίρνοβον, λαβών δε αυτό ο βασιλεύς Βλαντισλάβ το έφερε μετά χαράς μεγάλης εις την πατρίδα του, ένθα εγένετο χαρά μεγάλη την ημέραν εκείνην, ετελέσθησαν δε και πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Παναγίας Τριάδος, η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου