Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΙΚΩΝ

«Τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου ποιοῦντες, τεθεωμένην τὴν σάρκα τοῦ Κυρίου ὑμνολογοῦμεν καὶ τὴν εἰκόνα Αὐτοῦ, οὐδὲν ἕτερον ἴσμεν ἢ εἰκόνα δηλοῦσαν τὴν τοῦ πρωτοτύπου μίμησιν» (Ὅρος Ζ´ Οἰκ. Συνόδου Νικαίας)

Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Δεληγιάννη, Δρος Φιλ. Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (759 – 826) ὑπέρμαχος τῶν εἰκόνων κατὰ τὴν Εἰκονομαχίαν, παραλληλίζοντας τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φιλοτέχνηση μιᾶς εἰκόνας γράφει: «Τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν πεποιῆσθαι τὸν ἄνθρωπον, θεῖον τι χρῆμα ὑπάρχει τὸ τῆς εἰκονουργίας εἶδος δείκνυσιν».
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν θείων εἰκόνων στὸ Βυζάντιο (843) σημαίνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν ὀρθὴ περὶ εἰκόνων δόξα – γνώμη, τοποθετώντας τις στὸ Κέντρο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Ἡ ἀξία τῆς εἰκόνας βρίσκεται στὴν ὁμοιότητά της μὲ τὸ πρωτότυπο ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ἐξαρτᾶται. Ἀποτελεῖ τὸ αἰσθητὸ μέσο ἀνάμεσα στὸ ἀθέατο – πρωτότυπο καὶ τοὺς πιστούς. Τὸ ἀόρατο πρωτότυπο γίνεται αἰσθητὰ παρὸν σὲ αὐτὴν καὶ ὁ πιστὸς τὸ βλέπει μὲ τὰ πνευματικὰ αἰσθητήριά του, «ἐν ἀΰλῳ ὁράσει» ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Πατὴρ ᾽Ι. Δαμασκηνός1.
Ἡ εἰκόνα εἶναι μόνιμη ὑπόμνηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν Πνευματικὴ θέα ἑνὸς αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ: τὴ θεανθρωπότητα. Θέα τῆς Βασιλείας, ἡ εἰκόνα ἀποκαλύπτει ὅ,τι τὰ σαρκικὰ μάτια μας ἀντέχουν νὰ ἰδοῦν ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ ἀόρατου κόσμου. Μονοφυσίτες, εἰκονομάχοι καὶ ἀργότερα οἱ ἀντιπαλαμιστὲς (14ος αἰ.), ἀδυνατοῦν νὰ δεχθοῦν τὸ «ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως» τῶν δύο φύσεων τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ, ἀρνοῦνται τὴ διάκριση μεταξὺ ἀμέθεκτης οὐσίας καὶ μεθεκτῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, στὴν κατὰ πάντα – πλὴν ἁμαρτίας ἐνανθρώπισην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἀπορρίπτουν τὴ δυνατότητα τῆς κατὰ Θεὸν μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κατὰ χάριν ὑπέρβαση τοῦ κτιστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως διδάσκει, διὰ τῶν Πατέρων της, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐνανθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεωθῶμεν τὴν κατὰ σάρκαν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ποὺ μὲ τὴ Θεία Χάρη ἀνεμορφώθησαν εἰς τὸ ἀρχαῖον Κάλλος» (᾽Ι. Δαμασκηνός), ἀποδίδει ἡ εἰκόνα. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ἀνέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴ θέωση, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἁγιογραφοῦμε τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο καὶ ἡ ἀναφορὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Συνεπῶς ἡ Εἰκόνα εἶναι σημεῖο θείας Παρουσίας, τόπος συνάντησης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἐκφράζοντας τὴν καθολικὴ ἀλήθεια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Παρωθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁμοιάσει πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς μεταμορφώσεως. Βεβαίως κατὰ τὴν κλασικὴ διατύπωση τοῦ Μ. Βασιλείου ἡ λατρεία προσφέρεται στὸν Ἅγιο Θεό, ἐνῶ ἡ Εἰκόνα ἀξιοῦται τιμητικῆς προσκυνήσεως. «Ἡ γὰρ τῆς εἰκόνας τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει, ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν». Σημεῖον προσωπικῆς συναντήσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἡ εἰκόνα, δηλώνει κάλλος πνευματικὸ χωρὶς νὰ περιπίπτει στὸν κίνδυνο ἐξαΰλωσης, δὲν ἀρνεῖται τὴν ὕλη ἀλλὰ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Σκοπὸς της εἶναι ἡ μεταμόρφωση καὶ θέωση τῆς ὕλης ὄχι ἡ ἄρνησή της. Ὡραιότατα ὁ ἅγιος ᾽Ι. Δαμασκηνὸς σημειώνει «ἔνθα γὰρ ἂνιἦτὸ σημεῖον (εἰκόνα) ἐκεῖ καὶ Αὐτὸς ἔσται (ὁ Χριστός)». Τί εἶχε καὶ τί ἔχασε ἡ Δύση! Κράτησε στάση ἀμφιθυμική. Στὴν ἀρχὴ καταδίκασε τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας στὴν τοπικὴ Σύνοδο τῆς Φρανκφούρτης καὶ στὴ συνέχεια οἱ θεολόγοι τῆς αὐλῆς τοῦ Καρλομάγνου (Libri Carolihi) δὲν ἀπαγόρευσαν μὲν τὶς εἰκόνες, τὶς ἄφησαν —ὅπως ἰσχυρίστηκαν—, μόνο γιὰ τοὺς ἀπαίδευτους, χωρὶς νὰ τονίζεται ἡ τιμητικὴ προσκύνησή τους, τὶς περιόρισαν σὲ χρησιμοθηρικὸ μέσο μὲ ταξικὴ ἀπόχρωση, ὁδηγώντας τοὺς Φράγκους, κυρίως τοὺς Προτεστάντες, στὴν πλήρη ἀποβολή τους. Οἱ Μαντόνες τῆς Ἀναγέννησης —τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας— δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὸ «Ἄξιον Ἐστίν», τὸν Χριστὸ τοῦ Θεοφάνη, τοῦ Πανσελήνου μὲ τὸν Χριστὸ τῆς Μονῆς τῆς Χώρας ἢ τῆς Παμμακαρίστου. «Δὲν δεχόμαστε μόνο τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο», γράφει σύγχρονος μεγάλος θεολόγος καὶ στοχαστής. «Ὅπως ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γενόμενος ἄνθρωπος δανείστηκε σάρκα ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἔτσι καὶ ἡ λειτουργικὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία φανέρωση τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ὕλη, τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα ποὺ δανείστηκε ἀπὸ μία ἐποχή, ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο ἁγιογράφο ἀνώνυμο ἢ ἐπώνυμο. Στὴν εἰκόνα φανερώνεται τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, τὸ αἰώνιο καὶ τὸ χρονικό, τὸ ἀναλλοίωτο τῆς Θεότητος, ποὺ γεμίζει μὲ ἱλαρὸν φῶς οὐράνιας σιγουριᾶς τὰ ἀλλοιούμενα καὶ μεταβαλλόμενα στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱστορίας μας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἱστορεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Αἰωνίου»2. Ἔτσι καταλαβαίνουμε γιατί τόσο σκληρὰ καὶ ἐπίπονα, ἀγωνίστηκαν ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων οἱ Πατέρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς πίστεώς μας. Αὐτὸ τονίζει ὁ ἅγιος Πατὴρ ᾽ Ι. Δαμασκηνὸς ὅταν γράφει: «Τὰς εἰκόνας… χρή… προσκυνεῖν καὶ καταφιλεῖν καὶ ὀφθαλμοῖς καὶ χείλεσι καὶ καρδία»3. Ἡ εἰκόνα διαλέγεται μαζί μας. Ἀποκαλύπτεται στὴ σιωπὴ μιᾶς πρόσωπο μὲ πρόσωπο σχέσης, πρέπει νὰ τὴν ἀφουγκραστοῦμε γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὁ Λόγος σ’ αὐτήν. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας χρονολογούμενος ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων ὑπὸ τῆς εὐσεβοῦς ἀρχόντισσας αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, διατήρησε τὴν μορφή της, παρόλο τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τὴν ἀλλαγὴ τῶν συνθηκῶν. Τὸ ὄνομα τῆς Θεοδώρας ἐγράφη στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντίθετα μὲ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα σύζυγό της Θεόφιλο, ποὺ συνεκάλεσε σύνοδο στὴν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν καὶ ἀναθεματίστηκαν οἱ εἰκονολάτρες. Ἡ Θεοδώρα δὲν ἔπαυσε, μυστικὰ νὰ προσκυνᾶ τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ἀναλαμβάνοντας τὸ θρόνο, νὰ προβεῖ στὴν ὁριστικὴ ἀναστήλωσή των. Τὸ Βυζάντιο γνώρισε τὴν μεγαλύτερη λιτανεία, ὅπου κλῆρος καὶ σύμπας ὁ λαὸς τῆς Βασιλεύουσας ἀνέπεμψε παννύχιο ὑμνολογία στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ κατόπιν μεγαλοπρεπῆ λιτανεία στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τὴν ὁποία παρακολούθησε —κατὰ τοὺς χρονογράφους— ὅλος ὁ λαὸς τῆς Βασιλεύουσας ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Γιατί «ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δόξα μας, ἡ δύναμή μας καὶ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε εἰκονοκλαστικὴ κίνηση, ἡ ὁποία στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ποὺ εἶναι κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ»4.

Ὑποσημειώσεις
1) ᾽ Ι. Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας, Λόγ. Α´ 20, pg. 94, 1252Α.
2) Ἀρχ. Βασιλείου, Θεολογικὸ Σχόλιο στὶς τοιχογραφίες τῆς Μ. Ἰβήρων, ῾ Ι. Μ. Ἰβήρων, 2004, σελ. 18 καὶ ἑξῆς.
3) ᾽ Ι. Δαμασκηνοῦ, p.g. 94, 1268Α καὶ 1332Β.
4) Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου, Εἰκονοφιλικὸ καὶ Εἰκονοκλασικὸ πνεῦμα, ῾ Ι. Μονὴ Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγία) 1998, σελ. 98.

Δεν υπάρχουν σχόλια: