Θεοδότη η
Αγία Μάρτυς κατήγετο από τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, έζη δε κατά τας ημέρας
του Αλεξάνδρου Σεβήρου βασιλεύοντος εις την παλαιάν Ρώμην εν έτει σκβ΄ (222).
Ότε δε ούτος απέστειλεν εις την χώραν των Καππαδοκών ως ηγεμόνα τον Σιμπλίκιον
δια να κινήση διωγμόν εναντίον των Χριστιανών, διεβλήθη εις αυτόν η Αγία αύτη
Θεοδότη, ήτις ήτο γυνή πολύ πλουσία κι περιφανεστάτη. Παρεστάθη λοιπόν η
μακαρία έμπροσθεν του Σιμπλικίου, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή την εις
Χριστόν πίστιν, δια τούτο κρεμάται εις τόπον υψηλόν και ξέεται κατά τας πλευράς
επί πολλάς ώρας. Η δε Αγία δεν ενδιεφέρετο τελείως δια τους πόνους, αλλά μάλλον
εδόξαζε τον Θεόν, και εφαίνετο ότι άλλος τα μαρτύρια έπασχε και όχι αυτή.
Έπειτα βάλλεται εις φυλακήν, και μετά οκτώ ημέρας βλέποντες οι φύλακες ότι ηνοίχθησαν μόναι των αι θύραι της φυλακής, εξέστησαν. Όθεν σπεύσαντες ανήγγειλαν τούτο εις τον Σιμπλίκιον· ο δε Σιμπλίκιος δεν επίστευσεν εις αυτούς· την δε ερχομένην ημέραν παρέστησε πάλιν έμπροσθέν του την του Χριστού Μάρτυρα, και καθώς είδεν ότι ήτο όλη υγιής, χωρίς να έχη κανέν σημείον πληγής εις το σώμα της, λέγει προς αυτήν· «Ποία είσαι συ»; Η δε Αγία απεκρίθη· «Εσκοτίσθη η διάνοιά σου, ω ηγεμών, και δεν βλέπεις· διότι αν ο νους σου ήτο καθαρός, θα εγνώριζες ότι εγώ είμαι η Θεοδότη». Ταύτα τα λόγια ως ήκουσεν ο Σιμπλίκιος, προστάζει να καύσουν ένα κλίβανον και να βάλουν την Αγίαν μέσα εις αυτόν. Τούτου δε γενομένου, καθώς η Αγία εμβήκε μέσα εις τον κλίβανον, ευθύς εξεχύθη η φλοξ εκτός αυτού και έκαυσεν έως εβδομήκοντα ανθρώπους. Όσοι δε άνθρωποι δεν εκάησαν, αυτοί κλείσαντες την θύραν του κλιβάνου ανεχώρησαν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν απέστειλεν ο ηγεμών δύο ιερείς των ειδώλων με άλλους τινάς, δια να εύρουν την στάκτην της Μάρτυρος και να την σκορπίσουν εις τον αέρα, να μη φανή πουθενά, νομίζων ο άφρων, ότι η Αγία κατεκάη από πυρ. Όταν λοιπόν ήνοιξαν τον κλίβανον, εχύθη έξω η φλοξ, και οι μεν ιερείς κατεκάησαν, οι δε άλλοι, βλέποντες την Αγίαν, ότι εκάθητο εν μέσω δύο νέων λευκοφόρων και έψαλλεν, εξεπλάγησαν, και από τον φόβον των έμειναν ως νεκροί· τότε η Αγία εξήλθεν από τον κλίβανον αβλαβής, χαίρουσα και ψάλλουσα. Αλλά πάλιν μετά ταύτα κλείεται η μακαρία εις φυλακήν· και επειδή ο Σιμπλίκιος έμελλε να υπάγη εις το Βυζάντιον, ήτοι εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο επρόσταξε την Αγίαν να ακολουθή αυτόν δεδεμένη. Ότε δε ο Σιμπλίκιος έφθασεν εις την Άγκυραν και εκάθισεν επί του θρόνου, τότε έφερε την Αγίαν έμπροσθέν του, και λέγει εις αυτήν· «Εάν δεν πεισθής να θυσιάσης εις τους θεούς, ήξευρε ότι επάνω εις αυτήν την πεπυρωμένην εσχάραν (δείξας αυτήν με την χείρα του) χωρίς ευσπλαγχνίαν θα σε αφανίσω». Η δε Αγία απεκρίθη· «Εάν έμβη και ο αξιωματικός Λιβελλήσιος μαζί με εμέ εις την κάμινον, και νικήση αυτήν, θα θυσιάσω και εγώ εις τους θεούς σου». Τότε ο Σιμπλίκιος λέγει προς Δωρόθεον τον Λιβελλήσιον (ούτως εκείνος ωνομάζετο)· «Κύριε Δωρόθεε Λιβελλήσιε, έχων μαζί σου την βοήθειαν των θεών, έμβα εις το πυρ»· ευθύς λοιπόν άμα ο Λιβελλήσιος εμβήκεν ομού με την Αγίαν εις το πυρ, εκείνος μεν κατεκάη αμέσως υπό του πυρός, η δε Αγία έμεινεν αβλαβής. Απορήσας λοιπόν ο Σιμπλίκιος και μη γνωρίζων τι να κάμη, προστάζει να δέσουν πάλιν την Αγίαν και να την βιάζουν να τρέχη οπίσω αυτού έως της Βιθυνίας. Όταν δε έφθασαν εις την Νίκαιαν, επρόσταξε την Αγίαν να έμβη εις τον ναόν των ειδώλων και να προσευχηθή· η δε Αγία εποίησε τούτο περιχαρώς· κι ω του θαύματος! άμα προσηυχήθη, έπεσαν τα είδωλα εις την γην και συνετρίβησαν. Επειδή δε εξεπλάγησαν όλοι όσοι συνήχθησαν εκεί και είδον το τοιούτον θαύμα, δια τούτο θυμωθείς ο Σιμπλίκιος επρόσταξε να εξαπλωθή η Αγία εις τέσσαρα μέρη, και να πριονισθή· αλλά το μεν πριόνιον ευθύς ημβλύνθη και να πριονίση δεν ηδύνατο, οι δε δήμιοι ηδυνάτησαν και απέκαμον. Τότε ο σκληροκάρδιος ηγεμών απορήσας δι’ όλα αυτά τα θαυμάσια, και σκοτισθείς την διάνοιαν, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Αγίαν. Και ούτως η γενναία Μάρτυς του Χριστού προς Κύριον εξεδήμησε, και έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
Έπειτα βάλλεται εις φυλακήν, και μετά οκτώ ημέρας βλέποντες οι φύλακες ότι ηνοίχθησαν μόναι των αι θύραι της φυλακής, εξέστησαν. Όθεν σπεύσαντες ανήγγειλαν τούτο εις τον Σιμπλίκιον· ο δε Σιμπλίκιος δεν επίστευσεν εις αυτούς· την δε ερχομένην ημέραν παρέστησε πάλιν έμπροσθέν του την του Χριστού Μάρτυρα, και καθώς είδεν ότι ήτο όλη υγιής, χωρίς να έχη κανέν σημείον πληγής εις το σώμα της, λέγει προς αυτήν· «Ποία είσαι συ»; Η δε Αγία απεκρίθη· «Εσκοτίσθη η διάνοιά σου, ω ηγεμών, και δεν βλέπεις· διότι αν ο νους σου ήτο καθαρός, θα εγνώριζες ότι εγώ είμαι η Θεοδότη». Ταύτα τα λόγια ως ήκουσεν ο Σιμπλίκιος, προστάζει να καύσουν ένα κλίβανον και να βάλουν την Αγίαν μέσα εις αυτόν. Τούτου δε γενομένου, καθώς η Αγία εμβήκε μέσα εις τον κλίβανον, ευθύς εξεχύθη η φλοξ εκτός αυτού και έκαυσεν έως εβδομήκοντα ανθρώπους. Όσοι δε άνθρωποι δεν εκάησαν, αυτοί κλείσαντες την θύραν του κλιβάνου ανεχώρησαν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν απέστειλεν ο ηγεμών δύο ιερείς των ειδώλων με άλλους τινάς, δια να εύρουν την στάκτην της Μάρτυρος και να την σκορπίσουν εις τον αέρα, να μη φανή πουθενά, νομίζων ο άφρων, ότι η Αγία κατεκάη από πυρ. Όταν λοιπόν ήνοιξαν τον κλίβανον, εχύθη έξω η φλοξ, και οι μεν ιερείς κατεκάησαν, οι δε άλλοι, βλέποντες την Αγίαν, ότι εκάθητο εν μέσω δύο νέων λευκοφόρων και έψαλλεν, εξεπλάγησαν, και από τον φόβον των έμειναν ως νεκροί· τότε η Αγία εξήλθεν από τον κλίβανον αβλαβής, χαίρουσα και ψάλλουσα. Αλλά πάλιν μετά ταύτα κλείεται η μακαρία εις φυλακήν· και επειδή ο Σιμπλίκιος έμελλε να υπάγη εις το Βυζάντιον, ήτοι εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο επρόσταξε την Αγίαν να ακολουθή αυτόν δεδεμένη. Ότε δε ο Σιμπλίκιος έφθασεν εις την Άγκυραν και εκάθισεν επί του θρόνου, τότε έφερε την Αγίαν έμπροσθέν του, και λέγει εις αυτήν· «Εάν δεν πεισθής να θυσιάσης εις τους θεούς, ήξευρε ότι επάνω εις αυτήν την πεπυρωμένην εσχάραν (δείξας αυτήν με την χείρα του) χωρίς ευσπλαγχνίαν θα σε αφανίσω». Η δε Αγία απεκρίθη· «Εάν έμβη και ο αξιωματικός Λιβελλήσιος μαζί με εμέ εις την κάμινον, και νικήση αυτήν, θα θυσιάσω και εγώ εις τους θεούς σου». Τότε ο Σιμπλίκιος λέγει προς Δωρόθεον τον Λιβελλήσιον (ούτως εκείνος ωνομάζετο)· «Κύριε Δωρόθεε Λιβελλήσιε, έχων μαζί σου την βοήθειαν των θεών, έμβα εις το πυρ»· ευθύς λοιπόν άμα ο Λιβελλήσιος εμβήκεν ομού με την Αγίαν εις το πυρ, εκείνος μεν κατεκάη αμέσως υπό του πυρός, η δε Αγία έμεινεν αβλαβής. Απορήσας λοιπόν ο Σιμπλίκιος και μη γνωρίζων τι να κάμη, προστάζει να δέσουν πάλιν την Αγίαν και να την βιάζουν να τρέχη οπίσω αυτού έως της Βιθυνίας. Όταν δε έφθασαν εις την Νίκαιαν, επρόσταξε την Αγίαν να έμβη εις τον ναόν των ειδώλων και να προσευχηθή· η δε Αγία εποίησε τούτο περιχαρώς· κι ω του θαύματος! άμα προσηυχήθη, έπεσαν τα είδωλα εις την γην και συνετρίβησαν. Επειδή δε εξεπλάγησαν όλοι όσοι συνήχθησαν εκεί και είδον το τοιούτον θαύμα, δια τούτο θυμωθείς ο Σιμπλίκιος επρόσταξε να εξαπλωθή η Αγία εις τέσσαρα μέρη, και να πριονισθή· αλλά το μεν πριόνιον ευθύς ημβλύνθη και να πριονίση δεν ηδύνατο, οι δε δήμιοι ηδυνάτησαν και απέκαμον. Τότε ο σκληροκάρδιος ηγεμών απορήσας δι’ όλα αυτά τα θαυμάσια, και σκοτισθείς την διάνοιαν, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Αγίαν. Και ούτως η γενναία Μάρτυς του Χριστού προς Κύριον εξεδήμησε, και έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου