Ανδρέας ο Άγιος
Οσιομάρτυς εγεννήθη εις την ευσεβεστάτην Κρήτην και ζηλώσας παιδιόθεν την
πατρικήν Ορθοδοξίαν, δεν επόθησε δόξαν ή πλούτον, ούτε άλλην τρυφήν επεθύμησε
ποτε, αλλά τον σκληρόν και επίπονον βίον εβίωσε και τοσούτον ηγάπησε την αρετήν
εξ όλης του της ψυχής, ώστε έμεινεν από όλας τας ηδονάς ελεύθερος· όθεν
απολαύσας κατά των εχθρών θαυμάσια τρόπαια, έγινεν εις όλους οδός αρίστης
σωτηρίας και αρετής υποτύπωσις, ότι πολλούς κατέπεισε να καταφρονήσωσι την
παρούσαν ζωήν ως ευμάραντον και να δράμουν προς την ουράνιον ως αθάνατον.
Ούτω λοιπόν ανετράφη ο Όσιος φυλάττων ακριβώς εκ νεότητος τα αποστολικά και πατρικά δόγματα, αλλά και πάσα η οικουμένη κατετρύφα τότε εις την ευσέβειαν χωρίς κανέν ζιζάνιον. Την γαλήνην όμως ταύτην της Εκκλησίας μη υποφέρων ο πονηρός και μισόκαλος εχθρός της αληθείας, επειδή η ειδωλολατρία από πολλού έπαυσεν, ήγειρε πάλιν πόλεμον κατά των Ορθοδόξων ο αλιτήριος καταπείσας τον βασιλέα Κωνσταντίνον τον Κοπρώνυμον, τον εν έτει ψμα΄ (741) βασιλεύσαντα, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Έστειλε λοιπόν πανταχού ο δυσσεβής βασιλεύς το ασεβές αυτού και ανόητον πρόσταγμα, δια του οποίου απηγορεύετο η προσκύνησις των αγίων Εικόνων και επεβάλλοντο αυστηραί τιμωρίαι εναντίον εκείνων οίτινες ήθελον τολμήσει να προσκυνήσουν πλέον εικόνισμα, ήτοι να δημεύεται η περιουσία των και να λαμβάνουν ως παραβάται πικρότατον θάνατον. Όθεν τας αυστηράς ταύτας απειλάς φοβούμενοι οι Ορθόδοξοι κατέφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, και αι μεν πόλεις και χώραι ηρημώθησαν, αι δε έρημοι και τα σπήλαια ενεπλήσθησαν κόσμου, έτι δε και εις τας φυλακάς εστενοχωρούντο οι έγκλειστοι από του πλήθους των φυλακιζομένων, διότι δεν εφυλάκιζον φονείς και κλέπτας και άλλους ανθρώπους κακοποιούς, αλλά εναρέτους και φίλους του Παντοκράτορος Θεού. Ταύτα μαθών ο ανδρειωμένος κατά την ψυχήν Ανδρέας επόθησε ψυχή τε και σώματι να λάβη δια την αγάπην του αθανάτου Θεού θάνατον πρόσκαιρον, δια να αποφύγη τας μετά θάνατον τιμωρίας και να γίνη της αθανάτου ζωής κληρονόμος και των Αγγέλων συμμέτοχος. Αφήσας λοιπόν την ποθητήν του πατρίδα εμίσησε πάσαν απόλαυσιν φίλων και συγγενών και πράγματα και έπλευσεν εις Κωνσταντινούπολιν να πολεμήση τον αντίπαλον ως αγωνιστής ανδρειότατος και παρουσιασθείς εις το θέατρον δεν εφοβήθη τα φοβερά και πικρά κολαστήρια, δεν εδειλίσασε θυμόν αρχόντων, δια τον Κύριον, αλλά φανερώς εκήρυξε την αλήθειαν λέγων, ότι όστις δεν προσκυνεί τας αγίας Εικόνας είναι αιρετικός και αντίχριστος, τους δε ακροατάς παρεκίνει να μη φοβώνται βασιλέως θρασύτητα ούτε σκληρά παιδευτήρια, αλλά να δίδωσι την οφειλομένην και πρέπουσαν τιμήν εις τας Εικόνας, αι οποίαι είναι των πρωτοτύπων αντίτυπα και όστις τας υβρίζει, ατιμάζει τον εν αυταίς εικονιζόμενον. Ο δε βασιλεύς εκάθητο με την συνήθη δορυφορίαν εις τα βασίλεια του Αγίου Μάμαντος τιμωρών με μεγάλην αγριότητα και με σκληρά βασανιστήρια τους Ορθοδόξους και άλλους μεν ερράβδιζεν, άλλους έρριπτεν εις το πυρ, άλλων ανέσπα την γλώσσαν δια να μη δύνανται να παρακινώσι τους άλλους προς την ευσέβειαν, άλλων πάλιν εξώρυττε τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωσι των Μαρτύρων την γενναιότητα ούτε να έχωσι τινα παρηγορίαν, αλλων δε πάλιν έκοπτε τας χείρας και τους πόδας, των ανευθύνων ο υπεύθυνος και άξιος πάσης κολάσεως. Βλέπων ταύτα ο Άγιος επόνεσε την ψυχήν ο συμπαθέστατος και ύβρισε παρρησία τον εμπαθέστατον τύραννον λέγων· «Δια τί, βασιλεύ, τιμωρείς τους Αγίους με τόσην ωμότητα; Πως δεν λυπείσαι τους Χριστωνύμους, μισόχριστε, αλλά τους δίδεις τοιαύτα βασανιστήρια»; Ο δε βασιλεύς, ακούσας ταύτα, εκέλευσε να τον συλλάβωσιν οι παριστάμενοι, οίτινες ήρπασαν αυτόν ως φονείς αγριώτατοι, άλλοι από τας χείρας, άλλοι από τους πόδας και άλλοι από τα ιμάτια, έρριψαν αυτόν εις την γην υβρίζοντες και λακτίζοντες αυτόν, έπειτα τον έφεραν πλησίον του βασιλέως, όστις του λέγει· «Διατί ήλθες με τόσην θρασύτητα και αγριότητα, άγροικε, να με ελέγξης κατά πρόσωπον; Ή έκαμες τούτο δια να γίνης προς ημάς γνώριμος»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είχα ανάγκην εγώ να γίνω της βασιλείας σου γνώριμος, διότι όλον τον κόσμον κατεφρόνησα, διάγων ησυχαστικήν ζωήν και ήρεμον, ούτε από αυθάδειαν και αμάθειάν μου επαρρησιάσθην, αλλά ακούσας την νεωτέραν και αντίχριστον πλάνην, ότι βιάζεις τους ευσεβείς να μη προσκυνώσι τας αγίας Εικόνας, δεν ηδυνήθην να υπομένω τοιαύτην αδικίαν· όθεν αφήκα την ωραιοτάτην πατρίδα μου, επέρασα τόσην θάλασσαν και ήλθα δια την αγάπην του Χριστού μου και των αγίων Εικόνων ή να λυτρώσω σας από την πλάνην ή να θυσιάσω εγώ την ζωήν μου δια τον Δεσπότην Χριστόν, όστις έλαβε δι’ ημάς επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Τόσον μεγάλην γνώσιν έχεις συ και τόσην φρόνησιν, ώστε ήλθες από την Κρήτην δια να μεταβάλης την γνώμην τόσον αρχόντων και Αρχιερέων, οίτινες πείθονται εις ημάς και να μας κάμης να προσκυνώμεν είδωλα και έργα χειρών ευτελέστατα; Αλλά ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και υποτάξου εις το πρόσταγμά μου πάραυτα, ει δε εγώ θα σε κάμω να γνωρίσης πόσον κακόν είναι η απερισκεψία και η έπαρσις και η προς τους βασιλείς αυθάδεια». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εκοίταξε προς τον ουρανόν λέγων· «Δεν θέλω σε απαρνηθή, Χριστέ Βασιλεύ, ούτε ποτέ θέλω ατιμάσει την Εικόνα σου, έστω και αν ξεσχίσουν τα μέλη μου οι μισόχριστοι, και αν εξορύξωσι τους οφθαλμούς και κόψωσι την γλώσσαν μου. Ας κόψωσι μάλλον τας χείρας και τους πόδας μου και ας μου δώσωσι τα δεινότερα κολαστήρια, άτινα ηκούσθησαν πρότερον ή να καταφρονήσω τον σεβάσμιον χαρακτήρα Σου». Λέγει ο τύραννος· «Διατί έχεις τόσην αγνωσίαν και παχύτητα νοός, να περιγράφης τον απερίγραπτον; Δεν ήκουσες του Μωϋσέως, όστις ενομοθέτησε να μη κάμη τις του Θεού κανέν ομοίωμα; Διατί λοιπόν προσκυνείτε σανίδια και τοίχους, δυστυχείς και ανόητοι; Νομίζεις ότι θα λάβης τα παιδευτήρια, τα οποία θα σου δώσω, δια μισθόν και σωτηρίαν σου; Πλανάσαι, ταλαίπωρε, διότι δεν βασανίζεσαι δια την αλήθειαν, αλλά δια την παράλογον γνώμην σου και παιδεύεσαι δικαίως δια την αυθάδειάν σου». Ο δε Άγιος, μη υποφέρων την ύβριν της θείας Εικόνος, εξύβρισε τον τύραννον λέγων· «Μιαρά κεφαλή, ούτω νομίζεις ότι δεν έχει μισθόν, όστις παιδευθή δια την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων; Η τιμή, την οποίαν δίδομεν εις αυτάς, δεν διαβαίνει εις το ορωτότυπον; Αλλά πως σεις παιδεύετε με σκληρά κολαστήρια όσους υβρίζουν και ατιμάσουν τας στήλας σας και τα μορφώματά σας, των οποίων πρέπει καταφρόνησις, επειδή απ’ έξω είναι χάλκωμα ή χρυσός και τα έσωθεν αυτών είναι πίσσα και ξύλα και ύλη ευκαταφρόνητος; Σεις δυσώδεις και ανάξιοι τιμάσθε και θέλετε να προσκυνώμεν τους ανδριάντας σας και τα μορφώματά σας, το δε να υβρίζητε τας Εικόνας του Χριστού και των Αγίων δεν σας φαίνεται αμάρτημα»; Ταύτα λέγων ο Άγιος ήθελε να μακρύνη τον λόγον και να του αποδείξη ότι και ο Μωϋσής ετύπωσε τα Σεραφίμ και να του εξηγήση διατί είπε να μη κάμωσιν οι Εβραίοι ομοίωμα Θεού, αλλ’ ο τύραννος εθυμώθη, διότι τον ύβρισε και λέγει προς τους περιεστώτας· «Εάν, όστις υβρίση την στήλην του βασιλέως βαρέως παιδεύεται, καθώς είπεν ούτος ο αναιδέστατος, αυτός, όστις με ύβρισεν εις το πρόσωπον, πόσης κολάσεως είναι άξιος ο αναίσχυντος»; Ούτως είπε, και βλέπων με άγριον βλέμμα τον Άγιον, εφώναξεν οργίλως να τον γυμνώσωσι και τανύοντες αυτόν με σχοινία να τον δέρουν ανηλεώς. Έπειτα, βλέπων αυτόν ότι δεν εδειλίασε τελείως, αλλ’ ανέμενε να λάβη τους ραβδισμούς με ανδρείαν και γενναιότητα, εγνώρισεν ότι δεν θα τον ενίκα με το κακόν. Όθεν ηθέλησε να τον κολακεύση και του λέγει με ημερότητα· «Πριν να λάβης τα κολαστήρια, κάμε το θέλημά μου, να μη μετανοήσης ματαίως και αδιαφόρως ύστερον». Ο δε Άγιος, υψώσας προς τον Χριστόν τους οφθαλμούς της ψυχής και του σώματος, προσηύξατο νοερώς να τον ενδυναμώση, δια να φυλάξη το σέβας των αγίων Εικόνων ακλινές τε και άτρεπτον. Έπειτα στραφείς προς τον τύραννον λέγει· «Δεν πολεμείς τους βαρβάρους, οίτινες σε ζημιώνουσιν, αλλά βάλλεις όλην την σπουδήν σου να πολεμής τον Χριστόν και τους δούλους του; Δεν φοβείσαι την κρίσιν του Θεού, όστις μέλλει να εξετάση τας πράξεις σου»; Τότε απέβαλε πλέον ο μιαρός τύραννος το πρόσχημα και διέταξε να μαστιγώσουν τον Μάρτυρα σκληρότατα με τα βούνευρα· δια να θεραπεύσουν δε τον θυμόν του τυράννου, εκείνοι που ήσαν προστεταγμένοι ήρχισαν να τον δέρουν με μεγάλην σκληρότητα, και τον εξέσχισαν τόσον άσπλαγχνα, ώστε έτρεχαν ποταμοί αίματος και ήτο η γη κατακόκκινος, άλλοι δε εκτύπων με λίθους και ύβριζον ποικιλοτρόπως τον τιμιώτατον, αγνοούντες οι άθλιοι, ότι δια να αρέσουν εις τον επίγειον αυτοκράτορα και να χαροποιούν τον κοσμοκράτορα, ελυπούσαν τον Παντοκράτορα, όστις έμελλεν εις αυτούς μεν να δώση ατελεύτητον κόλασιν, εις δε τον Άγιον ευφροσύνην αιώνιον και στέφανον αμάραντον. Μετά ταύτα τον εξανακολάκευσεν ο ασύνετος τύραννος με ευσπλαγχνικά λόγια και μη δυνάμενος να μεταβάλη την καλήν του προαίρεσιν, απέρριψε του προβάτου το επίπλαστον ένδυμα και έμεινε πάλιν ως πρότερον λύκος άρπαξ, προστάσσων να συνθλάσωσι και να συντρίψωσι τας σιαγώνας του, και ούτως αυτοί μεν εμαστίγωνον όσον ηδύναντο τον Άγιον, εκείνος δε με την προσευχήν του ήμειβε τους μιαιφόνους ως ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αφού εποίησαν εις τον Μάρτυρα τας πρώτας ταύτας τιμωρίας, έβαλον αυτόν εις την φυλακήν μέχρι δευτέρας εξετάσεως· ευρών δε ούτος εκεί εις το δεσμωτήριον και άλλους πολλούς των Χριστιανών, τους εδίδασκεν επιμελώς να ίστανται ανδρείως εις την ομολογίαν και να μη προδώσουν την ευσέβειαν, εκ του φόβου των προσωρινών κολαστηρίων, δια να λυτρωθώσιν από τα αιώνια· έχαιρε δε και αυτός ως ο μέγας Παύλος, ότι ηξιώθη να πάθη θλίψεις δια τον Κύριον και τον ηυχαρίστει εξ όλης καρδίας και δια στόματος. Οι δε λοιποί φυλακισμένοι, ταύτα ακούοντες, εστερεώνοντο περισσότερον. Ήτο λοιπόν εις την φυλακήν το σώμα του Μάρτυρος, η ψυχή όμως αυτού και προ της αναλώσεως εφαντάζετο τα ουράνια και επεθύμει να λυτρωθή το συντομώτερον από το σώμα, δια να απολαύση τον ποθούμενον εις την εκείθεν μακαριότητα. Μετ’ ολίγας ημέρας έφεραν και πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον, δοκιμάζων δε αυτόν διαφόρως ο τύραννος, δεν ηδυνήθη να τον φέρη εις την μιαράν γνώμην του, αλλά μάλιστα και ευτολμότερον τον ευρήκε και εις τον έρωτα του Χριστού θερμότερον· όθεν προσέταξε πάλιν να τον γυμνώσουν και να τον δέρωσιν άσπλαγχνα, μετά δε τας άλλας πληγάς, τας οποίας του έδωσαν πρότερον, εξέσχιζαν και τας πλευράς του ανηλεώς και πολλήν οδύνην του έδιδαν, όμως τον θησαυρόν της πίστεως δεν ηδυνήθησαν να του κλέψωσιν. Βλέπων λοιπόν ο αλιτήριος τύραννος, ότι ακαίρως εβασανίζοντο, αυτός μεν δέρων, ο δε Αθλητής υπομένων, έδωκε κατ’ αυτού την ποθουμένην απόφασιν, να τον δέσωσι με σχοινία από τους πόδας και να τον σύρωσιν εις την αγοράν και εις κάθε τόπον της πόλεως έως να εκπνεύση και τότε να τον ρίψωσιν εις τον άτιμον τόπον των κακούργων, να τον φάγωσι τα θηρία και τα όρνεα. Καθώς λοιπόν τον έσυραν ατίμως εις όλην την αγοράν και κατεκτύπα εις τους λίθους η κεφαλή του, έτυχεν ένας αλιεύς, όστις εκράτει ιχθείς δια να τους πωλήση· βλέπων δε τον Άγιον ηρώτησε ποίον έγκλημα έπραξε και μαθών την αιτίαν, αρπάσας μίαν μακελλινήν μάχαιραν, ως υπό διαβόλου κινούμενος, έκοψε τον ένα πόδα του Μάρτυρος. Όθεν υπό τον αφόρητον πόνον, τον οποίον έλαβεν από την εκκοπήν του ποδός, παρέδωκεν ο μακάριος την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Ούτως ετελείωσεν ο δρόμος του αριστέως, τοιούτον ήτο των αγώνων του το στάδιον, τοσαύτη η ανδρεία αυτού και τα παλαίσματα, και η μεν αγία και πανάμωμος ψυχή του ανήλθε προς τον ποθούμενον, το δε τίμιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον έσυρον έως ου έφθασαν εις τον τόπον των κακούργων, και έρριψαν εις αυτόν ατίμως αυτό, το πάσης τιμής και ευλαβείας επάξιον, εκείτετο δε εκεί ημέρας πολλάς εις βρώσιν των θηρίων και των πετεινών, κατά το ρητόν του Προφήτου· «Έθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των Οσίων σου τοις θηρίοις της γης» (Ψαλμ. οη: 2). Όμως ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν αφήκε το σώμα του Μάρτυρος να απολεσθή, αλλά εφανέρωσεν εις τας φιλοθέους ψυχάς τον θησαυρόν εκείνον, δια να δοξάση τον δούλον του και να ωφελήση τους πάσχοντας, ο δε τρόπος της αναγνωρίσεως του ιερού λειψάνου ούτως εγένετο. Τον καιρόν εκείνον ήσαν δώδεκα δαιμονιζόμενοι από διαφότους τόπους και χωρία, εξ ων έκαστος επήγαινεν όπου τον διέτασσε το δαιμόνιον, άλλος εις μίαν πόλιν και άλλος εις άλλην, ανωφελώς και ακαίρως τον καιρόν αναλίσκοντες. Τότε μίαν ημέραν συνήχθησαν όλοι ομού και επήγαινον εις τον τόπον των κακούργων, ώσπερ να είχον μίαν ψυχήν και φρόνησιν άπαντες, και φωνάζοντες επεκαλούντο τον Άγιον. Έπειτα ανασύραντες όλα τα σώματα των κακούργων, άτινα έκειντο εις τον λάκκον, εύρον τέλος και το του Αγίου άγιον λείψανον και το εσήκωσαν χαίροντες· τότε παρευθύς θαύμα τω θαύματι ηκολούθησε και ελυτρώθησαν οι δαιμονιζόμενοι άπαντες και όσοι άλλοι είχον τινά ασθένειαν ιατρεύθησαν, τον δε Άγιον έλαβον οι ευλαβείς Χριστιανοί και τον ενεταφίασαν εντίμως εις τόπον τινά καλούμενον Κρίσιν, εις τον οποίον εγίνοντο καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα και τελούνται έως την σήμερον· ότι οίαν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν έχει τις, αρκεί να υπάγη εις τον τάφον του Μάρτυρος μετά πίστεως και θεραπεύεται με την Χάριν και φιλανθρωπίαν του Δεσπότου Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Πατρί και τω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ούτω λοιπόν ανετράφη ο Όσιος φυλάττων ακριβώς εκ νεότητος τα αποστολικά και πατρικά δόγματα, αλλά και πάσα η οικουμένη κατετρύφα τότε εις την ευσέβειαν χωρίς κανέν ζιζάνιον. Την γαλήνην όμως ταύτην της Εκκλησίας μη υποφέρων ο πονηρός και μισόκαλος εχθρός της αληθείας, επειδή η ειδωλολατρία από πολλού έπαυσεν, ήγειρε πάλιν πόλεμον κατά των Ορθοδόξων ο αλιτήριος καταπείσας τον βασιλέα Κωνσταντίνον τον Κοπρώνυμον, τον εν έτει ψμα΄ (741) βασιλεύσαντα, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Έστειλε λοιπόν πανταχού ο δυσσεβής βασιλεύς το ασεβές αυτού και ανόητον πρόσταγμα, δια του οποίου απηγορεύετο η προσκύνησις των αγίων Εικόνων και επεβάλλοντο αυστηραί τιμωρίαι εναντίον εκείνων οίτινες ήθελον τολμήσει να προσκυνήσουν πλέον εικόνισμα, ήτοι να δημεύεται η περιουσία των και να λαμβάνουν ως παραβάται πικρότατον θάνατον. Όθεν τας αυστηράς ταύτας απειλάς φοβούμενοι οι Ορθόδοξοι κατέφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, και αι μεν πόλεις και χώραι ηρημώθησαν, αι δε έρημοι και τα σπήλαια ενεπλήσθησαν κόσμου, έτι δε και εις τας φυλακάς εστενοχωρούντο οι έγκλειστοι από του πλήθους των φυλακιζομένων, διότι δεν εφυλάκιζον φονείς και κλέπτας και άλλους ανθρώπους κακοποιούς, αλλά εναρέτους και φίλους του Παντοκράτορος Θεού. Ταύτα μαθών ο ανδρειωμένος κατά την ψυχήν Ανδρέας επόθησε ψυχή τε και σώματι να λάβη δια την αγάπην του αθανάτου Θεού θάνατον πρόσκαιρον, δια να αποφύγη τας μετά θάνατον τιμωρίας και να γίνη της αθανάτου ζωής κληρονόμος και των Αγγέλων συμμέτοχος. Αφήσας λοιπόν την ποθητήν του πατρίδα εμίσησε πάσαν απόλαυσιν φίλων και συγγενών και πράγματα και έπλευσεν εις Κωνσταντινούπολιν να πολεμήση τον αντίπαλον ως αγωνιστής ανδρειότατος και παρουσιασθείς εις το θέατρον δεν εφοβήθη τα φοβερά και πικρά κολαστήρια, δεν εδειλίσασε θυμόν αρχόντων, δια τον Κύριον, αλλά φανερώς εκήρυξε την αλήθειαν λέγων, ότι όστις δεν προσκυνεί τας αγίας Εικόνας είναι αιρετικός και αντίχριστος, τους δε ακροατάς παρεκίνει να μη φοβώνται βασιλέως θρασύτητα ούτε σκληρά παιδευτήρια, αλλά να δίδωσι την οφειλομένην και πρέπουσαν τιμήν εις τας Εικόνας, αι οποίαι είναι των πρωτοτύπων αντίτυπα και όστις τας υβρίζει, ατιμάζει τον εν αυταίς εικονιζόμενον. Ο δε βασιλεύς εκάθητο με την συνήθη δορυφορίαν εις τα βασίλεια του Αγίου Μάμαντος τιμωρών με μεγάλην αγριότητα και με σκληρά βασανιστήρια τους Ορθοδόξους και άλλους μεν ερράβδιζεν, άλλους έρριπτεν εις το πυρ, άλλων ανέσπα την γλώσσαν δια να μη δύνανται να παρακινώσι τους άλλους προς την ευσέβειαν, άλλων πάλιν εξώρυττε τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωσι των Μαρτύρων την γενναιότητα ούτε να έχωσι τινα παρηγορίαν, αλλων δε πάλιν έκοπτε τας χείρας και τους πόδας, των ανευθύνων ο υπεύθυνος και άξιος πάσης κολάσεως. Βλέπων ταύτα ο Άγιος επόνεσε την ψυχήν ο συμπαθέστατος και ύβρισε παρρησία τον εμπαθέστατον τύραννον λέγων· «Δια τί, βασιλεύ, τιμωρείς τους Αγίους με τόσην ωμότητα; Πως δεν λυπείσαι τους Χριστωνύμους, μισόχριστε, αλλά τους δίδεις τοιαύτα βασανιστήρια»; Ο δε βασιλεύς, ακούσας ταύτα, εκέλευσε να τον συλλάβωσιν οι παριστάμενοι, οίτινες ήρπασαν αυτόν ως φονείς αγριώτατοι, άλλοι από τας χείρας, άλλοι από τους πόδας και άλλοι από τα ιμάτια, έρριψαν αυτόν εις την γην υβρίζοντες και λακτίζοντες αυτόν, έπειτα τον έφεραν πλησίον του βασιλέως, όστις του λέγει· «Διατί ήλθες με τόσην θρασύτητα και αγριότητα, άγροικε, να με ελέγξης κατά πρόσωπον; Ή έκαμες τούτο δια να γίνης προς ημάς γνώριμος»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είχα ανάγκην εγώ να γίνω της βασιλείας σου γνώριμος, διότι όλον τον κόσμον κατεφρόνησα, διάγων ησυχαστικήν ζωήν και ήρεμον, ούτε από αυθάδειαν και αμάθειάν μου επαρρησιάσθην, αλλά ακούσας την νεωτέραν και αντίχριστον πλάνην, ότι βιάζεις τους ευσεβείς να μη προσκυνώσι τας αγίας Εικόνας, δεν ηδυνήθην να υπομένω τοιαύτην αδικίαν· όθεν αφήκα την ωραιοτάτην πατρίδα μου, επέρασα τόσην θάλασσαν και ήλθα δια την αγάπην του Χριστού μου και των αγίων Εικόνων ή να λυτρώσω σας από την πλάνην ή να θυσιάσω εγώ την ζωήν μου δια τον Δεσπότην Χριστόν, όστις έλαβε δι’ ημάς επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Τόσον μεγάλην γνώσιν έχεις συ και τόσην φρόνησιν, ώστε ήλθες από την Κρήτην δια να μεταβάλης την γνώμην τόσον αρχόντων και Αρχιερέων, οίτινες πείθονται εις ημάς και να μας κάμης να προσκυνώμεν είδωλα και έργα χειρών ευτελέστατα; Αλλά ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και υποτάξου εις το πρόσταγμά μου πάραυτα, ει δε εγώ θα σε κάμω να γνωρίσης πόσον κακόν είναι η απερισκεψία και η έπαρσις και η προς τους βασιλείς αυθάδεια». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εκοίταξε προς τον ουρανόν λέγων· «Δεν θέλω σε απαρνηθή, Χριστέ Βασιλεύ, ούτε ποτέ θέλω ατιμάσει την Εικόνα σου, έστω και αν ξεσχίσουν τα μέλη μου οι μισόχριστοι, και αν εξορύξωσι τους οφθαλμούς και κόψωσι την γλώσσαν μου. Ας κόψωσι μάλλον τας χείρας και τους πόδας μου και ας μου δώσωσι τα δεινότερα κολαστήρια, άτινα ηκούσθησαν πρότερον ή να καταφρονήσω τον σεβάσμιον χαρακτήρα Σου». Λέγει ο τύραννος· «Διατί έχεις τόσην αγνωσίαν και παχύτητα νοός, να περιγράφης τον απερίγραπτον; Δεν ήκουσες του Μωϋσέως, όστις ενομοθέτησε να μη κάμη τις του Θεού κανέν ομοίωμα; Διατί λοιπόν προσκυνείτε σανίδια και τοίχους, δυστυχείς και ανόητοι; Νομίζεις ότι θα λάβης τα παιδευτήρια, τα οποία θα σου δώσω, δια μισθόν και σωτηρίαν σου; Πλανάσαι, ταλαίπωρε, διότι δεν βασανίζεσαι δια την αλήθειαν, αλλά δια την παράλογον γνώμην σου και παιδεύεσαι δικαίως δια την αυθάδειάν σου». Ο δε Άγιος, μη υποφέρων την ύβριν της θείας Εικόνος, εξύβρισε τον τύραννον λέγων· «Μιαρά κεφαλή, ούτω νομίζεις ότι δεν έχει μισθόν, όστις παιδευθή δια την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων; Η τιμή, την οποίαν δίδομεν εις αυτάς, δεν διαβαίνει εις το ορωτότυπον; Αλλά πως σεις παιδεύετε με σκληρά κολαστήρια όσους υβρίζουν και ατιμάσουν τας στήλας σας και τα μορφώματά σας, των οποίων πρέπει καταφρόνησις, επειδή απ’ έξω είναι χάλκωμα ή χρυσός και τα έσωθεν αυτών είναι πίσσα και ξύλα και ύλη ευκαταφρόνητος; Σεις δυσώδεις και ανάξιοι τιμάσθε και θέλετε να προσκυνώμεν τους ανδριάντας σας και τα μορφώματά σας, το δε να υβρίζητε τας Εικόνας του Χριστού και των Αγίων δεν σας φαίνεται αμάρτημα»; Ταύτα λέγων ο Άγιος ήθελε να μακρύνη τον λόγον και να του αποδείξη ότι και ο Μωϋσής ετύπωσε τα Σεραφίμ και να του εξηγήση διατί είπε να μη κάμωσιν οι Εβραίοι ομοίωμα Θεού, αλλ’ ο τύραννος εθυμώθη, διότι τον ύβρισε και λέγει προς τους περιεστώτας· «Εάν, όστις υβρίση την στήλην του βασιλέως βαρέως παιδεύεται, καθώς είπεν ούτος ο αναιδέστατος, αυτός, όστις με ύβρισεν εις το πρόσωπον, πόσης κολάσεως είναι άξιος ο αναίσχυντος»; Ούτως είπε, και βλέπων με άγριον βλέμμα τον Άγιον, εφώναξεν οργίλως να τον γυμνώσωσι και τανύοντες αυτόν με σχοινία να τον δέρουν ανηλεώς. Έπειτα, βλέπων αυτόν ότι δεν εδειλίασε τελείως, αλλ’ ανέμενε να λάβη τους ραβδισμούς με ανδρείαν και γενναιότητα, εγνώρισεν ότι δεν θα τον ενίκα με το κακόν. Όθεν ηθέλησε να τον κολακεύση και του λέγει με ημερότητα· «Πριν να λάβης τα κολαστήρια, κάμε το θέλημά μου, να μη μετανοήσης ματαίως και αδιαφόρως ύστερον». Ο δε Άγιος, υψώσας προς τον Χριστόν τους οφθαλμούς της ψυχής και του σώματος, προσηύξατο νοερώς να τον ενδυναμώση, δια να φυλάξη το σέβας των αγίων Εικόνων ακλινές τε και άτρεπτον. Έπειτα στραφείς προς τον τύραννον λέγει· «Δεν πολεμείς τους βαρβάρους, οίτινες σε ζημιώνουσιν, αλλά βάλλεις όλην την σπουδήν σου να πολεμής τον Χριστόν και τους δούλους του; Δεν φοβείσαι την κρίσιν του Θεού, όστις μέλλει να εξετάση τας πράξεις σου»; Τότε απέβαλε πλέον ο μιαρός τύραννος το πρόσχημα και διέταξε να μαστιγώσουν τον Μάρτυρα σκληρότατα με τα βούνευρα· δια να θεραπεύσουν δε τον θυμόν του τυράννου, εκείνοι που ήσαν προστεταγμένοι ήρχισαν να τον δέρουν με μεγάλην σκληρότητα, και τον εξέσχισαν τόσον άσπλαγχνα, ώστε έτρεχαν ποταμοί αίματος και ήτο η γη κατακόκκινος, άλλοι δε εκτύπων με λίθους και ύβριζον ποικιλοτρόπως τον τιμιώτατον, αγνοούντες οι άθλιοι, ότι δια να αρέσουν εις τον επίγειον αυτοκράτορα και να χαροποιούν τον κοσμοκράτορα, ελυπούσαν τον Παντοκράτορα, όστις έμελλεν εις αυτούς μεν να δώση ατελεύτητον κόλασιν, εις δε τον Άγιον ευφροσύνην αιώνιον και στέφανον αμάραντον. Μετά ταύτα τον εξανακολάκευσεν ο ασύνετος τύραννος με ευσπλαγχνικά λόγια και μη δυνάμενος να μεταβάλη την καλήν του προαίρεσιν, απέρριψε του προβάτου το επίπλαστον ένδυμα και έμεινε πάλιν ως πρότερον λύκος άρπαξ, προστάσσων να συνθλάσωσι και να συντρίψωσι τας σιαγώνας του, και ούτως αυτοί μεν εμαστίγωνον όσον ηδύναντο τον Άγιον, εκείνος δε με την προσευχήν του ήμειβε τους μιαιφόνους ως ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αφού εποίησαν εις τον Μάρτυρα τας πρώτας ταύτας τιμωρίας, έβαλον αυτόν εις την φυλακήν μέχρι δευτέρας εξετάσεως· ευρών δε ούτος εκεί εις το δεσμωτήριον και άλλους πολλούς των Χριστιανών, τους εδίδασκεν επιμελώς να ίστανται ανδρείως εις την ομολογίαν και να μη προδώσουν την ευσέβειαν, εκ του φόβου των προσωρινών κολαστηρίων, δια να λυτρωθώσιν από τα αιώνια· έχαιρε δε και αυτός ως ο μέγας Παύλος, ότι ηξιώθη να πάθη θλίψεις δια τον Κύριον και τον ηυχαρίστει εξ όλης καρδίας και δια στόματος. Οι δε λοιποί φυλακισμένοι, ταύτα ακούοντες, εστερεώνοντο περισσότερον. Ήτο λοιπόν εις την φυλακήν το σώμα του Μάρτυρος, η ψυχή όμως αυτού και προ της αναλώσεως εφαντάζετο τα ουράνια και επεθύμει να λυτρωθή το συντομώτερον από το σώμα, δια να απολαύση τον ποθούμενον εις την εκείθεν μακαριότητα. Μετ’ ολίγας ημέρας έφεραν και πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον, δοκιμάζων δε αυτόν διαφόρως ο τύραννος, δεν ηδυνήθη να τον φέρη εις την μιαράν γνώμην του, αλλά μάλιστα και ευτολμότερον τον ευρήκε και εις τον έρωτα του Χριστού θερμότερον· όθεν προσέταξε πάλιν να τον γυμνώσουν και να τον δέρωσιν άσπλαγχνα, μετά δε τας άλλας πληγάς, τας οποίας του έδωσαν πρότερον, εξέσχιζαν και τας πλευράς του ανηλεώς και πολλήν οδύνην του έδιδαν, όμως τον θησαυρόν της πίστεως δεν ηδυνήθησαν να του κλέψωσιν. Βλέπων λοιπόν ο αλιτήριος τύραννος, ότι ακαίρως εβασανίζοντο, αυτός μεν δέρων, ο δε Αθλητής υπομένων, έδωκε κατ’ αυτού την ποθουμένην απόφασιν, να τον δέσωσι με σχοινία από τους πόδας και να τον σύρωσιν εις την αγοράν και εις κάθε τόπον της πόλεως έως να εκπνεύση και τότε να τον ρίψωσιν εις τον άτιμον τόπον των κακούργων, να τον φάγωσι τα θηρία και τα όρνεα. Καθώς λοιπόν τον έσυραν ατίμως εις όλην την αγοράν και κατεκτύπα εις τους λίθους η κεφαλή του, έτυχεν ένας αλιεύς, όστις εκράτει ιχθείς δια να τους πωλήση· βλέπων δε τον Άγιον ηρώτησε ποίον έγκλημα έπραξε και μαθών την αιτίαν, αρπάσας μίαν μακελλινήν μάχαιραν, ως υπό διαβόλου κινούμενος, έκοψε τον ένα πόδα του Μάρτυρος. Όθεν υπό τον αφόρητον πόνον, τον οποίον έλαβεν από την εκκοπήν του ποδός, παρέδωκεν ο μακάριος την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Ούτως ετελείωσεν ο δρόμος του αριστέως, τοιούτον ήτο των αγώνων του το στάδιον, τοσαύτη η ανδρεία αυτού και τα παλαίσματα, και η μεν αγία και πανάμωμος ψυχή του ανήλθε προς τον ποθούμενον, το δε τίμιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον έσυρον έως ου έφθασαν εις τον τόπον των κακούργων, και έρριψαν εις αυτόν ατίμως αυτό, το πάσης τιμής και ευλαβείας επάξιον, εκείτετο δε εκεί ημέρας πολλάς εις βρώσιν των θηρίων και των πετεινών, κατά το ρητόν του Προφήτου· «Έθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των Οσίων σου τοις θηρίοις της γης» (Ψαλμ. οη: 2). Όμως ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν αφήκε το σώμα του Μάρτυρος να απολεσθή, αλλά εφανέρωσεν εις τας φιλοθέους ψυχάς τον θησαυρόν εκείνον, δια να δοξάση τον δούλον του και να ωφελήση τους πάσχοντας, ο δε τρόπος της αναγνωρίσεως του ιερού λειψάνου ούτως εγένετο. Τον καιρόν εκείνον ήσαν δώδεκα δαιμονιζόμενοι από διαφότους τόπους και χωρία, εξ ων έκαστος επήγαινεν όπου τον διέτασσε το δαιμόνιον, άλλος εις μίαν πόλιν και άλλος εις άλλην, ανωφελώς και ακαίρως τον καιρόν αναλίσκοντες. Τότε μίαν ημέραν συνήχθησαν όλοι ομού και επήγαινον εις τον τόπον των κακούργων, ώσπερ να είχον μίαν ψυχήν και φρόνησιν άπαντες, και φωνάζοντες επεκαλούντο τον Άγιον. Έπειτα ανασύραντες όλα τα σώματα των κακούργων, άτινα έκειντο εις τον λάκκον, εύρον τέλος και το του Αγίου άγιον λείψανον και το εσήκωσαν χαίροντες· τότε παρευθύς θαύμα τω θαύματι ηκολούθησε και ελυτρώθησαν οι δαιμονιζόμενοι άπαντες και όσοι άλλοι είχον τινά ασθένειαν ιατρεύθησαν, τον δε Άγιον έλαβον οι ευλαβείς Χριστιανοί και τον ενεταφίασαν εντίμως εις τόπον τινά καλούμενον Κρίσιν, εις τον οποίον εγίνοντο καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα και τελούνται έως την σήμερον· ότι οίαν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν έχει τις, αρκεί να υπάγη εις τον τάφον του Μάρτυρος μετά πίστεως και θεραπεύεται με την Χάριν και φιλανθρωπίαν του Δεσπότου Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Πατρί και τω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου