Γαβριήλ και Κυρμιδώλης οι ένδοξοι Άγιοι Νεομάρτυρες ήσαν από την
Αίγυπτον γεγεννημένοι από Χριστιανούς γονείς και καλώς ανατεθραμμένοι,
εμαρτύρησαν δε εις αυτήν την πατρίδα των εις τον καιρόν του σουλτάνου
Σουλεϊμάν, υιού του Οσμάν· η δε αιτία του μαρτυρίου αυτών ηκολούθησεν ούτως. Κατ’
εκείνας τας ημέρας ήτο Εμίρης τις, ονόματι Χάερ Μεκ, πρώτος εξουσιαστής της
Αιγύπτου· εις τούτον λοιπόν επήγαν τινές από τους ασεβείς και εσυκοφάντησαν
τους Αγίους Μάρτυρας, λέγοντες προς αυτόν·
«Εδώ ευρίσκονται δύο Χριστιανοί νέοι και μεταξύ των πολλών κακών, τα οποία μας κάμνουν, είναι και τούτο το χείρον, ότι έχουσιν αυτοί τους οίκους των πλησίον εις το τζαμί, όπερ είναι εκεί πλησίον μας και ρίπτουσιν επάνω εις αυτό απορρίματα, νερά, κρασιά και άλλας ακαθαρσίας και ουδείς από ημάς δύναται να τους εναντιωθή, καθότι είναι γραμματικοί μεγάλων ανθρώπων· ημείς όμως βλέποντες τούτο, το οποίον πράττουσι καθ’ εκάστην ημέραν και μη υποφέροντες το όνειδος, ιδού ήλθομεν και σου το ανηγγείλαμεν και καθώς θέλεις ποίησον». Και ταύτα μεν έλεγον οι μιαροί εκείνοι και ασεβείς, διότι εφθόνουν τούτους, επειδή ήσαν ευγενείς και άξιοι εις πάντα και γραμματικοί άριστοι, επειδή ήσαν εκ φύσεως επιτήδειοι, πεπαιδευμένοι και καλώς και ευγενώς ανατεθραμμένοι υπό των γονέων των με χρηστά ήθη. Δια τούτο τους εφθόνουν, ως είπομεν, και μη έχοντες τι να κάμωσι, τους εσυκοφάντησαν τοιουτοτρόπως και τους διέβαλον εις τοιούτον φοβερόν εξουσιαστήν. Ακούων δε ταύτα ο Εμίρης, έστειλεν ευθύς στρατιώτας και έφεραν τους Μάρτυρας έμπροσθέν του ως καταδίκους. Και καθώς τους είδε νέους πολύ και ωραίους εις το πρόσωπον, ήρχισε να τους κολακεύη με λόγια ήμερα και να τους ερωτά περί της πίστεως αυτών, απεκρίθησαν δε οι γενναίοι ούτοι με ελευθερίαν και παρρησίαν μεγάλην, ότι είναι Χριστιανοί και πιστεύουσιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Βλέπων δε ο Εμίρης το σταθερόν της γνώμης των προσέταξε να τους οδηγήσωσιν εις τους κριτάς. Και σύροντες αυτούς οι στρατιώται ως κακοποιούς, υβρίζοντες και δέροντες αυτούς σκληρώς και απανθρώπως, τους παρέστησαν έμπροσθεν των κριτών, οι οποίοι τους ηρώτησαν και αυτοί δια την πίστιν των. Οι δε Μάρτυρες, χωρίς δειλίαν και φόβον, αλλά με χάριεν πρόσωπον και στερράν γνώμην απεκρίθησαν και εις αυτούς τα ίδια, ότι δηλαδή είναι Χριστιανοί και πιστεύουσιν εις τον Ιησούν Χριστόν. Οι δε περιεστώτες Αγαρηνοί (οι οποίοι ήσαν πλήθος πολύ εκεί συνηγμένοι δια να ίδωσι το αποβησόμενον), ακούσαντες ταύτα εθυμώθησαν και εφώναξαν προς αυτούς ομοφώνως να αρνηθώσιν εξ αποφάσεως την πίστιν του Χριστού και να δεχθώσι την ιδικήν των θρησκείαν· οι δε Μάρτυρες απεκρίθησαν πάλιν με μεγάλην αφοβίαν και είπον αυτούς· «Ημείς την πίστιν, την οποίαν έχομεν από τους προγόνους μας, δεν την αρνούμεθα, αλλά μένομεν έως τέλους εις αυτήν ασάλευτοι και καλώς τεθεμελιωμένοι· την δε θρησκείαν σας εξουθενούμεν και αποστρεφόμεθα ως ψευδή και ματαίαν». Ακούσαντες ταύτα οι κριταί εθυμώθησαν και τους είπον· «Εάν ποιήσητε εκείνο, όπερ σας προστάζομεν, θέλετε αποφύγει πολλά βάσανα και θέλετε σώσει την ζωήν σας και ημείς θέλομεν σας τιμήσει με μεγάλην τιμήν και δόξαν· ει δε και δεν προσέλθητε εις την θρησκείαν μας, έχομεν να σας θανατώσωμεν με πικρότατον θάνατον». Και την ώραν, ότε έλεγον ταύτα οι κριταί προς τους Μάρτυρας, έφθασεν η μήτηρ του Αγίου Κυρμιδώλου, δια να ίδη και να παρηγορήση τον υιόν της, όστις ευρίσκετο εις τοιούτον κίνδυνον· και καθώς την είδον οι παρεστώτες, έτρεξαν ως άγρια θηρία και την έδειραν ανηλεώς, κατεξέσχισαν τα φορέματά της και την απεδίωξαν από το κριτήριον. Βλέπων τούτο ο μακάριος Γαβριήλ, εστάθη εις το μέσον και είπεν· «Ω άδικοι και παράνομοι κριταί, κανέν πράγμα δεν μας χωρίζει από την αγάπην και την πίστιν του Χριστού. Ούτε πλούτος, ούτε δόξα, ούτε αγάπη γονέων, ούτε βάσανα, ούτε αυτός ο δεινός και πικρότατος θάνατος· αλλ’ ιδού ο τράχηλός μας, και ό,τι θέλετε να ποιήσητε, ποιήσατέ το το ταχύτερον». Ομοίως και ο Κυρμιδώλης είπε προς αυτούς· «Και εγώ την αυτήν γνώμην έχω με τον σύντροφόν μου, και δια το όνομα του Χριστού μου είμαι έτοιμος να αποθάνω». Τότε εις από τους παρεστώτας Αγαρηνούς, θυμωθείς ο αλιτήριος δια τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, τον εκτύπησε με την μάχαιραν εις το στήθος και τον έρριψε κατά γης και άλλος Άραψ πάλιν ορμήσας με μεγάλην αγριότητα τον εκτύπησε και αυτός επάνω εις το στήθος με τους πόδας του, όσον ηδύνατο, αφ’ ου δε τον άφησεν εκείνος ημιθανή, άλλος πάλιν από αυτούς, κρατών μέγαν λίθον, τον εκτύπησε με αυτόν εις την κεφαλήν και διεχωρίσθη εις δύο μέρη. Αλλά ουδέ ούτως εχορτάσθησαν οι απάνθρωποι, έτρεξε δε και άλλος εξ αυτών και εξώρυξε τους οφθαλμούς του με τους δακτύλους του και τοιουτοτρόπως ηξιώθη του μακαρίου τέλους ο αοίδιμος Κυρμιδώλης και έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου από τον στεφοδότην Χριστόν. Τον δε μακάριον Γαβριήλ τον έρριψεν εις την γην εις στρατιώτης και κτυπών αυτόν δυνατά με την μάχαιραν, του έκοψε τον ώμον τον δεξιόν και τέλος απέτεμε την τιμίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβε και ο αείμνηστος Γαβριήλ του Μαρτυρίου τον στέφανον. Αφού τοιουτοτρόπως σκληρώς και απανθρώπως τους εθανάτωσαν, τους έδεσαν από τους πόδας και τους έσυραν κατά την προσταγήν των κριτών, έως ου τους έφεραν εις τόπον καλούμενον Χίμετ Ηλγεμάν, ήτοι εις τας σκηνάς των στρατιωτών, και εκεί ανάψαντες μεγάλην πυράν έβαλον εντός αυτής τα μαρτυρικά λείψανα, τα οποία παρέμενον εντός αυτής δύο ημερονύκτια, αλλά δεν εκαίοντο· οι δε παράνομοι εκείνοι, αγανακτήσαντες εις τούτο, ήναψαν πάλιν πυράν μεγαλυτέραν, αυξάνοντες αυτήν με φρύγανα και έλαια και με άλλα τοιαύτα και εντός αυτής έρριψαν και πάλιν τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· και μετά ταύτα, αφού έσβυσεν η πυρά και εκρύωσεν η στάκτη, επήγαν οι δούλοι των Αγαρηνών και κοσκινίσαντες την στάκτην, συνήθροισαν εκείνα τα οποία έμειναν από τα οστά των Αγίων Μαρτύρων και τα επώλησαν εις τους Χριστιανούς. Την δε αγίαν κάραν του Μάρτυρος Γαβριήλ την επήρε πρότερον εις στρατιώτης κρυφίως και την επώλησεν εις ένα Χριστιανόν, υιόν του Μούφρα, χρυσοχόον την τέχνην, Ηλίαν ονομαζόμενον, και αυτός λαμβάνων αυτήν την έδωκεν εις χείρας του Πατριάρχου, ο οποίος συνάξας επιμελώς και ευλαβώς και τα υπόλοιπα άγια λείψανα, τα εμύρισε με ευώδη αρώματα, τα πολλών μύρων και αρωμάτων άξια και έθεσεν εις μίαν θήκην. Έπειτα, μετά ημέρας ικανάς, τα επήρεν από το Πατριαρχικόν κελλίον, τα επήγε δε με φώτα πολλά και με ύμνους και ψαλμωδίας και τα έβαλεν εις τον Ναόν του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου, εις τον οποίον ευρίσκονται έως την σήμερον και δια της θείας Χάριτος ενεργούσι μεγάλα και εξαίσια θαύματα εις εκείνους, οίτινες προσέρχονται εις αυτά μετά πίστεως και ευλαβείας και τα προσκυνούσι και τα ασπάζονται. Ήσαν δε ούτοι οι Άγιοι και οι δύο όταν εμαρτύρησαν έως είκοσιν ετών την ηλικίαν, ετελείωσαν δε τον καλόν αγώνα εις τας δέκα και οκτώ του Οκτωβρίου μηνός· ων ταις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
«Εδώ ευρίσκονται δύο Χριστιανοί νέοι και μεταξύ των πολλών κακών, τα οποία μας κάμνουν, είναι και τούτο το χείρον, ότι έχουσιν αυτοί τους οίκους των πλησίον εις το τζαμί, όπερ είναι εκεί πλησίον μας και ρίπτουσιν επάνω εις αυτό απορρίματα, νερά, κρασιά και άλλας ακαθαρσίας και ουδείς από ημάς δύναται να τους εναντιωθή, καθότι είναι γραμματικοί μεγάλων ανθρώπων· ημείς όμως βλέποντες τούτο, το οποίον πράττουσι καθ’ εκάστην ημέραν και μη υποφέροντες το όνειδος, ιδού ήλθομεν και σου το ανηγγείλαμεν και καθώς θέλεις ποίησον». Και ταύτα μεν έλεγον οι μιαροί εκείνοι και ασεβείς, διότι εφθόνουν τούτους, επειδή ήσαν ευγενείς και άξιοι εις πάντα και γραμματικοί άριστοι, επειδή ήσαν εκ φύσεως επιτήδειοι, πεπαιδευμένοι και καλώς και ευγενώς ανατεθραμμένοι υπό των γονέων των με χρηστά ήθη. Δια τούτο τους εφθόνουν, ως είπομεν, και μη έχοντες τι να κάμωσι, τους εσυκοφάντησαν τοιουτοτρόπως και τους διέβαλον εις τοιούτον φοβερόν εξουσιαστήν. Ακούων δε ταύτα ο Εμίρης, έστειλεν ευθύς στρατιώτας και έφεραν τους Μάρτυρας έμπροσθέν του ως καταδίκους. Και καθώς τους είδε νέους πολύ και ωραίους εις το πρόσωπον, ήρχισε να τους κολακεύη με λόγια ήμερα και να τους ερωτά περί της πίστεως αυτών, απεκρίθησαν δε οι γενναίοι ούτοι με ελευθερίαν και παρρησίαν μεγάλην, ότι είναι Χριστιανοί και πιστεύουσιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Βλέπων δε ο Εμίρης το σταθερόν της γνώμης των προσέταξε να τους οδηγήσωσιν εις τους κριτάς. Και σύροντες αυτούς οι στρατιώται ως κακοποιούς, υβρίζοντες και δέροντες αυτούς σκληρώς και απανθρώπως, τους παρέστησαν έμπροσθεν των κριτών, οι οποίοι τους ηρώτησαν και αυτοί δια την πίστιν των. Οι δε Μάρτυρες, χωρίς δειλίαν και φόβον, αλλά με χάριεν πρόσωπον και στερράν γνώμην απεκρίθησαν και εις αυτούς τα ίδια, ότι δηλαδή είναι Χριστιανοί και πιστεύουσιν εις τον Ιησούν Χριστόν. Οι δε περιεστώτες Αγαρηνοί (οι οποίοι ήσαν πλήθος πολύ εκεί συνηγμένοι δια να ίδωσι το αποβησόμενον), ακούσαντες ταύτα εθυμώθησαν και εφώναξαν προς αυτούς ομοφώνως να αρνηθώσιν εξ αποφάσεως την πίστιν του Χριστού και να δεχθώσι την ιδικήν των θρησκείαν· οι δε Μάρτυρες απεκρίθησαν πάλιν με μεγάλην αφοβίαν και είπον αυτούς· «Ημείς την πίστιν, την οποίαν έχομεν από τους προγόνους μας, δεν την αρνούμεθα, αλλά μένομεν έως τέλους εις αυτήν ασάλευτοι και καλώς τεθεμελιωμένοι· την δε θρησκείαν σας εξουθενούμεν και αποστρεφόμεθα ως ψευδή και ματαίαν». Ακούσαντες ταύτα οι κριταί εθυμώθησαν και τους είπον· «Εάν ποιήσητε εκείνο, όπερ σας προστάζομεν, θέλετε αποφύγει πολλά βάσανα και θέλετε σώσει την ζωήν σας και ημείς θέλομεν σας τιμήσει με μεγάλην τιμήν και δόξαν· ει δε και δεν προσέλθητε εις την θρησκείαν μας, έχομεν να σας θανατώσωμεν με πικρότατον θάνατον». Και την ώραν, ότε έλεγον ταύτα οι κριταί προς τους Μάρτυρας, έφθασεν η μήτηρ του Αγίου Κυρμιδώλου, δια να ίδη και να παρηγορήση τον υιόν της, όστις ευρίσκετο εις τοιούτον κίνδυνον· και καθώς την είδον οι παρεστώτες, έτρεξαν ως άγρια θηρία και την έδειραν ανηλεώς, κατεξέσχισαν τα φορέματά της και την απεδίωξαν από το κριτήριον. Βλέπων τούτο ο μακάριος Γαβριήλ, εστάθη εις το μέσον και είπεν· «Ω άδικοι και παράνομοι κριταί, κανέν πράγμα δεν μας χωρίζει από την αγάπην και την πίστιν του Χριστού. Ούτε πλούτος, ούτε δόξα, ούτε αγάπη γονέων, ούτε βάσανα, ούτε αυτός ο δεινός και πικρότατος θάνατος· αλλ’ ιδού ο τράχηλός μας, και ό,τι θέλετε να ποιήσητε, ποιήσατέ το το ταχύτερον». Ομοίως και ο Κυρμιδώλης είπε προς αυτούς· «Και εγώ την αυτήν γνώμην έχω με τον σύντροφόν μου, και δια το όνομα του Χριστού μου είμαι έτοιμος να αποθάνω». Τότε εις από τους παρεστώτας Αγαρηνούς, θυμωθείς ο αλιτήριος δια τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, τον εκτύπησε με την μάχαιραν εις το στήθος και τον έρριψε κατά γης και άλλος Άραψ πάλιν ορμήσας με μεγάλην αγριότητα τον εκτύπησε και αυτός επάνω εις το στήθος με τους πόδας του, όσον ηδύνατο, αφ’ ου δε τον άφησεν εκείνος ημιθανή, άλλος πάλιν από αυτούς, κρατών μέγαν λίθον, τον εκτύπησε με αυτόν εις την κεφαλήν και διεχωρίσθη εις δύο μέρη. Αλλά ουδέ ούτως εχορτάσθησαν οι απάνθρωποι, έτρεξε δε και άλλος εξ αυτών και εξώρυξε τους οφθαλμούς του με τους δακτύλους του και τοιουτοτρόπως ηξιώθη του μακαρίου τέλους ο αοίδιμος Κυρμιδώλης και έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου από τον στεφοδότην Χριστόν. Τον δε μακάριον Γαβριήλ τον έρριψεν εις την γην εις στρατιώτης και κτυπών αυτόν δυνατά με την μάχαιραν, του έκοψε τον ώμον τον δεξιόν και τέλος απέτεμε την τιμίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβε και ο αείμνηστος Γαβριήλ του Μαρτυρίου τον στέφανον. Αφού τοιουτοτρόπως σκληρώς και απανθρώπως τους εθανάτωσαν, τους έδεσαν από τους πόδας και τους έσυραν κατά την προσταγήν των κριτών, έως ου τους έφεραν εις τόπον καλούμενον Χίμετ Ηλγεμάν, ήτοι εις τας σκηνάς των στρατιωτών, και εκεί ανάψαντες μεγάλην πυράν έβαλον εντός αυτής τα μαρτυρικά λείψανα, τα οποία παρέμενον εντός αυτής δύο ημερονύκτια, αλλά δεν εκαίοντο· οι δε παράνομοι εκείνοι, αγανακτήσαντες εις τούτο, ήναψαν πάλιν πυράν μεγαλυτέραν, αυξάνοντες αυτήν με φρύγανα και έλαια και με άλλα τοιαύτα και εντός αυτής έρριψαν και πάλιν τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· και μετά ταύτα, αφού έσβυσεν η πυρά και εκρύωσεν η στάκτη, επήγαν οι δούλοι των Αγαρηνών και κοσκινίσαντες την στάκτην, συνήθροισαν εκείνα τα οποία έμειναν από τα οστά των Αγίων Μαρτύρων και τα επώλησαν εις τους Χριστιανούς. Την δε αγίαν κάραν του Μάρτυρος Γαβριήλ την επήρε πρότερον εις στρατιώτης κρυφίως και την επώλησεν εις ένα Χριστιανόν, υιόν του Μούφρα, χρυσοχόον την τέχνην, Ηλίαν ονομαζόμενον, και αυτός λαμβάνων αυτήν την έδωκεν εις χείρας του Πατριάρχου, ο οποίος συνάξας επιμελώς και ευλαβώς και τα υπόλοιπα άγια λείψανα, τα εμύρισε με ευώδη αρώματα, τα πολλών μύρων και αρωμάτων άξια και έθεσεν εις μίαν θήκην. Έπειτα, μετά ημέρας ικανάς, τα επήρεν από το Πατριαρχικόν κελλίον, τα επήγε δε με φώτα πολλά και με ύμνους και ψαλμωδίας και τα έβαλεν εις τον Ναόν του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου, εις τον οποίον ευρίσκονται έως την σήμερον και δια της θείας Χάριτος ενεργούσι μεγάλα και εξαίσια θαύματα εις εκείνους, οίτινες προσέρχονται εις αυτά μετά πίστεως και ευλαβείας και τα προσκυνούσι και τα ασπάζονται. Ήσαν δε ούτοι οι Άγιοι και οι δύο όταν εμαρτύρησαν έως είκοσιν ετών την ηλικίαν, ετελείωσαν δε τον καλόν αγώνα εις τας δέκα και οκτώ του Οκτωβρίου μηνός· ων ταις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου