Γεώργιος ο ένδοξος του Χριστού Νεομάρτυς ήτο γέννημα και θρέμμα της εν
Μικρά Ασία πόλεως Νέας Εφέσου, εις την οποίαν κατά το έτος αψνστ΄ (1756)
εγεννήθη εκ πατρός ονόματι Νικολάου και εις την οποίαν ήθλησεν εν έτει αωα΄
(1801), αφού προηγουμένως ανένηψεν εκ του πτώματος της αμαρτίας. Διότι,
ευλογητός ο Θεός. Όσον οι εχθροί μαίνονται εναντίον του Χριστιανισμού, άλλο
τόσον η Ανατολή κηρύττει λαμπρώς και μεγαλύνει με αθλητικούς αγώνας Θεόν
αληθινόν, Σωτήρα του κόσμου και Κριτήν των απάντων, τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν.
Δια τούτο πλησίον των Βίων εκείνων των Αγίων, τους οποίους αναγινώσκετε, αδελφοί μου Χριστιανοί, ακούσατε και πως ανένηψεν εκ του πτώματος και πως ηγωνίσθη και ήθλησε δια τον Χριστόν ο Νεομάρτυς ούτος Γεώργιος, δια να μη μείνη υστερημένη η υμετέρα αγάπη από την εξ αυτής ωφέλειαν. Κατά τον μήνα Ιούλιον του έτους 1798, ότε ο Γεώργιος ήτο τεσσαράκοντα δύο ετών, έγγαμος, έχων γυναίκα νόμιμον και τέκνα, έζη ζωήν πολύ άτακτον, εν κραιπάλη και μέθη καθημερινώς κυλιόμενος. Εκ τούτου ηκολούθησεν εις αυτόν φοβερός πειρασμός από τον οποίον, εάν δεν τον ηλέει ο Πανάγαθος Θεός ο τα πάντα προγινώσκων, ήθελε περιπέσει εις αιώνιον θάνατον. Διότι χωρίς να βιασθή από κανένα ή να παρακινηθή από άλλον τινά ειμή μόνον από τον σκοτισμόν της μέθης, παρουσιασθείς εις τον κριτήν, επί παρουσία πολλών ηρνήθη, φεύ! την εις τον Χριστόν πίστιν. Προτού όμως λάβη την περιτομήν, ανένηψεν από την μέθην· και λυπηθείς πολύ δια την ομολογίαν την οποίαν έκαμεν, ευρών ευκαιρίαν κατάλληλον, διέφυγεν εις την αντικρύ της πατρίδος του κειμένην Σάμον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνέπεσε να κτίζεται εις την Νέαν Έφεσον Εκκλησία των Χριστιανών, με βασιλικήν άδειαν. Τούτο μη ανεχόμενοι οι εχθροί της Χριστιανικής Πίστεως και θέλοντες από τον φθόνον των να την καταστρέψουν, έπλασαν μύθον, ότι οι Χριστιανοί εφόνευσαν τον Γεώργιον, διότι ηρνήθη την πίστιν των και τον έκρυψαν υπό τα θεμέλια της οικοδομουμένης Εκκλησίας. Τοιουτοτρόπως συνηθροίσθη πλήθος πολύ αλλοφύλων και κάμνοντες μεγάλην ταραχήν, ητοιμάζοντο να ορμήσουν κατά των Χριστιανών προς εκπλήρωσιν της κακίας των. Βλέποντες τότε οι Χριστιανοί την παράλογον ορμήν των Αγαρηνών και αναλογιζόμενοι, ότι έμελλον να φονευθούν οι επιστάται της Εκκλησίας, ως και άλλοι Χριστιανοί, να καταστραφή δε και η Εκκλησία και να επήγαινον εις μάτην οι κόποι και τα έξοδά των, όχι δε μόνον τούτο αλλά συν τοις άλλοις, ότι εις το εξής θα έμενον και χωρίς Εκκλησίαν, έστειλαν τους δημογέροντας εις τον κριτήν, παρόντων και των διοικητών του τόπου και τους εβεβαίωσαν, ότι ο άνθρωπος ευρίσκεται εις την Σάμον και, αν αμφιβάλλουν, ας στείλουν ανθρώπους να τον ίδουν, δια να βεβαιωθούν περί τούτου. Ούτω και έγινεν· οι Αγαρηνοί έστειλαν ανθρώπους των, οίτινες, αφού τον εύρον και τον συνέλαβον, τον έρριψαν σιδηροδέσμιον εις την φυλακήν και μετά τρεις ημέρας του έκαμαν την περιτομήν. Κατόπιν, προς τιμήν δήθεν και κυβέρνησιν αυτού, τον έβαλαν νεωκόρον εις τι τζαμίον· αυτός όμως την μεν πίστιν ήλλαξε, την δε μέθην ουχί, αλλά μάλιστα την ηύξησε τόσον, ώστε ολίγον έλειψε να μεταβάλη το τζαμί εις οινοπωλείον. Έμεινε δε εις αυτό επί μήνας δέκα· έπειτα εξηφανίσθη αιφνιδίως από τον τόπον εκείνον και διέτριβε πότε εις την Σάμον και πότε εις την Πάτμον, εν μετανοία και εξομολογήσει διάγων και πενθών δια την ανομίαν του. Κατά δε το έτος αωα΄ (1801), Μαρτίου πρώτη, επέστρεψεν εις την πατρίδα του όχι πλέον εν κραιπάλη και μέθη, αλλά συνεσταλμένος και σκυθρωπός, με κατάνυξιν μεγάλην και πολλά δάκρυα και εζήτει συχνάκις συγχώρησιν από όλους τους γνωστούς και φίλους του· εν γένει δε εφαίνετο ετοιμαζόμενος έκτοτε δια τον μέγαν αγώνα του, εις τον οποίον έδειξε πολλήν φρόνησιν. Διότι προτού να παρουσιασθή δια το Μαρτύριον, μετέβη εις τόπον τινά εις τον οποίον ευρίσκετο η συκαμινέα από την οποίαν εκρεμάσθη πρό τινος χρόνου (1794) ο Νεομάρτυς Πολύδωρος, σταθείς δε εκεί επ’ αρκετόν παρετήρει ταύτην μετά μεγάλης προσοχής. Προ δε της αρνήσεώς του είχεν φίλον Χριστιανόν τινα συμπολίτην του, Γεώργιον και αυτόν ονομαζόμενον, ο οποίος κατόπιν τον απέφευγεν ως αρνησίχριστον· την ημέραν δε κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή, συνηντήθησαν εις την αγοράν. Είδε τότε ο Γεώργιος τους πόδας του Μάρτυρος αρκετά διωγκωμένους και πολύ ταλαιπωρημένον και σφίγξας την καρδίαν του τον ηρώτησε τι έχουν οι πόδες του και είναι τόσον διωγκωμένοι. Του απεκρίθη τότε ο Άγιος ότι έχουν βαρείαν στενοχωρίαν. Τον ηρώτησε πάλιν ο Γεώργιος τι είδους είναι η στενοχωρία αύτη και πως είναι δυνατόν να έχουν στενοχωρίαν οι πόδες του, αφού το άλλο σώμα του δεν έχει τίποτε. Τότε ο Άγιος του είπε την αλήθειαν, ότι δηλαδή, ότε ευρίσκετο εις την Σάμον, παρουσιάσθη εις τον διοικητήν του τόπου και εκείνος τον ερράβδισε δια χιλίων ραβδισμών εις τους πόδας και μετά τούτο τον έρριψεν εις την φυλακήν. Κατόπιν, αφού έμαθον τούτο οι προεστώτες της Σάμου, μετέβησαν και κατέπεισαν δια χρημάτων τον διοικητήν, όστις τον ηλευθέρωσεν από την φυλακήν και τον εδίωξαν εκείθεν. Ώστε και πριν ή παρουσιασθή εις την Έφεσον, είχεν ούτος, ο γενάδας, αρκετά στίγματα του Μαρτυρίου εις το σώμα του. Σιωπήσας λοιπόν, τρόπον τινά, μετά τον άγριον εκείνον δαρμόν, επέστρεψεν εις την πατρίδα του δια να εισέλθη εκεί εις τους οριστικούς αγώνας, επιθυμών να λάβη το ποθούμενον τέλος δια Χριστόν τον Σωτήρα του. Δια να δώση λοιπόν δήθεν αφορμήν, εδοκίμασε να συγκρουσθή με τινα καφεπώλην και ούτω να γίνη η καλή αρχή· αλλά βλέπων ότι δεν επετύγχανε τούτο καθώς ήθελε, παρητήθη από τους μακρινούς εκείνους τρόπους και κατά την γ΄ (3ην) του Απριλίου μηνός, ημέραν της εβδομάδος Τετάρτην, ώραν τρίτην της ημέρας, μετέβη και παρουσιάσθη απευθείας εις τον κριτήν. Τότε ηρώτησε τον Άγιον ο κριτής· «Τι θέλεις;» Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Είχον καλόν τι ενέχυρον και μου το επήρατε, αντ’ εκείνου δε μου εδώσατε το ιδικόν σας το ψεύτικον· λάβετε λοιπόν πάλιν το ιδικόν σας και δότε μου το ιδικόν μου». Ομού τότε με τον λόγον εξέβαλε και το κάλυμμα της κεφαλής του και το επέταξε κατά γης. Τον ηρώτησε πάλιν ο κριτής· «Ποίος είσαι και τι είναι το ζήτημά σου;» Απεκρίνεται ο Μάρτυς· «Εγώ ήμην Χριστιανός και ηρνήθην την Πίστιν μου, τώρα δε ήλθον εδώ να ομολογήσω έμπροσθέν σας, ότι με την Χάριν του Θεού ήμην και είμαι Χριστιανός». Ηρώτησεν ο κριτής· «Με ποίον τρόπον ηρνήθης την θρησκείαν σου;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Αυτοθελήτως και χωρίς να με βιάση κανείς». Του λέγει ο κριτής· «Μήπως είσαι τρελλός ή μεθυσμένος;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ούτε μεθυσμένος είμαι, ούτε τρελλός, αλλά και τας φρένας μου σώας έχω και νηστικός είμαι· μόνον επειδή εγνώρισα καλώς και εβεβαιώθην, ότι η ιδική ου Πίστις είναι αγία και άμωμος, δια τούτο επέστρεψα και πάλιν εις την αγίαν μου Πίστιν και θέλω να είμαι Χριστιανός· τούτο δε λέγω και κηρύττω, ότι Χριστιανός ήμην, είμαι και θα είμαι· το δε όνομά μου είναι Γεώργιος». Οργισθείς τότε ο κριτής δια την μετά τόσης παρρησίας απόκρισιν του Μάρτυρος, επρόσταξεν ευθύς τον αξιωματικόν της φρουράς να τον οδηγήση δεδεμένον εις την φυλακήν. Είπε τότε ο Μάρτυς προς τον αξιωματικόν· «Άνθρωπε, διατί θέλεις να με δέσης; Μήπως είμαι κλέπτης ή φονεύς; Εγώ ήλθα εθελουσίως δια να ομολογήσω την Πίστιν μου την Αγίαν, Χριστιανός είμαι». Όμως ο αξιωματικός τον έφερεν εις την φυλακήν και εκεί έδεσε πέριξ του λαιμού του την αλυσίδα την μεγάλην, τους δε πόδας του προσέδεσεν εις το ξύλον. Ποίου είδους βασανιστήρια του έκαμαν εκείνην την νύκτα, δεν απεκαλύφθησαν. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι την Πέμπτην το βράδυ τον παρεκίνουν να ομολογήση την πίστιν των και να τον απολύσουν· και ότι άλλοι του υπέσχοντο χρήματα πολλά, άλλοι δε τον ηπείλουν. Ο δε Μάρτυς τούτο μόνον έλεγε· «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω».Απάνθρωποι δε τινές Τούρκοι, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, από την μανίαν των έσφιγγον κάτωθεν τα δίδυμά του και με τους όνυχάς των τα εξέσχιζον. Την Παρασκευήν συνήχθησαν πάντες εις το κριτήριον και επρόσταξαν να φέρουν προ αυτών τον Μάρτυρα. Τότε έφεραν τούτον ως κατάδικον, με δεδεμένας όπισθεν τας χείρας. Εκεί ήρχισεν ο κριτής να του ομιλή με ημερότητα και ως πατήρ δήθεν να τον παρακινή λέγων· «Έλα, παιδί μου, μετανόησον και κατόπιν πήγαινε όπου θέλεις και να είσαι ό,τι θέλεις· ή Τούρκος ή Χριστιανός ή ό,τι άλλο επιθυμείς». Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι και την Πίστιν μου θέλω». Τότε λέγει εις εξ αυτών· «Δεν πταίει ούτος· πταίουν οι Ιερείς των, οίτινες τους διδάσκουν ότι εκεί όπου αρνηθούν την Πίστιντων εκεί να την ομολογήσουν και πάλιν». Επεμβάς τότε ο μουφτής (νομοδιδάσκαλος των Οθωμανών) είπε· «Λοιπόν αυτόν να μη τον κρεμάσωμεν, αλλά να τον κόψωμεν με το σπαθί». Προς δε τον Μάρτυρα αποτεινόμενος είπε· «Τα ενενήκοντα είναι περισσότερα ή τα εκατόν;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Αυτό το οποίον με ερωτάς το γνωρίζουν και τα νήπια». Είπε δε τούτο ο μουφτής δοκιμαστικώς, μήπως αποκριθή ο Μάρτυς τίποτε άλλο, δια να ισχυρισθούν ότι είναι έξω φρενών και να τον εκδιώξουν. Τέλος, βλέπων ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, εξέδωκε την δια ξίφους απόφασιν· και ούτως οι δήμιοι συνοδεύσαντες τον Άγιον με ορμήν πολλήν και μεγάλην αγριότητα, τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και τον επρόσταξαν να γονατίση. Τότε εις εκ των Αγαρηνών, σύρας το ξίφος του, το επεδείκνυεν εις τον Μάρτυρα, δια να τον κάμη να δειλιάση, συγχρόνως δε πλησιάζει τον Μάρτυρα άλλος τις Τούρκος, Οσμάν ονομαζόμενος, όστις προσποιούμενος ότι λυπείται, λέγει· «Σταθήτε, άνθρωποι, τι είναι αυτό το οποίον θέλετε να κάμετε;» Στραφείς δε προς τον Μάρτυρα του λέγει· «Λυπήσου, άνθρωπε, την ζωήν σου· μόνον ήμαρτον ειπέ και σήκω από εδώ και πήγαινε να ζήσης όπως θέλεις». Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι, Γεώργιος ονομάζομαι και δεν θέλω την συμβουλήν σου». Μετά τούτο τον ερωτά ο δήμιος· «Μετανοείς;» Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι». Λέγει πάλιν ο δήμιος· «Κύψε την κεφαλήν σου». Έκυψε τότε ο Μάρτυς την κεφαλήν με πρόσωπον χαρωπόν και ούτως απέτεμεν ο δήμιος την αγίαν του κάραν, κατά την ε΄ (5ην) του Απριλίου μηνός, ημέραν της εβδομάδος Παρασκευήν, ώραν τρίτην της ημέρας· και η μεν μακαρία ψυχή του ανήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν και απέλαβε του Μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον, η δε θεία Χάρις έμεινεν εις το άγιον αυτού Λείψανον. Δια τούτο κατά την νύκτα εκείνην όπου εξημέρωνε το Σάββατον πολλοί άνθρωποι, όχι μόνον Χριστιανοί αλλά και Αγαρηνοί, έβλεπον το μαρτυρικόν εκείνο Λείψανον ακτινοβολούν και με φως θαυμάσιον απαστράπτον, καθώς αστράπτει ο καθρέπτης, όταν αντανακλά το φως του ηλίου· το φως δε εκείνο εφαίνετο ομοίως και εις το μαρτυρικόν αίμα του, επί όσον διάστημα ευρίσκετο εκεί, διότι ο τόπος ήτο κατηφορικός και λιθόστρωτος. Ως δε εξημέρωσε το Σάββατον, διεδόθη το θαύμα και ευθύς κατά προσταγήν του κριτού εσήκωσαν εκείθεν το άγιον Λείψανον δύο αχθοφόροι και τινες Χριστιανοί και βαδίσαντες μακράν έξω της πόλεως το έφεραν και το έθαψαν εις τον τάφον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου. Εν όσω δε εσκάπτετο το μνήμα, οι Χριστιανοί ελθόντες πλησίον, άλλοι έκοπτον τας τρίχας της κεφαλής του και τας έπαιρναν, άλλοι δε κατέκοπτον το αιματωμένον ένδυμά του, λέγοντες προς τους αλλοφύλους, ότι με τα ράκη ταύτα θεραπεύονται εκείνοι οίτινες πάσχουν εξ ελονοσίας. Τότε και τις των Αγαρηνών έλαβε τεμάχιον τι εκ των ενδυμάτων τού Αγίου δια να το δώση εις τον αδελφόν του, όστις έπασχεν εκ της νόσου ταύτης. Αυτό είναι αδελφοί, το Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον εις μεν τους εχθρούς της Πίστεως προεκάλεσε καταισχύνην αθεράπευτον, εις δε τους ευσεβείς χαράν πνευματικήν και ευφροσύνην ανείκαστον, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δια τούτο πλησίον των Βίων εκείνων των Αγίων, τους οποίους αναγινώσκετε, αδελφοί μου Χριστιανοί, ακούσατε και πως ανένηψεν εκ του πτώματος και πως ηγωνίσθη και ήθλησε δια τον Χριστόν ο Νεομάρτυς ούτος Γεώργιος, δια να μη μείνη υστερημένη η υμετέρα αγάπη από την εξ αυτής ωφέλειαν. Κατά τον μήνα Ιούλιον του έτους 1798, ότε ο Γεώργιος ήτο τεσσαράκοντα δύο ετών, έγγαμος, έχων γυναίκα νόμιμον και τέκνα, έζη ζωήν πολύ άτακτον, εν κραιπάλη και μέθη καθημερινώς κυλιόμενος. Εκ τούτου ηκολούθησεν εις αυτόν φοβερός πειρασμός από τον οποίον, εάν δεν τον ηλέει ο Πανάγαθος Θεός ο τα πάντα προγινώσκων, ήθελε περιπέσει εις αιώνιον θάνατον. Διότι χωρίς να βιασθή από κανένα ή να παρακινηθή από άλλον τινά ειμή μόνον από τον σκοτισμόν της μέθης, παρουσιασθείς εις τον κριτήν, επί παρουσία πολλών ηρνήθη, φεύ! την εις τον Χριστόν πίστιν. Προτού όμως λάβη την περιτομήν, ανένηψεν από την μέθην· και λυπηθείς πολύ δια την ομολογίαν την οποίαν έκαμεν, ευρών ευκαιρίαν κατάλληλον, διέφυγεν εις την αντικρύ της πατρίδος του κειμένην Σάμον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνέπεσε να κτίζεται εις την Νέαν Έφεσον Εκκλησία των Χριστιανών, με βασιλικήν άδειαν. Τούτο μη ανεχόμενοι οι εχθροί της Χριστιανικής Πίστεως και θέλοντες από τον φθόνον των να την καταστρέψουν, έπλασαν μύθον, ότι οι Χριστιανοί εφόνευσαν τον Γεώργιον, διότι ηρνήθη την πίστιν των και τον έκρυψαν υπό τα θεμέλια της οικοδομουμένης Εκκλησίας. Τοιουτοτρόπως συνηθροίσθη πλήθος πολύ αλλοφύλων και κάμνοντες μεγάλην ταραχήν, ητοιμάζοντο να ορμήσουν κατά των Χριστιανών προς εκπλήρωσιν της κακίας των. Βλέποντες τότε οι Χριστιανοί την παράλογον ορμήν των Αγαρηνών και αναλογιζόμενοι, ότι έμελλον να φονευθούν οι επιστάται της Εκκλησίας, ως και άλλοι Χριστιανοί, να καταστραφή δε και η Εκκλησία και να επήγαινον εις μάτην οι κόποι και τα έξοδά των, όχι δε μόνον τούτο αλλά συν τοις άλλοις, ότι εις το εξής θα έμενον και χωρίς Εκκλησίαν, έστειλαν τους δημογέροντας εις τον κριτήν, παρόντων και των διοικητών του τόπου και τους εβεβαίωσαν, ότι ο άνθρωπος ευρίσκεται εις την Σάμον και, αν αμφιβάλλουν, ας στείλουν ανθρώπους να τον ίδουν, δια να βεβαιωθούν περί τούτου. Ούτω και έγινεν· οι Αγαρηνοί έστειλαν ανθρώπους των, οίτινες, αφού τον εύρον και τον συνέλαβον, τον έρριψαν σιδηροδέσμιον εις την φυλακήν και μετά τρεις ημέρας του έκαμαν την περιτομήν. Κατόπιν, προς τιμήν δήθεν και κυβέρνησιν αυτού, τον έβαλαν νεωκόρον εις τι τζαμίον· αυτός όμως την μεν πίστιν ήλλαξε, την δε μέθην ουχί, αλλά μάλιστα την ηύξησε τόσον, ώστε ολίγον έλειψε να μεταβάλη το τζαμί εις οινοπωλείον. Έμεινε δε εις αυτό επί μήνας δέκα· έπειτα εξηφανίσθη αιφνιδίως από τον τόπον εκείνον και διέτριβε πότε εις την Σάμον και πότε εις την Πάτμον, εν μετανοία και εξομολογήσει διάγων και πενθών δια την ανομίαν του. Κατά δε το έτος αωα΄ (1801), Μαρτίου πρώτη, επέστρεψεν εις την πατρίδα του όχι πλέον εν κραιπάλη και μέθη, αλλά συνεσταλμένος και σκυθρωπός, με κατάνυξιν μεγάλην και πολλά δάκρυα και εζήτει συχνάκις συγχώρησιν από όλους τους γνωστούς και φίλους του· εν γένει δε εφαίνετο ετοιμαζόμενος έκτοτε δια τον μέγαν αγώνα του, εις τον οποίον έδειξε πολλήν φρόνησιν. Διότι προτού να παρουσιασθή δια το Μαρτύριον, μετέβη εις τόπον τινά εις τον οποίον ευρίσκετο η συκαμινέα από την οποίαν εκρεμάσθη πρό τινος χρόνου (1794) ο Νεομάρτυς Πολύδωρος, σταθείς δε εκεί επ’ αρκετόν παρετήρει ταύτην μετά μεγάλης προσοχής. Προ δε της αρνήσεώς του είχεν φίλον Χριστιανόν τινα συμπολίτην του, Γεώργιον και αυτόν ονομαζόμενον, ο οποίος κατόπιν τον απέφευγεν ως αρνησίχριστον· την ημέραν δε κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή, συνηντήθησαν εις την αγοράν. Είδε τότε ο Γεώργιος τους πόδας του Μάρτυρος αρκετά διωγκωμένους και πολύ ταλαιπωρημένον και σφίγξας την καρδίαν του τον ηρώτησε τι έχουν οι πόδες του και είναι τόσον διωγκωμένοι. Του απεκρίθη τότε ο Άγιος ότι έχουν βαρείαν στενοχωρίαν. Τον ηρώτησε πάλιν ο Γεώργιος τι είδους είναι η στενοχωρία αύτη και πως είναι δυνατόν να έχουν στενοχωρίαν οι πόδες του, αφού το άλλο σώμα του δεν έχει τίποτε. Τότε ο Άγιος του είπε την αλήθειαν, ότι δηλαδή, ότε ευρίσκετο εις την Σάμον, παρουσιάσθη εις τον διοικητήν του τόπου και εκείνος τον ερράβδισε δια χιλίων ραβδισμών εις τους πόδας και μετά τούτο τον έρριψεν εις την φυλακήν. Κατόπιν, αφού έμαθον τούτο οι προεστώτες της Σάμου, μετέβησαν και κατέπεισαν δια χρημάτων τον διοικητήν, όστις τον ηλευθέρωσεν από την φυλακήν και τον εδίωξαν εκείθεν. Ώστε και πριν ή παρουσιασθή εις την Έφεσον, είχεν ούτος, ο γενάδας, αρκετά στίγματα του Μαρτυρίου εις το σώμα του. Σιωπήσας λοιπόν, τρόπον τινά, μετά τον άγριον εκείνον δαρμόν, επέστρεψεν εις την πατρίδα του δια να εισέλθη εκεί εις τους οριστικούς αγώνας, επιθυμών να λάβη το ποθούμενον τέλος δια Χριστόν τον Σωτήρα του. Δια να δώση λοιπόν δήθεν αφορμήν, εδοκίμασε να συγκρουσθή με τινα καφεπώλην και ούτω να γίνη η καλή αρχή· αλλά βλέπων ότι δεν επετύγχανε τούτο καθώς ήθελε, παρητήθη από τους μακρινούς εκείνους τρόπους και κατά την γ΄ (3ην) του Απριλίου μηνός, ημέραν της εβδομάδος Τετάρτην, ώραν τρίτην της ημέρας, μετέβη και παρουσιάσθη απευθείας εις τον κριτήν. Τότε ηρώτησε τον Άγιον ο κριτής· «Τι θέλεις;» Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Είχον καλόν τι ενέχυρον και μου το επήρατε, αντ’ εκείνου δε μου εδώσατε το ιδικόν σας το ψεύτικον· λάβετε λοιπόν πάλιν το ιδικόν σας και δότε μου το ιδικόν μου». Ομού τότε με τον λόγον εξέβαλε και το κάλυμμα της κεφαλής του και το επέταξε κατά γης. Τον ηρώτησε πάλιν ο κριτής· «Ποίος είσαι και τι είναι το ζήτημά σου;» Απεκρίνεται ο Μάρτυς· «Εγώ ήμην Χριστιανός και ηρνήθην την Πίστιν μου, τώρα δε ήλθον εδώ να ομολογήσω έμπροσθέν σας, ότι με την Χάριν του Θεού ήμην και είμαι Χριστιανός». Ηρώτησεν ο κριτής· «Με ποίον τρόπον ηρνήθης την θρησκείαν σου;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Αυτοθελήτως και χωρίς να με βιάση κανείς». Του λέγει ο κριτής· «Μήπως είσαι τρελλός ή μεθυσμένος;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ούτε μεθυσμένος είμαι, ούτε τρελλός, αλλά και τας φρένας μου σώας έχω και νηστικός είμαι· μόνον επειδή εγνώρισα καλώς και εβεβαιώθην, ότι η ιδική ου Πίστις είναι αγία και άμωμος, δια τούτο επέστρεψα και πάλιν εις την αγίαν μου Πίστιν και θέλω να είμαι Χριστιανός· τούτο δε λέγω και κηρύττω, ότι Χριστιανός ήμην, είμαι και θα είμαι· το δε όνομά μου είναι Γεώργιος». Οργισθείς τότε ο κριτής δια την μετά τόσης παρρησίας απόκρισιν του Μάρτυρος, επρόσταξεν ευθύς τον αξιωματικόν της φρουράς να τον οδηγήση δεδεμένον εις την φυλακήν. Είπε τότε ο Μάρτυς προς τον αξιωματικόν· «Άνθρωπε, διατί θέλεις να με δέσης; Μήπως είμαι κλέπτης ή φονεύς; Εγώ ήλθα εθελουσίως δια να ομολογήσω την Πίστιν μου την Αγίαν, Χριστιανός είμαι». Όμως ο αξιωματικός τον έφερεν εις την φυλακήν και εκεί έδεσε πέριξ του λαιμού του την αλυσίδα την μεγάλην, τους δε πόδας του προσέδεσεν εις το ξύλον. Ποίου είδους βασανιστήρια του έκαμαν εκείνην την νύκτα, δεν απεκαλύφθησαν. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι την Πέμπτην το βράδυ τον παρεκίνουν να ομολογήση την πίστιν των και να τον απολύσουν· και ότι άλλοι του υπέσχοντο χρήματα πολλά, άλλοι δε τον ηπείλουν. Ο δε Μάρτυς τούτο μόνον έλεγε· «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω».Απάνθρωποι δε τινές Τούρκοι, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, από την μανίαν των έσφιγγον κάτωθεν τα δίδυμά του και με τους όνυχάς των τα εξέσχιζον. Την Παρασκευήν συνήχθησαν πάντες εις το κριτήριον και επρόσταξαν να φέρουν προ αυτών τον Μάρτυρα. Τότε έφεραν τούτον ως κατάδικον, με δεδεμένας όπισθεν τας χείρας. Εκεί ήρχισεν ο κριτής να του ομιλή με ημερότητα και ως πατήρ δήθεν να τον παρακινή λέγων· «Έλα, παιδί μου, μετανόησον και κατόπιν πήγαινε όπου θέλεις και να είσαι ό,τι θέλεις· ή Τούρκος ή Χριστιανός ή ό,τι άλλο επιθυμείς». Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι και την Πίστιν μου θέλω». Τότε λέγει εις εξ αυτών· «Δεν πταίει ούτος· πταίουν οι Ιερείς των, οίτινες τους διδάσκουν ότι εκεί όπου αρνηθούν την Πίστιντων εκεί να την ομολογήσουν και πάλιν». Επεμβάς τότε ο μουφτής (νομοδιδάσκαλος των Οθωμανών) είπε· «Λοιπόν αυτόν να μη τον κρεμάσωμεν, αλλά να τον κόψωμεν με το σπαθί». Προς δε τον Μάρτυρα αποτεινόμενος είπε· «Τα ενενήκοντα είναι περισσότερα ή τα εκατόν;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Αυτό το οποίον με ερωτάς το γνωρίζουν και τα νήπια». Είπε δε τούτο ο μουφτής δοκιμαστικώς, μήπως αποκριθή ο Μάρτυς τίποτε άλλο, δια να ισχυρισθούν ότι είναι έξω φρενών και να τον εκδιώξουν. Τέλος, βλέπων ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, εξέδωκε την δια ξίφους απόφασιν· και ούτως οι δήμιοι συνοδεύσαντες τον Άγιον με ορμήν πολλήν και μεγάλην αγριότητα, τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και τον επρόσταξαν να γονατίση. Τότε εις εκ των Αγαρηνών, σύρας το ξίφος του, το επεδείκνυεν εις τον Μάρτυρα, δια να τον κάμη να δειλιάση, συγχρόνως δε πλησιάζει τον Μάρτυρα άλλος τις Τούρκος, Οσμάν ονομαζόμενος, όστις προσποιούμενος ότι λυπείται, λέγει· «Σταθήτε, άνθρωποι, τι είναι αυτό το οποίον θέλετε να κάμετε;» Στραφείς δε προς τον Μάρτυρα του λέγει· «Λυπήσου, άνθρωπε, την ζωήν σου· μόνον ήμαρτον ειπέ και σήκω από εδώ και πήγαινε να ζήσης όπως θέλεις». Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι, Γεώργιος ονομάζομαι και δεν θέλω την συμβουλήν σου». Μετά τούτο τον ερωτά ο δήμιος· «Μετανοείς;» Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι». Λέγει πάλιν ο δήμιος· «Κύψε την κεφαλήν σου». Έκυψε τότε ο Μάρτυς την κεφαλήν με πρόσωπον χαρωπόν και ούτως απέτεμεν ο δήμιος την αγίαν του κάραν, κατά την ε΄ (5ην) του Απριλίου μηνός, ημέραν της εβδομάδος Παρασκευήν, ώραν τρίτην της ημέρας· και η μεν μακαρία ψυχή του ανήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν και απέλαβε του Μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον, η δε θεία Χάρις έμεινεν εις το άγιον αυτού Λείψανον. Δια τούτο κατά την νύκτα εκείνην όπου εξημέρωνε το Σάββατον πολλοί άνθρωποι, όχι μόνον Χριστιανοί αλλά και Αγαρηνοί, έβλεπον το μαρτυρικόν εκείνο Λείψανον ακτινοβολούν και με φως θαυμάσιον απαστράπτον, καθώς αστράπτει ο καθρέπτης, όταν αντανακλά το φως του ηλίου· το φως δε εκείνο εφαίνετο ομοίως και εις το μαρτυρικόν αίμα του, επί όσον διάστημα ευρίσκετο εκεί, διότι ο τόπος ήτο κατηφορικός και λιθόστρωτος. Ως δε εξημέρωσε το Σάββατον, διεδόθη το θαύμα και ευθύς κατά προσταγήν του κριτού εσήκωσαν εκείθεν το άγιον Λείψανον δύο αχθοφόροι και τινες Χριστιανοί και βαδίσαντες μακράν έξω της πόλεως το έφεραν και το έθαψαν εις τον τάφον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου. Εν όσω δε εσκάπτετο το μνήμα, οι Χριστιανοί ελθόντες πλησίον, άλλοι έκοπτον τας τρίχας της κεφαλής του και τας έπαιρναν, άλλοι δε κατέκοπτον το αιματωμένον ένδυμά του, λέγοντες προς τους αλλοφύλους, ότι με τα ράκη ταύτα θεραπεύονται εκείνοι οίτινες πάσχουν εξ ελονοσίας. Τότε και τις των Αγαρηνών έλαβε τεμάχιον τι εκ των ενδυμάτων τού Αγίου δια να το δώση εις τον αδελφόν του, όστις έπασχεν εκ της νόσου ταύτης. Αυτό είναι αδελφοί, το Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον εις μεν τους εχθρούς της Πίστεως προεκάλεσε καταισχύνην αθεράπευτον, εις δε τους ευσεβείς χαράν πνευματικήν και ευφροσύνην ανείκαστον, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου