1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε μορφῆς εἶναι πάντα κεντρικὸ πρόβλημα
τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐμπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας.
Μολονότι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικὴ του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευμα – ἁπλὴ
δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγμάτωση τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδός» (Πράξ. 9,
20), τρόπος δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ
σωτηρία, ἡ διαπλοκὴ του μέ τὶς δομὲς τοῦ κόσμου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσὴ του καὶ
τὴν ἔννοια τῆς ἐξουσίας. Στὴν Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος
χαρακτήρας τῆς ἐξουσίας, «ἵνα μὴ ὁ κόσμος εἰς ἀκοσμίαν ἐμπέσῃ» (Ἰσίδωρος
Πηλουσιώτης, 5ος αἰ. Ε.Π. 78, 657), ἐλέγχεται ὅμως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση καὶ
χρήση της. Γι᾽αὐτὸ ὑπογραμμίζεται ἡ σχετικότητα καὶ ὁ πνευματικός της χαραχτήρας
γιὰ τὴν Ἐκκλησία (πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 12. Β´Κορ. 10, 8. Β´Θεσ. 3, 9 κ.ἄ.).
Στὴν Κ.Δ. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιμονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πιλάτο – Ἰωάν. 18, 28 ἑ.) καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαραχτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10, 1 καὶ παράλ., 28, 18 κ.ἄ.). Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαραχτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (Ρωμ. 13), ἐνῶ διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της μὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21), ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόμιμο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόμισμα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο.Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἢ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιμονοποιημένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις», Πράξ. 5, 29).
Στὴν Κ.Δ. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιμονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πιλάτο – Ἰωάν. 18, 28 ἑ.) καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαραχτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10, 1 καὶ παράλ., 28, 18 κ.ἄ.). Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαραχτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (Ρωμ. 13), ἐνῶ διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της μὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21), ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόμιμο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόμισμα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο.Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἢ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιμονοποιημένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις», Πράξ. 5, 29).
2.Ἡ πατερικὴ ποιμαντικὴ ἀντιμετωπίζει τὸ πρόβλημα τῆς ἐξουσίας,
ἀλλʼ ὡς «ἰατρείου πνευματικοῦ» –θεραπευτηρίου δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως–
γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ
«ναὸ Θεοῦ». Μόνο πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασώζει τὸ σκοπὸ της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη
σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου γιὰ τὴ μεταμόρφωσή της σὲ εὐχαριστία
καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ἤ «ἀγρός» (13, 20) προσλαμβάνει
ὅλο τὸ φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (θεσμούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ
νὰ τὰ «ἐκκλησιοποιήσει», νὰ τὰ νοηματοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ
κυριακὸ σῶμα. Αὐτὸ ἐκφράζει πανηγυρικὰ ὁ μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ῥωμανὸς
ὁ Μελωδὸς (6ος αἰ.), μεταπλάθοντας τὸ «μαθητεύσατε πάν τα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου
(18,19) σέ: «μαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας», ποὺ σημαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ
ἔθνη μὲ ὅλη τὴν πολιτειακὴ δομή τους. Στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ἐνεργοποιεῖται μιὰ
ἰδιότυπη ἐξουσία, διαμορφούμενη στὰ ὅρια τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ ἀσκούμενη
μέσω τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ «ἱεραρχημένη πολλαπλότητα», τῆς ἐν Χριστῷ
κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή της, ἀφοῦ ὅλων τῶν δομῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος. (Γιʼ αὐτὸ ἀπορρίπτεται ὀρθόδοξα ὁ παπικὸς θεσμός).
Ὅπως ἐπεσήμανε δὲ ἤδη ὁ μεγάλος ἱστορικὸς Henry Gregoire, ἡ Ὀρ- θόδοξη Ἐκκλησία
διετήρησε τὸν δημοκρατικότερο τρόπο ὑπάρξεως, ἐπιτυγχάνοντας μέσω τοῦ ἐπισκοπικοῦ
συστήματος τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀποκέντρωση καὶ μέσω τῆς συνοδικότητας τὴ δυνατότητα
συλλογικῆς ἐκφράσεως. Ὅταν σώζεται ἡ πατερικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία
παραμένει πνευματικὴ καὶ αὐτὸ ἐκφράζει ἕνας λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (Ε.Π.
61, 527), γιὰ νὰ ἐλέγξει ἀσφαλῶς ὑπερβάσεις καὶ καταχρήσεις, ὄχι ἀσυνήθεις στὴν
πτωτικότητὰ μας: «Οὐκ ἔστιν (στὴν Ἐκκλησία) ἀρχόντων τύφος, οὐδὲ ἀρχομένων
δουλοπρέπεια, ἀλλʼ ἀρχὴ πνευματική, τούτῳ μάλιστα πλεονεκτοῦσα, τῷ τὸ πλέον τῶν
πόνων, οὐ τῷ τάς τιμὰς πλείους ἐπιζητεῖν». Καὶ αὐτό, διότι «...πρόβατα καὶ ποιμένες
πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διαίρεσιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα» (Ε.Π.
52, 784). Ὅλο τὸ σῶμα δὲν εἴμεθα παρὰ πρόβατα τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Ποιμένος, τοῦ
Χριστοῦ, καὶ «σύνδουλοι» ἐνώπιόν Του (Ματθ. 18, 33). Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐξουσίας εἶναι ὄχι τιμωρητικός, ἀλλὰ θεραπευτικὸς (ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁμαρτίας),
προληπτικός, φιλάνθρωπος καὶ διακονητικός. Σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ αὐτὴ ἡ
πολιτικὴ ἐξουσία, στὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔχει διακονικό– ὑπηρετικὸ
χαρακτήρα (ὑπουργός=διάκονος). Ἡ ἐνεργός, ἐξ ἄλλου, παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν
κοινωνικὸ χῶρο, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν συνιστᾶ ὑπέρβαση ὁρίων, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία
δὲν νοεῖται ὡς «ἱερατεῖο», ἀλλὰ ὡς σῶμα καὶ πλήρωμα ζωῆς, ἐνῶ ἡ κοινωνία σύνολη
εἶναι ὁ χῶρος τῆς μαρτυρίας τοῦ εὐαγγελισμοῦ της. Καὶ σ᾽αὐτὸ ἀνταποκρίνεται, ἤδη
ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὁ λαός, ποὺ ἀποδέχεται θετικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία.
Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ διαπίστωση τοῦ Στ. Ράνσιμαν, ὅτι στὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Μεταβυζάντιο,
οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσμα ἀνάμεσα στὸ λαὸ καὶ τὸν παπὰ του. Δίκαια, βέβαια, ὁ
καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης ἔχει ἐπισημάνει («Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινωνία
σήμερα») ὅτι πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος «ἀπὸ τάσεις πρὸς ἀπόκτηση ὑπερ–εξουσιῶν
καὶ ἀπὸ ψευδο– πνευματικὲς φαντασιώσεις». Γι᾽αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν αὐθεντικότητα
συμπορεύεται καὶ μιὰ παθολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ καταντᾶ κακέκτυπη
ἀντιγραφὴ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἐδῶ ἐντοπίζεται τὸ πρόβλημα τῆς ἐκκοσμικεύσεως
καὶ θεσμοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συμπορεύονται ἱστορικά. Σὲ κάποιες ἐκφράσεις
καὶ πραγματώσεις του ὁ Χριστιανισμός, στὰ πρόσωπα τῶν φορέων του φυσικά, ἰδεολογικοποιεῖται
καὶ θρησκειοποιεῖται. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «μυστηριολογικῆς εὐσεβείας» ὁ ἐπίσκοπος
γίνεται ἕνα εἶδος ἀρχιερέα τῆς κρατικῆς θρησκείας (π.χ. ἀπὸ τὸν δ᾽ αἰ.), ἡ
συγκεντρούμενη δὲ στὰ χέρια τῶν ἐπισκόπων δύναμη γίνεται συχνὰ ἐξουσιαστικὴ καὶ
ἀνταγωνιστικὴ πρὸς ἐκείνη τῆς Πολιτείας. Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὸ πρόβλημα
ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἡ ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ ὑπάρξεώς
της.Τότε ἡ προτεραιότητα τῶν ἐπιλόγων μετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὶς ἐνδοκοσμικές
σκοπιμότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες χρησιμοποιεῖται ἡ κοσμικὴ ἐξουσία. Ἡ θεσμοποίηση τῆς
ἐκκοσμικεύσεως συνέβη καθολικὰ στὴ Δύση καὶ μερικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὸν
19ο αἰώνα. Στὴν «καθ᾽ἡμᾶς ἀνατολή» οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ τὴν
κρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ἀντίθετα τὴν πολιτειοκρατία προτεσταντικοῦ τύπου
διὰ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ πραξικοπηματικοῦ αὐτοκεφάλου τοῦ 1833. Ὅπου, μάλιστα, ἡ
Ἐκκλησία ὡς ἱεραρχία, ἀποβαίνει ἐξουσιαστικὴ δύναμη, ὅπως στὸν Παπισμό, βρίσκεται
συνεχῶς σὲ μίαν ἀντιπαλότητα πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὀρθὰ δὲ ἐπισημαίνει ὁ
καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς (Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, 1977, σ. 137), ὅτι ἡ ἐπιδίωξη
ἐπιβολῆς τῶν «χριστιανικῶν ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ πρώτη
ἱστορικὰ ἔκφραση ὁλοκληρωτισμοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ στὴ δογματοποίηση
(προσοχή: αὐτὸ σημαίνει ἀπόδοση σωτηριολογικοῦ χαράχτηρα) τῆς «Plenitudo Potestatis» καὶ τῆς
ἀλάθητης ἡγεσίας. Παρόμοιες τάσεις δὲν λείπουν, βέβαια, καὶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἔμειναν
εὐτυχῶς «τάσεις», ἀπορριπτόμενες ὡς πλάνη καὶ ἀντιχριστιανικότητα. Ὁ μοναχισμός,
μάλιστα, ἤδη ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα, παραμένει ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολὴ δυναμικὴ ἔμπρακτη
διαμαρτυρία στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ ἀγώνας μόνιμος γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
τρόπου ὑπάρξεως, τῆς διακονικῆς δηλαδὴ μαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο. Οἱ
κανόνες, ἐπίσης, τῆς συνοδικῆς παραδόσεως ἀναδιαγράφουν συνεχῶς τὰ ὅρια καὶ τὴν
ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκβαση νὰ κρίνεται αὐτόματα
ὡς ἀντιεκκλησιαστικὴ, δηλαδὴ ἀντιχριστιανική.
3.Ὀξὺ ὅμως εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως ἐκκλησιαστικὰ
τῆς δαιμονικῆς ἐπάρσεως τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, μὲ τὸν ἀπόλυτό της μάλιστα συχνὰ
χαραχτήρα. Ὁ χριστιανὸς ἔχει συνείδηση, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ πολίτης τοῦ κόσμου, ἀλλὰ
τῆς οὐράνιας βασιλείας. Τὸ «πολίτευμά» του εἶναι «ἐν οὐρανοῖς» (Φιλιππ. 3, 20).
Ἡ διαχρονικὴ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς συνειδήσεως διακριβώνεται στὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ
(18ος αἰ.) στὴν ἀναφοράτου στὴν «διπλὴ πατρίδα» τὴ «γήϊνη καὶ ματαία» ἐδῶ στὴ γῆ
καὶ τὴν αἰώνια «ἐν οὐρανοῖς». Ἤδη τὸν β´ αἰ. ὁμολογεῖ ται (Πρὸς Διόγνητον 5,
10), ὅτι «οἱ χριστιανοὶ πείθονται τοῖς κειμένοις νόμοις καὶ (=ἀλλά) τοῖς ἰδίοις
βίοις νικῶσι τοὺς νόμους». Ἡ νομιμοφροσύνη, συνεπῶς, τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι
καρπὸς τῆς ἐπιβολῆς τῆς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τῆς ἐνοικούσης σʼ αὐτὸν χάριτος.
Ὡς πολίτης τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία,
διότι ἡ ὑποταγήτου σʼ αὐτήν, «ἐν οἷς ἐντολῇ Θεοῦ μὴ ἐμποδίζηται» (Μ. Βασίλειος,
Ε.Π. 31, 861), εἶναι σχετικὴ καὶ πρόσκαιρη, ὅπως ἀποδεικνύει διαιώνια τὸ μαρτύριο,ὡς
ἀντίσταση στὴν πολιτικὴ τυραννία. Ἀκόμη ὅμως σημαντικότερο εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ
ἐναγκαλισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία ἐμφανίζεται
ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως συνέβη σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Εἶναι γνωστὰ τὰ προβλήματα,
ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία»(μεταφορὰ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ μετάφραση
τῶν δυτικῶν Established Church, Chiesa Dominante). Ἡ βαυαρικὴ ἐπιβολὴ τοῦ Staattskirchentum –ὄχι χωρὶς
ἀντίσταση φυσικά– ὁδηγεῖ στὸν ἐφοδιασμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἂς θυμηθοῦμε
τὸν ἐντελῶς ἀντορθόδοξο θεσμὸ τῆς «ἀριστίνδην συνόδου», ποὺ ἐμφανίζεται σὲ κάθε
ἀνώμαλη περίοδο τοῦ πολιτικοῦ μας βίου), μὲ ἐξουσίες, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση
τῆς Πολιτείας, ὁπότε στήν οὐσία λειτουργεῖ ὡς δέσμιὰ της (πρβλ. τὰ Εὐαγγελικά,
τὸ ἀνάθεμα κατὰ τοῦ Βενιζέλου, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου κ.λπ.). Ἀκόμη
καὶ στὴν περίπτωση τοῦ «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας–Πολιτείας, ὅπως ἐπικράτησε κατὰ τὴ
δυτικὴ διατύπωση νὰ λέγεται (τὸ ὀρθόδοξο=Βασιλείας–Ἱερωσύνης) ἡ πολιτειοκρατία
μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀκόμη σκληρότερη καὶ ἐξουθενωτικότερη, μὲ τὶς ἀνοικτὲς πλέον
πιέσεις της πρὸς τὴν ἀνίσχυρη πιὰ Ὀρθοδοξία (βλ. «Παραπέτασμα»).
4. Μόνο στὴν περίπτωση τῆς ὀρθὰ (δηλαδὴ κατὰ τοὺς ἱεροὺς
καὶ τοὺς πολιτειακοὺς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας ἢ συμφωνίας (κατὰ τὸ
γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κρατοῦντος Συντάγματός μας) ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος
διακονεῖ τὸ λαὸ καὶ ὄχι τὸ κράτος, συνεργαζόμενος ὅμως μαζί του (ἄρθρο 2 τοῦ
Καταστ. Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, 1975). Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία στὴν ἑλληνορθόδοξη
πολιτισμικὴ παράδοση διακονοῦν τὸν ἴδιο λαό, κάθε πλευρὰ μὲ τὸν δικό της τρόπο.
Ἡ συναλληλία ὡς τὸ μόνο σύμφωνο μὲ τὴν παράδοσή μας σύστημα σχέσεων, ἡ τυχὸν ἀνατροπὴ
τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιφέρει καταστροφικὲς ρήξεις, συνιστᾶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο
πλευρῶν «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῶν ὅροις τε καὶ λόγοις» (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ
χριστολογικὴ ἔκφραση–Μάξιμος Ὁμολογητής). Μὴ λησμονοῦμε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὑπερβάσεις
στὴ χρήση τῆς ἐξουσίας στὴ δική μας παράδοση γίνονται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ
τῆς Πολιτείας, ποὺ αὐτονοηματοδοτεῖται μεταφυσικά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς συνήθως
συντελεῖται καπήλευση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ καισαροπαπισμοῦ ἐν
ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς χῶρος στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρμόζει μιὰ
διπλὴ στάση, ποὺ καθορίσθηκε προγραμματικὰ ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Hofservil–αὐλοκόλακα τὸν ἀποκαλοῦν οἱ Γερμανοί)
καὶ τὸν Μ. Ἀθανάσιο (δ΄ αἰ.) καὶ φθάνει ὡς σήμερα. Ἡ ἄρση τῆς δυσλειτουργίας δὲν
ἐπιτυγχάνεται μὲ εἰσαγόμενες λύσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπανεκκλησιοποίηση (γιὰ τὴ
δυτικίζουσα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Πολιτεία μας: ἀναπαλαίωση) τῶν νοοτροπιῶν. Στὸ πρόβλημα
αὐτὸ τι σημαίνει, ἀλήθεια–, «ἀναζή τηση βάσεων γιὰ μιὰ ἀνανεωμένη εὐρωπαϊκὴ σύνθεση»;
Ποιοὶ καθορίζουν τὴ σύνθεση αὐτή; Οἱ εὐρωπαϊκὲς λαότητες ἢ τὸ κατὰ τὸν μακαρίτη
Ἀνδρέα Παπανδρέου ἀθέατο διευθυντήριο; Ἔχω τὴν ἐντύπωση, ὅτι ἀπὸ τὴ «Μαδρίτη»
(1991) ἐπανήλθαμε στὴν «Εὐρώπη τῶν λαῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν» καὶ στὸ σεβασμὸ τῶν
ἰδιαιτεροτήτων. Μιὰ ἐπιβαλλόμενη ἑνιαιοποίηση θὰ ἰσοπεδώσει τὶς πολιτισμικὲς
παραδόσεις τῶν μικρῶν λαῶν (ἐθνῶν), ὅπως ἔλεγε ὁ δάσκαλός μου στὴν Κολωνία Berthold Rubin
(βυζαντινολόγος). Μὴ λησμονοῦμε δέ, ὅτι, ἂν «πολιτικὰ ἀνήκωμεν εἰς τὴν Δύσιν»,
πνευματικὰ ἀνήκομεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ κάθε ἀλλαγὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐρήμην
τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας καὶ εἰς βάρος τῆς Πανορθοδόξου ἑνότητας. Τὴ βούλησή
του, ἄλλωστε, στὸ πρόβλημα αὐτὸ ἔχει ἐκφράσει ἐπανειλημμένα ὁ λαός μας μὲ τὶς
κατὰ καιροὺς σφυγμομετρήσεις καὶ κατ᾽ἐξοχὴν μὲ τὴ στάση του στὸν «πολιτικὸ γάμο».
Ἡ διατήρηση τοῦ συντάγματος, ὡς ἔχει, στὰ ἄρθρα 3 καὶ 13, διακρατεῖ μὲν τὴν ἐθνικὴ
ταυτότητά μας, ἀλλὰ καὶ λύει τὸ πρόβλημα τῶν ἀληθινῶν (καὶ ὄχι κατασκευαζομένων)
θρησκευτικῶν μειονοτήτων τῆς Χώρας μας. Ἡ παρουσία δὲ τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεως
στὰ ὅρια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ὡς μόνιμη ὑπομνήση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ παρελθόντος, θὰ
βοηθεῖ τὴν ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας–Πολιτείας καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ
χῶρο, στὰ ὅρια τῆς πλουραλιστικῆς ἀντι δόσεως καὶ ὄχι μιᾶς (ἐπιδιωκόμενης ἀπὸ κάποιους)
μονοδρομικῆς «μετακενώσεως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου