ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΘΕΣΕΙΣ, ΑΡΧΕΣ, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Ἱερὸς Ναὸς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου
Ἱερεὺς, π. Γεώργιος Ἀγγελακάκης
τηλ. 23920 61932
ΤΡΙΛΟΦΟ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Εἰσαγωγή

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Οὐρανίου Πατρός, διὰ τῆς Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου. Διὰ τῆς διδασκαλίας Του, τῶν θαυμάτων Του, ἐν τέλει μὲ τὰ σωτήρια πάθη Του μὲ κορύφωση τὴ  σταύρωση, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, ἔκανε δυνατὴ τὴν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὀνομάζεται, μὲ κεφαλὴ καὶ ἀρχηγὸ τὸν ἴδιο. Ἀπὸ τὴ πρώτη στιγμὴ τῆς γενέθλιας ἡμέρας της,  δηλαδὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἕως καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία πορεύεται τὸ μαρτυρικὸ δρόμο τοῦ Σταυροῦ ἐν μέσω τοῦ κόσμου, ἀνάμεσα δηλαδὴ  σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τόσο αὐτὴν, ὅσο καὶ τὸν Ἀρχηγό της. Ἡ ἄρνηση αὐτὴ ἔπαιρνε, παίρνει καὶ μέχρι τέλους θὰ παίρνει τὴ μορφὴ κάθε εἴδους διωγμῶν, κρυφῶν καὶ φανερῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικῶν.
            Ὁ χριστιανικὸς βίος, ὁ βίος τοῦ κάθε συνειδητοποιημένου χριστιανοῦ εἶναι κομμάτι τῆς συνολικῆς σταυρικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας. Στὰ μυστήριά της γεννιέται, ζεῖ, πορεύεται καὶ τελειώνεται ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται ὁ χριστιανός, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ ἔσχατη ἀναφορὰ τῆς ὕπαρξής του εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός. Ὁ τρόπος τῆς βιωτῆς του, τελείως διάφορος αὐτοῦ τῶν “κοσμικῶν” ἀνθρώπων, συνίσταται στὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ ἀγαπημένου Διδασκάλου καὶ Σωτῆρα. Οἱ σωτήριες καὶ ζωοποιὲς ἐντολές, συνιστοῦν μέσω τῆς ἐνεργοῦς πραγμάτωσής τους τὴ ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό. Θὰ μποροῦσε νὰ προστεθεῖ ἐδῶ ἡ σχετικὴ πατερικὴ μαρτυρία ὅτι οἱ ἐντολὲς, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὰ ζωοποιὰ μυστήρια: τὸ Βάπτισμα, τὸ Μῦρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, εἶναι αὐτὸς τοῦτος ὁ Χριστὸς : “ὁ Χριστὸς ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται.” Ἐντολὲς ἄλλωστε ἐκπληρώνει ὁ κάθε πιστὸς βαπτιζόμενος, χριώμενος, μετέχων τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲ νοεῖται λοιπὸν χριστιανικὸς βίος ἄνευ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἄνευ τῆς ὑπακοῆς σὲ αὐτές· θὰ ἦταν σὰν νὰ ὁμιλοῦσε κάποιος γιὰ τὸ Χριστό, ἀφαιρώντας τὴ διδασκαλία του, ἀρνούμενος αὐτήν. Ἡ ἄρνηση λοιπὸν τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν συνιστᾶ καὶ ἄρνηση αὐτοῦ τούτου τοῦ Χριστοῦ.
            Μείζων πασῶν τῶν ἐντολῶν εἶναι βεβαίως αὐτὴ τῆς πίστεως· τῆς πίστεως στὸν “ἀρχηγὸν καὶ τελειωτήν” τῆς σωτηρίας Χριστόν. Ἡ πίστη αὐτὴ στὸ θεῖο πρόσωπό Του, καθὼς καὶ στὰ ἕτερα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος νοεῖται ὄχι ἀφηρημένη καὶ ἀσαφής, ἀλλὰ συγκεκριμένη καὶ καλῶς διατυπωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σαφηνίζεται στὰ συμβολικά της κείμενα (ὅπως π.χ. τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους “Πιστεύω” ποὺ ἀπαγγέλλεται σὲ κάθε Ἀκολουθία). Ἡ Ἐκκλησία συνολικά, δηλαδὴ οἱ ἅγιοι ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἔδιναν πάντοτε τὸν “νῦν ὑπὲρ πάντων” ἀγῶνα ὅταν τὸ κινδυνευόμενο ἦταν ἡ σωτήρια πίστις, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ στῦλο, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἅπας ὁ χριστιανικὸς βίος καὶ ἄνευ αὐτοῦ οὐδὲν σωτήριο ἔργο δύναται νὰ ὑπάρξει. Οἱ αἱρέσεις πάντοτε στόχευαν στὴν θεοπαράδοτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ δημιουργός τους, ὁ διάβολος, ὡς ἄλλα ζιζάνια ἔσπερνε πάντοτε σ᾽αὐτήν, στὸν ἀγρὸ τοῦ καλοῦ γεωργοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς διδασκαλίες τους.
            Δυστυχῶς λόγω τῶν ἁμαρτιῶν κλήρου καὶ λαοῦ, γινόμαστε μάρτυρες μίας ἀκόμα “διαβολικῆς σπορᾶς ζιζανίων” στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας· ἡ αἵρεση αὐτὴ ποὺ σήμερα καταστρέφει καὶ τραυματίζει θανάσιμα τὸ Σῶμά της εἶναι ὁ “Οἰκουμενισμός” καὶ πολὺ ἐπιτυχημένα ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὄχι ἁπλὰ ὡς αἵρεση ἀλλὰ ὡς “παναίρεση”.



Οἱ ἱστορικὲς ἀπαρχὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ[1]

Ὅπως ὅλες οἱ αἱρέσεις ποὺ ὁ διάβολος ἔσπειρε στὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἦλθε “ἀπ᾽ἔξω”, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐμπνέει τὸ σωτήριο λόγο στὰ γνήσια μέλη τοῦ Κυριακοῦ Σώματος νὰ διδάξει ποτὲ τὴν αἵρεση, δηλαδὴ τὸ ψεῦδος. Ὅμοια καὶ ὁ οἰκουμενισμὸς γεννήθηκε καὶ ἀνδρώθηκε στὸ τελείως ξένο πρὸς τὴν ὀρθοδοξία πνευματικὸ χῶρο τοῦ ἀγγλικανισμοῦ καὶ γενικότερα τοῦ προτεσταντισμοῦ. Οὐσιαστικὰ ξεκίνησε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ὡς μία προσπάθεια ἐπαναπροσέγγισης μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανένωση τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων (καὶ μεταξύ τους μὴ κοινωνούντων) προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν. Γρήγορα θεωρήθηκε ὡς μοντέλο προσέγγισης καὶ πρὸς μὴ προτεσταντικὲς “ἐκκλησίες”, ἰδιαίτερα πρὸς τὶς “ἀνατολικὲς ἐκκλησίες”, μὲ προεξάρχοντα στόχο τὴν ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τοὺς πολλοὺς πιστοὺς σ᾽ὅλο τὸ χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου (σημερινὴ Ἑλλάδα, Τουρκία, Μέση Ἀνατολή, Αἴγυπτο). Ἐδῶ εἶναι κρίσιμο νὰ ποῦμε ὅτι στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, ἕνα ἀπ᾽τὰ πλέον κρίσιμα πολιτικὰ ζητήματα τῶν τότε Μεγάλων Δυνάμεων ἦταν ἡ τύχη καὶ ἡ διάδοχη κατάσταση τοῦ “μεγάλου ἀσθενοῦς”, δηλαδὴ τῆς θνήσκουσας, ἀλλὰ τεράστιας σὲ ἔκταση  ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα οἱ Βρεττανοὶ “τρέχοντας” νὰ προλάβουν τοὺς ἄλλους μεγάλους ἀνταγωνιστές τους (Γάλλους, Γερμανοὺς, Ρώσσους) ἔδωσαν μεγάλο βάρος στὴν προσέγγιση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς αὐτοκρατορίας, θέλοντας νὰ τοὺς προσεταιριστοῦν μὲ στόχο νὰ τοὺς ἔχουν στὸ πλευρό τους στὴν μεταοθωμανικὴ ἐποχή, ὅπου ἤλπιζαν νὰ τοὺς βρεῖ νὰ διαχειρίζονται-κατέχουν ἕνα τεράστιο μερίδιο τοῦ ἀχανοῦς κράτους. Πέρα ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ πολιτικὰ μέσα, ὅμως, ὅπου ἅπαντες χρησιμοποιοῦσαν, οἱ Βρεττανοὶ εἶχαν τὴ φαεινὴ ἰδέα νὰ προσεγγίσοουν τοὺς ἀνατολίτες χριστιανοὺς ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας μέσω αὐτοῦ ποὺ κυρίως τοὺς χαρακτήριζε: τὴ χριστιανικὴ πίστη τους. Στὴ προσπάθειά τους αὐτὴ εἶχαν ἕναν πολύτιμο σύμμαχο: τὴν ὄχι ἀκριβῶς ἀγγλόδουλη, ἀλλὰ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ, ἀγγλόφιλη, μικρὴ τότε, Ἑλλάδα, ἡ ὁποία καλλιεργοῦσε τὴν “Μεγάλη Ἰδέα”, τῆς ἀνάκτησης δηλαδὴ τῶν ἀνατολικῶν ἐδαφῶν· οἱ Βρεττανοὶ ἄφηναν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ συναινοῦσαν πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτό, ἐφ᾽ὅσον ἡ Ἑλλάδα μὲ τὴ σειρά της θὰ τοὺς “ἐξυπηρετοῦσε”... Στὸ κέντρο ὅλης αὐτῆς τῆς κινητικότητας βρισκόταν, ὅπως ἦταν φυσικὸ, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους τὸ προσήγγισαν οἱ Βρεττανοί. Οἱ κρίσιμες στιγμὲς τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος ἦταν φυσικὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ Α´ παγκοσμίου πολέμου, ὅπου τὸ ὀθωμανικὸ κράτος ἡττημένο καὶ σχεδὸν διαλυμμένο ἀντιμετώπιζε τὴ πίεση ὅλων τῶν κεντρόφυγων τάσεων ὅπου ὑπῆρχαν ἐντός του. Τότε οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες εἶχαν φέρει στὴν ἐξουσία μὲ τὴν βοήθεια τῶν Βρεττανῶν, τὸ ἀγγλόφιλο κόμμα τῶν φιλελευθέρων (Βενιζελικῶν) ὅπου μὲ προσωπικὴ παρέμβαση τοῦ ἱστορικοῦ του ἡγέτη, Ἐλευθερίου Βενιζέλου, τοποθετήθηκε στὸ χηρεύοντα θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ “Βενιζελικός”, ἀγγλόφιλος, νεωτεριστὴς καὶ σφόδρα ὑπέρμαχος τοῦ οἰκουμενισμοῦ Μελέτιος Μεταξάκης[2]. Ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἅλωσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς σταθερῆς πρόσδεσής του στὸ ἅρμα τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς πρόσδεσης κατέστη ἐφικτὴ πάντως μόνο μετὰ τὸ τέλος καὶ τοῦ Β´ παγκοσμίου πολέμου ὅπου ἡ ἡγεμονία τῶν ἀγγλοσαξώνων κατέστη καθολικὴ σ᾽ὅλο τὸ “δυτικὸ κόσμο” μὲ ἡγέτιδα δύναμη πλέον τὶς Η.Π.Α. Ἦταν τὸ 1948 ποὺ δημιουργήθηκε τὸ Π.Σ.Ε. (=Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν), τὸ ἀντίστοιχο, ὅπως ὀνομἀστηκε, τοῦ Ο.Η.Ε., ἀλλὰ γιὰ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες. Ὁ σκοπὸς ἵδρυσής του, καὶ πάλι, πολιτικός! Ἀφ᾽ἑνὸς τὸ ζητούμενο ἦταν ἡ φιλελευθεροποίηση, δηλαδὴ ἡ υἱοθέτηση τοῦ ἀγγλοσαξονικοῦ ἀστικοῦ φιλελεύθερου μοντέλου  στὴ Γερμανία, ὑπὸ τὸ μανδύα τοῦ “ἐπανευαγγελισμοῦ” της στὶς “χριστιανικὲς” ἀξίες τοῦ τύπου ποὺ πρέσβευε ὁ ἀγγλοαμερικανικὸς ἡγεμονισμός. Ἀφ᾽ἑτέρου, μὲ τὴν εἴσοδο ὅλων τῶν ἑλληνόφωνων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ δημιουργία ἰδεολογικοῦ ἀντίβαρου στὶς σλαβικὲς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ διατελοῦσαν ὑπὸ κομμουνιστικὰ καθεστώτα. Ὑπῆρξε καὶ τρίτος λόγος ἀμιγῶς προτεσταντικοῦ ἐνδιαφέροντος· ἦταν ἡ διατήρηση ὑπὸ ἔλεγχο τῶν ἀποικιοκρατικῶν “Ἐκκλησιῶν” τῶν χωρῶν τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας, ποὺ μεταπολεμικὰ ζητοῦσαν καὶ πετύχαιναν τὴν -ὅποια- ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ μητροπολιτικὰ κέντρα (κυρίως τῆς Μεγάλης Βρεττανίας, ἀλλὰ καὶ Ὁλλανδίας, Η.Π.Α., Βελγίου· ἡ Γαλλία ὡς ἀμιγῶς παπικὴ χώρα, στὸ θέμα αὐτὸ εἶχε ἄλλη διαδρομή). Τελικὰ μὲ τὴν πτώση τοῦ σταλινισμοῦ στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση καὶ τοὺς δορυφόρους της, καθὼς καὶ τὴ διαφοροποίηση ποὺ ἐπακολούθησε σὲ οὐσιώδη ζητήματα πολιτικῆς, ἒγινε δυνατὴ ἡ εἴσοδος στὸ Π.Σ.Ε. καὶ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν τοῦ ἀνατολικοῦ μπλόκ· τότε τὴν σημαία τῆς μάχης κατὰ τοῦ “κομμουνισμοῦ” τὴν σήκωσε μὲ συνέπεια, ἕως τέλους, ὁ βατικάνειος παπισμός. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁπωσδήποτε ἁπλουστευτικό, σχεδίασμα τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ ρόλου τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου του, τοῦ Π.Σ.Ε., γίνεται δυνατὸ νὰ διαφανεῖ τὸ εὗρος τῆς πρόσδεσης ὅλων τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν στὸ ἅρμα του καὶ τῆς υἱοθέτησης τῶν σκοπῶν του: μέσω τοῦ μηνύματος τῆς “ἑνότητος” τῶν χριστιανῶν ἡ πρόσδεση ΟΛΩΝ στὸ ἰδεολογικοπολιτικὸ μπλὸκ τῶν ἀγγλοσαξώνων καὶ τοῦ νέου παγκόσμιου πολιτισμοῦ ποὺ εὐαγγελίζονται. Αὐτὸς ὁ “νέος πολιτισμός” ἔχει ἀποκτήσει πλέον πλανητικὲς διαστάσεις, ἔχοντας καταφέρει νὰ διαβρώσει, νὰ μεταλλάξει καὶ τελικὰ νὰ καταστρέψει ὅ,τι τὸ τοπικό, μὰ καὶ ὅ,τι τὸ ἀληθινό... Ἡ παγκόσμια πολιτικὴ ἡγεμονία στηρίζεται ἀπόλυτα στὴν de facto ἡγεμονία στὸ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ καὶ ἔτσι νὰ ὁλοκληρωθεῖ, χρειάζεται τὴν ἀποδοχὴ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, πρωταρχικὰ τῶν χριστιανῶν· πρὸς αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ στόχο ἐργάζεται ὁ οἰκουμενισμὸς καὶ τὸ Π.Σ.Ε. 
Θὰ πρέπει νὰ εἰπωθοῦν κάποια πράγματα στὸ σημεῖο αὐτό γιὰ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀγγλοσαξονικοῦ πολιτισμικοῦ ἐγχειρήματος. Τὸ λέμε πολιτισμικὸ, καθότι ἐπιθυμεῖ τὴ συνολική, καὶ ὄχι ἁπλὰ μιὰ κοινωνικοπολιτικὴ ἀλλαγή· θεμελειώνει τὶς δικές του ἀξίες, αὐτὲς τοῦ ἀστικοῦ φιλελευθερισμοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀγγλοσαξονικὴ ἐκδοχὴ τοῦ εὐρύτερου φαινομένου ποὺ ὀνομάστηκε Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός. Εἶναι ἕνας κοσμικός  (=ἐκκοσμικευμένος), πολιτικὸς πολιτισμὸς στηριζόμενος στὶς ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας (τοῦ κεφαλαίου), τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας (τῶν πλουτοκρατῶν), τῆς αὐτονόμησης τοῦ ἐγωϊστικὰ καὶ ἡδονιστικὰ προσανατολισμένου ἀτόμου. Στὸ πολιτικὸ ἐπίπεδο ἔλαβε τὸ χαρακτῆρα τῆς φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κοινὴ βάση ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ οἰκονομία καὶ γι᾽αὐτὴν ἄλλωστε ὑπάρχουν: τὸ κράτος τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας προασπίζει τὴν ἐλεύθερη διακίνηση τοῦ κεφαλαίου, ὥστε τὸ ἄτομο (=ὁ πλούσιος) νὰ πλουτίζει. Ὁ πλουτισμὸς βασίζεται στὴ μαζικὴ κατανάλωση, ἡ ὁποῖα αὐξήθηκε κατακόρυφα μεταπολεμικά, υἱοθετήθηκε μάλιστα καὶ ὁ ὅρος “καταναλωτισμός” ὡς ἔννοια ποὺ περιγράφει τὴν ἐπιθυμία, ὥστε νὰ κατασταθεῖ ἡ κατανάλωση, κύρια λειτουργία τῆς κοινωνίας. Ὁ καταναλωτισμὸς ὅμως προϋποθέτει ἕνα πρᾶγμα καὶ μόνο: τὴν ἀπόλυτη ἀπελευθέρωση τῆς ἐπιθυμίας, τόσο στὸ ἀτομικὸ ἐπίπεδο, ὅσο καὶ συνολικὰ, σ᾽αὐτὸ τῆς κοινωνίας. Δίχως νὰ ὑπεισέλθουμε σὲ λεπτομέρειες, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀτόμου προπαγανδίστηκε στὶς πρῶτες δύο μεταπολεμικὲς δεκαετίες καὶ μόνον ὅταν εἶχε πλέον ἐμπεδωθεῖ, ἄρχισαν νὰ ἐργάζονται σὲ ἐπίπεδο κοινωνίας. Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὁλοκλήρωσης σὲ μεγάλο βαθμὸ τῆς μετάλλαξης τῆς κοινωνίας καὶ τῆς καταστροφῆς τῶν πλέον θεμελιωδῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴ σταδιακὴ ἀποδοχή κατ᾽ἀρχὰς στὴ θεωρία, ἒπειτα καὶ τὴν ἐφαρμογὴ στὴν πράξη, μέσω τῆς ἀποποινικοποίησής τους, δηλαδὴ τῆς μοιχείας, τῆς ἔκτρωσης, τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Φθάσαμε ἔτσι σήμερα στὴν ὄντως ἐκτρωματικὴ κατάργηση καὶ αὐτῆς τῆς ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καθὼς ἐφευρέθηκε καὶ “τρίτο φῦλο” πέραν τῶν δύο γνωστῶν, μὲ τὰ τρία “φῦλα” νὰ χαρακτηρίζονται πλέον ὡς ἀποτελέσματα τοῦ συνδυασμοῦ προσωπικῶν προτιμήσεων καὶ κοινωνικῶν “ρόλων”. Συνέπεια αὐτῆς τῆς νέας κοινωνικῆς ἠθικῆς εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ νόμιμου καὶ φυσιολογικοῦ χαρακτῆρα τῶν ὁμοφυλόφιλων “οἰκογενειῶν”, μὲ τελικὸ ὁρίζοντα τὴ δυνατότητα υἱοθέτησης -δυστυχισμένων- ὀρφανῶν παιδιῶν!
Τὸ ἔδαφος, λοιπὸν, στὸ ὁποῖο φύτρωσε καὶ μεγάλωσε οἰκουμενισμὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμεΔύσηκαὶ σ᾽αὐτὴν ἀναπτύχθηκε τὸ μοντέλο τῆς ὑλιστικῆς κοσμοθεώρησης καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἀγγλοσαξωνικῆς ἐκδοχῆς[3] , κάτι τελείως ξένο πρὸς τὸ ἀνατολικὸ ὀρθόδοξο μοντέλο ζωῆς. Γι᾽αὐτὸ ἔπρεπε ἄλλωστε πρῶτα νὰ ἐκκοσμικευθεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ κοινωνία στὴν Ἀνατολή, ἰδιαίτερα τὰ ἀνώτερά της στρώματα, αὐτὰ ποὺ ἄλλωστε διαθέτουν τὸν πλοῦτο καὶ τὴ διαχείρηση τῆς ἐξουσίας καὶ ἔπειτα τὸμήνυμαγιὰ τὴνέαπνευματικότητα, αὐτῆς τοῦ οἰκουμενισμοῦ, νὰ βρεῖ τὸ γόνιμο ἔδαφος γιὰ νὰ σπαρεῖ καὶ νὰ μεγαλώσει. ἐκκοσμίκευση, λοιπὸν, τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν σ᾽ὅλο τους τὸ εὗρος (ἀπὸπάνωἕωςκάτω”) καὶ μόνον, ἔκανε καὶ συνεχίζει νὰ κάνει δυνατὴ τὴν ἐμπέδωση τοῦ αὐτοῦ πνεύματος καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα[4].
Ἔγινε σαφὲς ἑπομένως ἀπὸ τὰ προηγούμενα ὅτι δυτικὸς ὑλισμός, ἐκκοσμίκευση καὶ οἰκουμενισμὸς συνιστοῦν συστατικὰ ἑνὸς ἑνιαίου καὶ ἀδιαίρετου συνόλου.


Οἰκουμενισμὸς: θεωρία καὶ πράξη.

Εἴδαμε ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ καθ᾽ἡμᾶς κοινωνία ἔχασε τὰ παραδοσιακὰ χαρακτηριστικά της ( ἀναφορὰ τῶν ὁποίων ἦταν στὴν θρησκευτικὴ πίστη της) καὶ υἱοθέτησε τὸ νέο ὑλιστικὸ πρότυπο τοῦ κοσμικοῦ μοντερνισμοῦ, τότε καὶ μόνον τότε, ἔγινε δυνατὴ καὶ εἰσαγωγὴ τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας καὶ πράξης στὴν Ἐκκλησία.
ἐκδήλωση τοῦ νεωτερικοῦ - αἱρετικοῦ πνεύματος, κυρίως ἐμφανίζεται στὴ νέα σχέση ποὺ δομεῖται μεταξὺ τῶνὀρθοδόξωνκαὶ τῶν αἱρετικῶν. Ἐνῶ πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ σύνολη τὴν παράδοση, δηλ. τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὶς μείζονες τοπικές καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων, ξεκαθαρίζει ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία, μὰ οὔτε ἀλήθεια, οὔτε χάρις, οὔτε φωτισμὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὔτε σωτήρια καὶ ζωοποιὰ μυστήρια καὶ βέβαια οὔτε ἱερωσύνη. Ἀντιθέτως βλέπουμε τοὺς οἰκουμενιστὲς νὰ παραδέχονται ἀντιπατερικῶς τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα: καὶ χάρις ὑπάρχει καὶ μυστήρια καὶ ἱερωσύνη καὶ σωτηρία στοὺς κατακεκριμένους αἱρετικοὺς. Τὰ σύνορα δηλαδὴ ποὺ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔθεσε μεταξὺ τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ βεβήλου, αὐτοὶ τὰ γκρέμισαν! Γι᾽αὐτὸ πλέον δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση φωτὸς καὶ σκότους ὅπως μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ διαφορετικότητα”, τὴν ὁποῖα μᾶς καλοῦν, (ὡς καλοὶ νεοεποχίτες ποὺ εἶναι), νὰ ἀποδεχθοῦμε. Οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες ἐξισώνονται μὲ τὴν καθάρια ἁγιοπνευματικὴ ὀρθόδοξη πίστη καὶ θεωροῦνται ὡςδιαφορετικὲς παραδόσειςοἱ ὁποῖες ἀναπτύχθηκαν σὲ διαφορετικὰ πολιτισμικὰ πλαίσια, ἐξ᾽οὗ καὶ διαφορετικότητά τους. Ὑπ᾽αὐτὴν τὴν ὀπτικὴ ὀρθόδοξος δογματικὴ διδασκαλία καὶ κάθε λανθασμένη παρέκκλιση ἀπ᾽αὐτὴν σχετικοποιοῦνται, ὡς  περισσότερο λιγότερο ἐπιτυχεῖς προσπάθειες τοῦ σκεπτομένου ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ περιγράψει τὸ Θεῖο ... Κατ᾽αὐτὸ τὸν τρόπο βλέπουν οἱ οἰκουμενιστὲς τὸν πυρῆνα τῆς πίστης ποὺ εἶναι ,τι τὸ ἀναγκαιότερο γιὰ τὴ σωτηρία: ὄχι ὡς τὴν ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποίοι ἔγιναν καθαρὰ δοχεῖα Του, ἕνεκα τῆς ἁγιασμένης τους ζωῆς, ἀλλὰ ὡς τὸ ἀποτέλεσμα στοχασμοῦ. νέα αὐτὴ ὀπτικὴ εἶναι θεμελιώδους σημασίας γιὰ τὴν ἄρθρωση τῆς νέας δογματικῆς ἔκφρασης τῆς αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, αὐτῆς τοῦθεολογικοῦ μινιμαλισμοῦ[5]. Κατ᾽αὐτόν, πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸ Χριστὸ ὡς σωτῆρα, καὶ τὸ βάπτισμα (ἐξ᾽οὗ νεωτεριστικὴ βαπτισματικὴ θεολογία”), εἶναι τὰ μόνα ποὺ χρειάζονται κατὰ τοὺς οἰκουμενιστές. Οἱ δογματικοὶ ἀγώνες ἐναντίον τῶν τριαδολογικῶν καὶ χριστολογικῶν αἱρέσεων (ἀρειανισμός, νεστοριανισμός, μονοφυσιτισμός, μονοθελητισμός, πνευματομάχοι, παπισμὸς κ.λπ.), ἑπομένως, στὴ πράξη ἀκυρώνονται! Κατ᾽αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς “χριστιανοί” χωροῦν πάντες, καθότι δὲν ἔχει σημασία τί λέει κάποιος γιὰ τὸ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἢ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ ὅτι “ἁπλᾶ” πιστεύει σὲ κάποια “τριάδα” καὶ σὲ κάποιο “χριστό”. Μόνο ὑπ᾽αὐτὸ τὸ πρῖσμα γίνεται κατανοητὴ ἡ στάση ἀμφισβήτησης ποὺ ἔχουν ἀπέναντι στὴν παράδοση δηλαδὴ σὲ ὅ,τι τοὺς ἐμποδίζει στὸ βλάσφημο σχέδιασμὸ τῆς πανθρησκείας, τὴν ὁποῖα ὑπηρετοῦν. Ἔννοιες, ὅπως “σχετικοποίηση”, “ἀνεκτικότητα”, “πλουραλισμός”, βρίθουν στὰ κείμενα καὶ τὸν προφορικὸ λόγο τους, οἱ ἴδιες ἀκριβῶς ποὺ συγκροτοῦν καὶ τὸν “πολιτικὰ ὀρθὸ λόγο” τοῦ ἄθεου, ὑλιστικοῦ, “δεύτερου διαφωτισμοῦ”, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ ὁ ἀγγλοσαξωνικὸς ἰσοπεδωτισμός. Ἡ ἀλαζονεία ἄλλωστε τῶν οἰκουμενιστῶν ἀπέναντι σὲ κάθε τι τὸ “παλαιό” ἐκεῖ ἑδράζεται: στὴν ὑποστήριξη τῶν ἰσχυρῶν τοῦ “αἰῶνος τούτου”, ἀφοῦ γι᾽αὐτοὺς ἄλλωστε ἐργάζονται, καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν υἱοθέτηση προτύπων καθαρὰ κοσμικῶν: δηλαδὴ “ἐπιστημονική” μόρφωση καὶ ἐπιφανειακὴ εὐγένεια ποὺ τὴν ὀνομάζουν “χριστιανικὴ ἀγάπη”. Γιὰ ὅσους ὅμως στέκουν ἐμπόδιο στὰ σχέδιά τους, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀληθινὴ φύση τους, αὐτὴ τοῦ λύκου: διωγμοί, κήρυγμα μίσους, συκοφαντία, ἐκφοβισμός, ἀπειλές...
Μιλώντας γιὰ αὐτὰ ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν οἰκουμενιστικὴ δράση, εἶναι δυνατὸν νὰ γεμίσουν βιβλία: συλλειτουργίες, συνεχεῖς συμπροσευχές, ἐπιμόρφωση στελεχῶν δι᾽ἀνταλλαγῆς, κάθε εἴδους “θεολογικά” συμπόσια, συνέδρια, ἡμερίδες κ.λ.π. Αὐτὰ ἔρχονται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱρετικῆς θεολογίας, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ φαινομένου καὶ ὄχι, ὅπως πολλοί -ἐσφαλμένα- κρίνουν, ὅτι εἶναι τὸ ὅλον τοῦ προβλήματος τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πρέπει ἐδῶ νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ ἐλευθεριότητα μὲ τὴν ὁποῖα κινοῦνται οἱ οἰκουμενιστές, καταπατῶντας πλῆθος Ἱερῶν Κανόνων, θεωρῶντάς τους “τείχη τοῦ αἴσχους”, ἑδράζεται στὴ πεποίθησή τους, ὅτι ἡ Ἱερὰ Παράδοσις εἶναι ἕνα μουσειακὸ ἔκθεμα, ἕνα μνημεῖο ἄλλων ἐποχῶν, κάτι οὐσιαστικὰ ξεπερασμένο, παρωχημένο, μὲ λίγα λόγια ἀχρείαστο σήμερα. Βεβαίως ἡ Ἱερὰ Παράδοσις ΔΕΝ εἶναι “μουσειακὸ ἔκθεμα” ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ τούτη ἡ αὐθεντικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁλότητά της. Αὐτὴν τὴν ὁλότητα καταστρέφει ὁ οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ θιασῶτές του, μὲ τὸ νὰ τὴν σχετικοποιοῦν, δηλαδὴ νὰ τὴν ὁρίζουν ὡς πολιτισμικὸ παράγωγο μιᾶς συγκεκριμένης κοινωνίας, ἐν προκειμένῳ τῆς βυζαντινῆς, τῆς ὁποίας οἱ ἀντιλήψεις, ἀρχὲς καὶ πρακτικές, συνολικὰ ἡ νοοτροπία της, εἶναι οἱ παράγοντες ποὺ τὴν δημιούργησαν[6]. Ὅλα αὐτὰ παίρνουν μορφὴ στὴν ἐξαγγελία τῶν οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν -κατ᾽αὐτούς- ἀπόλυτο ἀνάγκη “κωδικοποίησης τῶν Ἱερῶν Κανόνων”, τὴν “προσαρμογή τους” δηλαδὴ στὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Σὲ τὶ μεταφράζεται αὐτό; Στὴν πλήρη ἀποπνευματοποίηση μὲ συνέπεια τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας: γάμος ἐπισκόπων, ἔμπρακτη ἀποδοχὴ ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὡς δῆθεν ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ, μέσω συμπροσευχῶν, κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσης καὶ “κοινῆς μαρτυρίας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ”. Δυστυχῶς στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ βλασφημοῦν τὸ Χριστό! Δὲν ἔχει ἀφεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ στόχαστρό τους καμμία πτυχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπείραχτη. Ὁ ἐκμοντερνισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπαγγέλλονται εἶναι στὴν οὐσία ἡ κατάργησή της.





Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως.

Ἐνῶ κατάδειξη τοῦ αἱρετικοῦ χαρακτῆρα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, παρ᾽ὅλη τὴ ποικιλομορφία του εἶναι εὔκολο νὰ γίνει, οἱ δυσκολίες γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἐμφανίζονται στὴν ἐπιλογὴ τῆς ἐνδεδειγμένης καὶ ὀρθῆς ἀντιμετώπισής του. Τί δηλαδὴ πρέπει νὰ κάνει ὀρθόδοξος, ὅταν κηρύσσεται αἵρεσις, ὅπως δυστυχῶς ἔχουμε σήμερα τὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ; σχετικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐν προκειμένῳ εἶναι ξεκάθαρη καὶ εὐκρινής, δίχως ἀμφισβητούμενα σημεῖα, ἐξ οὗ καθολική  καὶ διαχρονικὴ καὶ πάνω ἀπ᾽ὅλα ὁμόφωνη πρακτικὴ τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁμολογητῶν: ἄμεση διακοπὴ κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ κάθε ἕναν ποὺ κηρύσσει κατεγνωσμένη αἵρεση σύμφωνα μὲ τὸ 15ο κανόνα τῆς Α´-Β´ (τῆς ἐπονομαζομένης πρωτοδευτέρας) Συνόδου τῆς συνελθούσης ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου τὸ 861 καὶ παράλληλα, ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας ἐνάντια σ᾽αὐτὴν, μὲ τελικὸ στόχο τὴν τελεία καταδίκη της σὲ οἰκουμενικὴ σύνοδο. Τίποτε λιγότερο καὶ τίποτε περισσότερο δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀπασχολεῖ τοὺς ἀγωνιζομένους ὀρθοδόξους ἐπὶ τοῦ προκειμένου ζητήματος. Κάθε τι τὸ διαφορετικό, συσκοτίζει, ἀλλοιώνει καὶ τελικὰ καταργεῖ τὸν εὐλογημένο καὶ ὀφειλόμενο ἀγώνα ἔναντι τῆς αἱρέσεως. Δυστυχῶς σήμερα ἡ ταραχὴ ποὺ ἔχει μὲ μεγάλη μαεστρία ἐπιφέρει στὴν Ἐκκλησία ὁ διάβολος μέσω τῆς αἱρέσεως, συμπληρώνεται μὲ τὴν ἐπὶ πλέον συσκότιση τοῦ “τί δέον γενέσθαι”. Ἐπ᾽αὐτοῦ θὰ πρέπει νὰ γίνει μία ἀναφορά.


α) Οἱ ἀγωνιζόμενοι... “ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας”

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ, ἐν ἀγωνίᾳ ὄντες, χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι μὴ ἔχοντες οἱ ἴδιοι τὰ ἐφόδια ἢ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐρευνήσουν ἐπὶ τοῦ προκειμένου ζητήματος τὴν πατερικὴ παράδοση, εὐλαβικὰ μὲν ἀλλὰ δίχως διάκριση, ἀκολουθοῦν συγκεκριμένες διδασκαλίες θεολόγων καὶ κληρικῶν, ὑποστηρικτῶν τῆς θέσης τοῦ -δῆθεν- “ἐντὸς ἐκκλησίας ἀγώνα”, οἱ ὁποῖες διαστρέφουν σὲ σημεῖο παραμόρφωσης τὴν παράδοση τῶν πατέρων καὶ τῆς προξενοῦν ὅ,τι καὶ οἱ οἰκουμενιστές: μέσω τῆς διαστροφῆς, τὴν κατάργησή της. Ἀναφερόμαστε προφανῶς στὴν καινοφανὴ καὶ ἐμφανῶς ἀντορθόδοξη, ἄρα καὶ κακόδοξη, θέση περὶ “δυνητικῶν Ἱερῶν Κανόνων” καθὼς καὶ ὅτι “διακοπὴ μνημοσύνου”, δὲ σημαίνει καὶ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Τὸ πρῶτο τὸ ὑποστηρίζουν μετὰ σθένους, ἰδιαίτερα γιὰ τὸ 15ο  κανόνα τῆς Α´-Β´ Συνόδου, αὐτὸν τὸν πολύπαθο Ἱερὸ Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ “σημεῖον ἀντιλεγόμενον” γι᾽αὐτούς, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι σαφής, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἄλλωστε κρυπτογραφικός, (καθότι οὐδεὶς κανὼν εἶναι), ἀλλὰ ἀπόλυτα κατανοητός. Ὅλοι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες δημιουργηθήκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, κατὰ καιρούς, τῇ ἐμπνεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ διέπουν τὸ “πολίτευμα” τῆς Ἐκκλησίας, νὰ κυβερνᾶται δηλαδὴ εὐτάκτως καὶ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι κατὰ τὴ γνώμη τοῦ οἱονδήποτε· μὲ τὸ νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπὸς τῶν Ἱερῶν Κανόνων καθίσταται λογικὸ καὶ ἀκόλουθο ὅτι ἅπαντες εἶναι ὑποχρεωτικοί, γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές... Εἶναι ἀληθινὰ παράξενη ἡ ἐμμονή, τοῦ δῆθεν δυνητικοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, μιὰ ἐμμονὴ τελείως ἀμάρτυρη σὲ ὁλόκληρη τὴ πατερικὴ γραμματεία περὶ Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ θιασῶτες τέτοιων καινοφανῶν θεωριῶν, ἀληθινὰ οἰκουμενιστικῆς ἔμπνευσης καὶ νοοτροπίας, καταντοῦν νὰ ἑορτάζουν καθ᾽ὅλο τὸ ἔτος ἁγίους ὁμολογητές καὶ μάρτυρες τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι καθώς διαβάζουμε στοὺς βίους τους, ἕκαστος στὴν ἐποχή του ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῆς τότε αἱρέσεως, τὸ πρῶτο ποὺ εἶχε πράξει ἦταν ἡ ἄμεση καὶ πλήρης διακοπὴ κοινωνίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν κοινωνούντων μ᾽αὐτούς, ἐνῶ αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ ἐγκωμιαστές τους, ἐμφατικὰ νὰ καταδικάζουν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πράξη τῶν ἁγίων. Τὸ παράλογο σ᾽ὅλο του τὸ μεγαλεῖο... Ἡ κατακριτέα στάση τους πάντως γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὸ ἄχθος ποὺ ἔχουν τοῦ νὰ μὴ γίνουν “ἀποσυνάγωγοι”, χάνοντας ἔτσι μισθούς, τιμές, θέσεις κ.λ.π. Ὅσο γιὰ τὴ δεύτερη ἀντορθόδοξη θέση ποὺ ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου ΔΕ σημαίνει διακοπὴ κοινωνίας, τί νὰ πεῖ κανείς; Τόσοι καὶ τόσοι ἅγιοι, ὅπου ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν ἀπέναντι σὲ κηρυττόμενη αἵρεση ἦταν ἡ πλήρης διακοπὴ κοινωνίας, προφανῶς λοιπὸν καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἢ, ἐὰν καὶ τὸ ἔκαναν, ὅμως δὲ ἔπραξαν σωστά... Εὐτυχῶς γιὰ ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς δὲν ὑπῆρχαν οἱ σημερινοί “φωστῆρες” καὶ ἔτσι διατηρήθηκε ἡ ὀρθοδοξία ἓως καὶ σήμερα ἀμόλυντη!
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ προστεθεῖ καὶ ἕνα ἐπιπλέον σημεῖο. Ἀναφερόμαστε στὴν καινοφανῆ θεωρία, ποὺ ἐπικαλοῦνται οἱ προαναφερθέντες νέοι διδάσκαλοι  τοῦ “ἐντὸς Ἐκκλησίας ἀγώνα”, ὅτι ἐὰν χωριστεῖ ὁ πιστὸς ἐκ τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου του, -δῆθενβγαίνει ἐκτὸς Ἐκκλησίας! Ἐκεῖ ἔχει φτάσει πλέον ἡ σκότωση τῶν δειλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων, αὐτὸ ποὺ ἔκαναν πλήθη ἁγίων, δηλαδὴ ἀποτείχιση ἐκ τοῦ κακόδοξου ἐπισκόπου, αὐτοὶ νὰ τὸ πολεμοῦν μὲ λύσσα! Ἡ νέα αὐτὴ θέση ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς περὶ ἐπισκόπου θεωρίας τοῦ  Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὁ  ὁποῖος τυγχάνει εἷς ἐκ τῶν μεγίστων οἰκουμενιστῶν καὶ γιὰ αὐτή του τὴ “προσφορά” ἔχει τιμηθεῖ μὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα σὲ διεθνεῖς ὀργανισμοὺς καὶ πανεπιστήμια (ἐσχάτως καὶ στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴν ἀνάληψη τῆς προεδρίας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν). Ἐπιγραμματικὰ θὰ ποῦμε ὅτι ἡ συγκεκριμένη θεώρηση μεταφέρει στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τὴν πεπλανημένη παπικὴ διδασκαλία περὶ ἐπισκόπου καὶ τὴν υἱοθετεῖ. Ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουμε τὴν ἀπροϋπόθετο ἀποδοχὴ τῆς “ἁγιότητος” τοῦ ἐπισκόπου ἔστω καὶ ἂν εἶναι, ὅπως εἴπαμε, αἱρετικὸς! Ἐνῶ σ᾽ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μαρτυρεῖται, ὃπως ἀκριβῶς καὶ στὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, καθὼς καὶ σὲ ἱκανὸ ἀριθμὸ Ἱερῶν Κανόνων, ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι προαπαιτούμενο τῆς χειροτονίας, ἡ νέα αὐτὴ κακοδοξία ἀντιστρέφει τὰ πράγματα καὶ “χαρίζει” τὴν ἁγιότητα μετὰ τὴ χειροτονία! Εἶναι ὄντως πολλὰ τὰ παράδοξα, καθὼς καὶ οἱ ἀρνητικὲς συνέπειες τῆς ἐν λόγω θεώρησης, ὅταν μάλιστα ἐφαρμόζεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σήμερα· πάντως χάριτι Θεοῦ, θὰ ἐπανέλθουμε μὲ ἕνα κείμενο ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ ὄντως φλέγον αὐτὸ ζήτημα.




β) Ἡ περίπτωση τῶν Γ.Ο.Χ.

Στὴν ἀναστάτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ποὺ ἐπέφερε ὁ οἰκουμενισμός, μὲ ἐπακόλουθο σκάνδαλα καὶ ἀκαταστασίες, ἀπὸ νωρὶς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του καὶ τὸ κίνημα τῶν Γ.Ο.Χ.,  τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρά του συνέτεινε -ἴσως καὶ ἄθελά του- στὴν παγίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
 Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀφήσαμε τὴν ὀφειλόμενη ἀναφορὰ στὸ ζήτημα ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικῆς ἔμπνευσης εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ-παπικοῦ ἡμερολογίου στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸ ἑορτολόγιό της. ἀρχὴ ἔγινε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1924 γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν σταδιακὰ πλεῖστες ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, μὲ φαεινὲς ἐξαιρέσεις αὐτὲς τῆς Ρωσσίας, Σερβίας, Γεωργίας, καθὼς καὶ αὐτῆς τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου, παρότι προεβλήθη ὡς ἐπιστημονικὰ ἀναγκαῖα, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι συνιστᾶ οὐσιῶδες μέρος τῶν τελικῶν προτάσεων-ἀποφάσεων ὅπου ἔγιναν στὸ προαναφερθὲν πανορθόδοξο συνέδριοτῆς Κων/λεως τοῦ ἔτους 1923. Μὲ τὴ σειρά του, τὸ συνέδριο αὐτὸ κατέστη δυνατὸ νὰ συγκληθεῖ ἀφοῦ εἶχε προηγηθεῖ ἱστορικῆς σημασίας (γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ στὴν Ἀνατολή), ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τὶς ὑπόλοιπες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τοῦ ἔτους 1920. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἐγκύκλιος, τὸ πρῶτο ἐπίσημο κείμενο οἰκουμενιστικῆς ἔμπνευσης καὶ στόχευσης ὅπου παρήχθη στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολή, ἔχοντας ὡς θέμα ἀποκλειστικὰ τὴν “ἐνότητα” τῶν χριστιανῶν ὑπὸ νέους ὅμως ὅρους καὶ μεθόδους. Τὸ συνέδριο τοῦ 1923 υἱοθετῶντας τὸ πνεῦμα τῆς ἐγκυκλίου ἐπιχείρησε στὶς ἑπτὰ ἀποφάσεις του νὰ δώσει τὰ νεωτεροποιὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ θὰ καθιστοῦσαν εὐκολότερη τὴ νέα πορεία της στὴν οἰκουμενιστικὴ ἑνότητα τῶν “ἐκκλησιῶν”. Δὲν εἶναι ἄσχετο ἑπομένως ὅτι οἱ πρῶτες δύο ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀποφάσεων του ἦταν γιὰ τὴ μεταρύθμιση τοῦ ἑορτολογίου μέσω τῆς υἱοθέτησης τοῦ Γρηγοριανοῦ-παπικοῦ ἡμερολογίου(ο ἂλλες ἦταν: πρόταση γιὰ μελλοντικὴ ἀποδοχὴ σταθερῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, δεύτερος γάμος ἱερέων, δυνατότητα γάμου ἱερέως μετὰ τὴν χειροτονία, μετακίνησις ἑορτῶν). Τὶς ἀποφάσεις τοῦ συνεδρίου ἔπρεπε νὰ θέσουν σὲ ἐφαρμογὴ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε πρώτη, ἐν ἔτει 1924, ἦταν τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες.
Ἦταν τὸ 1924 λοιπὸν ὅπου οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ δώσουν τὴν ὀφειλόμενη ἀπάντηση, στὴν μονομερή[7], ἀντιπατερική[8], ἀντικανονική[9], δικτατορική[10], καὶ ἐν τέλει σχισματοποιό[11], ἀπόφαση τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περὶ ἀλλαγῆς ἡμερολογίου· καὶ ἀπάντησή τους ἦταν μία καὶ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ: διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ κάθε νεωτεριστοῦ ἐπισκόπου, τὸ ὁποῖο σημαίνει διακοπὴ κοινωνίας μαζί του. Δίχως νὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες, ἀμέσως μετὰ τὴν πατερικὴ-ὁμολογιακὴ στάση τῶν εὐσεβῶν πιστῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ἦλθε ἀπάντηση τῶν νεωτεριστῶν: διωγμοί, φυλακίσεις, ξυλοδαρμοί, ἀποσχηματισμοὶ καὶ ξύρισμα ἱερέων (!), καθαιρέσεις, μέχρι καὶ σὲ φόνο ἔφτασαν! Ὅμως οἱ διωκώμενοι ἄντεξαν, σηκώνοντας τὸ σταυρὸ τῆς ὀρθόδοξης ὁμολογίας.
Τὰ πράγματα διατηρήθηκαν μὲ τὶς δύο παρατάξεις, νεωτεροποιοὺς “νεοημερολογίτες” καὶ παραδοσιακούς “παλαιημερολογίτες” ἕως καὶ τὸ 1935, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο τρεῖς μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διέκοψαν κοινωνία μὲ τὴ νεωτεριστικὴ ἱεραρχία καὶ ἀποκατέστησαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν ἀγωνιζόμενη καὶ κανονικῶς ἐνιστάμενη μερίδα τῶν ὀρθοδόξων. Ἀντὶ ὅμως ἡ εὐλογημένη ἀπόφαση τῶν τριῶν νὰ καταστεῖ ἡ ἀπαρχὴ καὶ ὁ καλὸς θεμέλιος λίθος, γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ de facto σχίσματος, καὶ τὴ συνολικὴ ἀποκατάσταση τῆς ὑγειοῦς ὀρθοδοξίας, ἔγινε δυστυχῶς ἀπαρχὴ μεγάλων δεινῶν. Τὸ τεράστιο λάθος τῶν τριῶν δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπισκοποίηση τεσσάρων ἱερομονάχων καὶ ἔτσι τὴν σύμπηξηἱερᾶς συνόδουπαράλληλα μ᾽αὐτὴν τῶν νεωτεριστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου! Ταυτόχρονα, καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ πλέον ὀλέθριο, υἱοθετήθηκε λανθασμένη θεωρία περὶἀκύρων μυστηρίων” (δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸ νέο ἡμερολόγιο βάπτισμα, ἱερωσύνη, κ.λπ.) θεωρῶντας ἑαυτοὺς ἔκτοτε οἱ Γ.Ο.Χ. ὡς τὴ μόνη ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς γῆς. Υἱοθέτησαν τίτλους ἀρχιεπισκοπικούς, ὅπωςἈρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος”, μητροπολιτικοὺς, ὅπως: Θεσσαλονίκης, Θηβῶν, Πατρῶν κ.ο.κ. Τὰ λυπηρὰ ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν -καὶ εἶναι- πολλά: ἀφ᾽ἑνὸς οἱ ἴδιοι οἱ Γ.Ο.Χ. πολυδιασπάστηκαν, ἀλληλοαφορίστηκαν, θεωρεῖ ἕνας ἄκυρα τὰ μυστήρια τοῦ ἄλλου, στὴ συνέχεια ἑνώθηκαν γιὰ νὰ ξαναδιαλυθοῦν ἀμέσως μετὰ κ.ο.κ. Ἀφ᾽ἑτέρου, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀντικουμενιστικοῦ ἀγῶνα, μὲ τὸ νὰ δημιουργήσουν δικές τους συνόδους οἱ Γ.Ο.Χ., πλέον οὔτε αὐτοὶ ἵστανται ἐπὶ κανονικοῦ ἐδάφους, μιᾶς καὶ τὸ ΜΟΝΟ ποὺ εἶναι ἐξουσιοδοτημένος κάθε χριστιανός, ἀνεξαρτήτως θέσης, εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ 15ο Κανόνα τῆς Α´-Β´ συνόδου, διακοπὴ κοινωνίας μὲ τὸν κακόδοξο ἐπίσκοπο, καὶ ἐπιβαλλόμενος ἀγώνας πρὸς σύγκληση οἰκουμενικῆς συνόδου. Γίνεται φανερὸ πλέον ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. ΔΕΝ ἐφαρμόζουν τὸν ὡς ἄνω Κανόνα, ἀφοῦ πλέον ἔχουν δημιουργήσει συνόδους μὲ δικούς τους ἐπισκόπους!
Συνέπεια τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὁ οἰκουμενισμός, μὴ βρίσκοντας κανένα ἐμπόδιο γνήσια ἐκκλησιαστικό νὰ προελαύνει καὶ ἔτσι νὰ ἐκμαυλίζει ὁλοένα καὶ περισσότερες ψυχὲς τοῦ ἁπλοῦ ποιμνίου, στὸν ψευδοαγαπισμὸ τῆς παναιρετικῆς ἐναγκάλισής του μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, ὅπου γῆς. Δὲν εἶναι ἄστοχο ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ τὸ φαινόμενο τοῦ ὁποίου ἅπαντες γίνονται μάρτυρες, δηλαδὴ ὅλο καὶ περισσότεροι ἁπλοὶ χριστιανοὶ νὰ ἔχουν υἱοθετήσει τὴν οἰκουμενιστικὴ πλάνη, καὶ νὰ θεωροῦν φυσικὴ καὶ ὀρθὴ τὴν συμπεριφορὰ τῶν ποιμένων τους καὶ τὴν μὲ κάθε τρόπο κατεδάφιση τῶν ὁρίων καὶ τῶν κανόνων ποὺ οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἔχουν παραδόσει.
Παρατηρεῖται πάντως ὅτι ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἐκ τοῦ ποιμνίου τῶν Γ.Ο.Χ., ὡς καὶ λίγοι μοναχοί καὶ ἀκόμα λιγότεροι (δυστυχῶς) κληρικοί, ἔχουν κατανοήσει τὴν ἀπομάκρυνση τῶν ἐπισκοπικῶν ἡγεσιῶν τους ἀπὸ τὸ ὀρθόν, καὶ ἀπὸ τὴ συνέχιση τοῦ εὐλογημένου ἀγῶνα τοῦ 1924. Δυστυχῶς ὅμως υἱοθετοῦν ἀπαράδεκτους καὶ ἀνοίκειους ἰσχυρισμούς, γιὰ γνησίους χριστιανούς, ὅπως τοῦ τύπου: “ποῦ ἀλλοῦ νὰ πᾶμε...;”, ἢ “ἐλπίζουμε τὰ πράγματα νὰ καλυτερεύσουν...”, ἢ ὃτι “στοὺς τυφλοὺς, ὑπερισχύει ὁ μονόφθαλμος (!)”. Ἔτσι παραμένουν ἐγκλωβισμένοι στὰ ΓΟΧικα σχήματα μὲ ἀποτέλεσμα τὴ πλήρη ἀθέτηση τοῦ ἐνδεδειγμένου καὶ ὑποχρεωτικοῦ ἀγὠνα ποὺ πρέπει νὰ δοθεῖ ἔναντι τῆς αἱρέσεως. Δίχως νὰ τὸ ἐννοοῦν, οἱ κατὰ τὰ ἄλλα εὐλαβεῖς ἀδελφοί, ἀφήνουν ἀνοικτὸ τὸ πεδίο στὸν οἰκουμενισμὸ νὰ δρᾶ ἀνενόχλητος!
Οἱ διάφορες φάσεις τῆς ἱστορίας τῶν “Γ.Ο.Χ.” εἶναι βεβαίως πολλὲς, τὸ παραπάνω σκιαγράφημα δὲν συνιστᾶ ἐπ᾽οὐδενί, οὔτε κἄν σὲ ἐπίπεδο ἁπλῆς ἀναφορᾶς, μία ἀνάλυση αὐτῆς τῆς ἱστορίας, ἐπικεντρώνεται ὅμως στὶς ὄντως κρίσιμες, γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ τὸν ἀγώνα του, συνέπειες ἑνὸς λανθασμένου, ἡ μᾶλλον εἰπεῖν αὐτοακυρωμένου ἀγώνα! Σκοπὸς εἶναι μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν λανθασμένων προσπαθειῶν ποὺ ἔχουν γίνει νὰ ἀναδειχθεῖ τὸ σωστὸ καὶ ὀρθό, καὶ ὡς εὐχή, νὰ προστεθεῖ ἡ ἐπιθυμία, ὅπως ὅλοι αὐτοὶ οἱ εὐλαβεῖς ἀδελφοὶ ποὺ παραμένουν ἀκόμα σὲ κοινωνία, τόσο μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, ὅσο καὶ μὲ τοὺς Γ.Ο.Χ. κάποια στιγμὴ νὰ προστεθοῦν στὸ λιγοστὸ ἴσως σήμερα, ἀλλὰ χάριτι Θεοῦ ἰσχυρὸ αὔριο, ἀγωνιζόμενο τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς ὁμολογίας, ποίμνιο. Μόνον ἡ ἐνίσχυση, μ᾽αὐτὸ τὸ τρόπο, θὰ καταφέρει τὴν συνέχιση τοῦ καλοῦ ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων τοῦ 1924 μὲ τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴν ἀναγέννηση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ καταστροφὴ καὶ τὸ πέρασμα στὴ λήθη καὶ αὐτῆς τῆς αἱρέσεως!

Ἀμὴν γένοιτο!





Ἱερὸς Ναὸς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου
Ἱερεὺς, π. Γεώργιος Ἀγγελακάκης
τηλ. 23920 61932
ΤΡΙΛΟΦΟ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ





[1] Θὰ δοθεῖ ἔμφαση στὴν ἐμφάνισή του στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολή, δηλαδὴ τὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς  ἀνατολικῆς  Μεσογείου.
[2] Ἡ ὑπηρεσία τοῦ συγκεκριμένου πατριάρχου πρὸς τὸν οἰκουμενισμὸ ἦταν τεράστια, μὲ κύρια, τὸ οἰκουμενιστικῆς ἔμπνευσης “πανορθόδοξο” συνέδριο τοῦ 1923, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ γίνει λόγος κατωτέρω.
[3] Δὲν γίνεται λόγος ἐδῶ, γιὰ τὴν “ἀνατολική” ὑλιστικὴ θεώρηση, αὐτῆς τοῦ κομμουνισμοῦ, διότι ὁ οἰκουμενισμός της (γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ὅρο “διεθνισμός”) δὲν ἀπέκτησε ποτὲ θρησκευτικὴ διάσταση, γι᾽αὐτὸ καὶ δὲν συμμετεῖχε σὲ κανένα σημεῖο τῆς συγκρότησης τοῦ οἰκουμενιστικοῦ κινήματος.
[4]Εἰδικὰ ἀναφερόμαστε στὸν λεγόμενο, κατώτερο κλῆρο, τοὺς μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἡ ἅλωση ἄλλωστε ξεκίνησε ἀπὸ τὸν ἀνώτερο -ἐπισκοπικὸ δηλαδή- κλῆρο καὶ κατευθύνεται πρὸς τὰ “κάτω”.
[5] Ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ minimal = ἐλάχιστο.
[6] Ὅπως ἱστορικὰ παρῆλθε τὸ Βυζάντιο, ἔτσι καὶ ἡ παράδοση ποὺ δημιουργήθηκε στὰ σπλάγχνα του ἔχει ὁμοίως ἱστορικὰ ξεπεραστεῖ... μᾶς “διδάσκουν” οἱ οἰκουμενιστές.
[7] Διότι ἔγινε στὴν Ἐκκλησια τῆς Ἑλλάδος, δίχως προηγούμενη συννενόηση μὲ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες.
[8] Διότι κατέστρεψε, ἄνευ λόγου, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν Ἐκκλησία.
[9] Διότι καταστρέφει τὴν βάσει Κανόνων, εὔτακτη λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
[10] Διότι ἔγινε τῇ ἐπιβολῇ τοῦ τότε ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, παρ᾽ὅλες τὶς ἀντιδράσεις ἀρκετῶν ἱεραρχῶν.
[11] Διότι de facto δημιούργησε σχίσμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: