Χριστ.Αμβραζίδη
Σε
προηγούμενο άρθρο μας αναπτύξαμε το θέμα : «Τα εν χρήσει εκκλησιαστικά
ημερολόγια και οι διαφορές τους.». Πριν προχωρήσουν οι αναγνώστες στην ανάγνωση
του παρακάτω άρθρου καλό θα είναι να το ξαναδιαβάσουν.
Καταδίκες
του Γρηγοριανού ημερολογίου
Το 1582 μ.Χ. ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ εισήγαγε στη Δύση το λεγόμενο Γρηγοριανό ημερολόγιο, ακριβέστερο μεν αστρονομικά, απορριπτέο δε από τους Ορθοδόξους γιατί επέτρεπε τον εορτασμό του Πάσχα ταυτόχρονα ή και πριν από το Εβραϊκό και έτσι συγκρούονταν με τον όρο της Α΄ Οικουμενικής, τον Ζ΄Αποστολικό και τον Α΄ Κανόνα Αντιοχείας. O Πάπας Γρηγόριος πρότεινε στον τότε Πατριάρχη Κπόλεως Ιερεμία Β΄ να εισαχθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία με κρυφό σκοπό βέβαια να υποβοηθήσει το προσηλυτιστικό έργο των παπικών.
Ο Ιερεμίας συγκάλεσε στις 20 Νοεμβρίου 1583 Πανορθόδοξη Σύνοδο στην οποία
υπέγραψε και το πατριαρχείο Αλεξανδρείας με τον πατριάρχη Σύλβεστρο. Συγχρόνως
ο διαπρεπής Πρωτοσύγγελος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς
συνέγραψε τον «Αλεξανδρινόν Τόμον», μια ειδική πραγματεία για το ζήτημα και
μέσω της οποίας αποδείκνυε ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο προσκρούει στις
διατάξεις της αρχαίας Εκκλησίας για τον εορτασμό του Πάσχα.[
Νικολάου Μάννη, Διπλούς πέλεκυς, σελ. 94, Αθήνα 2005] Εξ
αιτίας της «πασχαλίου μεταβολής»[ Επιστολή Μελετίου Πηγά προς τον Καρδινάλιο
Santa Severina.], δηλαδή της ακύρωσης του «παραδοθέντος και κρατούντος
κανονίου»,[ Τόμος Αλεξανδρινός Μελετίου Πηγά, Προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας
Σίλβεστρο.] το Γρηγοριανό ημερολόγιο απορρίφθηκε. Την ίδια αιτία απόρριψης
αναφέρει και ο ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης.[ Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος
γ΄, § 216, 2, σελ. 125.]
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1587, ξαναγίνεται Σύνοδος όπου εκτός από τα πατριαρχεία
ΚΠόλεως και Αλεξανδρείας συμμετέχει και αυτό των Ιεροσολύμων. Σε αυτή τη
Σύνοδο «αποβάλλεται η «διόρθωση» του Αγίου Πάσχα ως επισφαλής, ως μη αναγκαία
και αντικειμένη των ιερών κανόνω (Δωδεκάβιβλος, Δοσίθεου, βιβλίο ΙΑ΄
κεφ. Η΄».]
Το 1593 συνήλθε τρίτη Σύνοδος με την συμμετοχή των πατριαρχείων ΚΠόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και τον εκπρόσωπο της Μόσχας όπου όρισε
στην 10η πράξη της «…ίνα το Πάσχα γίνηται καθώς το εδιώρισεν η πρώτη σύνοδος
και το νέον καλεντάριον [αφού ανατρέπει τον διορισμό της πρώτης συνόδου] να
αναθεματίζεται».[ Δωδεκάβιβλος, Δοσίθεου,. κεφ. ΙΑ}
Από την μελέτη των πρακτικών αυτών των Συνόδων είναι πασιφανές ότι αυτές
απορρίπτουν το Γρηγοριανό ημερολόγιο επειδή ανατρέπει τον Πασχάλιο κανόνα
κι όχι γιατί συμβαίνει μια μεταβολή στο ημερολόγιο και εορτολόγιο. Δεν δηλώνουν
πουθενά οι Πατέρες αυτών των τριών Συνόδων ότι απαγορεύεται και κάθε
μελλοντική μεταβολή στο ημερολόγιο που ήθελε προκύψει λόγω αστρονομικών
μεταβολών επειδή θα επέφερε προβλήματα στο υπόλοιπο εορτολόγιο. Γιατί αν
η ερμηνεία του πράγματος είναι ότι απαγορεύεται κάθε ημερολογιακή μεταβολή για
να μη διαταραχθεί και το λοιπό εορτολόγιο, οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής δεν
θα παρέπεμπαν το θέμα της εύρεσης της πασχαλίου ημέρας στους αστρονόμους της
Αλεξάνδρειας –πράγμα που επισημοποιεί την μεταβλητότητα των αστρονομικών
παραμέτρων, άρα και την μεταβλητότητα των εορταστικών ημερομηνιών– άλλα θα
όριζαν μία σταθερή ημέρα για το Πάσχα (π.χ. την 21η Μαρτίου) για να παραμείνει
αμετακίνητο και το ημερολόγιο-εορτολόγιο εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό
λοιπόν που καταδίκασαν οι τρείς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι του ΙΣΤ΄ αιώνα είναι η
τροποποίηση του Πασχαλίου που επέρχεται με την ακριβή εφαρμογή του
Γρηγοριανού ημερολογίου.
Οι
λόγοι για τους οποίους ο ιερός Δοσίθεος ονόμαζε «αίρεση» το Γρηγοριανό
ημερολόγιο ήταν αυτός ακριβώς, ότι δηλαδή με αυτό ανατρέπονταν το Συνοδικά
κατοχυρωμένο Πασχάλιο κι όχι γιατί η Α΄ Οικουμενική απαγόρευσε κάθε
ημερολογιακή μεταβολή. Γράφει ο Ιερεμίας ο Β΄: «Διό ημείς την των πατέρων ορθήν
πίστιν, ή περι του πασχαλίου εχρησμοδότησαν θεία εμφάσει, κρείττονα ηγησάμενοι
ως αληθή και άπταιστον και εις αεί διαμένουσαν, την του νέου Καλενδαρίου ως
ψευδή και ουτιδανήν μακράν αφ΄ ημών απεσκορακίσαμεν».{ Επιστολή πατριάρχου
ΚΠόλεως Ιερεμίου προς τους εν Τυβίγγη Διαμαρτυρομένους, Νικ.
Μάννη,} Δηλαδή, εμείς την ορθή πίστη, που μας παρέδωσαν οι Πατέρες με
θείο φωτισμό για το Πασχάλιο, αυτή, νομίζουμε αλάνθαστη και παντοτινά
διαμένουσα. Την δε νέα [περί του πασχαλίου πίστη που εμφανίστηκε] με το νέο
ημερολόγιο [του πάπα Γρηγορίου] την αποδιώξαμε[την στείλαμε στους κόρακες].
Τα
πρακτικά της Πανορθοδόξου Συνόδου της Κπόλεως του 1593 αρχίζουν ως εξής:
«Πράξις συνοδική εν ή και αποβολή του νέου καλενταρίου, ήτοι της περι το πάσχα
λατίνων καινοτομίας». Ακόμα και στην επικεφαλίδα των πρακτικών της, η Σύνοδος
δηλώνει ότι η αποβολή του Γρηγοριανού συμβαίνει εξ΄ αιτίας της περί του Πάσχα
καινοτομίας. Δηλαδή της ανατροπής του Πασχαλίου Κανόνα. Κάτι που επιπροσθέτως
εμφανίζεται στον 8ο Κανόνα της Συνόδου.
Κανών
8ος: Ασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα το τοις πατράσι διορισθέν περι του αγίου
και σωτηρίου πάσχα. Έχει δε ούτως: άπαντας τους τολμώντας παραλύειν τους
όρους της αγίας και οικουμενικής μεγάλης συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης
… περι της αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους
είναι της Εκκλησίας εί επιμένοιεν…κλπ». Είναι
οφθαλμοφανές ότι ο Κανόνας αναφέρεται μόνο στην εορτή του Πάσχα. |
Και
στην επιστολή του ο Μελέτιος Πηγάς ως πατριάρχης πλέον Αλεξανδρείας το
1596, πάλι διευκρινίζει τον λόγο άρνησης του Γρηγοριανού: «Την νέαν ταύτην των
Πασχαλίων εισαγωγήν, του λεγομένου Γρηγοριανού Καλενδαρίου, οι της Ανατολικής
των ορθοδόξων εκκλησίας ευσεβείς παίδες ου παραδεχόμενοι». Νομίζω πιο σαφές δεν
μπορεί να γίνει. Ο περισέβαστος του πατρίου αρχιμ. Χρυσόστομος Σπύρου –όπως και
πολλοί άλλοι[ Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισις μου,
σελ. 86, Σπέτσαι, 2008]– γράφει ότι οι Σύνοδοι του 1583, 1587, 1593 «είχαν
αφορίσει πάντας όσους θα εδέχοντο την γρηγοριανήν μεταρύθμισιν», όμως η Σύνοδοι
δεν αποφάσισαν τίποτα τέτοιο. Ο ιερός Δοσίθεος διασαφίζει ότι για το Πασχάλιο
απορρίφθηκε το Γρηγοριανό. Το 1924, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν ενσωμάτωσε το
Γρηγοριανό ημερολόγιο, ούτε τροποποίησε το πασχάλιο. Άρα δεν υπόκειται σε καμία
παράβαση των αποφάσεων των Συνοδικών αποφάσεων του 1583, 1587 και
1593.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Tο
ζήτημα της διορθώσεως του ημερολογίου στην Ορθόδοξο Εκκλησία
Η
συνειδητοποίηση των ατελειών του Ιουλιανού ημερολογίου είχε οδηγήσει σε
προσπάθειες διορθώσεώς του και εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο
Νικηφόρος Γρηγοράς το 1324 «υπέβαλεν Ανδρονίκω τω πρεσβυτέρω έκθεσιν περί
διαρρυθμίσεως αυτού, αλλ᾿ αύτη δεν ελήφθη υπ’ όψει, ίνα μη εντεύθεν σύγχυσις
μάλλον επέλθη και μερισμός τη Εκκλησία. Την διόρθωσιν του Γρηγορά επεδοκίμασε
τώ 1371 και Ισαάκιος ο μοναχός και Ματθαίος ο Βλάσταρις».( Φ. Βαφείδου, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 124.)
Το
ζήτημα της διορθώσεως του ημερολογίου επανήλθε στο προσκήνιο κυρίως στην αρχή
του κ΄ αιώνος, όταν ο Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ απηύθυνε στούς αρχηγούς των
Ορθοδόξων Εκκλησιών Εγκύκλιο, στην οποία συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων ζητημάτων
και το ημερολογιακό. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες γνωρίζοντας ότι ο
χαρακτήρας του ημερολογιακού ζητήματος δεν ήταν επιστημονικός αλλά και
θρησκευτικός λόγω τής συνδέσεως του Ιουλιανού ημερολογίου με το εορτολόγιο και
το Πασχάλιο της Εκκλησίας εκδήλωσαν διά σχετικών απαντήσεών τους την
άρνησή τους για αλλαγή του ημερολογίου. Εκτός από τον κίνδυνο παραβιάσεως
των αποστολικών και συνοδικών διατάξεων περί της εορτής του Πάσχα και τον
κίνδυνο ενδοεκκλησιαστικών ανωμαλιών λόγω της πιθανής ημερολογιακής μεταβολής
οι Εκκλησίες πρόβαλαν επίσης και τον φόβο της διευκολύνσεως της προσηλυτιστικής
δράσεως των Λατίνων. Παρά ταύτα δεν απέκλειαν μία μελλοντική
τροποποίηση του ημερολογίου, έθεταν όμως ορισμένους απαραιτήτους όρους για την
τροποποίησι αυτή:
α΄.
να προηγηθεί κοινή συμφωνία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
β΄.
να μη παραβιασθούν οι σχετικές προς το Πασχάλιο διατάξεις.
γ΄.
να αποφευχθεί κάθε ταραχή και διάστασις του πληρώματος τής Εκκλησίας.
Μετά
την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου το ζήτημα της αλλαγής του ημερολογίου άρχισε
και πάλι να απασχολεί την Ελληνική Πολιτεία και Εκκλησία. Πρώτη η Πολιτεία
ακολουθώντας το παράδειγμα των περισσοτέρων κρατών του τότε πολιτισμένου κόσμου
εισήγαγε διά Βασιλικού Διατάγματος στις 18-1-1923 το Γρηγοριανό ημερολόγιο στις
πολιτικές και κοινωνικές της σχέσεις.
Την
αλλαγή του ημερολογίου αναγκάσθηκε εντός του έτους να αποφασίσει και η Εκκλησία
προκειμένου να παύση η σύγχυση του πιστού λαού λόγω της χρήσεως διπλού
ημερολογιακού συστήματος στην Ελληνική επικράτεια. Η ταύτιση των
ημερομηνιών του εκκλησιαστικού (Ιουλιανού) και του πολιτικού ημερολογίου
θα γινόταν με την διόρθωση και συγκεκριμένα διά της προσθήκης 13 ημερών σ᾿
αυτό (η 10η Μαρτίου θα ονομαζόταν 23η).
Η
ανωτέρω διόρθωση δεν θα έθιγε το εορτολόγιο της Εκκλησίας, καθώς οι
ακίνητες εορτές θα εορτάζονταν όπως πάντοτε· απλά οι ημερομηνίες τους θα
συνέπιπταν πλέον με τις ημερομηνίες του πολιτικού ημερολογίου. Αλλά και το
Πασχάλιο θα έμενε άθικτο και αμετάβλητο από την ανωτέρω διόρθωση, καθώς το
Πάσχα και οι μετ᾿ αυτού συνδεόμενες κινητές εορτές θα εξακολουθούσαν να
εορτάζωνται κατά το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου˙ απλά θα είχαν νέες ημερομηνίες, αυτές του πολιτικού
ημερολογίου, δηλαδή 13 ημέρες αργότερα. Το Πάσχα π.χ. θα εορταζόταν ταυτόχρονα
με τις Εκκλησίες, που ακολουθούσαν το Ιουλιανό ημερολόγιο, με μόνη διαφορά την
ονομασία της ημερομηνίας του (αντί για 10η π.χ. θα ονομαζόταν 23η Απριλίου).
Τέλος με το νέο, διορθωμένο ημερολόγιο η εαρινή ισημερία θα επανερχόταν και
πάλι στην πραγματική της ημερομηνία (21 Μαρτίου).
Η
Εκκλησία λοιπόν δεν δεχόταν το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο προσέκρουε στις
περί του Πάσχα διατάξεις της Εκκλησίας, αλλά το νέο, διορθωμένο, Ιουλιανό, το
οποίο ταυτιζόταν μεν με το Γρηγοριανό στις ημερομηνίες των ακινήτων εορτών,
διέφερε όμως ριζικά από αυτό, όσον αφορά το Πασχάλιο και σε ορισμένα άλλα;
Στοιχεία όπως φαίνεται παραπάνω.
Φυσικά
κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, το ότι η διόρθωση αυτή του ημερολογίου
έθιγε έμμεσα το Πασχάλιο, καθώς ο εορτασμός του Πάσχα και των λοιπών κινητών εορτών
σε νέες ημερομηνίες δημιουργούσε αρκετές κυρίως λειτουργικές και τυπικολογικές
επιπτώσεις. Το Πάσχα π.χ. θα εορταζόταν πλέον και κατά τον μήνα Μάιο, ενώ η
Κυριακή των αγίων Πάντων ακόμη και κατά τον μήνα Ιούλιο, με αποτέλεσμα
νά εκμηδενίζεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η νηστεία των αγίων
Αποστόλων.
Μειονεκτήματα
της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως
Η
διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου πραγματοποιήθηκε στις Εκκλησίες
Κωνσταντινουπόλεως, Ελλάδος και Κύπρου στις 10 Μαρτίου του 1924 διά της
μετονομασίας της σε 23 Μαρτίου. Τόσο η πράξη της διορθώσεως στην
συγκεκριμένη στιγμή όσο και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε ήταν, κατά
την γνώμη μας, εσφαλμένοι για τους εξής λόγους:
1.
Οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου έχοντας σκοπό να ενισχύσουν την εκκλησιαστική
ενότητα των ανά τον κόσμο Χριστιανών αποφάσισαν τον ταυτόχρονο εορτασμό του
Πάσχα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, καθώς ήταν «δεινόν τε και απρεπές, κατά
τας αυτάς ημέρας, ετέρους μεν ταις νηστείαις σχολάζειν, ετέρους δε συμπόσια
τελείν». Αντιθέτως, οι Εκκλησίες που διόρθωσαν το ημερολόγιο
το 1924 κατόρθωσαν μεν την συμφωνία του εκκλησιαστικού και του πολιτικού
ημερολογίου στις χώρες τους, επέφεραν όμως ταυτόχρονα εορτολογικό διχασμό
μεταξύ αυτών και των υπολοίπων Τοπικών Εκκλησιών, μερικές από τις οποίες
εμμένουν έως σήμερα στο Ιουλιανό ημερολόγιο.
2.Δεν
συνέτρεχαν την περίοδο εκείνη σοβαροί εκκλησιαστικοί λόγοι για την
διόρθωση του ημερολογίου. Δυστυχώς «η ασκηθείσα άμεσος και έμμεσος επί
της Εκκλησίας πίεση εκ μέρους τής Πολιτείας προς ρύθμιση και του
εκκλησιαστικού ημερολογιακού ζητήματος υπήρξεν ισχυρά και διεδραμάτισε
σπουδαιότατον ρόλον εν προκειμένω» Η «αλλαγή του Ορθοδόξου Ημερολογίου
έγινε με πρωτοφανή σπουδή και υποταγή της Εκκλησίας σε πολιτικές
σκοπιμότητες και πιέσεις»
3.
«Θανάσιμο σφάλμα» της τότε εκκλησιαστικής ηγεσίας ήταν το ότι η διόρθωση
του ημερολογίου, «η εν μια και μόνη συνεδριάσει ληφθείσα» παρά τις
αντιρρήσεις ορισμένων Ιεραρχών, έγινε βεβιασμένα, άνευ επαρκούς και
συστηματικής προετοιμασίας, ενημερώσεως και διαφωτίσεως του πληρώματος της
Εκκλησίας. Μία τέτοια διόρθωση , καθώς ήταν φυσικό, έφερε μαζί της τα σπέρματα
της εκκλησιαστικής ανωμαλίας και διαιρέσεως.
4.
Η «όλως ανόητος και ανωφελής» διόρθωση του ημερολογίου
πραγματοποιήθηκε άνευ κοινής συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι
Εκκλησίες της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας είχαν εκφράσει την άρνησή τους
στην ημερολογιακή μεταρρύθμιση προ της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, την
οποία θεωρούσαν ως την μόνη αρμόδια για να επιληφθεί ενός τόσο σοβαρού, εκκλησιαστικού
ζητήματος ως το ημερολογιακό. Οι δε Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Σερβίας και
Ρουμανίας έστειλαν την συγκατάθεσή τους έπειτα από την διόρθωσή τού
ημερολογίου.
5.
Τέλος, ενώ από παντού εκρούετο ο κώδωνας του κινδύνου ότι οποιαδήποτε
προσπάθεια επιβολής του Νέου ημερολογίου θα κατέληγε σε σκανδαλισμό των πιστών
και σε σχίσμα, ο Χρυσόστομος προκλητικά αδιαφόρησε γι’ αυτό. Είναι
χαρακτηριστική η γνώμη του Μητροπολίτη πρ. Καισαρείας για το θέμα αυτό. Έλεγε:
«το πλείστον των ελληνορθοδόξων χριστιανών θέλει θορυβηθή και
σκανδαλισθή εκ της γενησομένης τυχόν αμέσου αντικαταστάσεως του Ιουλιανού δια
του Γρηγοριανού μερολογίου και ότι του θορύβου τούτου και σκανδαλισμού
επωφελούμενοι οι καθολικοί ιεραπόστολοι θέλουσι κατενέγκει βαρύ πλήγμα κατά της
ημετέρας Εκκλησίας»
Η
ημερολογιακή μεταρρύθμιση είναι το πρώτο βήμα του οικουμενισμού;
Ένα
πολύ διαδεδομένο αλλά τεχνητό επιχείρημα των ακολουθούντων το παλιό ημερολόγιο
, ως υπερασπιστικό της επανάστασης τους, είναι ότι η ημερολογιακή μεταβολή του
1924 ήταν το πρώτο βήμα του Οικουμενισμού.
Τότε
όμως κανείς δεν ήξερε ούτε τον οικουμενισμό, ούτε κάποια επερχόμενη αίρεση με
οποιοδήποτε όνομα. Όποια επιχειρηματολογία λοιπόν γράφτηκε τότε, αφορούσε μόνο
το ημερολόγιο και την ημερολογιακή μεταβολή. Προς επίρρωση των παραπάνω θέτουμε
υπ΄οψη του αναγνώστου τα εξής:
1)
Το 1920 δημοσιεύεται μία εγκύκλιος από το πατριαρχείο ΚΠόλεως που περιγράφει τα
βήματα με βάση τα οποία οι φιλενωτικοί του Φαναρίου σκοπεύουν να προωθήσουν την
προσέγγιση των αιρέσεων –που για πρώτη φορά ονομάζονται «εκκλησίες»– με την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολύ περιέργως οι αντιδράσεις του «ευαίσθητου» κλήρου και
λαού που σε δύο χρόνια θα επαναστατούσαν μόνο στην ημερολογιακή μεταβολή
ήταν ανύπαρκτες σχετικά με αυτήν την εγκύκλιο.
2)
Το 1922 γίνεται κάτι ακόμα χειρότερο. Το πατριαρχείο ΚΠολης αναγνωρίζει
την ιεροσύνη των Αγγλικανών, τους αποδίδει έτσι εκκλησιαστικότητα, τους
αναγνωρίζει δηλαδή ως εκκλησία αναγνωρίζοντας και τα μυστήριά τους.( ] Στεφανίδου
Β., Εκκλησιαστική ιστορία, σελ. 711) Την στιγμή αυτή που
διαπράχθηκε αυτή η απόλυτη (οικουμενιστική) προδοσία σε επίπεδο δογμάτων και
Πίστεως δεν αντέδρασε κανείς. Ακόμα και 13 χρόνια μετά, το 1937
οι τρεις επίσκοποι ανέλαβαν την ηγεσία της παλαιοημερολογίτικης
κίνησης, στην επιστολή απόσχισης τους δεν γράφουν απολύτως τίποτα για την
προδοσία με τους Αγγλικανούς! Και ούτε επίσης αναφέρουν τίποτα
για την προτεσταντική «θεωρία των κλάδων» που εισήγαγε επίσημα
ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ στην εγκύκλιο του 1902, μιλώντας για «αναδενδράδες». Αυτός
ήταν ο οικουμενισμός που κανείς δεν είδε να γεννιέται. Δεν δικαιούνται να
διαπιστώνουν λοιπόν μετά από δεκαετίες ότι ήταν αυτοί κατάλαβαν και είδαν το
πρώτο βήμα του.
3)
Το 1923 συμβαίνει κάτι καταπληκτικό! Το Βατικανό με Πάπα τον Πίο τον 11ο,
και την εγκύκλιο του Mortalium Animos ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πατριαρχική
εγκύκλιο του 1920 ζητώντας από τους Ορθοδόξους να μετανοήσουν και να
επιστρέψουν υπό την ηγεσία του Πάπα.( Ι. Καρμίρη, Τα
Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ.
930).
Κι όμως ένα χρόνο μετά λαμβάνει χώρα η μεταρρύθμιση με αιτία υποτίθεται
την εφαρμογή της εγκυκλίου του 1920 σε ό,τι αφορά την εορτολογική προσέγγιση με
τους παπικούς, την οποία οι παπικοί απέρριψαν! Άρα διακήρυξη τους ότι το
ημερολόγιο ήταν το πρώτο βήμα προς τον οικουμενισμό είναι απατηλό. Αυτό το
επιχείρημα θα μπορούσαμε με σχετική ακρίβεια να πούμε ότι προστέθηκε
τουλάχιστον 24 χρόνια μετά από το Σχίσμα, με την ίδρυση του Π.Σ.Ε.
4)
Το πιο σπουδαίο όμως στοιχείο είναι το εξής: Από το Σχίσμα του 1054 έως το 1582
που εισήχθη το Γρηγοριανό στη Δύση, δηλαδή για 528 χρόνια οι Ορθόδοξοι είχαν
κοινό ημερολόγιο, εορτολόγιο και Πασχάλιο με τους παπικούς, προτεστάντες και
αγγλικανούς. Επί 528 χρόνια δηλαδή οι Ορθόδοξοι εόρταζαν απολύτως ταυτόχρονα
κινητές και ακίνητες εορτές με τους συνοδικά αναθεματισμένους και
κατεγνωσμένους αιρετικούς παπικούς, και αυτό δεν προκάλεσε σε κανέναν τα
αβάσταχτα συμπεράσματα που προκάλεσε στους παλαιοημερολογίτες η μερική και
ασφαλής απόδοχή του Γρηγοριανού η οποία σύμφωνα με αυτούς μας ενώνει με την αίρεση. Γιατί
αυτή η κοινή εορτολογική συμπόρευση επί τόσους αιώνες δεν αναφέρεται ως
προδοσία της Πίστεως και αναφέρεται ως προδοσία της Ορθοδοξίας η εισαγωγή του
μισού Γρηγοριανού το 1924; Ο λόγος είναι ο απλός. Αν έλεγαν ότι στα 528 χρόνια
ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς της Δύσης ήταν το πρώτο βήμα της ένωσης
με την παπική αίρεση θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα: Πως οι
άγιοι Πατέρες, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες και Ομολογητές αυτών των αιώνων δεν είδαν
και δεν κατάλαβαν, ότι αυτός ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς ήταν
προδοσία της πίστεως και η εκπλήρωση του πρώτου βήματος για την προσχώρηση στην
αίρεση; Πώς δεν το είδαν οι εκατοντάδες άγιοι και Ομολογητές (Μάρκος Ευγενικός,
Ιωσήφ Βρυέννιος, Μελέτιος, Νικηφόρος, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά), και το
«είδαν» το 1924;
Άλλες
οικουμενιστικές πρακτικές είναι οι εξής.
1.
ΣΤΟ ΚΟΛΛΥΒΑΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έφθασε στο σημερινό οικουμενισμό ξαφνικά. Το
πρώτο ρήγμα ήταν μια «μικρή» υποχώρηση στους πλούσιους και δυνατούς της Πόλης,
που είχαν την απαίτηση να γίνονται τα μνημόσυνα των νεκρών ημέρα Κυριακή, για
να τα παρακολουθεί πολύς κόσμος. Έτσι, όταν άρχισε στο Άγιον Όρος η περί
μνημοσύνων έρις, το Πατριαρχείο ήταν ήδη εκτεθειμένο από τη δική του παρανομία.
Γι’ αυτό πήρε στην αρχή αμφίρροπη στάση: «Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα
μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ αν εν Κυριακή ουκ
υποκείνται κρίματι..» Αλλά και προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράβαση της
εκκλησιαστικής παραδόσεως με την συνήθεια που επικράτησε: «.. όπερ και είθισται
εν τοις κατά πόλεις εκκλησίαις εν Κυριακή δηλαδή τελείν τα μνημόσυνα διά τας εν
ταύταις συναθροίσεις των Χριστιανών…» (Πρώτη επιστολή του Πατριαρχείου προς
τους Αγιορείτες, Ιούλιος 1772). Συνέπεια της στάσεως αυτής, που αποφεύγει να
υπερασπιστεί την αλήθεια είναι να ζητήσει το Πατριαρχείο από τους Αγιορείτες
τον επόμενο χρόνο να εφαρμόσουν στο επίμαχο θέμα συγκρητισμό: «Νουθετούμεν
άπαντας τους περί τοιούτων διαφερομένους, όπως από του νυν και εις το εξής να
παύσωσι από τοιαύτας ταραχώδεις και ακαίρους διενέξεις, τας μηδόλως αυτάς
ανηκούσας, και ούτε και οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων,
να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι
προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα, να τους
ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να
επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών
ησυχίαν, αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι και να συναναστρέφονται εν αγάπη
και ομονοία…» (Δεύτερη επιστολή του Πατριαρχείου από 10 Ιουνίου 1773). Δηλαδή:
«ειρήνη» και «αγάπη» και εκκλησιαστική κοινωνία σε βάρος της αλήθειας, η
πεμπτουσία του Οικουμενισμού
Aλλες οικουμενιστικές ορακτικές στην Ορθόδοξη
Εκκλησία πρίν το 1924
2.
Το έτος 1875, ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Πατρών, συνιερούργησε με τον εκεί
Αγγλικανό κληρικό στο Μυστήριον του Βαπτίσματος!
3.
Το 1878 ενθρονίσθηκε ο πρώτος Μασώνος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γʹ ο
οποίος πατριάρχευε επί δύο περιόδους (1878‐1884 και 1901‐ 1912). Ο Μασώνος
Πατριάρχης Ιωακείμ Γʹ χειροτόνησε σε επίσκοπο τον πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο
Καβουρίδη το 1909, και ο Χρυσόστομος Καβουρίδης χειροτόνησε τον Επίσκοπο
Βρεσθένης Ματθαίο το 1935. Ο Μασώνος Πατριάρχης Ιωακείμ Γʹ επίσης τέλεσε το
Μυστήριον του Αγίου Μύρου το 1912. Τούτον το Άγιο Μύρο χρησιμοποιούσε η
Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. από το 1924 μέχρι το 1958!
4.
Το έτος 1879 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε ότι
σε μεγάλη ανάγκη επιτρέπεται η Μυστηριακή επικοινωνία με τους Αρμενίους. Δηλαδή
η τέλεση από Ορθόδοξο Ιερέα στους Αρμενίους των Μυστηρίων Βαπτίσματος, Γάμου
και Θείας Ευχαριστίας!
5.
Το έτος 1895 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζʹ εξέφρασε ευχές γιά ένα κοινό
ημερολόγιο όλων των Χριστιανικών χωρών!
6.
αι Το έτος 1920 ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος, ευρισκόμενος στο
Λονδίνο, σαν αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο συνέδριο του
Λάμπεθ, συμμετείχε σε ακολουθία που τελέσθηκε σε Αγγλικανικό ναό!
7.
Το έτος 1920, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός (ο οποίος έβγαζε και το Άγιον
Φως), παρέστη σε λειτουργία που τελέστηκε στον Αγγλικανικό ναό της Ιερουσαλήμ
και ανέγνωσε το Ευαγγέλιο στα Ελληνικά, φορώντας άπασαν την Αρχιερατική του
Στολή!
8.
Το έτος 1921, ο Αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας, μετείχε στην κηδεία του εκεί (στο
Λονδίνο) αποθανόντος Μητροπολίτου Προύσσης Δωροθέου, διαβάζοντας μάλιστα και το
Ευαγγέλιο!
9.
Το έτος 1922, ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Γερμανός, αντιπρόσωπος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου στο Λονδίνο, παρέστη φορώντας μανδύα και ποιμαντική ράβδο, σε
Εσπερινό που τελέστηκε στο αββαείο του Γουεστμίνστερ!
10.
Το 1923, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε τα Μυστήρια της «Ζώσης
Εκκλησίας» που αποσχίσθηκε από την Εκκλησία της Ρωσίας!
11.
Το έτος 1923, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανεγνώρισε τα «Μυστήρια» των
Αγγλικανών ως έγκυρα!
12.
Το έτος 1923, το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων αναγνώρισε τα «Μυστήρια» των
Αγγλικανών ως έγκυρα!
ΠΗΓΕΣ
Περιοδικό
Οι Ρίζες Φθινόπωρο 1988 Τεύχος 24 Copyright Εκδόσεις Ζέφυρος-Β. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ,
Τεκτονισμός ή Μασονία, Σύγχρονες Αιρέσεις Β΄, εκδ. Πατάκη, Μ. ΦΥΣΕΝ- ΤΖΙΔΗΣ,
Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες, τομ. Α΄, εκδ. «Βογιατζή»,
Αθήνα 2008, ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου
Καθολικής Εκκλησίας,-ΤΟ ΑΘΕΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥΕΚΔΟΣΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥΑΓΙΟΣ
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ)-Κ.Λ.Π
Ποιο
είναι το πρώτο βήμα του Οικουμενισμού στην Ελλαδική Εκκλησία;
------------------------------------------------------------------
Οι
εν Χριστώ αδελφοί που ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο πιστεύουν ότι το πρώτο
επίσημο Οικουμενιστικό βήμα στην Ελλαδική Εκκλησία είναι η αλλαγή του
ημερολογίου το 1924.Ερευνώντας ιστορικά το θέμα διαπιστώνουμε ότι αυτό δεν ισχύει.
Το
πρώτο βήμα πρέπει να αναζητηθεί πρωτίστως στο ελληνικό Αυτοκέφαλο του 1833 και
στις πατριαρχικές εγκυκλίους του 1902, 1904, αλλά και σ’ αυτό το κείμενο κυρίως
του 1920 με την πρωτόγνωρη για την Ορθοδοξία αναγνώριση της θεωρίας των κλάδων
και των αιρέσεων ως «Εκκλησίες» και την εισαγωγή του όρου «διευρημένη
Εκκλησία».
Για
τις πατριαρχικές εγκυκλίους έχουν γραφτεί πάρα πολλά κείμενα και αναλύσεις. Εδώ
θα τονίσω μόνο το σχετικό με το θέμα συμπέρασμα του π. Πέτρου Χιρς (ΟΙ
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Ορόσημα στη προ του 1920
πορεία του, εδώ https://www.impantokratoros.gr/1FD9FFD7.el.aspx):
«Η
εγκύκλιος του 1920 χαιρετίστηκε ως ένα προφητικό και ρηξικέλευθο γεγονός, το
οποίο όχι μόνο εισήγαγε τους Ορθοδόξους στην Οικουμενική Κίνηση, αλλά ήταν σε
μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για αυτήν την ίδια την Κίνηση... Μάλιστα η εγκύκλιος ήταν
κάτι περισσότερο από αναχώρηση: αποτελούσε μια “σημαντική αλλαγή φρονήματος”.
Με την εγκύκλιο το Πατριαρχείο δεν άλλαξε απλώς την στάση του έναντι των
ετεροδόξων ομολογιών, αλλά άλλαξε και την αντίληψή του για την ίδια την
Ορθόδοξη Εκκλησία».
Η
διαπίστωση αυτή δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι πριν το 1924 είχαν
συμβεί ρηξικέλευθες εξελίξεις, οι οποίες κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν ως το
πρώτο βήμα του Οικουμενισμού και μάλιστα σε εποχή που δεν υπήρχε διόρθωση η
αλλαγή ημερολογίου.
Το
επιχείρημα,πολλών αλλά και των Γ.Ο.Χ, ότι αυτές οι αλλαγές δεν ήταν γνωστές,
δεν μπορεί να σταθεί, διότι, όπως πάλι παραθέτει ο π. Πέτρος:
«Πράγματι
ήδη από το 1920, από την πρώτη κιόλας συγκέντρωση στην οποία συμμετείχαν
ορθόδοξοι εκπρόσωποι, εκείνοι ήταν οι πρώτοι που πρότειναν την συνεργασία για
την ιεραποστολή. Εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο καθηγητής Αμίλκας
Αλιβιζάτος από την Αθήνα παρουσίασε ένα πρόγραμμα για την δημιουργία μιας
Ομοσπονδίας Εκκλησιών».
Άρα
ήταν γνωστό τουλάχιστον στην Ελλάδα σε πολλούς εκκλησιαστικούς ταγούς και
θεολόγους.
Η
Εκκλησία μετατρέπεται . το 1833, με την επισημοποίηση της «Διακηρύξεως» από τον
Όθωνα, σε εθνικό και δημόσιο θεσμό και υποτάσσεται σε κοσμικά κέντρα εξουσίας,
στην προκειμένη περίπτωση στο από τους μη ορθόδοξους Βαυαρούς διοικούμενο
Βασίλειο της Ελλάδος. Κεφαλή της Ι. Συνόδου θεωρείται πιά ένας αιρετικός, ο
Παπικός Όθωνας(!!!), τον οποίο πρέπει να μνημονεύουν οι Ιερείς. Ανάλογα
διορίζεται πενταμελής Ιερά Σύνοδο με επιρροή και επίδραση των λαικών κατά τα
προτεσταντικά πρότυπα.
Η
Εκκλησία αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο, στο οποίο ανήκε από τον 8ο αιώνα, μιάς
και οι λάτρεις της Αρχαίας Ελλάδας δεν ήθελαν καμία σχέση με την Κων/πολη και
το «Βυζάντιο». Τότε διέκοψαν οι άλλες Εκκλησίες (σσ. εν αντιθέση με την στάση
τους στο μετέπειτα ημερολογιακό ζήτημα) κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με την
Ελλάδα. Ένα στην πραγματικότητα σχίσμα δημιουργήθηκε, αν και το Πατριαρχείο
τότε από αγάπη ποτέ δεν το κατονόμασε έτσι, που διήρκησε δύο δεκαετίες και
γιατρεύτηκε μόλις το 1850 με τον γνωστό «Τόμο» μέσω της αγάπης και οικονομίας
του Πατριαρχείου και των άλλων Εκκλησιών.
Αυτό
το αντικανονικό και αντιεκκλησιαστικό σχίσμα, το οποίο, το τονίζω έλαβε μέρος
επί Ιουλιανού ημερολογίου, ανεξαρτήτως αν μετά αναγνωρίσθηκε ως κανονικό, ήταν
η απαρχή της απαξίωσης των μοναστηριών, της καρδιάς της Ορθοδοξίας, στην Ελλάδα
και της απαξίωσης της εκκλησιαστικής παράδοσης μέσω δυτικόφερτων ιδεοληψιών και
αιρετικών δογμάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σταδιακά, έχασε
την ενότητά του με σημαντικά μέρη του ποιμνίου του και υποτάχθηκε στην εύνοια
των ισχυρών και των αιρέσεων, με τα γνωστά σήμερα αποτελέσματα.
Για
επαναφορά όμως στην κατάσταση (δηλ. στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου) προ
εκείνης της εποχής που καταλύθηκαν σχεδόν τα πάντα και που η Εκκλησία είχε ως
επίσημο αρχηγό έναν μη ορθόδοξο, έναν αιρετικό βασιλιά, τον Όθωνα, δεν ακούσαμε
ποτέ να απαιτείται, από τότε μέχρι σήμερα, από κανέναν (ούτε από το Άγιον Όρος,
ούτε από την υπόλοιπη επικράτεια, ούτε από τους «παραδοσιακούς» ερευνητές
ρασοφόρους, ούτε από τους Γ.Ο.Χ.). Και ας μην χρησιμοποιήσουμε το επιχείρημα,
ότι τώρα το Πατριαρχείο είναι οικουμενιστικό, διότι το 1833 δεν ήταν. Κι όλα
αυτά παρόλο που η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε αντικανονικά, με
αιρετικά κίνητρα και διέσπασε την ενότητα της Ορθοδοξίας και την συνέχεια της
Παράδοσης.
Αν
θέλουμε, λοιπόν, να ανακαλύψουμε ένα πρώτο βήμα, τότε η ίδρυση της Αυτοκεφάλου
Εκκλησίας της Ελλάδος διεκδικεί σοβαρές πιθανότητες να αναγνωρισθεί ως τέτοιο.
Και θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μία πραγματική ενότητα, αφού αυτή έλαβε μέρος
σε εποχή επικρατήσεως του Ιουλιανού, που σημαίνει, όπως και τόσα άλλα
παραδείγματα, ότι το ημερολόγιο δεν σώζει, ούτε προφυλάσσει από λάθη και
αντικανονικές πρακτικές και ως εκ τούτου δεν αποτελεί αιτία διχόνοιας.
Είναι το ημερολόγιο ο φύλακας της πίστεως;
Η
απάντηση είναι όχι. Σήμερα οι οικουμενιστικότερες των Εκκλησιών(π.χ
Ρωσία-Σερβία-Ιεροσόλυμα) ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο. Επίσης όσες από αυτές
συμμετείχαν στην Σύνοδο της Κρήτης υπέγραψαν και τις αποφάσεις της
δηλ.κατοχύρωσαν ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ.
Οι
Ζηλωτές εξέλαβαν το Ιουλιανό ως ιερά παράδοση λόγω του ότι πάνω σε αυτό
«τοποθετήθηκαν» οι εκκλησιαστικές εορτές. Όμως το Ιουλιανό ημερολόγιο δεν
είναι μια σταθερή βάση. Η μεταβλητότητα είναι στη φύση όλων των
ημερολογίων, μια που τα ημερολόγια έχουν βάση αστρονομική κι όχι δογματική
(αμετάβλητη). Συνεπώς η μεταβλητότητα του εορτολογίου –άλλα, κατά συνέπεια, και
των ημερών των νηστειών– ήταν ένα χαρακτηριστικό που φυσικά είχαν υπόψιν οι
Πατέρες της Α΄Οικουμενικής, αφού παρέπεμψαν την εύρεση της ημέρας εορτασμού του
Πάσχα στους αστρονόμους και δεν την αποφάσισαν οι ίδιοι για να λήξει έτσι
οριστικά το ζήτημα. Οι ίδιοι ήξεραν ότι, το πότε θα είναι ισημερία και
πανσέληνος σε κάθε μελλοντική χρονιά, καθορίζεται με μαθηματικούς και
αστρονομικούς υπολογισμούς. Η ανθρώπινη αγιότητα δεν είναι πανσοφία! Οι φυσικοί
κανόνες και οι νόμοι, με τους οποίους ο Θεός οργάνωσε να λειτουργεί το σύμπαν,
ανακαλύπτονται δια της επιστήμης κι όχι δια της θεολογίας των αγίων Συνόδων.
Επίσης
σε προηγούμενα άρθρα δημοσιεύτηκαν δύο άρθρα για τα λάθη που
εμφανίζει το Ιουλιανό ημερολόγιο σε σχέση με την εορτή του Πάσχα. Δηλαδή έχουμε
παράβαση της απόφαση της Α΄ Οικ. Συνόδου για την ημερομηνία της εορτής
του Πάσχα και από το Ιουλιανό.
Επίσης
οι ζηλωτές του Πατρίου ισχυρίζονται ότι η αθέτηση του Ιουλιανού ημερολογίου
δημιουργεί λειτουργικές αταξίες και διάσπαση της εορτολογικής ενότητας. Όσον
αφορά το δεύτερο δηλ.την εορτολογική ενότητα η παράδοση της Εκκλησίας μας λέει
ότι δεν υπήρχε πάντα,χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε εκκλησιαστική
ενότητα μεταξύ των χριστιανών.π.χ. Τα Χριστούγεννα εορτάζονταν σε διαφορετικές
ημερομηνίες από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες επί δύο και πλέον αιώνες. Στη Ρώμη η
εορτή εισήχθη περί το 335 μ.Χ. Στις Εκκλησίες Κωνσταντινούπολης το 380 μ.Χ, και
της Αντιόχειας εισήχθη γύρω στο 400 μ.Χ. Στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας
το 450 μ.Χ. και στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων γύρω στον 6ο αιώνα.
Η
γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εισήχθη στην Ανατολή μεταξύ του 5ου και
7ου αιώνα, ενώ στη Δύση μετά από αιώνες. Η γιορτή των
Αγίων Πάντων εισήχθη στην Ανατολή κατά τον 4ο αιώνα, ενώ στη
Δύση κατά το 610 μ.Χ. Μέχρι τον 7ο αιώνα γιορτάζονταν στην
Ανατολή η γιορτή των αγίων Αποστόλων στις 28 Δεκεμβρίου, ενώ στην Δύση στις 29
Ιουνίου. Η Εκκλησία Ιεροσολύμων απέδιδε την γιορτή της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου στις 22 Αυγούστου, ενώ η Μονή Στουδίου την τέταρτη ημέρα της Κοιμήσεως
δηλ. την 18η Αυγούστου. Στις άλλες περιώνυμες Μονές της
Κωνσταντινουπόλεως η απόδοση γινόταν στις 23 Αυγούστου, ενώ στο Άγιο Όρος στις
28 Αυγούστου. Η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν αρχικά τον 5ο αι.
στη Δύση, στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ στην Ανατολή καθιερώθηκε στις αρχές του 6ου αι.
στην ΚΠολη από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α΄, στις 2 Φεβρουαρίου, ενώ καθιερώθηκε
σ’ όλη την αυτοκρατορία από τον Ιουστινιανό Α΄, στις 14 Φεβρουαρίου και
αργότερα επανήλθε στις 2 Φεβρουαρίου και μετετράπη από Δεσποτική εορτή (όπως το
επι-τάσσει η θεολογία και η υμνολογία της) σε Θεομητορική.
Λειτουργική
αταξία όμως υπάρχει και στο παλαιό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο είναι
δυνατό να συμβεί ο εορτασμός της Υπαπαντής μαζί με την Καθαρά Δευτέρα ή άλλη
μέρα της Σαρακοστής. Μία ημέρα δηλαδή χαρμόσυνη Δεσποτικής εορτής, να εορταστεί
ταυτόχρονα με μία μέρα πένθους και νηστείας που μας εισαγάγει η Καθαρά Δευτέρα.
Με το παλαιό ημερολόγιο επίσης μπορεί να τύχει η γιορτή του Ευαγγελισμού να
εορταστεί τη Μεγάλη Εβδομάδα, και να πρέπει να ψάλουμε ταυτόχρονα χαρμόσυνους
ύμνους μαζί με πένθιμους. «Σήμερον κρεμάται επι ξύλου…» και «Σήμερον
χαράς ευαγγέλια…»!
Οι
λειτουργικές παρατυπίες του νέου ημερολογίου πιστεύω ότι μπορούν να διορθωθούν
με Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Λέει
ο άγιος Φώτιος: «Αι Εκκλησίαι του Χριστού υποχρεωτικώς οφείλουσι
τηρείν κυρίως τάς αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, ενώ κατά τά άλλα, ώς εν
τοις εθίμοις καί ετέραις διατάξεσι δύναται νά υπάρχη διαφορά άνευ βλάβης της
ενότητος της πίστεως»( Μεγάλου Φωτίου, Ἐπιστολή β΄, βιβλίο
α΄, P.G.102, 604CD. Και Φ. Βαφείδου, ό.ά. § 110, 3, σελ. 52)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου