Ελευθέριος ο Άγιος
Μάρτυς, ο αποκαλούμενος Κουβικουλάριος, ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, δια της
Ορθοδοξίας μεν διαλάμπων, δια πλούτου δε και δόξης υπερβάλλων όλους τους κατ΄
εκείνον τον καιρόν ενδόξους και άρχοντας. Διότι ανατραφείς παιδιόθεν εις τας
αυλάς των βασιλέων, έλαβεν από εκεί και τας πρώτας τιμάς· τρωθείς όμως από τον
έρωτα των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών, ως ουδέν όλα τα γήϊνα ελογίσατο ο
μακάριος. Όθεν επροτίμησε να απορρίψη πάντα τα πρόσκαιρα δια να αποκτήση έστω
και την κατωτέραν θέσιν εις τας αυλάς του Κυρίου, παρά να είναι πρώτος εις τα
σκηνώματα των αμαρτωλών, ως λέγει ο θείος Δαβίδ (Ψαλμ. πγ: 11). Όθεν έχων προς
τον Θεόν προσηλωμένον τον νοερόν οφθαλμόν της ψυχής του, κατεγίνετο καθ΄
εκάστην εις ύμνους και δοξολογίας Θεού και μετεχειρίζετο παν είδος αρετής. Ο
φθορεύς όμως των ψυχών μας διάβολος δεν υπέφερε βλέπων τα καλά ταύτα·
όθεν
μεταχειρισθείς όργανον τον δούλον του Αγίου τούτου (διότι κατά την γνώμην σοφού
τινος «το δούλον εχθρόν τοις δεσπόταις», τουτέστιν οι δούλοι είναι πάντοτε εχθροί
εις τους κυρίους των) εξώθησε τούτον εις το να υπάγη προς τον τότε ασεβή
βασιλέα (Ιουλιανό τον παραβάτην) και να διαβάλ τον Άγιον λέγων, ότι ο αυθέντης
του Ελευθέριος εβαπτίσθη με Βάπτισμα των Χριστιανών και κτίσας Ναόν ελάτρευεν
εν αυτώ τον Εσταυρωμένον, μισών δε και αποστρεφόμενος τας βασιλικάς προσταγάς
είχεν οίκον κρυπτόν εις τα βάθη της γης, εντός του οποίου προσέφερεν εις τον
Χριστόν αγρυπνίας ολονυκτίους και εταλαιπώρει το σώμα του με νηστείας, δάκρυα
και κλαυθμούς. Ταύτα του δούλου διηγηθέντος εξήφθη ο βασιλεύς· όθεν έστειλε και
έφεραν τον Άγιον, τον οποίον παραστήσας ενώπιόν του και προσποιούμενος πραότητα
τον ερωτά κολακευτικώς λέγων· «Διατί αφήκες ημάς, ω Ελευθέριε, τοσούτον καιρόν
και κατεφρόνησας την προς σε μεγαλωτάτην αγάπην μου και τας βασιλικάς μου αυλάς»;
Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Έχων, ω βασιλεύ, το σώμα τεταλαιπωρημένον από τας
αλλεπαλλήλους ασθενείας, ηθέλησα να διατρίψω εις ευάερον τόπον προς ανακτησιν
της υγείας μου». Του λέγει ο βασιλεύς· «Και διατί μόνος απολαμβάνεις τα αγαθή
του ευκράτου αέρος και του ωραίου εκείνου τόπου; Ή μήπως θα ήθελες να
συναπολαύσωμεν και ημείς μετά σου τα αγαθά ταύτα»; Ο δε Άγιος όμως δεν απεκρίθη
παντάπασιν εις αυτά.
Κατά δε την εσπέραν διελθών ο βασιλεύς τον ποταμόν Σάγαριν, επορεύθη εις
τον οίκον του Αγίου (διότι εκεί κατώκει) και ιδών κρυπτήν θύραν, δι΄ εκείνης
ανακαλύπτει χάσμα κατεσκευασμένον εις είδος φρέατος, δια του οποίου καταβάς
ευρίσκει Ναόν εστολισμένον· καίτοι δε εβδελύχθη ο ασεβής αυτόν, «Βδέλυγμα γαρ
αμαρτωλώ θεοσέβεια» (Σειρ. α: 25), δεν εφοβέρισεν όμως τον Άγιον, αλλ΄ αφήνων
τας απειλάς, ήρχισε να τον κολακεύη με ελκυστικούς λόγους, βουλόμενος δι΄ αυτών
να μαλάξη την στερεάν γνώμην του Μάρτυρος. Αλλ΄ επειδή μεθ΄ όλα ταύτα εφαίνετο
ότι δέρει τον αέρα, κατά την παροιμίαν, επιχειρών να καταπείση τον
ακατάπειστον, διατάσσει να αποκεφαλίσωσι τον Άγιον, το δε τίμιον αυτού σώμα να
ρίψωσιν εις τους κύνας και τα όρνεα. Όθεν αποκεφαλισθείς ο μακάριος Ελευθέριος
παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, το δε τίμιον αυτού σώμα, ημελημένον
ευρισκόμενον, έλαβεν ευλαβής τις θεοφιλής Χριστιανός, εστολισμένος με το αξίωμα
της Ιερωσύνης, όστις ευωδιάσας αυτό με μύρα ενεταφίασεν εν επισήμω τόπω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου