........--Γιατί ξέσπασε τέτοια μανία σ΄ αυτό το μοναστήρι;
--Η ίδια και χειρότερη μανία ξέσπασε στα περισσότερα, αδελφέ Χριστοφόρε(Παππουλάκος), αποκρίθη ο Ιγνάτιος…
Ο Χριστοπανάγος(Παππουλάκος), έπεσε σε βαθειά συλλογή και για πολλήν ώρα ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος πρόφερε λέξη. Μονάχα το τζιτζίκι ακουγόταν και τίποτ΄ άλλο.
–Γι΄ αυτό αγωνιστήκαμε εφτά χρόνια; Ρώτησεν ο Χριστοφόρος. Γι΄ αυτό ρημάξαμε, για να στήσουμε τέτοιο βασίλειο; Τέτοιος είναι ο καρπός της λευτεριάς μας; Γιατί Ιγνάτιε; Γιατί;
--Γιατί η ζωή του έθνους ξεμάκρυνε από την Ορθοδοξία, γιατί είναι βυθισμένη στο ψέμα.
Ο Χριστοπανάγος(Παππουλάκος), έπεσε σε βαθειά συλλογή και για πολλήν ώρα ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος πρόφερε λέξη. Μονάχα το τζιτζίκι ακουγόταν και τίποτ΄ άλλο.
–Γι΄ αυτό αγωνιστήκαμε εφτά χρόνια; Ρώτησεν ο Χριστοφόρος. Γι΄ αυτό ρημάξαμε, για να στήσουμε τέτοιο βασίλειο; Τέτοιος είναι ο καρπός της λευτεριάς μας; Γιατί Ιγνάτιε; Γιατί;
--Γιατί η ζωή του έθνους ξεμάκρυνε από την Ορθοδοξία, γιατί είναι βυθισμένη στο ψέμα.
–Σε ποιο ψέμα; Ξαναρώτησεν ο Χριστοφόρος.
–Στο μεγάλο ψέμα. Γιατί δυο λογιώ είναι το ψέμα. Αν πας στο μπακάλη και ψουνήσεις ελιές κι αυτός αντί να σου πει πέντε, που γράφει η ζυγαριά, σου πει δέκα, σε κλέβει επειδή δεν είχες το νου σου να κοιτάξεις τη ζυγαριά. Αν όμως ο μπακάλης, θέλοντας νάναι πιο σίγουρος στην κλεψιά, καταφέρνει να ψευτίσει την ίδια τη ζυγαριά, ώστε μοναχή της να γράφει δέκα, όταν το βάρος είναι πέντε, τότε καταργιέται το κριτήριο που έστεκε ανάμεσα μπακάλη και πελάτη για να διαλαλεί το σωστό. Ο μπακάλης έχει σκοτώσει τον κριτή, κι επειδή αυτό το ψέμα, που είναι και το πιο φοβερό, δεν το υποψιάζεσαι, γι αυτό, τούτο το ψέμα, είναι ο ίδιος ο σατανάς ενσαρκωμένος. Από την ώρα που ψευτίσει η ζυγαριά, το πνέμα του ανθρώπου υποδουλώνεται και δουλεύει το διάβολο. Λευτερωθήκαμε από τον αγαρηνό και πρώτη μας πράξη στο δρόμο της λευτεριάς ήτανε να κλείσουμε το στόμα της αλήθειας. Να ψευτίσουμε τη ζυγαριά της πίστης. Να λησμονήσουμε πως τα μοναστήρια, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, φυλάξανε και την πίστη και την παιδεία, και πως όσοι μάθανε γράμματα, στα μοναστήρια τα μάθανε. Εκεί πρωτοσυλλάβησε το χωριατόπουλο και εκεί ακόνισε το νου του ο γραμματισμένος. Λίγο ο μακαρίτης ο κυβερνήτης, λίγο η αντιβασιλεία, λίγο οι προεστοί, λίγο οι δεσποτάδες, όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. Έτσι η εκκλησία έπαψε πια νάναι το πνευματικό μας κεφάλι κι έγινε όμοια με τον έφορο ή τον χωροφύλακα. Ένα παρακλάδι στο δέντρο της πολιτείας κι ο πιο ασήμαντος τροχός στη μηχανή.
–Και ποια είν΄ η ζυγαριά που ψεύτισε;
--Η ιεραρχία, αποκρίθη με δάκρυα στα μάτια ο Ιγνάτιος. Απαράτησε τα δικά της ζύγια, τα ζύγια του Χριστού και ζυγιάζει με τα ψευτισμένα ζύγια που της έδωσε η εξουσία. Έτσι το Έθνος γελιέται, χωρίς να του το λένε κι ο σατανάς χασκογελά κρυμμένος σ΄ όλα τα ισκιερά μέρη του δρόμου μας.
Ο Χριστοφόρος είχε χάσει τη μιλιά του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια ταραχή. Η πίκρα, η θλίψη, κι η πιο φοβερή οργή ανάδευαν μέσα του κι ο ίδιος απορούσε πως ένιωθε τόσο οργισμένος. Σηκώθηκεν όρθιος και σα να ξύπνησε μέσα του άλλος άνθρωπος, κοίταξε αυστηρά τον Ιγνάτιο και τούπε:
Και εμείς γιατί καθόμαστε; Γιατί δεν παίρνουμε το ραβδί μας και γιατί δεν γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα, από πολιτεία σε χωριό, ν΄ ανοίξουμε τα μάτια των Χριστιανών για να φυλάγουνται από τα ψεύτικα ζύγια;
Αστραπή χαράς φώτισε την ασκητική μορφή του Ιγνάτιου. Τα μάτια και των δυο είχαν πυρώσει από τη φωτιά της θέλησης για σωστικό έργο… Σαν να κινούσαν και τους δυο τα ίδια ουράνια νήματα, έπεσε ο ένας στην αγκάλη του άλλου κι η οργή τους, τα δάκρυά τους, η χαρά τους, έμοιαζαν, την ώρα αυτή του θερμού δειλινού, σαν μυστική δοξολογία στον Κύριο.
Ο Χριστοφόρος ένιωθε πως ένας καινούργιος άνθρωπος είχε ξυπνήσει μέσα του. Ένιωθε πως ο τόπος δεν τον χωρεί, πως κάθε άργητα έμοιαζε συνεργασία με το διάβολο.
–Μη βιάζεσαι τόσο, του είπεν ο Ιγνάτιος. Ο σατανάς δεν πολεμιέται εύκολα και βιαστικά. Το σκάνταλο στην εκκλησία δεν καθαρίζεται με τον τρόπο που καθαρίζεται το ψέμα στον κόσμο. Χρειάζεται μεγάλη χάρη και μεγάλη φώτιση Θεού, ώστε πολεμώντας το σατανά, να μην πειράξουμε το δόγμα, που είναι η ραχοκοκκαλιά. Κι ένα μικρό ακόμα στραβοπάτημα μπορεί να μεγαλώσει την καταστροφή.
–Στο μεγάλο ψέμα. Γιατί δυο λογιώ είναι το ψέμα. Αν πας στο μπακάλη και ψουνήσεις ελιές κι αυτός αντί να σου πει πέντε, που γράφει η ζυγαριά, σου πει δέκα, σε κλέβει επειδή δεν είχες το νου σου να κοιτάξεις τη ζυγαριά. Αν όμως ο μπακάλης, θέλοντας νάναι πιο σίγουρος στην κλεψιά, καταφέρνει να ψευτίσει την ίδια τη ζυγαριά, ώστε μοναχή της να γράφει δέκα, όταν το βάρος είναι πέντε, τότε καταργιέται το κριτήριο που έστεκε ανάμεσα μπακάλη και πελάτη για να διαλαλεί το σωστό. Ο μπακάλης έχει σκοτώσει τον κριτή, κι επειδή αυτό το ψέμα, που είναι και το πιο φοβερό, δεν το υποψιάζεσαι, γι αυτό, τούτο το ψέμα, είναι ο ίδιος ο σατανάς ενσαρκωμένος. Από την ώρα που ψευτίσει η ζυγαριά, το πνέμα του ανθρώπου υποδουλώνεται και δουλεύει το διάβολο. Λευτερωθήκαμε από τον αγαρηνό και πρώτη μας πράξη στο δρόμο της λευτεριάς ήτανε να κλείσουμε το στόμα της αλήθειας. Να ψευτίσουμε τη ζυγαριά της πίστης. Να λησμονήσουμε πως τα μοναστήρια, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, φυλάξανε και την πίστη και την παιδεία, και πως όσοι μάθανε γράμματα, στα μοναστήρια τα μάθανε. Εκεί πρωτοσυλλάβησε το χωριατόπουλο και εκεί ακόνισε το νου του ο γραμματισμένος. Λίγο ο μακαρίτης ο κυβερνήτης, λίγο η αντιβασιλεία, λίγο οι προεστοί, λίγο οι δεσποτάδες, όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. Έτσι η εκκλησία έπαψε πια νάναι το πνευματικό μας κεφάλι κι έγινε όμοια με τον έφορο ή τον χωροφύλακα. Ένα παρακλάδι στο δέντρο της πολιτείας κι ο πιο ασήμαντος τροχός στη μηχανή.
–Και ποια είν΄ η ζυγαριά που ψεύτισε;
--Η ιεραρχία, αποκρίθη με δάκρυα στα μάτια ο Ιγνάτιος. Απαράτησε τα δικά της ζύγια, τα ζύγια του Χριστού και ζυγιάζει με τα ψευτισμένα ζύγια που της έδωσε η εξουσία. Έτσι το Έθνος γελιέται, χωρίς να του το λένε κι ο σατανάς χασκογελά κρυμμένος σ΄ όλα τα ισκιερά μέρη του δρόμου μας.
Ο Χριστοφόρος είχε χάσει τη μιλιά του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια ταραχή. Η πίκρα, η θλίψη, κι η πιο φοβερή οργή ανάδευαν μέσα του κι ο ίδιος απορούσε πως ένιωθε τόσο οργισμένος. Σηκώθηκεν όρθιος και σα να ξύπνησε μέσα του άλλος άνθρωπος, κοίταξε αυστηρά τον Ιγνάτιο και τούπε:
Και εμείς γιατί καθόμαστε; Γιατί δεν παίρνουμε το ραβδί μας και γιατί δεν γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα, από πολιτεία σε χωριό, ν΄ ανοίξουμε τα μάτια των Χριστιανών για να φυλάγουνται από τα ψεύτικα ζύγια;
Αστραπή χαράς φώτισε την ασκητική μορφή του Ιγνάτιου. Τα μάτια και των δυο είχαν πυρώσει από τη φωτιά της θέλησης για σωστικό έργο… Σαν να κινούσαν και τους δυο τα ίδια ουράνια νήματα, έπεσε ο ένας στην αγκάλη του άλλου κι η οργή τους, τα δάκρυά τους, η χαρά τους, έμοιαζαν, την ώρα αυτή του θερμού δειλινού, σαν μυστική δοξολογία στον Κύριο.
Ο Χριστοφόρος ένιωθε πως ένας καινούργιος άνθρωπος είχε ξυπνήσει μέσα του. Ένιωθε πως ο τόπος δεν τον χωρεί, πως κάθε άργητα έμοιαζε συνεργασία με το διάβολο.
–Μη βιάζεσαι τόσο, του είπεν ο Ιγνάτιος. Ο σατανάς δεν πολεμιέται εύκολα και βιαστικά. Το σκάνταλο στην εκκλησία δεν καθαρίζεται με τον τρόπο που καθαρίζεται το ψέμα στον κόσμο. Χρειάζεται μεγάλη χάρη και μεγάλη φώτιση Θεού, ώστε πολεμώντας το σατανά, να μην πειράξουμε το δόγμα, που είναι η ραχοκοκκαλιά. Κι ένα μικρό ακόμα στραβοπάτημα μπορεί να μεγαλώσει την καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου