Μὲ βάση τὸ λόγο καὶ τὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, τῶν αὐθεντικῶν
θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ φωτισθεῖ στὴν συνέχεια ἡ σχέση καὶ συμπληρωματικότητα
τῶν δύο πτερύγων τῆς ἁγιοπνευματικῆς μας ζωῆς, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς λατρείας.
1. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἁπλὰ «μάθημα», ἀλλὰ
προπάντων «πάθημα». Προσφέρεται ὡς ζωή, ὡς ἔνταξη σὲ ἕνα «καινό» -ἀποκεκαλυμμένο
ἐν Χριστῷ, τρόπο ζωῆς, τὴν ζωὴ ποὺ εἰσήγαγε στὴν ἱστορία ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φθάσει-μέσῳ μιᾶς
συγκεκριμένης πορείας- σὲ
σημεῖο, ποὺ νὰ ἐφαρμόζει καὶ στὸν ἑαυτό του ἡ ὁμολογία τοῦ
Ἀπ. Παύλου: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Εἶναι
«μόρφωσις» τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν πιστὸ (πρβλ. «ἵνα μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ἡμῖν»·
Γαλ. 4, 19). Νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Χριστός -θεὸς κατὰ χάριν.
Ἡ πορεία αὐτή, ποὺ ἰσοσυναμεῖ
μὲ θεραπευτικὴ διαδικασία τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως (1) εἶναι ἀκριβῶς ἡ Πνευματικὴ ζωὴ ἤ
ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πενύματι. Αὐτὸ σημαίνει μετοχὴ στὴν προσφερόμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ἄκτιση Χάρη, ποὺ ἐγκαθιδρύεται στὸν ἀσκούμενο πιστὸ ὡς «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (οὐράνια
βασιλεία) καὶ φανερώνεται ὡς πορεία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
νὰ ζεῖ μέσα στὸ ἁγιοτριαδικὸ φῶς, γιὰ νὰ εἶναι κατ᾽ ἀλήθειαν ἄνθρωπος καὶ
συν-άνθρωπος, ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, στὰ ὅρια τῆς εὐσεβείας
καὶ ἀγαπητικῆς ἀνιδιοτέλειας, κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο: «σωφρόνως, καὶ δικαίως,
καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ αἰῶνι» (Τιτ. 2,12). Πνευματικός, ἔτσι, στὸν γλωσσικὸ
κώδικα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ διανοητικὰ καλλιεργημένος, ὁ διανοούμενος, ὁ
κατὰ κόσμον σοφός, ἀλλ᾽ ὁ κατὰ Θεὸν σοφὸς (Ἰακ. 3,17), αὐτὸς ποὺ ἔχει καταξιωθεῖ
σὲ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Πνευματοφόρος (2). Πνευματικὸς ἀληθινὰ εἶναι ὁ
θεούμενος, ὁ Ἅγιος. Ὁ Ὀρθόδοξος Ναὸς εἶναι «ἁγιογραφημένος», κατάφορτος ἀπὸ
μορφὲς Ἁγίων, γιὰ νὰ ὑπάρχει μόνιμη ἡ ὑπόμνηση, ὅτι σκοπὸς κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ
ἀκολουθήσει τὴν ἴδια μὲ τοὺς Ἁγίους πορεία, καὶ ἡ Ἐκκλησια νὰ εἶναι μόνιμο «ἐργαστήριο
ἁγιότητος». Ὅσο καὶ ἄν ἀκούεται σήμερα παράταιρα, αὐτὸ σημαίνει: «χῶρος
κατασκευῆς (= δημιουργία) Ἁγίων καὶ «πνευματικὸν ἰατρεῖον» (ἱ. Χρυσόστομος)
-πνευματικὸ θεραπευτήριο. Οἱ ὅροι αὐτοί, ποὺ φανερώνουν τὸν πνευματοκρατικὸ
ρεαλισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐρείδονται στὴν ἱστορικότητά της, τὴν ἐμμονή της δηλαδὴ
στὸν «κόσμο» («ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλ᾽ ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου» - Ἰωάνν. 17, 14) ὑπέρ τῆς
σωτηρίας, τοῦ ὁποίου ὑπάρχει στὴν ἱστορία. Ἡ πνευματικὴ ζωή, συνεπῶς, συνιστᾶ τὴν
οὐσία τῆς ἐκκλησιαστικότητας ὡς χριστιανικότητας. Γι᾽ αὐτό, ἀκριβῶς, σκοπὸς τῆς
παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο εἶναι ἡ πρόσληψη καὶ ἔνταξη στὴν κοινωνία τοῦ
Θεοῦ ὅλης τῆς ἀν θρωπότητας ὡς ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, ἡ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου.
Διότι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του, συνιστᾶ
τὸν (αἰώνιο) προορισμὸ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ τὴ μόνη δυνατότητα
πραγματώσεως ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Ἐκκλησία,
ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, πραγματώνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «οὗ γὰρ εἰσι δύο ἤ
τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).
2. Οἱ κύριες συνιστῶσες τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ βίου εἶναι ἡ
πίστη, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ λατρεία (3). Ἡ Θεολογία ἐκφράζει τὸ τὶ τῆς πίστεως, ὡς αὐτοφανέρωση
τῆς Θείας Ἀγάπης καὶ ὡς καθημερινὴ δοξολογία καὶ ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας ὡς
Σώματος Χριστοῦ. Ἄσκηση καὶ Λατρεία ὅμως συνιστοῦν τὸ πῶς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὡς
πιστότητα
στὴ θεία κλήση καὶ ὅροι τῆς πραγματώσεώς της. «Ἡ ἐν Χριστῷ
σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκατάστασις τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς τελείωσιν καὶ τὴν ἀθανασίαν,
διὰ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κοινωνίας»(4). Φθάνοντας στὴν «κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» ὁ ἄνθρωπος, μετέχει στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ πραγματώνεται ὡς
«πρόσωπον», ζώντας τὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς ἁγιοτριαδικῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ἡ
πορεία αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἔνταξη ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνΧρίστωσή της, γιὰ νὰ ἀληθοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ μπορεῖ νὰ
γνωρίσει τὸν Θεὸ (Ἰωάν. 5,20), νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του, νὰ θεωθεῖ. Ὁ τρόπος αὐτὸς ζωῆς
καὶ ὑπάρξεως μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄσκηση, διότι αὐτὸ ζήτησε ὁ Κύριος,
λέγοντας ὅτι «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»
(Ματθ. 11,12), ἐπιβεβαιώνεται δὲ μὲ τὴ διακήρυξη τοῦ ἀπ. Παύλου: «ὑποποιάζω μου
τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α/ Κορ. 9,
27). Ἡ ἄσκηση εἶναι θεμελιῶδες συστατικὸ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ συνιστᾶ μόνιμη ὁδὸ
μετανοίας, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς Θείας Χάρης. Ἀφοῦ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος («λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», (Ἰωάν. 20, 22) εἶναι
ἀνάγκη νὰ «ἀνοίξει» ὁ ἄνθρωπος στὴν Χάρη. Μὲ τὴν ἄσκηση νεκρώνεται ἡ ἐπαναστατημένη
φύση, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὴν αὐθεντικότητά της. Ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔγινε
καθολικά, «ἐφ ἅπαξ», μὲ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρόσληψη ἀπ᾽ Αὐτὸν
τῆς φύσεώς μας. Μὲ τὴν ἄσκηση ἁγιάζεται τὸ συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ
προετοιμάζεται ἡ ἀνθρώπινη φύση γιὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ ἄκτιστο, τὴν Χάρη. Ἡ ἄσκηση,
ὡς πάλαισμα τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ μέθοδος τῆς θεολογικῆς
γνώσεως.
Πρέπει ὅμως νὰ διευκρινισθεῖ, ὅτι ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια
τοῦ πιστοῦ δὲν ἔχει ἠθικὸ χαρακτήρα· δὲν ἀποβλέπει δηλαδὴ σὲ μιὰ ἁπλὴ βελτίωση
τοῦ χαρακτήρα καὶ τῶν συμπεριφορῶν, ἀλλὰ στὴν προσωπικὴ μετοχὴ στὴ γιορτὴ καὶ
στὴν χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν «πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων» (Ἑβρ. 12, 22). Γι᾽ αὐτὸ
καὶ κατὰ τοὺς Ἁγίους μας δημιουργεῖ στὸν πιστὸ αἴσθηση χαρᾶς ἀνεκλάλητης, ἀναιρετικῆς
κάθε (φαρισαϊκῆς) τεχνητῆς περίσκεψης καὶ ἐπίπλαστης κατήφειας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο
ἀπὸ μιὰ ἐπιτηδευμένη εὐσεβοφάνεια. Ἡ Χριστιανικὴ ἄ σκηση εἶναι μετοχὴ ἑκούσια
στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, γιὰ τὴ νέκρωση τοῦ ἀτομικοῦ
θελήματος καὶ τὴν τελικὴ ταύτισή του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ (Φιλ. 2, 5), ἔξω ὅμως
ἀπὸ κάθε νομικὴ συμβατικότητα καὶ ὠφελιμιστικὴ σκοπιμότητα· ἁπλὰ ὡς ἐπίγνωση τῆς
γνησιότητας τῆς χριστιανικότητας καὶ ἀπόφαση αὐτοπαραδόσεως σ᾽ αὐτήν. Ἔτσι, ὁδηγεῖ
ἡ ἄσκηση στὴ μόνιμη γεύση τῆς θεανθρώπινης πραγματικότητας, ὡς Θεοκεντρικότητας
καὶ Θεοκοινωνίας.
3. Ἡ εὐσέβεια ὅμως καὶ «πνευματικότητα» τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι
λειτουργική. Μολονότι ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἐξαντλεῖται στὰ ὅρια μιᾶς (τυπικῆς)
λατρείας (5), ἡ λατρεία συνιστᾶ τὴν καρδία καὶ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς της. Ὅπως ἔχει
παρατηρήσει ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι
λειτουργικὴ θρησκεία.
Ἡ Ἐκκλησια εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα λατρεύουσα κοινότητα. Ἡ
λατρεία ἔρχεται πρώτη, ἀκολουθεῖ ἡ (δογματική) διδασκαλία καὶ πειθαρχία (ἐκκλησιαστικὴ
τάξη)» (6). Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι στὴ «λειτουργικὴ σύναξη» τῆς Ἐκκλησίας
«βρίσκεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ κέντρο της· ἀπ᾽ ἐδῶ ἀπορρέει ἡ καινὴ διδαχή, ἡ ἁγιαστική
της χάρις καὶ ὁ τρόπος,
ποὺ διοικεῖται» (7). Σύνολος ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος
διαμορφώνεται στὰ ὅρια τῆς λατρείας. Ἡ Ἐκκλησία πραγματώνεται ὡς λατρεύουσα κοινωνία,
ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή της, σ᾽ ὅλες τὶς λεπτομέρειές της, μεταμορφώνεται συνεχῶς σὲ
λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὴ λατρεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος
φανερώνει τὸν πόθο τοῦ «σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ. 1, 23). Στὴ λατρεία νοιώθει ὁ
πιστός, ὅπως τὸ βρέφος στὴ μητρικὴ ἀγκάλη· στὸ φυσικό του χῶρο. Γι᾽ αὐτὸ
ψάλλει: «εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ.
121, 1). Σ᾽ ὁποιαδήποτε ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας πραγματοποιεῖται μιὰ
διπλὴ κίνηση: τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ Θεοῦ
πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔχει θέση, βέβαια, ἐδῶ τὸ
σχολαστικὸ ἐρώτημα, ποιὸς κάνει τὴν ἀρχή, διότι ἡ Θεία Ἀγάπη εἶναι σὲ διαρκὴ
κίνηση πρὸς τὸν κόσμο, «ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α/ Ἰωάν. 4, 10). Καὶ ἐδῶ
ἰσχύει ὁ χρυσοστομικὸς λόγος: «Τὸ πλέον, σχεδὸν δὲ καὶ τὸ πᾶν, τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἡμῖν
δὲ μικρὸν τι ἀφῆκεν» (8). Ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία εἶναι διάλογος μυστικὸς
Πλάστου καὶ πλάσματος, Θεανθρωπο-κοινωνία. Ἀποβαίνει δὲ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου
«ἀληθινή», διότι γίνεται «ἐν τῷ ἀληθινῷ» (Α/ Ἰωάν. 5, 20) καὶ «θυσία αἰνέσεως»
πρὸς τὸν Θεό, προσφορὰ ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεως στὴν πηγὴ τῆς κατὰ τὸ λειτουργικὸ
κέλευσμα: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ
παραθώμεθα». Ἔτσι, ἡ λατρεία ἀποβαίνει «καρπὸς χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ» (Ἑβρ. 13, 15).
4. Σαφὴς ὅμως εἶναι ὁ θεολογικὸς χαρακτήρας τῆς λατρείας.
Ὄχι μόνο, διότι ὁ θεολογικὸς -γραφικὸς καὶ πατερικός- λόγος γίνεται λόγος τῆς
λατρείας, προσφερόμενος στὸ πλήρωμα (1). Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ λατρεία συνιστᾶ
διδακτήριον εὐσεβείας, ποὺ διαμορφώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν συνείδηση
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπ᾽ αὐτό, ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καθ᾽
ἑαυτὴν συνιστᾶ ἀποκάλυψη τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς: τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ,
τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς κτίσεως, ὡς καὶ τῶν μεταξύ τους
σχέσεων. Συγχρόνως εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου ὡς κοινωνικοῦ ὄντος
(Γεν. 2, 18) (10). Γι᾽αὐτὸ καὶ εἰσάγεται στὴ θεόσδοτη σταυρικὴ κοινωνία, ποὺ προσδιορίζεται
ἀπὸ τὶς εὐχαριστιακὲς συντεταγμένες: «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους,
ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν». Στὴν ὀρθόδοξη λατρεία βιώνει ὁ πιστὸς τὸ μυστήριο
τοῦ νέου «καιροῦ», ποὺ ἔχει εἰσβάλει στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴ νίκη του πάνω στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία, τὸ θάνατο. Πρόκειται γιὰ τὸ
μυστήριο τοῦ «καινοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς καινῆς γῆς» (Ἀποκ. 21, 1), ὅπου «ὁ θάνατος
οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι. Ὅτι τὰ πρῶτα
ἀπῆλθον» (Ἀποκ. 21, 4). Στὴ λατρεία μας τάσσεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας ὑπὸ τὴν ἐξουσία
τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἀποτιθέμεθα πᾶσαν τὴν βιοτικὴν μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν
ὅλων ὑποδεξόμενοι» (Θεία Λειτουργία) καὶ δοξάζουμε τὸν Τριαδικὸ Θεό, ὅπως Τὸν
δοξάζουν ἀδιάκοπα στὸν οὐρανὸ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις (Ἡσ. 6, 1 ἑ.).
5. Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ κατανοεῖται ἡ συμπληρωματικότητα ἀσκήσεως
καὶ λειτουργικῆς ζωῆς. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία εἶναι ἑορτάσιμη στὸ ἦθος της.
Κάθε μέρα εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία πανήγυρη, ἑορτή, διότι οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων ἐπιβεβαιώνουν
τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν κόσμο (Ἰωάν. 16, 33). Ἡ ἄσκηση ἐξ ἄλλου, ὡς πρόγευση
τῆς χαρᾶς αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, προοδοποιεῖ τὴν εἴσοδο τῶν πιστῶν στὴν ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας,
στὴν πνευματικὴ πανήγυρή της. Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν μετοχὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου
στὴν «καινὴν κτίσιν» (Β/ Κορ. 5, 17), ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν λατρεία. Εἶναι ἡ ὁδὸς
ἐπιστροφῆς στὸ «κατὰ φύσιν», βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πορεία τῆς λατρείας. Ὅπως
σημειώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «τὸ ζητούμενον ἐνταῦθα (στὴ λατρεία) ψυχὴ νήφουσα,
διεγηγερμένη διάνοια, καρδία κατανενυγμένη, λογισμὸς ἐρρωμένος, συνειδὸς
κεκαθαρμένον· ἐὰν ταῦτα ἔχων εἰσέλθης εἰς τὸν ἅγιον τοῦ Θεοῦ χορόν, παρ᾽ αὐτὸν
δυνήσῃ στῆναι τὸν Δαυίδ». Ἡ ἄσκηση, μὲ τὴν «ἀδιάλειπτη προσευχή», τὴν
ταπείνωση, τὴν ἀπάθεια, τὴ νηστεία, καὶ τὴν συνεχῆ μετοχὴ στὴ λατρευτικὴ πράξη,
ἐπιδιώκει νὰ μεταβάλει τὴ ζωὴ σὲ «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ.
12, 1). Γιὰ νὰ βρεῖ, τελικά, ἡ ζωὴ τὴν πρωταρχική της ὡραιότητα καὶ γνησιότητα
καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημά της. Ἡ ἄσκηση τῶν μοναχῶν, κυρίως, βρίσκει στὴ λατρεία μιὰ
ὄαση πνευματική, ποὺ ἀναπαύει τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ πράξη. Ἐξ ἄλλου, αὐτὸ ποὺ
γίνεται χαρισματικὰ ὁ πιστὸς μὲ τὴν ἄσκησή του, μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία, καὶ μάλιστα
τὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐκκλησιοποιεῖται· ἐντάσσεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία,
καὶ τὸ «ἀτομικό» γεγονὸς γίνεται κοινωνικό, δηλαδὴ ἐκκλησιαστικό. Διότι τότε
μόνο ἀποκτᾶ σημασία, ἀλλὰ καὶ ἁγιάζεται, ὅταν ἡ ἀτομικότητα ἐκκλησιοποιεῖται. Ἔξω
ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἀλλὰ καὶ ἡ τελειότερη ἀρετὴ
μένει «ράκος ἀποκαθημένης» (Ἡσ. 64, 6). Ἡ λατρεία ἐν-Χριστώνει ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ
πιστοῦ. Ἡ ἄσκηση παρέχει τὴ δυνατότητα γιὰ τὴν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ἐφ᾽
ὅσον ὁ ἀκάθαρτος ἀπὸ τὰ πάθη ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δοξάσει ἀληθινὰ τὸ Θεό. Ἄς
θυμηθοῦμε τὸν πασχάλιο ὕμνο: «Καὶ ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς καταξίωσον, ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σὲ δοξάζειν» Ἡ «καθαρὴ
καρδία» εἶναι τὸ σκοπούμενο στὴ χριστιανικὴ ἄσκηση (πρβλ. Ψαλ. 50, 12: «καρδίαν
καθαρὰν κτῖσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός...»). Μόνο «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νὰ δεῖ τὸν Θεὸ (Ματθ. 5, 8), νὰ φθάσει δηλαδὴ στὸν σκοπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεώς
του. Αὐτό, ἀκριβῶς ἐκ φράζει καὶ ὁ λόγος τοῦ ἱ. Δαμασκηνοῦ στὸν πασχάλιο
κανόνα: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως
Χριστὸν ἐξαστράπτοντα...»(11). Ἡ λατρεία ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ θέωση, ὅταν
ὅμως ὑπάρχει ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας καὶ τῶν αἰσθήσεων (= ἐμπροϋπόθετον τῆς
λατρείας) (12), ποὺ εἶναι καρπός, βέβαια, τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια
Πηγὴ ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν ἄσκηση καὶ στὴ λατρεία, τὴν Ἁγιοτριαδικὴ
Χάρη. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεός, ποὺ ἔδωσε τὴ λατρεία ὡς δυνατότητα ἁγιασμοῦ,
ὅρισε καὶ τὴν ἄσκηση ὡς συνεχὲς ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁγιάζουσα Χάρη. Ἄν ἡ λατρεία, συνεπῶς, εἶναι ἡ εἴσοδος
στὴν οὐράνια βασιλεία, ἡ ἄσκηση εἶναι ἡ
ὁδὸς πρὸς τὴ βασιλεία. Ἡ λατρεία καθορίζει καὶ ἀποκαλύπτει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς
μας· ἡ ἄσκηση βοηθεῖ στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Μὲ τὴν ἄσκηση, ἐξ ἄλλου, ὡς μόνιμο τρόπο ζωῆς τοῦ
Χριστιανισμοῦ, μεταβάλλεται ὁλόκληρη ἡ ζωὴ
σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 4, 22). Διότι ὁ ἀσκούμενος χριστιανὸς
μεταβάλλεται ὁλόκληρος σὲ «ναὸ
τοῦ Θεοῦ», στὸν ὁποῖο ἱερουργεῖται
τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἀλλά, ὅπως οἱ
προσευχόμενοι καρδιακὰ στὴν
Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου (Α/ Κορινθ. κεφ. 14, μολονότι εἶχαν
τὴν «ἀδιάλειπτη προσευχή Α/ Θεσσ. 5, 18) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδία, μετεῖχαν
καὶ τῆς συνάξεως ὅλου τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ὁ τελειούμενος στὴν ἄσκηση μετέχει
στὴ σύναξη καὶ λατρεία τοῦ σώματος, ἐκκλησιοποιώντας τὰ χαρίσματά του. Χωρὶς τὴν
κοινωνία, ἄλλωστε, μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, καθίσταται ἀδύνατη καὶ ἡ
κοινωνία μὲ τὸν Χριστό (13). Σημασία ἔχει, ἔτσι, τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἄσκηση δὲν
λειτουργεῖ μόνο ὡς παράγων προετοιμασίας τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴ συμμετοχή του στὴ
λατρεία, ἀλλὰ καὶ συντελεῖ στὴ διακράτηση ἀπὸ τὸν πιστὸ τῆς Χάρης, ποὺ ἀποκομίζει,
βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ναό, καὶ στὴ συνέχεια τῆς σχέσης του μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ ἀναπτύσσει
καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο μὲ τὸν τίτλο: «ὁποῖος γίνεται
ὁ μεμυημένος τὴν ἀπὸ τῶν μυστηρίων χάριν φυλάξας τῇ παρ᾽ αὐτοῦ σπουδῇ» (14). Ἡ ἄσκηση
συντελεῖ, τελικά, στὴν προέκταση καὶ ἐπέκταση τῆς λατρείας σ᾽ ὅλη τὴ ζωή, ποὺ
διαμορφώνεται, ἔτσι, σὲ ἀδιάλειπτη λατρεία, «λειτουργία μετὰ τὴ λειτουργία».
Σημειώσεις:
1. Βλ. τὴν σπουδαία τετραλογία (4 τόμοι) τοῦ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου «Ὀρθόδοξη
Ψυχοθεραπεία» (Ἔδεσσα 1986 κ.ἑ.).
2. Πρβλ. Α/ Κορ. 2, 11-16 (κυρίως: 15!).
3. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Λατρείας, Ἀθήνα 1995, σ. 184 ἑ.ἑ.
4. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθήνα
19892 , σ. 150.
5. Δ. Σ. Μπαλάνου, Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία
μόνον κοινωνία λατρείας; Ἐν Ἀθήναις 1904.
6. «Ὀρθόδοξος λατρεία» στὸν τόμο: Θέματα Ὀρθοδόξου
Θεολογίας (μετάφρ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος, Θεσσαλονίκη (1973), σ. 141-173 (ἐδῶ:
σ. 159).
7. π. Βασιλείου Γοντικάκη, Εἰσοδικόν. Στοιχεῖα λειτουργικῆς
βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἅγιον Ὄρος 1974,
σ. 15.
8. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. 115, 2. P G 55, 322.
9. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία..., ὅπ.
π., σ. 128 ἑ. ἑ. (=λειτουργικὸς λόγος).
10. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Leden in Leide
Christi, Aten 1990, σ. 157.
11. Ὠδὴ α/, Τρ. 2.
12. Γιὰ τὸ θέμα βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, ὅπ. π., σ. 274 ἐ.
13. Πρβλ. Α/ Ἰωάν. 4, 20 ἑ.
14. «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» Λόγος Ζ/ PG 150, 625 ἑ.ἑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου