«Η πλάση κλαίει. Μοιρολογάν οι αύρες μεσ΄ τα δάση.
Στ΄ αγγελοπάλατα οδυρμός και γόος έχει ξεσπάσει
Τ΄ αηδόνια πάψαν στα κλαδιά και σκύψανε ν΄ ακούσουν. Δάκρυα τα ρόδα στάξανε, τον θείο νεκρό να λούσουν. Φούσκωσ΄ η οδύνη τη φτωχή καρδιά και πάει να σπάσει» (Γ. Βερίτης).
Η Πατρίδα μας, ύστερ΄ απ΄ το μεγαλείο του Σαράντα, που εφώτισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και κατηύθυνε τα πεπρωμένα των λαών τής γης, ήταν πεπρωμένο και πάλι να γίνει ο Γολγοθάς και μαζί ο Ιερός Φάρος για τη διάλυση του πνιγηρού σκότους της οικουμένης. Η λαμπρή ιστορία μας μαρτυρεί την υπεροχή και τις αρετές της Φυλής μας.
Πικρή ήταν η Άνοιξη και δραματικό το Πάσχα του 1941. Οι βάρβαροι πέρασαν. Οι ώρες τραγικές για το Έθνος. Δυόμισι χιλιάδες αεροπλάνα ανέσκαψαν τα θεμέλια των προγονικών μας σπιτιών, όργωσαν τα χώματά μας, βούλιαξαν τα καράβια μας. Το αίμα έτρεχε άφθονο απ΄ τις πληγές της Πατρίδας μας και το όπλο έγερνε τσακισμένο στο χέρι της. Η γη μας εκάπνιζε απ΄ τη φωτιά του πολέμου και τα φαράγγια αντιβούϊζαν ακόμη απ΄ την κλαγγή της μάχης. Αίματα παντού, πένθη και δάκρυα!... Οι νικήτριες ελληνικές στρατιές του Μετώπου διαλύθηκαν. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κουρελιασμένους, αποκαμωμένους και πεινασμένους πολεμιστές, που γύριζαν, φορτωμένοι δόξα και ιστορία, στα σπίτια τους.
Στις 27 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, τις πρωϊνές ώρες, οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα, σε μια νεκρή πόλη. Τα σπίτια ήταν κατάκλειστα και κανένας δεν κυκλοφορούσε. Οι Αθηναίοι συναγμένοι και πικραμένοι όπως οι Μαθητές του Χριστού, ύστερ΄ απ΄ τη Σταύρωση. Στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως εκυμάτιζε η σημαία των κατακτητών με τον αγκυλωτό σταυρό. Ο Στράτης Μυριβήλης μάς δίνει μια εικόνα της τραγικής εκείνης Εποχής γράφοντας:
«Πάτησαν την Ακρόπολη οι ύαινες του βορρά και οι λύκοι του νότου, σέρνοντας πίσω τους τα πιο αιμοχαρή τσακάλια των Βαλκανίων. Οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν νεκρούς. Η Ελλάδα βογγούσε ανυπόταχτη, μέσα στο ερειπωμένο της χαράκωμα, δίχως ν΄ αφήσει το σπασμένο της σπαθί απ΄ το σακατεμένο χέρι…».
Εγέμισαν οι Εκκλησιές μας με πονεμένους Χριστιανούς, στις πόλεις και στα χωριά, με βάγια και με μύρα, που αναδίδουν άρωμα νίκης και αθανασίας. Οι θόλοι τους αντιλάλησαν με ύμνους και τροπάρια, που, ως πνεύμα λόγοι και ήχοι, εκφράζουν την ισχυρότερη δόνηση χαράς στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι η λυτρωτική χαρά της Λαμπρής, ύψιστη δωρεά, δύναμη ακατάλυτη και ανίκητη, αιώνιος λόγος και αθάνατο ελληνικό πνεύμα.
«Πάσχα Κυρίου! Απ΄ τη φθορά, Λαοί, λευτερωθείτε.
Του Ναζωραίου η έγερση και του θανάτου η νίκη
μεσ΄ της αγάπης τής Εδέμ σάς κράζει να βρεθείτε,
στης νέας ζωής τη χαραυγή απ΄ της νυχτιάς τη φρίκη».
Το ακήρατο φως της Αναστάσεως είναι ένα διαρκές θαύμα ζωής. Ύστερ΄ από τα πάθη του γλυκύτατου Ναζωραίου, το χαρμόσυνο άγγελμα της Μεγάλης Εορτής προμηνύει τη δύναμη της εγέρσεως απ΄ το βαθύ σκοτάδι στο υπερούσιο φως, την εποχή, που η φύση βγαίνει από τη νάρκη και ανεβαίνει στο ύψος μιας ακατάλυτης ωραιότητας. Το αιώνιο και ανέσπερο φως της Αναστάσεως σπάζει τα δεσμά του θανάτου και χαρίζει τη λύτρωση στους αλύτρωτους, τη χαρά στους πονεμένους και την πίστη στους απελπισμένους.
Τη δύναμη και το θρίαμβο έφεραν, μέσα στις τρικυμισμένες ψυχές των σκλάβων χριστιανών οι γλυκύτατοι Πασχαλινοί ύμνοι! Η πίστη τους ανέβαινε θερμότερη, από κάθε άλλη φορά, στον Ουράνιο Πατέρα. Κι Εκείνος στοργικά τους έδειχνε την παρηγοριά της υπομονής και την ελπίδα του λυτρωμού.
Η τριπλή κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων αφάνισε τις δυνάμεις του Έθνους. Η Πατρίδα μας έζησε τριάμισι χρόνια, κάτω απ΄ τα αβάσταχτα δεσμά της τυραννίας. Τα έδωσε όλα: το καταπληγωμένο σώμά της, το γάλα των νηπίων της, το αίμα των παρθένων. Η Ελλάδα της ελευθερίας και της τιμής, χωρίς ελευθερία και τιμή, πνιγμένη στο βαθύ σκοτάδι.
Η Ελληνική ψυχή, πλημμυρισμένη απ΄ το θείο κρασί της πίστεως, αδιάφορη στα μαρτύρια και στο θάνατο, έμεινε Πάναγνη και ολοφώτεινη, όπως οι ψυχές των Αγίων. Ο λαός μας αντιστάθηκε, με πίστη και πείσμα, στους επιδρομείς και εξεπλήρωσε το χρέος του στο ακέραιο και με απόλυτη συνέπεια.
Πόσο αίμα και πόση δόξα, πόση θλίψη και πόσος ιδρώτας, πόσες καταιγίδες και πόσοι χαλασμοί, πόσοι μόχθοι και πόσοι πόνοι!
Όσες φορές θυμούμαι το Πάσχα εκείνο, ποτέ δεν μπορώ να συγκρατήσω την καρδιά μου να μη τρέμει και τα μάτια μου να μη τρέχουν!
Δημητρίου Κουτσουλέλου Επιτίμου Επόπτου Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Τ΄ αηδόνια πάψαν στα κλαδιά και σκύψανε ν΄ ακούσουν. Δάκρυα τα ρόδα στάξανε, τον θείο νεκρό να λούσουν. Φούσκωσ΄ η οδύνη τη φτωχή καρδιά και πάει να σπάσει» (Γ. Βερίτης).
Η Πατρίδα μας, ύστερ΄ απ΄ το μεγαλείο του Σαράντα, που εφώτισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και κατηύθυνε τα πεπρωμένα των λαών τής γης, ήταν πεπρωμένο και πάλι να γίνει ο Γολγοθάς και μαζί ο Ιερός Φάρος για τη διάλυση του πνιγηρού σκότους της οικουμένης. Η λαμπρή ιστορία μας μαρτυρεί την υπεροχή και τις αρετές της Φυλής μας.
Πικρή ήταν η Άνοιξη και δραματικό το Πάσχα του 1941. Οι βάρβαροι πέρασαν. Οι ώρες τραγικές για το Έθνος. Δυόμισι χιλιάδες αεροπλάνα ανέσκαψαν τα θεμέλια των προγονικών μας σπιτιών, όργωσαν τα χώματά μας, βούλιαξαν τα καράβια μας. Το αίμα έτρεχε άφθονο απ΄ τις πληγές της Πατρίδας μας και το όπλο έγερνε τσακισμένο στο χέρι της. Η γη μας εκάπνιζε απ΄ τη φωτιά του πολέμου και τα φαράγγια αντιβούϊζαν ακόμη απ΄ την κλαγγή της μάχης. Αίματα παντού, πένθη και δάκρυα!... Οι νικήτριες ελληνικές στρατιές του Μετώπου διαλύθηκαν. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κουρελιασμένους, αποκαμωμένους και πεινασμένους πολεμιστές, που γύριζαν, φορτωμένοι δόξα και ιστορία, στα σπίτια τους.
Στις 27 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, τις πρωϊνές ώρες, οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα, σε μια νεκρή πόλη. Τα σπίτια ήταν κατάκλειστα και κανένας δεν κυκλοφορούσε. Οι Αθηναίοι συναγμένοι και πικραμένοι όπως οι Μαθητές του Χριστού, ύστερ΄ απ΄ τη Σταύρωση. Στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως εκυμάτιζε η σημαία των κατακτητών με τον αγκυλωτό σταυρό. Ο Στράτης Μυριβήλης μάς δίνει μια εικόνα της τραγικής εκείνης Εποχής γράφοντας:
«Πάτησαν την Ακρόπολη οι ύαινες του βορρά και οι λύκοι του νότου, σέρνοντας πίσω τους τα πιο αιμοχαρή τσακάλια των Βαλκανίων. Οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν νεκρούς. Η Ελλάδα βογγούσε ανυπόταχτη, μέσα στο ερειπωμένο της χαράκωμα, δίχως ν΄ αφήσει το σπασμένο της σπαθί απ΄ το σακατεμένο χέρι…».
Εγέμισαν οι Εκκλησιές μας με πονεμένους Χριστιανούς, στις πόλεις και στα χωριά, με βάγια και με μύρα, που αναδίδουν άρωμα νίκης και αθανασίας. Οι θόλοι τους αντιλάλησαν με ύμνους και τροπάρια, που, ως πνεύμα λόγοι και ήχοι, εκφράζουν την ισχυρότερη δόνηση χαράς στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι η λυτρωτική χαρά της Λαμπρής, ύψιστη δωρεά, δύναμη ακατάλυτη και ανίκητη, αιώνιος λόγος και αθάνατο ελληνικό πνεύμα.
«Πάσχα Κυρίου! Απ΄ τη φθορά, Λαοί, λευτερωθείτε.
Του Ναζωραίου η έγερση και του θανάτου η νίκη
μεσ΄ της αγάπης τής Εδέμ σάς κράζει να βρεθείτε,
στης νέας ζωής τη χαραυγή απ΄ της νυχτιάς τη φρίκη».
Το ακήρατο φως της Αναστάσεως είναι ένα διαρκές θαύμα ζωής. Ύστερ΄ από τα πάθη του γλυκύτατου Ναζωραίου, το χαρμόσυνο άγγελμα της Μεγάλης Εορτής προμηνύει τη δύναμη της εγέρσεως απ΄ το βαθύ σκοτάδι στο υπερούσιο φως, την εποχή, που η φύση βγαίνει από τη νάρκη και ανεβαίνει στο ύψος μιας ακατάλυτης ωραιότητας. Το αιώνιο και ανέσπερο φως της Αναστάσεως σπάζει τα δεσμά του θανάτου και χαρίζει τη λύτρωση στους αλύτρωτους, τη χαρά στους πονεμένους και την πίστη στους απελπισμένους.
Τη δύναμη και το θρίαμβο έφεραν, μέσα στις τρικυμισμένες ψυχές των σκλάβων χριστιανών οι γλυκύτατοι Πασχαλινοί ύμνοι! Η πίστη τους ανέβαινε θερμότερη, από κάθε άλλη φορά, στον Ουράνιο Πατέρα. Κι Εκείνος στοργικά τους έδειχνε την παρηγοριά της υπομονής και την ελπίδα του λυτρωμού.
Η τριπλή κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων αφάνισε τις δυνάμεις του Έθνους. Η Πατρίδα μας έζησε τριάμισι χρόνια, κάτω απ΄ τα αβάσταχτα δεσμά της τυραννίας. Τα έδωσε όλα: το καταπληγωμένο σώμά της, το γάλα των νηπίων της, το αίμα των παρθένων. Η Ελλάδα της ελευθερίας και της τιμής, χωρίς ελευθερία και τιμή, πνιγμένη στο βαθύ σκοτάδι.
Η Ελληνική ψυχή, πλημμυρισμένη απ΄ το θείο κρασί της πίστεως, αδιάφορη στα μαρτύρια και στο θάνατο, έμεινε Πάναγνη και ολοφώτεινη, όπως οι ψυχές των Αγίων. Ο λαός μας αντιστάθηκε, με πίστη και πείσμα, στους επιδρομείς και εξεπλήρωσε το χρέος του στο ακέραιο και με απόλυτη συνέπεια.
Πόσο αίμα και πόση δόξα, πόση θλίψη και πόσος ιδρώτας, πόσες καταιγίδες και πόσοι χαλασμοί, πόσοι μόχθοι και πόσοι πόνοι!
Όσες φορές θυμούμαι το Πάσχα εκείνο, ποτέ δεν μπορώ να συγκρατήσω την καρδιά μου να μη τρέμει και τα μάτια μου να μη τρέχουν!
Δημητρίου Κουτσουλέλου Επιτίμου Επόπτου Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου