Ο Θεσμός των Διακονισσών

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.(χημικού-βιοχημικού).

Εισαγωγικά

Κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ΄80  στην οικουμενιστική κίνηση δέσποζε το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών  και η αναβάθμιση των ποικίλων ρόλων τους, για τα οποία και οι ορθόδοξοι καλούνταν να δώσουν τις απαντήσεις τους.

Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης, στις συνοδικές αποφάσεις της οποίας, ως γνωστόν, το έργο και η «θεολογική» παραγωγή του Π.Σ.Ε. καταφάσκεται και επαινείται, (αντί απορρίψεως), αναζωπυρώθηκε και πάλι το εν λόγω θέμα από γνωστούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να φέρουν σε ακόμη μεγαλύτερη προσέγγιση την Ορθοδοξία με τον Προτεσταντισμό. Από τις 31 Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου 2020  πραγματοποιήθηκε, στη Θεσσαλονίκη, ένα Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο: «Διακόνισσες: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον». Συγκλήθηκε και πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία, (όχι τυχαία)  από το «Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου”» (CEMES) και σε συνεργασία με το, (επίσης όχι τυχαία), «Διορθόδοξο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”, και άλλων συνδιοργανωτών. Σύμφωνα με σχετική ανοικτή επιστολή της διοργανωτικής επιτροπής προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: «Το συμπόσιο εξέτασε από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων». Μάλιστα ως προοίμιο στην επιστολή τέθηκε το εξής χαρακτηριστικό συμπέρασμα του συμποσίου: «Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός, κανονικός, ή λειτουργικός, πατερικός, ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση, ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού θεσμού των διακονισσών από την σύγχρονη Εκκλησία». Σε άλλη παράγραφο της επιστολής τονίζεται ότι: «Το συμπόσιο επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στη διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της Ιερωσύνης, η οποία παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού. Και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι «η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και όχι μια πυραμίδα εξουσίας». Ακολουθούν στην επιστολή οι λόγοι, οι οποίοι καθιστούν την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών ως «επείγουσα ανάγκη». Το συμπόσιο επικαλείται ακόμη τις αποφάσεις «της Διορθόδοξης Συνδιάσκεψης της Ρόδου, που καλούσαν την Εκκλησία να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς προκλήσεις των καιρών».

Στο παρακάτω άρθρο γίνεται μια  εκλαϊκευμένη προσπάθεια προσέγγισης του θεσμού των διακονισσών. Συν Θεώ θα επανέλθουμε  εξετάζοντας το θεμα-ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗ.

 

Τον 4ο αι μαρτυρείται από τις Αποστολικές Διαταγές η ύπαρξη και η ποιμαντική δραστηριότητα των διακονισσών, που είναι σύνολο γυναικών αφιερωμένων σε εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονήματα. Στο κείμενο περιγράφεται η χειροτονία τους, αναφέρονται πολλοί τομείς της εργασίας τους και καθορίζεται η θέση τους στην εκκλησιαστική ιεραρχική κλίμακα. Οι Απόστολοι δεν έδωσαν ιερωσύνη στις γυναίκες αν και πολλές από αυτές είχαν διάφορα χαρίσματα, όπως της διδασκαλίας ή της προφητείας . Αντί της ιερωσύνης δόθηκε σ’ αυτές το λειτούργημα της διακόνισσας  για δύο λόγους σύμφωνα με τον καθηγητή Ε.Θεοδώρου ׃ α) για να επιτύχει η Εκκλησία να διεισδύσει στην κλειστή κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή των γυναικών εκείνης της εποχής και β) για να βοηθούν τον ανώτερο κλήρο να ετοιμάζει τις ενήλικες γυναίκες που επρόκειτο να βαπτισθούν .

Η διακόνισσα κατατάσσεται, σύμφωνα με τις Αποστολικές Διαταγές στην τάξη των λεγόμενων κατώτερων κληρικών – υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες – οι οποίοι δεν μετέχουν εξίσου με το διάκονο στη διανομή των «εὐλογιῶν», γιατί ουσιαστικά υπηρετούν το διάκονο και οφείλουν να περιορίζονται στα αναγκαία καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Η οποιαδήποτε τάση κατανόησης του λειτουργήματος των διακονισσών ως πραγματική ιερατική σχέση με το μυστήριο της ιερωσύνης αποκλείεται όχι μόνον από την απαγόρευση της τέλεσης ιερατικών καθηκόντων, αλλά και από τον ρητό αποκλεισμό ναπροαχθούν με κανονική μυστηριακή χειροτονία στο βαθμό του πρεσβυτέρου, δεδομένου ότι το μυστήριο της ιερωσύνης προϋποθέτει τη δυνατότητα κανονικής προαγωγής και στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.

«Εάν η χειροτονία των διακονισσών απετέλει είσοδον εις την ιερωσύνην, τότε θα ήτο άδιανόητος ο αποκλεισμός αυτών εκ της προαγωγής και εις τους άλλους βαθμούς του μυστηρίου» (B.Φειδά Βλ., «Το ανεπίτρεπτον της Ιερωσύνης των γυναικών κατά τους Ιερούς Κανόνας», στο «Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σ. 282)

Η τάξη δε των διακονισσών, πιθανότατα έχει την αρχή της στην αποστολική εποχή και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ιεραποστολικό έργο του χριστιανισμού. Ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει και συνιστά « την Φοίβην, την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της Εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς....», η οποία «προστάτις πολλών εγεννήθη» και αυτού ακόμη του Αποστόλου.( 5 Ρωμ.16,1).

Η Διακόνισσα εκλεγόμενη από κλήρο και λαό χειροτονούνταν μόνο από τον Επίσκοπο, με προσευχή και επίθεση των χειρών, μέσα στο άγιο Βήμα μπροστά στην αγία Τράπεζα  «παρεστώτος του πρεσβυτερίου και των διακόνων και των διακονισσών». Στις Αποστολικές Διαταγές, διασώζεται τυπική διάταξη για τη χειροτονία της διακόνισσας και η ειδική υπό του Επισκόπου «επίκλησις επί χειροτοτονίας διακονίσσης»  : «Ο Θεός ο αιώνιος, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ανδρός και γυναικός δημιουργός.....,ο μη απαξιώσας τον μονογενή σου Υιόν.....Αυτός και νυν έπιδε επί την δούλην σου τήνδε την προχειριζομένην εις διακονίαν και δος αυτή Πνεύμα άγιον και καθάρισον αυτήν από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος προς το επαξίως επιτελείν αυτήν το εγχειρισθέν αυτή έργον εις δόξαν σην και έπαινον του Χριστού σου.....αμήν»

Η διακόνισσα δεν μετείχε της ιερωσύνης, ούτε συμμετείχε στη διακονία του διακόνου στο θυσιαστήριο ׃ » Διακόνισσα ουκ ευλογεί, αλλ’ ουδέ τι ων ποιούσιν οι πρεσβύτεροι ή οι διάκονοι επιτελεί ....»(Αποστολικές διαταγές 62 8,28,PG 1,1125 A).

Δεν της επιτρεπόταν η τελεσιουργία ιερού Μυστηρίου ή το κήρυγμα σε λατρευτική συνάθροιση, καθώς αυτά ήταν δικαιώματα του ανώτερου κλήρου.

Ο σπουδαιότερος τομέας εργασίας των διακονισσών είναι η άσκηση έργων αγάπης διαμέσου των πράξεων φιλανθρωπίας σε ασθενείς, ενδεείς ανθρώπους που έχουν χτυπηθεί από τον πόνο, που ασκούν σε συνεργασία και επικοινωνία με τον επίσκοπο τον οποίο εκπροσωπούν κυρίως στις τάξεις του γυναικείου φύλου.

Ένα άλλο ξεχωριστό πεδίο δράσης είναι η ιεραποστολή μέσα στον κόσμο με αποδέκτες τις εθνικές γυναίκες που προσελκύουν στη χριστιανική πίστη, η διδασκαλία-κατηχητική των κατηχούμενων γυναικών, οι οποίες διδάσκονται τις αλήθειες του συμβόλου της πίστης, τον τρόπο απάντησης στις ερωτήσεις του εκκλησιαστικού λειτουργού κατά την ώρα του βαπτίσματος, τους κανόνες της χριστιανικής συμπεριφοράς πριν και μετά τη βάπτιση.

Οι διακόνισσες διενεργούν συζητήσεις με πολλές βαπτισμένες γυναίκες είτε ιδιαιτέρως είτε μέσα σε μικρές ομάδες γύρω από διάφορα θέματα ατομικής, οικογενειακής ή κοινωνικής ζωής, καθώς επίσης τα καθήκοντα μιας αφιερωμένης στο Θεό γυναίκας. Επιπλέον αναλαμβάνουν την εκπαίδευση των ορφανών και ορισμένες φορές τη διδασκαλία και κατήχηση των αγοριών και των νέων.

Το κυριότερο καθήκον τους βέβαια είναι η γενική επίβλεψη των χριστιανών γυναικών εντός του ναού, αλλά και εκτός αυτού οπότε συνδυάζεται με την εφαρμογή της εξατομίκευσης του ποιμαντικού έργου κατά την κατ’ οίκον επίσκεψη.

Η πνευματική αναδοχή των βαπτιζομένων γυναικών, η επίβλεψη των εκκλησιαστικών παρθένων και χηρών καθώς και η διεύθυνση οίκων παρθένων και οίκων διακονισσών, πλησίον των μεγάλων ναών αποτελούν επιπλέον λειτουργικούς ρόλους για τις διακόνισσες. Πολλές διακόνισσες ασκούν τα καθήκοντά τους μέσα σε μοναστήρια και συχνά μεγαλόσχημες μοναχές και ηγούμενες χειροτονούνται διακόνισσες και αντιστρόφως, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αγία Ολυμπιάδα, η οποία είναι ηγουμένη στην Κωνσταντινούπολη, σε μοναστήρι που η ίδια ιδρύει κοντά στο ναό της του Θεού Σοφίας. Κατά την ώρα της λατρευτικής συγκέντρωσης, οι διακόνισσες εποπτεύουν τις εκκλησιαζόμενες δίνοντάς τους παράλληλα το σύνθημα να συμμετάσχουν στην ψαλμωδία και να δώσουν το φίλημα της ειρήνης ·Αναμφίβολα εισέρχονται στο ιερό βήμα. Κατά τον Ματθαίο Βλάσταρη επίσης, γίνεται επιτρεπτό στις διακόνισσες να εισέλθουν στο ιερό θυσιαστήριο και στα «τῶν διακόνων ἀνδρῶν παραπλησίως μετιέναι», καταδεικνύοντας ότι η τάξη των διακονισσών έχει πολλά και ποικίλα δικαιώματα, αλλά κανένα έρεισμα που να στηρίζει την υπόθεση ότι οι διακόνισσες όπως και οι διάκονοι διακονούν ενεργά κοντά στο ιερό θυσιαστήριο κατά την τέλεση της αναίμακτης θυσίας. Συνεχίζει ο Βλάσταρης λέγοντας σχετικά ότι «Γυναῖκα δέ τῆς ἱερᾶς καί ἀναιμάκτου γίνεσθαι θυσίας διάκονον οὔ μοι δοκεῖ τό πιθανόν ἔχει».

Σημαντική επίσης η συνεισφορά των διακονισσών στην τελεσιουργία του βαπτίσματος, καθώς βοηθούν «τοῖς πρεσβυτέροις ἐν τῷ βαπτίζεσθαι τάς γυναίκας διά τό εὐπρεπές», καθώς στην αρχαία Εκκλησία δεν επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός και λόγω της γυμνότητας του γυναικείου σώματος κατά την τριπλή κατάδυση στο νερό. Η παρουσία της διακόνισσας καθίσταται αναγκαία για την ευπρέπεια του μυστηρίου και την αποφυγή σκανδαλισμού των συνειδήσεων κατά την έκδυση και ένδυση των βαπτιζομένων γυναικών και για την χρίση με έλαιο και μύρο του σώματός τους, καθώς ο λειτουργός χρίει μόνο το μέτωπό τους. Άλλος τομέας της τελετουργικής εργασίας των διακονισσών είναι η μεταφορά και μετάδοση της θείας Κοινωνίας σε ασθενείς γυναίκες που αδυνατούν να μεταβούν στο ναό. Επίσης λαμβάνουν ενεργό ρόλο στο σαβάνωμα, τη διακόσμηση, την κηδεία και τον ενταφιασμό των νεκρών χριστιανών γυναικών.

Όσον αφορά την εκλογή των διακονισσών, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στον ιε΄ κανόνα αναφέρει ότι γίνεται «μετ΄ ἀκριβοῦς δοκιμασίας» και επιλέγονται γυναίκες από τις τάξεις των αφιερωμένων παρθένων και των χηρών οι οποίες είναι μονογαμικές, ή είναι σύζυγοι επισκόπων, καθώς επίσης εκλεκτές μεγαλόσχημες μοναχές ή ηγούμενες γυναικείων μοναστηριών. Η ηλικία των εκλεγόμενων διακονισσών, σύμφωνα με την αποστολική διάταξη περί χηρών κατά το Α΄ Τιμ. 5, 9-10 πρέπει να είναι μεγαλύτερη του εξηκοστού έτους, διάταξη η οποία αργότερα εγκαταλείπεται λόγω ύπαρξης εξαιρέσεων, όπως το παράδειγμα της αγίας Ολυμπιάδας η οποία αν και πολύ νέα «χήραν γενομένην…, διάκονον ἐχειροτόνησε Νεκτάριος» και λόγω της απαιτούμενης σωματικής δύναμης και ευκινησίας που απαιτεί η διακονική εργασία. Αργότερα η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος καθόρισε  σαν  ελάχιστη ηλικία των διακονισσών το τεσσαρακοστό έτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: